Μία φιλολογική εξέταση τῶν ἐντολῶν τῶν ἁγ. Πατέρων και τῶν Ἱ. Κανόνων ὡς κατάρριψη τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τους.

Κανεὶς ἀποτειχισμένος δὲν καταδίκασε, ὅποιον δὲν ἀποτειχίσθηκε. Καὶ ὅποιος τὸ ἔπραξε, κάνει λάθος. Αὐτὸ ἀνήκει μόνο στὸν Θεό. Ὅλοι μας κρίναμε, ἀλλὰ δὲν κατακρίναμε, ἐλέγξαμε καὶ τονίσαμε τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν καταδικάσαμε, δὲν πήραμε τὸν ρόλο συνόδου. Ἄλλο ὅμως εἶναι παραδοχὴ τῆς ὅποιας ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας ἢ ἡ ὑποχώρηση λόγῳ ἀντιξόων συνθηκῶν, καὶ ἄλλο ἡ συνειδητὴ παραχάραξη καὶ διαστρέβλωση πρὸς ἐπιβολὴ τοῦ δικοῦ μας θελήματος καὶ κάλυψη τῶν ἰδίων συμφερόντων.


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Κατὰ γενικὴ ὁμολογία τόσο τῶν Οἰκουμενιστῶν ὅσο καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, τὰ τελευταῖα 100 χρόνια ἐξάπλωσης της, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ καθοδηγητές της -μὲ τὴν βοήθεια κυρίως τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης- ἁπλώθηκε συστηματικὰ καὶ μεθοδικὰ εἰσβάλλοντας σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιρροή του καὶ τελικὰ τὴν κατάταξή του στὶς τάξεις της.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς τομεῖς ποὺ «κοπίασε» ἰδιαίτερα εἶναι ὁ τομέας τῆς γλώσσας, στὴν περίπτωσή μας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Παράλληλα μὲ τὴν ἐπινόηση νέων ὅρων ὅπως π.χ. πολιτικὴ ὀρθότητα κλπ. ἐπετεύχθη ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνική, τὴν γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἀποτέλεσμα, ὁ Χριστιανὸς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ καταλάβει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὰ κείμενα τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους καὶ ἔτσι νὰ δέχεται τὴν αἱρετικὴ παρερμηνεία ἀδιαμαρτύρητα (ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ και ἡ ἀλλαγὴ τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἐπὶ κυβερνήσεως Ράλλη τὴν δεκαετία τοῦ 80 ἔδωσε τὸ τελικὸ χτύπημα).

Τρανὸ παράδειγμα (καὶ ἀναφέρομαι συγκεκριμένα στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) αὐτῆς τῆς ἀποξένωσης τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ θεόπνευστα κείμενα εἶναι ἡ ἑρμηνεία τῶν διαταγῶν-θεόπνευστων Ἐντολῶν τῆς Γραφῆς, τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κάθε εἴδους αἱρετικῶν, ὡς δυνητικὲς ἀντὶ γιὰ ὑποχρεωτικές/ἀναγκαῖες γιὰ τὸν πιστό. Μέχρι τώρα ἡ παρουσίαση πλείστων ἁγιοπατερικῶν κειμένων ποὺ ἀποδείκνυαν τὸ ἀντίθετο δὲν ὠφέλησε δυστυχῶς, ἀφοῦ οἱ ἀρνητὲς ἑρμήνευαν γλωσσικὰ διαφορετικὰ ἐφευρἰσκοντας μάλιστα ἑρμηνεῖες καὶ ἔτσι ἐπηρέαζαν καὶ ἐπηρεάζουν τοὺς ὑπόλοιπους. Μάλιστα κατηγοροῦσαν καὶ κατηγοροῦν ὅσους παρουσιάζουν τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν ὡς ὑποχρεωτική/ἀναγκαία ὡς ἀκραίους καὶ πλανεμένους.

Ὡς ἐκ τούτου φαίνεται ἀναγκαία ἢ ὠφέλιμη μία γλωσσική/φιλολογικὴ προσσέγγιση τῶν ἁγιοπατερικῶν ἐκφράσεων, ὥστε νὰ δοῦμε, ἂν ἡ Ἁγ. Γραφή, οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ οἱ Πατέρες δίδασκαν καὶ ἐκφράζονταν μὲ δυνητικὸ χαρακτῆρα ἢ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν ἦταν τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴν γλώσσα ξεκάθαρα ἀναγκαῖα/ὑποχρεωτικά.
Ἀκολούθως παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη νὰ συγχωρέσει τὴν παρακάτω φαινομενικὰ βαρετὴ μέν, ἀλλὰ ἀναγκαία γλωσσικὴ ἀνάλυση, ὥστε τὰ πατερικὰ παραδείγματα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν, νὰ γίνουν ἐκφραστικὰ καὶ ἑρμηνευτικὰ κατανοητά.
Καταρχὴν πρέπει νὰ ξεκαθαρισθεῖ, πῶς ἐκφράζεται στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τὸ δυνητικὸ καὶ πῶς τὸ ὑποχρεωτικό/ἀναγκαῖο καὶ μετὰ νὰ ἐξετασθεῖ ποιὲς ἐκφράσεις (δυνητικοῦ, γλωσσικά, ἢ ὑποχρεωτικοῦ/ἀναγκαίου χαρακτῆρος) χρησιμοποιοῦν ἡ Ἁγ. Γραφή, οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ οἱ Πατέρες. [Πηγὲς γιὰ τὴν φιλολογικὴ ἀνάλυση δὲν θὰ παρατεθοῦν, διότι αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ κάποιος σὲ κάθε σοβαρὴ σχολικὴ ἢ μὴ Γραμματική]:

Δυνατότητα ἢ δυνητικὸς χαρακτῆρας

Γενικά, μία δυνατότητα ἀνοιχτὴ νὰ πραγματοποιηθεῖ στὸ μέλλον ἢ δυνατότητα τοῦ παρελθόντος ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, ἐκφράζεται μὲ δυνητικὴ ὁριστικὴ καὶ δυνητικὴ εὐκτικὴ μαζὶ μὲ τὸ μόριο ἂν (π.χ. καὶ ταῦτα εἰ μὲν δι’ ἀσθένειαν ἐπάσχομεν, στέργειν ἂν ἦν ἀνάγκη τὴν τύχην).

Κυρίως ἡ δυνητικὴ εὐκτικὴ (εὐκτικὴ μὲ τὸ δυνητικὸ μόριο ἄν) δηλώνει τὸ δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς ἐκφράζει μία εὐγενικὴ προσταγή (π.χ. Σὺ κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις).

Ἡ ὁριστική δηλώνει ἐπίσης δυνατότητα ἢ πιθανότητα χωρὶς τὸ ἂν στὶς παρακάτω φράσεις: ὀλίγου+ὁριστ. ἀορ., ὀλίγου δεῖ+ὁριστ. ἀορ., ὀλίγου ἐδέησε+ἀπαρέμφατο. Κάποιες φορὲς στὴ θέση τῆς γενικῆς ὀλίγου ἐμφανίζονται οἱ γενικὲς μικροῦ ἢ ἐλαχίστου (π.χ. διὰ τὰ τοῦ πατρὸς ἁμαρτήματα ὀλίγου τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη). Δυνατότητα ἢ ἀξίωση ἀνεκπλήρωτη στὸ παρελθὸν καὶ στὸ παρόν δηλώνει συχνὰ ἡ ὁριστικὴ παρατατικοῦ (χωρὶς τὸ δυνητικὸ ἄν) τῶν ἀπροσώπων ρημάτων, ποὺ σημαίνουν ἀξίωση, καθῆκον, ἀναγκαιότητα, πιθανότητα, καταλληλότητα κλπ. ὅπως, ἔδει, ἐξῆν, προσῆκε, καλῶς εἶχε, χρῆν, εἰκὸς ἦν, καιρὸς ἦν, ἀναγκαῖον ἦν, καλὸν ἦν κ.ἄ. (π.χ. ἔδει γὰρ αὐτὸν καὶ τοὺς λόγους δεικνύναι τοὺς ἐμοὺς οἷς διαφθείρω τοὺς συνόντας͵ καὶ τοὺς μαθητάς).

Προσταγὴ ἢ ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος χαρακτῆρας

1. Ἡ ὁριστικὴ μέλλοντα (πολὺ σπάνια ἡ ὁριστικὴ ἐνεστώτα χρησιμοποιεῖται στὴν Ἁγ. Γραφὴ πολλὲς φορὲς ὡς προσταγὴ μὲ ἢ χωρὶς οὐ, (π.χ. λατρέψεις Κύριον τὸν Θεό σου, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις κλπ.).

2. Ἡ προστακτική, ἡ ὁποία δηλώνει τὴν ἀπαίτηση τοῦ ὑποκειμένου νὰ κάνει κάποιος κάτι. Εἰδικότερα ἡ προστακτικὴ δηλώνει (α) προσταγὴ ἢ ἀπαγόρευση (β) προτροπή, ἀποτροπὴ ἢ παραίνεση (γ) συγκατάθεση ἢ παραχώρηση (δ) παράκληση, εὐχὴ ἢ κατάρα.

3. Ἡ βουλητικὴ ὑποτακτική, ἡ ὁποία στὶς κύριες προτάσεις δηλώνει

(α) προτροπὴ (προτρεπτικὴ ὑποτακτική) ἢ ἀποτροπὴ καὶ ἀπαγόρευση (ἀποτρεπτικὴ ὑποτακτική), καὶ ἀπαντᾶ στὸ β΄ καὶ στὸ γ΄ πρόσωπο ἑνικοῦ καὶ πληθυντικοῦ. Συνοδεύεται συνήθως ἀπὸ προτρεπτικὰ μόρια, ὅπως ἄγε (δή), ἴθι (δή), φέρε (δή) μὲ τὴ σημασία: ἐμπρός, ἂς, λοιπόν, ἔλα (π.χ. ἄγε δὴ φέρ᾽ ἡμὶν ὦ παῖ κελέβην).

(β) ἀπαγόρευση, ἡ λεγόμενη ἀπαγορευτικὴ ὑποτακτική, ποὺ ἀπαντᾶ συνήθως στὸ α΄ ἑνικὸ καὶ πληθυντικό (π.χ. ἀποδῶμεν τοῖς ἐπιγιγνομένοις τὴν πατρίδα οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν/Μή μὲ ἀπολέσητε ἀδίκως).

3. Τὰ ρηματικὰ ἐπίθετα μὲ τὴν κατάληξη -τέος. Τὰ ρηματικὰ ἐπίθετα σὲ -τέος σημαίνουν, ὅτι πρέπει ἢ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει κάτι (ἄρα κακῶς ἐπιχειρηματολογοῦν αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀνακαλύφθηκε ὡς νέα ἡ λέξη ἀναγκαία ἀντὶ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀποτείχιση). Τὰ ρηματικὰ ἐπίθετα ἀναλύονται σὲ δεῖ (πρέπει, εἶναι ἀναγκαῖον) σὺν παθητικὸ ἀπαρέμφατο τοῦ ρήματος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται (π.χ. διαβατέος ἐστίν ἡμῖν ὁ ποταμός = δεῖ διαβαθῆναι ὑφ' ἡμῶν τὸν ποταμόν).

4. Τὰ ἀπρόσωπα ρήματα

Χρή (= πρέπει, εἶναι αναγκαίο, χρειάζεται), δεῖ (= πρέπει, εἶναι ἀνάγκη, ἁρμόζει), πρέπει, προσήκει (= ἁρμόζει, ταιριάζει), συμφέρει.

5. Τελικὸ ἀπαρέμφατο.

Τὸ τελικὸ ἀπαρέμφατο (ἄρνηση μη) εἴτε ἐξαρτημένο εἴτε ὄχι ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία τοῦ ὁμιλοῦντος καὶ τὴν ἐντολή (Συμβουλεύω ὑμῖν μὴ παραδιδόναι τὰ ὅπλα).

Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα μας θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῶν ἁγ. Πατέρων εἶναι ἐντολὴ γιὰ τοὺς πιστούς, διότι ἡ ὑπακοὴ ποὺ ἀναφέρουν πολλοὶ ὡς δικαιολογία μὴ ἀποτειχίσεως, δὲν περιορίζεται μόνο στὸν ἑκάστοτε γέροντα, ἀλλὰ πρωτίστως ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς ἐκφραστές Της.

Πρὶν παρατεθοῦν οἱ ἁγιοπατερικὲς πηγές, πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ μία ἄλλη γλωσσικὴ ἰδιαιτερότητα, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ ἔχει μία πλήρη εἰκόνα τοῦ θέματος:

Ὁ βρετανὸς καθηγητὴς ἠθικῆς φιλοσοφίας καὶ γλωσσολογίας στὸ πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης J. L. Austin (Austin, J. L.: How To Do Things With Words. 1962 Oxfrod, Clarendon Press) εἶπε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ τὴν κατανόηση μίας φράσης εἶναι νὰ ἀναγνωρίσει ὁ ἀκροατής/ἀναγνώστης τὴν προσλεκτικὴ ἰσχύ/δύναμη βάσει τῶν συνθηκῶν ἐπιτυχίας [felicity conditions] ποὺ αὐτὴ προϋποθέτει. Ἀκολούθως προϋπόθεση γιὰ τὴν κανονικὴ ἐπιτέλεση τῆς γλωσσικῆς πράξης τῆς βάπτισης (Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…) εἶναι τὸ παιδί νὰ εἶναι ἀβάπτιστο καὶ νὰ μὴν ἔχει ὄνομα, ὁ βαπτίζων νὰ εἶναι ἱερέας καὶ ἡ βάπτιση νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας κλπ. Γιὰ τὴν ἐπιτυχὴ ἐπιτέλεση μίας ἐντολῆς π.χ. ἡ ἐντολὴ τῆς ἐλεημοσύνης, πρέπει ὁ ὁμιλῶν νὰ ἐπιθυμεῖ τὴν ἐκτέλεση τῆς ἐντολῆς, ὁ ἀκροατής/ἀναγνώστης νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐκτελέσει (π.χ. ἕνα βρέφος δὲν μπορεῖ νὰ ἐλεήσει) καί, βεβαίως, νὰ διαθέτει τὰ μέσα ὑλικὰ ἢ ἄλλου εἴδους ποὺ θὰ τεθοῦν πρὸς τὸ ἔλεος. Τὸ ἴδιο ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐπιτέλεση ἐντολῶν ἢ πράξεων εἶναι ἡ προσλεκτικὴ υἱοθέτησή τους [illocutionary uptake] ἀπὸ τὸν ἀκροατή/ἀναγνώστη. Π.χ. τὸ πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στὶς Γραφὲς καὶ στοὺς Πατέρες δὲν ἰσχύει ἂν ὁ ἀκροατής/ἀναγνώστης δὲν δέχεται τὶς Γραφὲς ἢ τοὺς Πατέρες.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Θεὸς δίνοντας τὶς ἐντολές Του καὶ οἱ Πατέρες ὡς ἐκφραστές Του, δὲν μᾶς δίνουν ἐντολές, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ (ἄρα ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς εἶναι σεβασμὸς στὴν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ ἂν ἡ μὴ τήρηση δὲν ἐπιφέρει τιμωρία), δὲν μᾶς δίνουν ἐντολὲς ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε καὶ φυσικὰ σὲ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση, ὅτι γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς Θεὸ καὶ ὡς Πατέρες. Ἔτσι ἡ κάθε ἑρμηνεία δυνητικότητας καταρρίπτεται. Ἡ ἀδυναμία εἶναι ἄλλο θέμα, ἀνθρώπινος παράγοντας καὶ γι’ αὐτὸ δικαιολογεῖται (ὅταν φυσικὰ ὑπάρχει ἐπίγνωση καὶ διάθεση μετανοίας).

Ἂς δοῦμε ὅμως μέσα ἀπὸ γνωστὰ ὅλους χαρακτηριστικὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν καταπολέμηση τῆς κάθε αἱρέσεως παραδείγματα, τί ἐκφράσεις χρησιμοποίησαν ἡ Ἁγ. Γραφή, οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ οἱ ἅγ. Πατέρες, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε γλωσσικὰ καὶ μὲ βάση τὰ ὅσα παραπάνω ἀναλύθηκαν, ἂν μποροῦν νὰ ἑρμηνευτοῦν δυνητικὰ ἢ ὑποχρεωτικά/ἀναγκαῖα:

Οἱ δέκα ἐντολές εἶναι ὅλες μὲ ὁριστικὴ μέλλοντα μὲ οὐ ἢ χωρὶς οὐ: «λατρέψεις (χωρὶς οὐ), οὐ μοιχεύσεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις» κλπ. Ἄρα ἔχουν ὑποχρεωτικό/ἀναγκαῖο (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρα.

Κατὰ Ἰω. 10, 5: «Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπὸ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν» Προτρεπτική/ἀποτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ καὶ ὁριστικὴ μέλλοντα, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Ἡσαΐας 52,11 καὶ Παῦλος Β΄ Κορ. 6, 17: «ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθατε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου», «Διὸ ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε· κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς». Προτρεπτική/ἀποτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ καὶ προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Παῦλος, πρὸς Τιτ. 3, 10-11: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος». Προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

«Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» ἐκ Κλημέντος: «Ὁμοίως καὶ οἱ λαϊκοί, τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ Θεοῦ ἐναντία δογματίσασιν μὴ πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοῖ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν γίνεσθε, λέγει γὰρ καὶ ὁ Θεός· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”». Προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Ἐξέλθετε οὖν ἐκ μέσου τῶν ἀπίστων, καί ἀφορίσθητε, τουτέστι, μονώθητε καί καθαρίσθητε, καί τότε εἰσδέξομαι ὑμᾶς». Προτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ καὶ προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Μέγας Ἀθανάσιος: «Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητόν… ἀλλὰ τὸν νοητόν. Οἷον, ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται, καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός… ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἀσκανδαλίστως συναγομένη διαφυλαχθήσεται» (ΒΕΠΕΣ 31, 311). Προτρεπτικὴ ὑποτακτική, προστακτικὴ καὶ χρὴ μὲ ἀπαρέμφατο, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Κρεῖττον γὰρ οὐδενὸς ἄγεσθαι. Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησὶ “πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν” ἀνωτέρω εἰπών, “ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστιν”, τότε εἶπε “πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε;” Τί οὖν φησίν; Ὅταν πονηρὸς ᾖ, μὴ πειθώμεθα; Πονηρὸς πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου –Ἀπὸ κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου). Καὶ «Εἰ δέ τις προσποιεῖται ὁμολογεῖν μὲν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιούτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονίκως ἐπιμένῃ τὸν τοιοῦτον παραιτῆσθε». Προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «...Τούτοις ὁμιλήσομεν; Τούτους εἰς κοινωνίαν δεξόμεθα; Ὁ κοινωνῶν αὐτοῖς ὅμοιος αὐτοῖς ἐστι καὶ τῆς μερίδος αὐτῶν ἔσται καὶ ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι. Ἀδελφοί, κοινωνία λέγεται· ἀποθάνωμεν καὶ μὴ δεξώμεθα εἰς κοινωνίαν τοὺς Μανιχαίους. Ἀποθάνωμεν, ἵνα ζήσωμεν· ὁ δεχόμενος αὐτοὺς εἰς κοινωνίαν Μανιχαῖός ἐστιν, ὅμοιος αὐτοῖς. Κρεῖττόν ἐστιν ἰουδαΐσαι καὶ Ἰουδαῖον ἀποθανεῖν ἤπερ κοινωνῆσαι τοῖς Μανιχαίοις... Ἀκούσατε δὴ πρὸς θεοῦ, ὦ ἄνδρες, ἀκούσατε, τί φησιν ὁ θεώλεστος Μάνης» (κατὰ Μανιχαίων). Προτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ καὶ προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Μέγας Φώτιος: «αἱρετικὸς ἐστὶν ὁ ποιμήν; λύκος ἐστίν. φεύγειν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει μὴν ἀπατηθῆναι προσέλθειν καν ἥμερον αὐτοῦ παρισαίνειν δοκεῖ, φύγε τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν ὡς ἰὸν ὄφεως» (ΕΠΕ 12, 400, 31). Δεῖ μὲ ἀπαρέμφατο καὶ προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι, μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ΄ αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας…» (Πρακτικά Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου,T.L.G. 1,1,1 p. 114, 1,2). Προστακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Μ. Βασίλειος: «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γάρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοί, τὸ ἀεί αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες. (ἐπιστ. 240, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 3, 226). Ἀποτρεπτικὴ ὑποτακτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Μ. Βασίλειος καὶ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Βλ. Ν. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἔκδ. «Σωτήρ», Ἀθῆναι, 1972, σελ. 95). Ἀπαρέμφατο μὲ μή, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες ἐπὶ Βέκκου, ἀναφερόμενοι στὸν β΄ Ἀντιοχείας Κανόνα: «Εἰ τοῦτο καταδεξόμεθα, τὸ ὀρθόδοξον, καὶ ἐν ἑνὶ τὸ πᾶν ἀνατρέπομεν· καὶ ἐν ὅσοις οἱ ἀναξίως δεχόμενοι ἀνατρέπουσιν. Λέγουσι γὰρ καὶ οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες, «εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, ἀφοριζέσθω· καὶ ἀλλαχοῦ, ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητος ἔσται, ὡς συγχέων τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πάλιν· ὁ αἱρετικὸν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται». Ἐν ὅσοις γοῦν οὗτοι ἐγκαλούμενοι ὑπὸ εὐθύνας εἰσίν, τοῖς αὐτοῖς ἅπασι καὶ ἡμεῖς εἰ καταδεξοίμεθα, παρὰ τῶν θείων κανόνων τῶν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφαινομένων, ὑπόδικοι γενόμεθα· οὐκ ἔστι τοῦτο τοῦ πονηροῦ· ὃς σκότος ὤν, τὸ φῶς ὑποκρίνεται;» (βλ. V. Laurent et J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277, Paris 1976, σελ. 395). Προστακτικὴ καὶ ἁπλὴ ὁριστική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἄν ἄλλως ἁμαρτωλοί, ὦ μακαριώτατε, μηδ’ ὁτιοῦν ὕφεσιν ἔχοντες ἐν τούτῳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, πᾶσαν σύνοδον οἰκουμενικήν τε καὶ τοπικήν ἐγκεκριμένην τῇ ἀληθείᾳ μετὰ τῶν ἐκτεθέντων αὐταῖς ἁγίων κανόνων ἀσπαζόμενοι καὶ πᾶσαν αἵρεσιν καὶ αἱρετικὸν μυσαττόμενοι καὶ ἀναθεματίζοντες ... ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος, κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος. ἡμεῖς γὰρ καθαροί ἐσμεν παντὸς αἱρετικοῦ φρονήματος εὐχαῖς σου ἱερωτάταις, παναγέστατε» (P.G. 99, 1028Α). Προστακτικὴ καὶ εὐκτικὴ (ὡς εὐχή, ἐπιθυμία). Προστακτικὴ καὶ εὐκτική, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Β΄ Ἀντιοχείας: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας». Ἀπαρέμφατο μὲ μή καὶ χωρὶς, ἄρα ὑποχρεωτικός/ἀναγκαῖος (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρας.

Δὲν θὰ ἀναφέρω ἄλλους Κανόνες, διότι ὁ Β΄ Ἀντιοχείας εἶναι ὡς πρὸς τὴν ἔκφρασή του ἀντιπροσωπευτικὸς γιὰ ὅλους. Θὰ τονίσω μόνο, ὅτι οἱ προστακτικὲς τῶν Ἱ. Κανόνων, ἔσται, ἀφοριζέσθω, καθαιρέσθω κλπ. φανερώνουν τὸν ὑποχρεωτικό/ἀναγκαῖο (γιὰ τὴν σωτηρία) χαρακτῆρα.

Συνοψίζοντας μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, ὅτι οἱ συμβουλές/προσταγὲς τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ θέματα πίστεως καὶ ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων δὲν χρησιμοποιοῦν τὶς ἐγκλίσεις ποὺ ἐκφράζουν δυνητισμό, δυνατότητα, ἐπιλογή: τὴν δυνητικὴ εὐκτική (ἂν καὶ αὐτὴ μερικὲς φορὲς ἐκφράζει μία εὐγενικὴ προσταγὴ ἀντὶ προστακτικῆς), τὴν εὐχετικὴ ὁριστικὴ μὲ εἴθε καὶ εἰ γάρ, τὴν προτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ μὲ φέρε δή, ἄγε κλπ. Ἀντιθέτως στὰ θέματα αὐτὰ χρησιμοποιοῦν τὴ ἁπλὴ ὁριστική, τὴν προστακτικὴ ἢ τὸ ἄναρθρο ἀπαρέμφατο (κατὰ τὴν ποιητικὴ γλώσσα ἀντὶ προστακτικῆς, τὴν ἀποτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ καὶ τὰ ρηματικὰ ἐπίθετα σὲ -τέος (τὸ λατινικὸ Gerundivum) ποὺ σημαίνουν ὅτι πρέπει ἢ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει αὐτό, ποὺ σημαίνει τὸ ρῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται. Δηλ. χρησιμοποιοῦν τὶς ἐγκλίσεις ποὺ καταδεικνύουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία περίπτωση δυνητικῆς ἑρμηνείας ἢ οἰκονομίας παρὰ ἐπιλογὴ σωτηρίας ἢ ἀπώλειας.

Στο τέλος εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξεκαθαριστεῖ καὶ κάτι ἄλλο: Ἀποδείχθηκε, πιστεύω, ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῶν ἐντολῶν σχετικὰ μὲ τὸ καθῆκον μας ἀπέναντι σὲ αἵρεση καὶ σχίσματα τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν Πατέρων ὡς ὑποχρεωτικές/ἀναγκαῖες κάθε ἄλλο παρὰ πλάνη εἶναι. Κανεὶς ἀποτειχισμένος δὲν καταδίκασε, ὅποιον δὲν ἀποτειχίσθηκε. Καὶ ὅποιος τὸ ἔπραξε, κάνει λάθος. Αὐτὸ ἀνήκει μόνο στὸν Θεό. Ὅλοι μας κρίναμε, ἀλλὰ δὲν κατακρίναμε, ἐλέγξαμε καὶ τονίσαμε τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν καταδικάσαμε, δὲν πήραμε τὸν ρόλο συνόδου. Ἄλλο ὅμως εἶναι παραδοχὴ τῆς ὅποιας ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας ἢ ἡ ὑποχώρηση λόγῳ ἀντιξόων συνθηκῶν, καὶ ἄλλο ἡ συνειδητὴ παραχάραξη καὶ διαστρέβλωση πρὸς ἐπιβολὴ τοῦ δικοῦ μας θελήματος καὶ κάλυψη τῶν ἰδίων συμφερόντων. Ὅλους μας θὰ μᾶς κρίνει ὁ Θεός. Ἕνα εἶναι ὅμως σίγουρο. Ἂν οἱ ἅγ. Πατέρες λειτουργοῦσαν στὶς ὅποιες αἱρέσεις καὶ στὰ ὅποια σχίσματα τοῦ παρελθόντος μὲ βάση τὸν δυνητισμό, εἶναι ἀμφίβολο ἂν σήμερα ὑπῆρχε ἀκόμα ἡ Ὀρθοδοξία.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου