Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγοι εἰς Εὐτρόπιον. Η απόδειξη του πώς μιλούν οι αληθινοί Επίσκοποι!

Λόγοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τὸν αὐλικὸ Εὐτρόπιο, ποὺ κατήργησε τὸ ἄσυλο τῶν ναῶν!



Πρόλογος

Οἱ δυὸ λόγοι «Εἰς Εὐτρόπιον» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (354-407) εἶναι ἀναμφισβήτητα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὰ δείγματα, τόσο τῆς ρητορικῆς δεινότητος ὅσο καὶ τῆς ποιμαντικῆς δεξιοτεχνίας τοῦ μεγάλου ἱεράρχη. Ἀλλὰ ποιὸς ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἕνας εὐφυὴς καὶ πανοῦργος αὐλικός, ποὺ εἶχε κατορθώσει μὲ τέχνασμα νὰ δώσει ὡς σύζυγο στὸν τότε αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο (395-408) τὴν Εὐδοξία, πανέμορφη κόρη στρατιωτικοῦ. Κερδίζοντας, ἔτσι, τὴν εὔνοια τῆς νεαρῆς αὐτοκράτειρας, ἀναρριχήθηκε στὴν ἐξουσία καὶ σύντομα ἔγινε πρωθυπουργός. Πανίσχυρος καὶ ἀσύδοτος καθὼς ἦταν, χρησιμοποιοῦσε ἀδίσταχτα κάθε μέσο γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὴν ἀχαλίνωτη φιλοδοξία καὶ τὴν ἀκόρεστη πλεονεξία του. Ὁ λαὸς τὸν μισοῦσε καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀσκοῦσε δριμύτατο ἔλεγχο τῶν παρανομιῶν καὶ τῶν ἐγκλημάτων του. Ἕνα ἀπὸ τὰ μέτρα ποὺ εἶχε πάρει ὁ Εὐτρόπιος γιὰ τὴν ἐξόντωση τῶν πολιτικῶν του ἀντιπάλων ἦταν καὶ ἡ κατάργηση τοῦ ἀσύλου τῶν ναῶν. Οἱ ὀδυνηρὲς συνέπειες, ὅμως, αὐτοῦ τοῦ μέτρου -τί τραγικὴ εἰρωνεία!- ἔπληξαν πρῶτα τὸν ἴδιο. Γιατί σύντομα τὰ πράγματα πῆραν ἄλλη τροπή. Τὸ 399, ἀφοῦ τὸ ποτήρι τῆς λαϊκῆς ἀγανακτήσεως ξεχείλισε, ὁ Ἀρκάδιος, μὲ ἀποφασιστικὴ ἐπέμβαση τοῦ στρατοῦ, ἀποφάσισε τὴν καθαίρεση τοῦ ἄνομου πρωθυπουργοῦ, ποὺ ἐγκαταλείφθηκε ἀμέσως ἀπ’ ὅλους. Κυνηγημένος ἀπὸ τὸν μανιασμένο ὄχλο, ποὺ διψοῦσε γιὰ ἐκδίκηση, καὶ βλέποντας νὰ κινδυνεύει ἄμεσα ἡ ζωή του, κατέφυγε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ γαντζώθηκε ἔντρομος στὴν ἁγία Τράπεζα. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης, ἀφοῦ μὲ παρέμβασή του στὸν αὐτοκράτορα ἐξασφάλισε τὸ δικαίωμα τῆς ἀσυλίας, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα τοῦ ναοῦ καὶ ἐκφώνησε τὸν πρῶτο «Εἰς Εὐτρόπιον» λόγο του, μὲ τὸν ὁποῖο κατόρθωσε νὰ τιθασεύσει τὴν παραφορᾶ τοῦ λαοῦ καὶ νὰ σώσει τὴ ζωὴ τοῦ ἔκπτωτου ἀξιωματούχου. Λίγες μέρες ἀργότερα, ὁ Εὐτρόπιος προσπάθησε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ πλῆθος τὸν ἀναγνώρισε καὶ τὸν συνέλαβε. Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὁ ἅγιος ἱεράρχης ἐκφώνησε τὸν δεύτερο «Εἰς Εὐτρόπιον» λόγο του. Τα ἀποσπάσματα τῶν δυὸ λόγων, που ἀκολουθοῦν σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση, ἐπικεντρώνονται σέ τρία θέματα: α) τὴν ἀκατάβλητη δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἴναι τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο ὅλων, β) τὴ ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς καὶ γ) τὸ πνεῦμα τῆς ἀγωνιστικότητος καὶ αὐτοθυσίας, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει τὸν ἐπίσκοπο σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα, ἔστω καὶ δευτερεῦον.

«Εἰς Εὐτρόπιον»

Λόγος Α΄

Πάντοτε, μὰ ἰδιαίτερα τώρα, εἶναι κατάλληλη ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ ποῦμε: «Ὅλα εἶναι μάταια, ματαιότητα καὶ πάλι ματαιότητα» (Ἐκκλ. 1:2). Ποῦ τώρα ἡ λαμπρὴ ἀρχοντικὴ στολή; Ποῦ οἱ κρότοι καὶ οἱ χοροὶ καὶ οἱ συγκεντρώσεις; Ποῦ οἱ ἐπευφημίες στὰ ἱπποδρόμια καὶ οἱ κολακεῖες τῶν θεατῶν; Ὅλα ἔφυγαν. Φύσηξε ξαφνικὰ ἀέρας, ἔριξε τὰ φύλλα κι ἔδειξε τὸ δέντρο γυμνό, νὰ σαλεύεται σύγκορμο καὶ νὰ κινδυνεύει νὰ ξεριζωθεῖ. Ποῦ τώρα οἱ ἐπίπλαστοι φίλοι; Ποῦ τὰ γλέντια; Ποῦ ἡ συμμορία τῶν παρασίτων; Ποῦ τὰ καλύτερα κρασιά, ποὺ χύνονταν ὁλοήμερα, καὶ οἱ ποικίλες τέχνες τῶν μαγείρων; Ποῦ οἱ γλυκόλογοι κι ἐξυπηρετικοὶ δουλόφρονες; Νύχτα ἦταν ὅλα κι ὄνειρο. Καὶ μόλις ξημέρωσε, ἐξαφανίστηκαν. Ἄνθη ἦταν ἐαρινὰ καὶ μαράθηκαν. Σκιὰ ἦταν καὶ πέρασε. Καπνὸς ἦταν καὶ διαλύθηκε. Σαπουνόφουσκα ἦταν κι ἔσκασε. Ἀράχνη ἦταν κι ἔσπασε. Νὰ, γιατί πάντα καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα: «Ὅλα εἶναι μάταια, ματαιότητα καὶ πάλι ματαιότητα». Δὲν σοῦ ἔλεγα συχνά-πυκνά, Εὐτρόπιε, πὼς εἶναι δραπέτης ὁ πλοῦτος; Ἐσὺ, ὅμως, δὲν μὲ ἀνεχόσουν. Δὲν σοῦ ἔλεγα, πὼς εἶναι ἀχάριστος δοῦλος; Νὰ, ποὺ τὸ ἀπέδειξαν τὰ πράγματα. Ὅταν ἐσύ μοῦ ἔκανες ἐπανειλημμένες παρατηρήσεις, ἐπειδὴ ἔλεγα τὴν ἀλήθεια, δὲν σὲ βεβαίωνα, πὼς σ’ ἀγαποῦσα περισσότερο ἀπὸ τοὺς κόλακες; Ἂν ὑπέφερες τὰ δῆθεν τραύματά μου, δὲν θὰ σοῦ προκαλοῦσαν τὰ προσποιητὰ φιλήματα ἐκείνων τοῦτον τὸν ὄλεθρο. Οἱ πληγὲς ἀπὸ μένα προξενοῦν ὑγεία, ἐνῶ τὰ δικά τους φιλήματα σοῦ χάλκεψαν ἀρρώστια ἀνίατη. Ποῦ εἶναι τώρα οἱ κεραστές σου; Ποῦ, ὅσοι σοῦ ἔπλεκαν μύρια ἐγκώμια; Χάθηκαν, ἀρνήθηκαν τὴ φιλία, κοιτάζουν νὰ ἐξασφαλίσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ δὲν φερνόμαστε ἔτσι ἐμεῖς. Δὲν σ’ ἐγκαταλείπαμε, ὅταν θύμωνες. Καὶ τώρα ποὺ ἔπεσες, σὲ περιμαζεύουμε καὶ σὲ συντρέχουμε.
Η Ἐκκλησία, ποὺ τὴν πολέμησες, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ σὲ δέχτηκε. Ἀντίθετα, τὰ θέατρα ποὺ ὑποστήριζες, αὐτὰ, ποὺ γιὰ χάρη τους ἀγανακτοῦσες καὶ τὰ ’βαζες μαζί μας, σὲ πρόδωσαν καὶ σὲ καταβαράθρωσαν. Ἐμεῖς ποτὲ δὲν πάψαμε νὰ σὲ προειδοποιοῦμε: “Τί κάνεις; Ἔτσι ποὺ πολεμᾶς τὴν Ἐκκλησία, βαδίζεις στὴν καταστροφή!”. Μὰ δὲν ἔδινες σημασία… Καὶ οἱ μὲν ἱπποδρομίες ἐξανέμισαν τὸν πλοῦτο σου καὶ ἀκόνισαν τὸ ξίφος ἐναντίον σου· ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ποὺ γνώρισε τὴν ἄδικη μανία σου, βάζει τώρα τὰ στήθη της, γιὰ νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ θανάτου. Τὰ λέω τοῦτα, ὄχι γιὰ νὰ ριχτῶ πάνω στὸν πεσμένο ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀσφαλίσω τοὺς ὄρθιους. Ὄχι γιὰ νὰ ξύσω τὶς πληγὲς τοῦ τραυματισμένου ἀλλὰ γιὰ νὰ διατηρήσω ἄτρωτους τοὺς ἄλλους. Δὲν καταποντίζω αὐτὸν ποὺ θαλασσοδέρνεται ἀλλά ἐκπαιδεύω, ὅσους τώρα πλέουν μὲ οὔριο ἄνεμο, ὤστε σὲ ὧρα τρικυμίας νὰ μὴν τοὺς καταπιεῖ τὸ νερό. Ἂς ἔχουμε πάντοτε στὸ νοῦ μας, πόσο εὐμετάβλητα εἶναι τ’ ἀνθρώπινα. Ἂν αὐτὸς φοβόταν μεταβολή, δὲν θὰ πάθαινε μεταβολή. Τ’ ἀνθρώπινα εἶναι μηδαμινότερα κι ἀπὸ τὸ μηδέν. Γιατί ποιός, ἀλήθεια, ἦταν ἀνώτερός του; Δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ πλουσιότερος τῆς οἰκουμένης; Δὲν ἦταν ὁ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς; Δὲν τὸν ἔτρεμαν ὅλοι; Ὡστόσο, νὰ ποὺ ἔγινε ἀθλιότερος κι ἀπὸ τοὺς φυλακισμένους, κι ἀπὸ τοὺς δούλους, κι ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ποὺ πεινᾶνε, γιατί ἀπειλεῖται μὲ σπαθιὰ κοφτερά, μὲ δήμιους, μὲ ἐκτέλεση. Οὔτε κὰν θυμᾶται τὴν προηγούμενη κατάσταση τῆς εὐτυχίας. Βρίσκεται μέσα σὲ πυκνὸ σκοτάδι, μέρα μεσημέρι.

Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε, δὲν θὰ καταφέρουμε νὰ παραστήσουμε τὸ πόσο βασανίζεται, περιμένοντας ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ τὸν θάνατο… Τί χρειάζονται τὰ δικά μου λόγια, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς τὰ παρουσιάζει ζωντανά; Ἀπὸ χθές, ποὺ πήγαν νὰ τὸν συλλάβουν καὶ πρόστρεξε στ’ Ἅγια, ἔχει μορφὴ ἀπολιθωμένου ἀπ’ τὸν φόβο, πρόσωπο νεκροῦ, φωνὴ σπασμένη. Τρέμει σύγκορμος. Τὰ δόντια του χτυποῦν ἀπὸ τὴν ἀγωνία. Αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιὰ νὰ τὸν χλευάσω, ἐπαναλαμβάνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς γαληνέψω καὶ νὰ δείξετε ἐπιείκεια. Ἀρκετὲς ἦταν, σὰν τιμωρία του, οἱ συμφορὲς ποὺ τὸν βρῆκαν ὡς τώρα. Πολλοὶ ἀπάνθρωποι μᾶς κατηγοροῦν, γιατί τὸν δεχτήκαμε μέσα στὸ ἱερὸ Βῆμα. Περιγράφω τὴν κατάντια του, γιὰ νὰ τοὺς μαλάξω τὴν ἀστοργία. Ἀγανακτοῦν, ἐπειδὴ κατέφυγε στὴν Ἐκκλησία αὐτός, ποὺ τὴν πολέμησε ἀκατάπαυστα. Μὰ γι’ αὐτὸ, ἀκριβῶς, νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό! Τὸν ἔφερε σὲ τέτοια ἀνάγκη, ὤστε εμαθε καὶ τὴ δύναμή της καὶ τὴ φιλανθρωπία της! Ἔμαθε τὴ δύναμή της, γιατί ἔμεινε αἤττητη στὸν πόλεμο ποὺ τῆς κήρυξε, ἐνῶ ἀφανίστηκε ἐκεῖνος. Ἔμαθε καὶ τὴ φιλανθρωπία της, γιατί, μολονότι τὴν ἀντιμετώπισε ἄδικα καὶ σκληρά, αὐτὴ ἔγινε τώρα ἀσπίδα καὶ τὸν καλύπτει. Τὸν ἀσφαλίζει κάτω ἀπ’ τὶς φτεροῦγες της καὶ τὸν ζεσταίνει μέσα στὴν ἀγκάλη της. Δὲν τοῦ κρατάει κακία.

Τοῦτο εἶναι τὸ λαμπρότερο τρόπαιο, ἡ περιφανέστερη νίκη. Ἔπιασε αἰχμάλωτο τὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν σπλαχνίζεται, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι τὸν ἐγκατέλειψαν ἔρημο. Σάν μάνα τρυφερή τὸν ἔκρυψε μέσα στὰ ροῦχα της, μὴν ὑπολογίζοντας τὸν βασιλικὸ θυμὸ καὶ τὴ λαϊκὴ ὀργή. Τοῦτο εἶναι τὸ στολίδι ποὺ κοσμεῖ τὴν ἁγία Τράπεζα. «Τί στολίδι μᾶς λές;», διαμαρτύρεσθε. «Τὸν ἀσεβῆ καὶ πλεονέκτη καὶ ἅρπαγα ν’ ἀκουμπάει στὸ Θυσιαστήριο;». Μὴν ξεστομίζετε τέτοια λόγια, παρακαλῶ, γιατί καὶ ἡ πόρνη ἀκούμπησε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τοῦτο, ὄχι μόνο δὲν ἦταν ἔγκλημα ἐναντίον Του ἀλλὰ θαῦμα καὶ ὕμνος μεγάλος. Γιατί δὲν ἔβλαψε τὸν καθαρὸ ἡ ἀκάθαρτη. Ἀπεναντίας, τὴν ἀκόλαστη καὶ μυσαρή τὴ μετέβαλε σὲ καθαρὴ ὁ ἄσπιλος καὶ ἄμωμος. Μὴ μνησικακεῖτε, ἄνθρωποί μου. Εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου πού, ἐνῶ σταυρωνόταν, ἔλεγε: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δὲν ξέρουν τί κάνουν» (Λούκ. 23:34). “Μα αὐτός”, λέτε, “κατάργησε τὸ ἄσυλο μὲ νόμο”. Ναί ἀλλὰ, νὰ, ποὺ πρῶτος ἔλυσε τὸν νόμο, κι ἔγινε θέαμα τῆς οἰκουμένης! Χωρὶς ν’ ἀρθρώσει λέξη, φωνάζει σ’ ὅλους: “Μὴν κάνετε ὅ,τι ἔκανα, γιὰ νὰ μὴν πάθετε ὅ,τι ἔπαθα!”. Έγινε ἔτσι δάσκαλος μὲ τὴ δική του συμφορᾶ…

Λάμπει ἐξαίσια τὸ Θυσιαστήριο, ἔχοντας δεμένο τὸ λιοντάρι. Κι ἐσεῖς, ποὺ προστρέξατε, εἴσαστε μάρτυρες, ὅτι δὲν ὑπερβάλλω στὰ λόγια. Λαμπρὴ σήμερα ἡ συγκέντρωση. Μόνο τὸ Πάσχα εἶδα τόσο κόσμο! Ἡ σιωπὴ του σᾶς συγκάλεσε σὰν βροντόφωνη σάλπιγγα. Οἱ γυναῖκες ἀφήσατε τὰ σπίτια. Οἱ ἄνδρες ἀφήσατε τὴν ἀγορά. Ὅλοι τρέξατε ν’ ἀντικρύσετε γυμνή τὴ μηδαμινότητα τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων. Καὶ ἡ πορνικὴ ὄψη, ποὺ μέχρι χθὲς ἀκτινοβολοῦσε φαιδρή, ἄλλαξε σήμερα, σὰν νὰ τῆς σφούγγισε ἡ μεταβολὴ τὰ καλλυντικά. Ἔτσι γίνεται μὲ τους πλεονέκτες: Εὐημεροῦν πρόσκαιρα καὶ μετὰ ὑποφέρουν θλίψη ἀβάσταχτη. Τί μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ δυστυχία αὐτή! Τὸν ἐπισημότερο καὶ μακαριότερο ἀπ’ ὅλους, τὸν ἔκανε νὰ φαίνεται ἐλεεινότερος ἀπ’ ὅλους. Ἂν μπει πλούσιος εδω, κερδίζει πολλά. Διαπιστώνει, πὼς ἔχει πέσει ἀπὸ τόσο ὕψος ἐκεῖνος, ποὺ ὡς τώρα ἔσειε τὴν οἰκουμένη· πὼς εἶναι πιὸ συμμαζεμένος καὶ δειλὸς ἀπὸ λαγὸ καὶ βάτραχο· πὼς εἶναι καρφωμένος χωρὶς δεσμὰ σὲ τοῦτο τὸ κολονάκι καὶ, ἀντὶ γι’ ἁλυσίδα, περισφίγγεται ἀπὸ τὸν φόβο. Μὲ ὅλ’ αὐτά, ὑποχωρεῖ ἡ φλεγμονὴ τῆς ἀπληστίας καὶ πέφτει ὁ ἀέρας τοῦ πλούσιου, πού, φιλοσοφώντας γιὰ τὰ ἐπίγεια, φεύγει, ἀφοῦ μάθει στὴν πράξη ὅ,τι διακηρύσσει ἡ Γραφή: «Κάθε ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ χορτάρι καὶ ἡ δόξα του φευγαλέα σὰν τὸ ἀγριολούλουδο· τὸ χορτάρι ξεραίνεται κι ὁ ἀνθὸς μαραίνεται καὶ πέφτει» (Ἤσ. 40:6-7). Ἐπίσης, «Οἱ μέρες τοῦ χάθηκαν σὰν καπνός» (Ψάλμ. 101:4) καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὁ φτωχὸς πάλι, μπαίνοντας καὶ ἀντικρύζοντας τὸ θέαμα, δὲν λυπᾶται πιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, καλοτυχίζει τὴ φτώχεια, γιατί τοῦ εἶναι ἄσυλο καὶ λιμάνι γαλήνιο καὶ τεῖχος ἀσφαλές. Προτιμάει νὰ μείνει στὴν κατάστασή του, παρὰ ν’ ἀπολαύσει γιὰ λίγο τὰ πάντα καὶ ὕστερα νὰ διακινδυνεύσει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκόμα. Βλέπετε, ὅτι δὲν πῆγε ἄδικα ἡ συγκέντρωσή μας ἐδῶ ἀλλὰ ἔγινε αἰτία μεγάλου κέρδους καὶ σέ πλούσιους καὶ σέ φτωχούς, καὶ σέ ἄσημους καὶ σέ ἐπίσημους, καὶ σέ δούλους καὶ σέ ἐλεύθερους; Βλέπετε, ὅτι καθένας φεύγει ἀποκομίζοντας φάρμακα καὶ θεραπεύεται ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦτο καὶ μόνο;

Ἄραγε σᾶς κατεύνασα τὸ πάθος; Ἔδιωξα τὴν ὀργή; Ἔσβησα τὴν ἀπανθρωπιά; Σᾶς ἔφερα σὲ συμπάθεια; Τὸ πιστεύω. Τὸ δείχνουν τὰ πρόσωπά σας καὶ οἱ πηγὲς τῶν δακρύων! Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ πέτρινες καρδιές σας μεταβλήθηκαν σὲ εὔφορο ἀγρό, ἐλᾶτε τώρα νὰ βλαστήσουμε καρπὸ εὐσπλαχνίας, νὰ ἐπιδείξουμε στάχυ μεστωμένο ἀπὸ ἀγαθοσύνη. Ἂς πᾶμε ὅλοι μαζὶ στὸν καλό μας αὐτοκράτορα. Ἂς πᾶμε γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ χάρη τοῦ θυσιαστηρίου, παρακαλώντας τον νὰ χαρίσει ἕναν ἄνδρα στὴν ἁγία Τράπεζα. Καὶ αὐτὸς θὰ τὸ ἀποδεχθεῖ καὶ ὁ Θεὸς θὰ τὸ ἐπαινέσει. Ἤδη, βέβαια, ἔχει καταπραϋνθεῖ ὁ θυμός του καί, παρὰ τὴν ἐκδικητικὴ ἀπαίτηση τοῦ ἐξαγριωμένου στρατοῦ, αὐτὸς τὸν ἔχει συγχωρήσει σὰν ἄνθρωπο. Ὁ βασιλιὰς τὸν σπλαχνίστηκε. Κι ἐνῶ προσβλήθηκε, δὲν μνησικάκησε. Ἐσεῖς, ποὺ δὲν πάθατε τίποτα, πῶς δείξατε τέτοιο μίσος; Πῶς, ὅταν λυθεῖ ὅλη αὐτὴ ἡ παράσταση, θὰ πλησιάσετε στὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ θὰ πεῖτε τὴν προσευχή, «ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», χωρὶς νὰ τὸν ἔχετε συγχωρήσει; Ἐντάξει. Ἀδίκησε πολύ. Δὲν διαφωνῶ. Μὰ τώρα εἶναι καιρὸς, ὄχι δικαστηρίου ἀλλὰ ἐλέους· ὄχι ἀνακρίσεως ἀλλὰ συγχωρήσεως· ὄχι καταδίκης ἀλλὰ συμπάθειας. Ἂς μὴ δυσφορεῖ κανείς. Μᾶλλον, ἂς δεηθοῦμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ τοῦ δώσει παράταση ζωῆς, ὥστε νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ξεπλυθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἔτσι, μὲ τὴν πράξη μας αὐτή, καὶ τὰ δικά μας πλημμελήματα θὰ σβήσουμε καὶ τὴν Ἐκκλησία θὰ τιμήσουμε. Μὰ κι ἡ οἰκουμένη θὰ θαυμάσει καὶ θὰ διακηρύξει τὴ φιλανθρωπία τῆς πόλης μας. Γιὰ νὰ καρπωθοῦμε λοιπὸν τόσα ἀγαθά, ἂς σώσουμε τὸν ἱκέτη.

Λόγος Β’

Πολιορκήθηκε ἡ Ἐκκλησία πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες. Ἦρθαν στρατιῶτες σὲ παράταξη, ποὺ ἔβγαζαν φωτιὲς ἀπὸ τὰ μάτια. Γυμνώθηκαν ξίφη, μὰ κανεὶς δὲν μάτωσε. Τὰ ἀνάκτορα ἦταν σὲ κατάσταση ἀγωνίας, μὰ ἡ Ἐκκλησία σὲ κατάσταση ἀσφάλειας. Στεκόμασταν χωρὶς νὰ φοβόμαστε τὴν παραφορὰ τοῦ στρατοῦ, ποὺ ζητοῦσε τὸν δραπέτη. Γιατί, τέλος πάντων, εἴχαμε σίγουρο ἐνέχυρο τὸ «Οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη δὲν θὰ τὴν κατανικήσουν» (Μάτθ. 16:18). Ὅταν καταφεύγεις στὴν Ἐκκλησία, δὲν καταφεύγεις σὲ τόπο. Γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οἱ τοῖχοι καὶ ἡ σκεπή ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ὁ βίος, τὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος. Τίποτα δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μή μοῦ ἀναφέρεις ὄπλα καὶ τείχη. Γιατί τὰ τείχη μὲ τὸν καιρὸ παλιώνουν, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν γερνάει. Τὰ τείχη τὰ γκρεμίζουν οἱ βάρβαροι, τὴν Ἐκκλησία ὡστόσο οὔτε οἱ δαίμονες δὲν τὴ νικοῦν. Καὶ ὅτι δὲν εἶναι κούφια κομπορρημοσύνη τὰ λόγια μου, τὸ μαρτυροῦν τὰ πράγματα. Πόσοι καὶ πόσοι δὲν πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία! Ὅλοι τους χάθηκαν, αὐτὴ ὅμως ὑψώθηκε πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς! Τέτοιο μέγεθος και τέτοιαν ἰδιότητα ἔχει ἡ Ἐκκλησία: Ὅταν πολεμεῖται, νικᾶ· ὅταν ὑπονομεύεται, δυναμώνει· ὅταν συκοφαντεῖται, γίνεται λαμπρότερη. Δέχεται τραύματα, μὰ δὲν πέφτει κάτω ἀπὸ τὶς πληγές· κλυδωνίζεται, μὰ δὲν καταποντίζεται· χειμάζεται, μὰ δὲν ναυαγεῖ· παλεύει, μὰ δὲν καταβάλλεται· πυγμαχεῖ, μὰ δὲν νικιέται.

Γιατί παραχωρήθηκε ὁ πόλεμος; Γιὰ νὰ παρουσιαστεῖ ἐξαίσιο τὸ τρόπαιο! Ἤσασταν παρόντες ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ βλέπατε πόσα ὄπλα κραδαίνονταν. Ἡ ἐξαλλοσύνη τῶν στρατιωτικῶν εἶχε φουντώσει σὰν φωτιά, κι ἐμεῖς τρέχαμε στὴ βασιλικὴ αὐλή. Ἀλλὰ τί ἔγινε; Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν μᾶς ἔκανε νὰ δειλιάσουμε. Τὰ λέω τοῦτα, γιὰ νὰ μεταγγίσω καὶ σ’ ἐσᾶς τόλμη καὶ θάρρος. Πῶς ἐμεῖς δὲν δειλιάσαμε; Ἁπλούστατα, γιατί δὲν φοβηθήκαμε κανένα ἀπὸ τὰ τότε δεινά. Ἄλλωστε τί εἶναι δεινό; Ὁ θάνατος; Κάθε ἄλλο, ἀφοῦ γρήγορα καταπλέουμε στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τ’ οὐρανοῦ. Οἱ δημεύσεις; «Γυμνὸς βγῆκα ἀπ’ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου, γυμνὸς καὶ θὰ γυρίσω πίσω στὴ μάνα γῆ» (Ἰὼβ 1:21). Οἱ εξορίες; «Στὸν Κύριο ἀνήκει ἡ γῆ καὶ ὅ,τι τὴ γεμίζει» (Ψάλμ. 23:1). Οἱ συκοφαντίες; «Νὰ αἰσθάνεσθε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ὅταν σᾶς κακολογήσουν μὲ κάθε ψεύτικη κατηγορία, γιατί θ’ ἀνταμειφθεῖτε μὲ τὸ παραπάνω στοὺς οὐρανούς» (πρβλ. Μάτθ. 5:11-12). Ἀτένιζα τὰ σπαθιά καὶ τὸν οὐρανὸ συλλογιζόμουν. Περίμενα τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση σκεφτόμουν. Ἔβλεπα τὰ ἐπίγεια παθήματα καὶ ἀριθμοῦσα τὰ ἐπουράνια βραβεῖα. Ἀντίκρυζα τὶς ἐπιβουλές καὶ εἶχα στὸ νοῦ μου τὸ ἁμαράντινο στεφάνι. Γιατί ὁ σκοπὸς τοῦ ἀγῶνα μου ἦταν ἀρκετὸς νὰ μὲ παρηγορήσει. Πρόστρεχα στὶς ἀρχές ἀλλ’ αὐτὸ δὲν ἦταν γιὰ μένα προσβολὴ καὶ ξεπεσμός. Ξεπεσμός ἕνα μόνο εἶναι: ἡ ἁμαρτία! Κι ἂν ἀκόμα ὅλος ὁ κόσμος σὲ προσβάλει, ἐφόσον ἐσὺ δὲν προσβάλεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν ἔχεις προσβληθεῖ. Μία καὶ μόνη προδοσία ὑπάρχει: ἡ προδοσία τῆς συνειδήσεως! Μὴν προδώσεις ἐσὺ τὴ συνείδησή σου καὶ κανεὶς δὲν θὰ σὲ προδώσει.

Πέρασε ἡ νύχτα καὶ φάνηκε ἡ μέρα. Ἐλέγχθηκε ἡ σκιὰ καὶ παρουσιάστηκε ἡ ἀλήθεια. Διδαχὴ ἦταν τὰ γεγονότα. Καὶ ἔλεγα ἐνδόμυχα: “Ἄραγε θὰ μείνουν σωφρονισμένοι ἢ θὰ περάσουν δυὸ εἰκοσιτετράωρα καὶ θὰ ξεχάσουν τὰ πάντα; Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια νὰ λέω; Ποιὸ τὸ κέρδος; Μὰ, ναί! Πολὺ κέρδος! Κι ἂν δὲν μὲ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μὲ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν ὄχι οἱ μισοί, τὸ ἕνα τρίτο· ἢ ἔστω τὸ τέταρτο· ἢ ἔστω δέκα· ἢ ἔστω πέντε· ἢ ἔστω ἕνας. Κι ἂν οὒτ’ ἕνας, ἐγὼ τὸν μισθό μου τὸν ἔχω! Λοιπόν, «τὸ χορτάρι ξεραίνεται κι ὁ ἀνθὸς μαραίνεται καὶ πέφτει, μὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μας μένει αἰώνια» (Ἤσ. 40:7). Εἴδατε τὴν ποταπότητα τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων. Ὅταν οἱ λόγχες κινοῦνταν ἀπειλητικά, ὅταν ἡ πόλη καιγόταν, ὅταν δὲν ἴσχυε οὔτε τὸ βασιλικὸ στέμμα, ὅταν ἡ βασιλικὴ πορφύρα ταπεινωνόταν, ὅταν ὅλα βρίσκονταν σὲ ἀναβρασμό, ποῦ ἦταν τότε οἱ δοῦλοι καὶ ποῦ οἱ φίλοι τοῦ Εὐτρόπιου; Ὅλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ!… Τὰ προσωπεῖα ἄλλαζαν. Ποῦ ἦταν ὁ πλοῦτος του; Κι αὐτὸς εἶχε δραπετεύσει! Ναί, ὁ προκομμένος ὁ πλοῦτος τὰ μηχανεύεται ὅλα καὶ πάνω στὴν ἀνάγκη φεύγει… Πολλοὶ μὲ κατηγοροῦν: “Ἔγινες φόρτωμα στοὺς πλουσίους”. Μὰ ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἔγιναν φόρτωμα στοὺς φτωχούς! Ἐγὼ ἔγινα ἐνοχλητικὸς, ὄχι σὲ ὅλους τοὺς πλουσίους ἀλλὰ σὲ ὅσους ἀποκτοῦν καὶ χρησιμοποιοῦν τὰ χρήματα μὲ τρόπο κακό.

Ἀκατάπαυστα διαλαλῶ, ὅτι δὲν τὰ βάζω μὲ τὸν πλούσιο ἀλλὰ μὲ τὸν πλεονέκτη καὶ τὸν ἅρπαγα. Καὶ οἱ εὔποροι παιδιά μου καὶ οἱ ἄποροι παιδιά μου· καὶ τοὺς πρώτους καὶ τοὺς δεύτερους μήτρα μ’ ὠδίνες τοὺς γέννησε. Θέλεις νὰ μὲ λιθοβολήσεις; Εἶμαι ἕτοιμος νὰ χύσω τὸ αἷμα μου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ παρεμποδίσω τὴν ἁμαρτία σου. Δὲν φοβᾶμαι ἐπιβουλή. Ἕνα μονάχα φοβᾶμαι: τὴν ἁμαρτία. Κανεὶς νὰ μὴ μὲ πιάσει ν’ ἁμαρτάνω, κι ἂς μὲ ἀντιμάχονται τὰ πέρατα τῆς γῆς. Θέλω νὰ ἐκπαιδεύσω κι ἐσᾶς, γιὰ νὰ σκέφτεστε ὅμοια. Μη φοβηθεῖτε δυσμένεια ἄρχοντα. Νὰ φοβάστε, ὅμως, τὴ δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Ἂν δὲν ἔχεις ἁμαρτία, ὁ Κύριος σὲ ἁρπάζει καὶ σὲ σώζει μέσα ἀπὸ μύρια ἐχθρικὰ ὄπλα! Ἂν ὅμως ἔχεις ἁμαρτία, καὶ μέσα στὸν παράδεισο νὰ εἶσαι, πέφτεις. Στὸν παράδεισο ἦταν ὁ Ἀδὰμ κι ἔπεσε – στὴν κοπριὰ ὁ Ἰὼβ καὶ στεφανώθηκε. Τί ὠφέλησε τὸν πρῶτο ὁ παράδεισος; Ἢ τί ἔβλαψε τὸν δεύτερο ἡ κοπριά; Ποτέ μὴ μακαρίζετε τὸν ἁμαρτωλό. Νά μακαρίζετε τὸν δίκαιο. Ποῦ εἶναι τόσοι μεγάλοι καὶ τρανοί; Περαστικοὶ ἦταν κι ἔφυγαν. Δὲν τοὺς ἔτρεμαν οἱ ἀξιωματοῦχοι; Δὲν ταπεινώνονταν ὅλοι μπροστά τους; Ἦρθε ὅμως ἡ ἁμαρτία καὶ ὅλα φανερώθηκαν κι ἐλέγχθηκαν. Δὲν βλέπετε τὸν Εὐτρόπιο; Οἱ δουλόφρονες ἔγιναν δικαστές του κι οἱ κόλακες δήμιοι! Ἐκεῖνοι ποὺ φιλοῦσαν κάποτε τὰ χέρια του, ἐπιχειροῦσαν τώρα πρῶτοι νὰ τὸν σύρουν ἔξω ἀπ’ τὸν ναό! Χθὲς δουλικός, σήμερα ἐχθρός! Χθὲς ἐπαινέτης, σήμερα κατήγορος! Χθὲς τὸν ἀποκαλοῦσες σωτῆρα κι εὐεργέτη, σήμερα τὸν στιγματίζεις! Καὶ ὅλ’ αὐτὰ, γιατί χθὲς δὲν ἐνεργοῦσες μὲ εἰλικρίνεια. Τί μεταστροφή! Τί μεταπήδηση στὴν ἀντίπερα ὄχθη! Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι τέτοιος. Ἂν καὶ μ’ ἐπιβουλευόταν, ἔγινα προστάτης του. Ἀναρίθμητα δεινὰ ἔπαθα καὶ δὲν τ’ ἀνταπέδωσα, γιατί μιμοῦμαι τὸν Κύριό μου Χριστό. Τόσες ἀνακατατάξεις ἔγιναν ἀπὸ τότε ποὺ ἦρθα στὴν πόλη καὶ κανεὶς δὲν σωφρονίζεται. Ὅταν λέω κανείς, δὲν κατηγορῶ ὅλους -μὴ γένοιτο! Δὲν εἶναι δυνατὸ τοῦτα τὰ εὔφορα χώματα νὰ δεχθοῦν σπέρματα καὶ νὰ μὴ βγάλουν στάχυα.

Ἐγὼ, ὅμως, εἶμαι ἀχόρταγος! Δὲν θέλω νὰ σωθοῦν λίγοι ἀλλὰ ὅλοι! Κι ἂν ἕνας μόνο χαθεῖ, θὰ χαθῶ κι ἐγώ! Ἐμπρός! Μὴ στέκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία! Τίποτα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία! Ἡ ἐλπίδα σου ἡ Ἐκκλησία, ἡ σωτηρία σου ἡ Ἐκκλησία, τὸ καταφύγιό σου ἡ Ἐκκλησία! Εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶναι πλατύτερη ἀπὸ τὴ γῆ! Ποτὲ δὲν γερνάει, πάντοτε ἀκμάζει. Ἡ Γραφὴ τὴν ἀποκαλεῖ βουνό, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀσάλευτη στερρότητά της· παρθένο, γιὰ τὴν ἀφθορία της· βασίλισσα, γιὰ τὴ μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, γιὰ τὴ συγγένεια μὲ τὸν Θεό· στεῖρα ποὺ γέννησε ἑφτά, γιὰ τὴν πολυτεκνία της… Μύριες ὀνομασίες, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν εὐγένειά της, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Κύριός της ἔχει πολλὰ ὀνόματα. Γιὰ ὅλα τοῦτα, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, γιατὶ σ’ Αὐτὸν ἀποκλειστικὰ ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!