Παρά τα λεγόμενα των Οικουμενιστών και του πατριάρχου, ο Παπισμός είναι αίρεση συνοδικώς καταδικασμένη
Ο πατριάρχης και όλοι οι επίσκοποι που συμπροσεύχονται με τους παπικούς έπρεπε, πριν πράξουν, ό,τι πράττουν, να ερωτήσουνε «πολλώ μάλλον, τας σεπτάς και θεοκινήτους Οικουμενικάς Συνόδους, αι οποίαι δια των αγίων και ιερών Κανόνων των απαγορεύουν, επί ποινή καθαιρέσεως, πάσαν συμπροσευχήν μετά αιρετικών, σχισματικών ή και ακοινωνήτων»
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την μνημειώδη ομολογητική εργασία του αειμνήστου αγωνιστούν και ομολογητού Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (εδώ), που είχε εκπονήσει κατά την περίοδο των απαράδεκτων ανοιγμάτων του πατριάρχου Αθηναγόρα προς τον Παπισμό. Ο Αμβρόσιος είχε διακόψει το μνημόσυνο του Αθηναγόρα επιδεικνύοντας συμφωνία λόγων και έργων (όχι όπως οι σημερινοί λάτρεις της δημοσιότητας).
Ο μακαριστός Μητροπολίτης αναφέρει μια λίστα Ιερών Συνόδων που καταδίκασαν των Παπισμό και τις πλάνες του. Επίσης αναφέρει και ονόματα αγίων οι οποίοι θεωρούσαν ξεκάθαρα τον Παπισμό ως αίρεση (φυσικά δεν υπήρξε ποτέ κάποιος άγιος που να μην ήταν σύμφωνος ως προς αυτό). Ο μακαριστός Ιεράρχης δίνει ηχηρή απάντηση σε όσους αρνούνται συνοδική καταδίκη του αιρετικού Παπισμού.
Έγραψε: «…Είναι λοιπόν “κατεγνωσμέναι” παρά Συνόδων ή Πατέρων αι αιρετικαί διδασκαλίαι της Δύσεως; Ας ίδωμεν: Η μεγάλη Σύνοδος του 879 εν Κωνσταντινουπόλει, η υπό πολλών θεωρουμένη ως Ογδόη Οικουμενική, δεχθείσα το Σύμβολον άνευ της προσθήκης του Φιλιόκβε, εδογμάτισε: “Πάντες ούτω φρονούμεν, ούτω πιστεύομεν. Τους ετέρως παρά ταύτα φρονούντας ή έτερον όρον αντί τούτου προβαλέσθαι τολμώντας, τω αναθέματι καθυποβάλλομεν. Ει τις παρά τούτο το ιερον Σύμβολον τολμήσειεν έτερον αναγράψασθαι ή προσθείναι ή αφελείν και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος. Εί τις τοίνυν, εις τούτο απονοίας ελάσας, τολμήσειεν έτερον εκθέσθαι Σύμβολον και όρον ονομάσαι ή προσθήκην ή αφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της αγίας και οικουμενικής εν Νικαία το πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω!” (αυτόθι, σελ. 263-264). Ιδού, λοιπόν, βαρυτάτη, επισημοτάτη, πανηγυρικωτάτη και σχεδόν Οικουμενικού χαρακτήρος καταδίκη του αιρετικού και βλασφήμου Φιλιόκβε!
Ότε ο Πάπας Ρώμης Σέργιος ο Δ΄ εχρησιμοποίησε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Φιλιόκβε (1009), ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, μετ’ απόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς» (Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. α΄, σελ. 344). Τα ονόματα των Προκαθημένων Εκκλησιών δεν διαγράφονται βεβαίως δια “τοπικά έθιμα”, αλλά δι’ αιρέσεις!
Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασε και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1054, οπότε εγένετο και το οριστικόν Σχίσμα, αποκαλέσασα ειδικώς το “Φιλιόκβε”, όχι “τοπικόν έθιμον”, αλλά “βλάσφημον δόγμα” (αυτόθι,σελ.344).
Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασαν και αι με τον Ησυχασμόν ασχοληθείσαι Σύνοδοι του 1341, του 1347 και του 1351.
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1440, Σύνοδος εν Ρωσία κατά το 1441, Σύνοδος εν Ιεροσολύμοις κατά το 1443, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1450, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1484, κατεδίκασαν και απεκήρυξαν την ψευδοσύνοδον της Φλωρεντίας, η οποία είχε δεχθή την “ένωσιν” επί ψευδούς και ασυστάτου βάσεως, ήτοι μη θεωρήσασα ως αιρέσεις τας καινοτομίας της Δύσεως.
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1722 καταδικάζει “της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα” και αποφαίνεται ότι οι Λατίνοι δι’ αυτών “εξαπατώσι τους απλουστέρους, ευγάνοντές τους από τα ευσεβή Δόγματα της του Χριστού Εκκλησίας και σύροντές τους αθλίως εις τον βυθόν της απωλείας” (αυτόθι,το. Β΄,σελ. 823-824).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1727 αποκηρύσσει τας ετεροδιδασκαλίας των Λατίνων, παλαιάς τε και νέας και χαρακτηρίζει ταύτας “λήρον μακρόν και Κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρέματα και ηπατημένης διανοίας γεννήματα” (αυτόθι, σελ.867).
Σύνοδος εν Κωσταντινουπόλει κατά το 1838 καταδικάζει δριμύτατα τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως “βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής αληθείας”, ως “εωσφορικήν πλάνην”, ως “απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού” κ.λ.π.(αυτόθι,σελ.896,902).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1848 καταδικάζει τον Παπισμόν ως αίρεσιν! “Τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ήν ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός”, όν χαρακτηρίζει ως ανατρέποντα πάσας τας Οικουμενικάς Συνόδους δια των πλανών του!(Αυτόθι, σελ.906).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1895 καταδικάζει τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως “φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας”, ως “καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς”, ως “ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς αναγομένας εις τα θεοπαράδοτα της Πίστεως Δόγματα”, ως “αντιευαγγελικάς και παναθέσμους”, ως “σπουδαίας και ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς”, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των Εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των Όρων των Αγίων Συνόδων”, και επάγεται: “Διό και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτού” (αυτόθι, σελ.933,935,936,938,942).
Και συνεχίζει η αποκαλυπτική μελέτη του μακαριστού Ιεράρχη: «Ερωτώμαι: έπρεπε ο Πατριάρχης να ηρώτα προηγουμένως εμέ αν ενέκρινον τα διάφορα διαβήματά του; Βεβαίως όχι! Ποίος είμαι εγώ ώστε να με ερωτήση ο Πατριάρχης; Θα ήτο τραγική δι’ έμέ τοιαύτη αξίωσις! Είχον όμως μίαν αξίωσιν. Να ερωτήση τας Συνόδους του 867, του 879, του 1009, του 1054, του 1341, του 1347, του 1351, του 1440, του 1441, του 1443, του 1450, του 1484, του 1722, του 1727, του 1838, του 1848, του 1895, να ερωτήση τους αγίους Πατέρας και τους σοφούς Διδασκάλους της Εκκλησίας, να ερωτήση τον άγιον Φώτιον, τον ιερόν Θεοφύλακτον, τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, Συμεών τον Θεσσαλονίκης, τον άγιον Μάρκον Ευγενικόν, τον Ευγένιον Βούλγαρην, τον Νικηφόρον Θεοτόκην, τον άγιον Νικόδημον, τον άγιον Νεκτάριον και λοιπούς και λοιπούς και λοιπούς, να ερωτήση, πολλώ μάλλον, τας σεπτάς και θεοκινήτους Οικουμενικάς Συνόδους, αι οποίαι δια των αγίων και ιερών Κανόνων των απαγορεύουν, επί ποινή καθαιρέσεως, πάσαν συμπροσευχήν μετά αιρετικών, σχισματικών ή και ακοινωνήτων και αν όλοι αυτοί ενέκρινον τα διαβήματά του, τας δηλώσεις του, τας συμπροσευχάς του, τους εν γένει τρόπους του, τότε μάλιστα! Ουδείς θα είχε δικαίωμα να διαφωνήση, ουδείς να διαμαρτυρηθή, ουδείς να εμποδίση. Όταν όμως ο Παναγιώτατος ενεργή αντιθέτως προς Συνόδους, προς Πατέρας, προς Κανόνας, ως εάν πάντες αυτοί να μη είχον αληθινήν αγάπην και να μη ενδιεφέροντο διακαώς δια την πλήρωσιν του αιτήματος του Κυρίου “ίνα πάντες εν ώσιν”, αλλά να ήσαν πλήρεις μίσους και αδιαφορίας, τότε και ημείς δικαιούμεθα (δικαιούμεθα ή υποχρεούμεθα, εκόντες άκοντες;) να ενεργήσωμεν αντιθέτως προς τον Παναγιώτατον! Δι ημάς υπέρ πάντα Πατριάρχην κείνται οι άγιοι Πατέρες, αι σεπταί Σύνοδοι, οι ιεροί Κανόνες. Και, ευρισκόμενοι τυχόν προ θλιβερών διλημμάτων υπακοής…».