Ἡ Ἑλλὰς μπροστὰ στὴ φάτνη

 


«Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13)

Πρὸ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπότης καὶ μαζί της ἡ πατρίδα μας ὑπέφερε. Ἀνέφθαναν στ᾽ αὐτιά μας οἱ φωνὲς ἀπ᾽ τὶς ψυχὲς μυριάδων ἀνθρώπων τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, θ᾽ ἀκούγαμε ἀναστεναγμοὺς καὶ κραυγὲς πόνου, ὅπως π.χ. ὁ πόνος ποὺ δοκίμαζαν ὁ Λαοκόων καὶ τὰ παιδιά του, στὸ γνωστὸ σύμπλεγμα, καθὼς τοὺς ἔσφιγγαν οἱ δράκοντες.

Ὁ ἀρχαῖος ὄφις – τὸ κακό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἕλξι καὶ γοητεία, μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησε τοὺς πρωτοπλάστους καὶ παρασύρει ἔκτοτε τοὺς ἀνθρώπους, κρύβει μέσα του φοβερὸ δηλητήριο, ποὺ δὲν ἄφησε τίποτε ἀμόλυντο.

Ὁ ἄνθρωπος φαρμακώθηκε ἀπ᾽ τὴ ῥίζα του, ψυχὴ καὶ σῶμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριο αὐτό, ποὺ ἡ ἁγία Γραφή τὸ ὀνομάζει ἁμαρτία, διαπότισε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασι· ὁ νοῦς σκοτίστηκε, ἡ καρδιὰ ψυχράνθηκε, ἡ θέλησι ἀτόνησε. Ἡ ἀνθρωπότης ψυχορραγοῦσε, ὅπως ὁ διαβάτης τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς κι αὐτοὶ «ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» (Λουκ. 10,30). Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ πέθαινε.

Γι᾽ αὐτὸ, ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου ἀκούγονταν κραυγὲς πόνου. Ἡ ἀνθρωπότης, ἀπ᾽ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος.Ὅπου κι ἂν τὴν ἄγγιζες, πονοῦσε καὶ φώναζε. Καὶ ποιός δὲν πονοῦσε καὶ δὲν φώναζε; Φώναζαν τὰ παιδιά, ποὺ τά ᾽ρριχναν στὸν Καιάδα. Φώναζαν οἱ παρθένες, ποὺ ἀτιμάζονταν μέσα στοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρίας προσφέροντας τὴν τιμή τους ὡς… λατρεία τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ τῆς θεᾶς Ἀστάρτης. Φώναζαν τὰ ἑκατομμύρια δοῦλοι, ποὺ ἔσερναν τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοὺς κομμάτιαζαν οἱ μεγιστᾶνες, γιὰ νὰ τρέφουν μὲ τὶς σάρκες τους τὰ ἰχθυοτροφεῖα τους. Φώναζαν οἱ λαοί, ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερία τους κάτω ἀπ᾽ τὸ ζυγὸ τῆς Ῥώμης. Πρὸ παντὸς, ὅμως, φώναζαν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι γιὰ τὶς μύριες παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου· αὐτοί, ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα, εἶχαν πεισθῆ, ὅτι τὸ ν᾽ ἀνατρέψουν ἕνα τυραννικὸ καθεστώς, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶνε, εἶνε παιχνίδι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ ν᾽ ἀνατρέψῃ κανεὶς τὴν τυραννία τῶν παθῶν, ποὺ ἔχει θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ, στὰ σκοτεινὰ ὑποσυνείδητα βάθη τῆς ψυχῆς, ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραννοι, τὰ πάθη, καὶ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν τυραννία τους ἡ ψυχὴ φώναζε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς μέ ῥύσεται  ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;»(῾Ρωμ. 7,24).Ὅλοι καὶ ὅλα ζητοῦσαν λύτρωσι, καὶ οἱ φωνὲς ἔφταναν ὡς τὸν οὐρανό.

Πόνος καὶ πόθος. Ἡ ἀνθρωπότης πονοῦσε βλέποντας τὰ ἄπειρα θύματα σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, σὲ κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς· ‘Αλλὰ καὶ ποθοῦσε νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὸ λαβύρινθο, νὰ ζήσῃ λυτρωμένη ἀπὸ τοὺς φόβους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυραννιῶν.Φωνὲς ἀκούγονταν ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς οἰκουμένης· Ἔρχεται! Ἔρχεται ὁ Δυνατός, ὁ Σοφός, ὁ Ἰατρός, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής! Καὶ μυστηριωδῶς ὅλοι στρέφονταν πρὸς τὴν Ἀνατολή.

Ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη –ἐκτὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ–ἐκεῖνο ποὺ αἰσθανόταν περισσότερο τὴν ἀνάγκη μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος, ἦταν ἡ Ἑλλάς . Ἡ πατρίδα μας, ποὺ εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποιητὰς κι ἀνέβηκε στὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διαισθάνθηκε, ὅτι τὸ κακὸ ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν τέτοιο, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ θεραπευθῇ μὲ ἀνθρώπινα μόνο μέσα, μὲ ἁπλὲς φιλοσοφικὲς συμβουλές. Αὐτές, ὅσο ὡραῖες κι ἂν εἶνε, μοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινὰ ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστο, ἐνῶ ἡ ῥίζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος μένει μέσα, κι ἐκεῖ δουλεύει καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνη τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρη τὸν θάνατο. Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σώζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μεγάλος ἄρρωστος, ἡ ἀνθρωπότης, χρειαζόταν «φάρμακα ἡρωικά». Ποιός θὰ τὰ ἔδινε;

Ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ στόμα μεγάλων τέκνων της προφήτευσε, ὅτι θ᾽ ἀνατείλη μιὰ χαρμόσυνη ἡμέρα, ποὺ τὸ κακό, ὁ «Τυφών», θὰ συντριβῆ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ Ἰσχυροῦ καὶ τότε θὰ σημειωθῆ νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία νωρίς χαιρέτισε τὴ γέννησι τοῦ Λυτρωτοῦ· ἂς δοῦμε, σὲ δύο συνέχειες, ὡρισμένους προφῆτες τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς προφητεῖες τους.

Σωκράτης (469-399 π.Χ.) .

Ὁ Σωκράτης ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῆ, δὲν κολάκευσε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους·

Μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶχε νὰ διδάσκη κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν», καὶ προβλέποντας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς. «Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήση τὰ νωθρὰ ζῶα στὴ δουλειά, ἔτσι κι ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κινήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψη τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῆ καὶ στείλη κάποιον, ποὺ θὰ ἔχη τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήση καὶ νὰ σᾶς διδάξη, ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινά ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]). Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους, θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως –πότε; Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἔφθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22). Προφητικὰ, ὅμως, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Σωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα.

Μιὰ μέρα, ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρη θυσία. Συναντᾶ, λοιπὸν, τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾶ, τί πρέπει νὰ ζητήση ἀπὸ τοὺς θεούς. Τὸ ἐρώτημα εἶνε σοβαρὸ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στρέφεται ἡ συζήτησι. Ἀκοῦστε σὲ παράφρασι τὸν διάλογο.

«Σωκράτης· Δὲν εἶμαι σὲ θέσι ν᾽ ἀπαντήσω  στὸ ἐρώτημά σου. Ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μου. Εἶνε ἀνάγκη νὰ περιμένουμε, ἕως ὅτου μάθουμε καλά, ποιά πρέπει νὰ εἶνε ἡ ἁρμόζουσα στάσι μας  ἀπέναντι σὲ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους.

Ἀλκιβιάδης· Νὰ περιμένουμε; Μὰ πότε θὰ ἔρθῃ ὁ καιρὸς αὐτός; Καὶ ποιός θὰ εἶνε ὁ ἐκπαιδευτὴς  τῆς θείας αὐτῆς τέχνης; Ἐγὼ τοὐλάχιστον θὰ αἰσθανθῶ χαρὰ ἀνέκφραστη, νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν, πῶς θὰ εἶνε.

Σωκράτης· Αὐτός, ὁ θεῖος ἐκπαιδευτής, δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ σένα. Ἀλλά, ὅπως λέει κάπου ὁ  Ὅμηρος γιὰ ἕναν ἥρωά του, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δῆ καὶ νὰ διακρίνη τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα, ἐὰν μὲ θεϊκὴ ἐπέμβασι δὲν θ᾿ ἀφαιρεῖτο τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔτσι κι ἐγὼ λέω γιὰ σένα ὅτι, γιὰ νὰ διακρίνης τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια τὸ σκοτάδι. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε ἔργο τοῦ θείου ἐκπαιδευτοῦ.

Ἀλκιβιάδης· Ἂς μοῦ ἀφαιρέση τὸ σκοτάδι, ἂς κάνη ὅ,τι ἄλλο θέλει σ᾽ ἐμένα –δὲν θὰ φέρω  καμμιά ἀντίρρησι, ἀρκεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξη, νὰ γίνω καλύτερος καὶ νὰ μπορέσω νὰ προσφέρω τὶς καλυτέρες θυσίες στὸ θεό.

Σωκράτης· Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου, ὅτι αὐτὸς  ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κατέχη τὸ μυστικὸ τῆς προαγωγῆς μας σὲ ἀνώτερες σφαῖρες ζωῆς, θὰ ἐνδιαφερθῆ προσωπικὰ πολὺ γιὰ σένα.

Ἀλκιβιάδης· Ἀλλὰ τότε νομίζω, ὅτι καὶ ἡ θυσία ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ προσφέρω, καλὸ εἶνε νὰ ἀναβληθῆ μέχρι τὸν ἐρχομό του.

Σωκράτης· Συμφωνῶ.

Ἀλκιβιάδης· Μὲ ἐνθουσίασες, δάσκαλε. Ἐπειδὴ μὲ συμβούλευες σωστά, θὰ μοῦ ἐπιτρέψης νὰ σὲ στεφανώσω μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ποὺ κρατῶ· ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα δῶρα, ἐπιφυλάσσομαι νὰ τὰ προσφέρω θυσία, ὅταν ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἐλπίζω δὲ ὅτι δὲν εἶνε μακριά».

Αὐτὸς ὁ διάλογος βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσί  του στὸ Εὐαγγέλιο (κατὰ Λουκᾶν κεφ. 11ο). Μετὰ τέσσερις αἰῶνες, στὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀλκιβιάδου δόθηκε ἡ ἀπάντησι. Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶπαν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11,1), ὁ Κύριος ἄνοιξε τὰ πανάχραντα χείλη του καὶ δίδαξε τὴν ἀνθρωπότητα, τί πρέπει νὰ ζητῆ, ὅταν κλίνη γόνυ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα. Θὰ συνεχίσουμε ὅμως σὺν Θεῷ αὔριο.

Πλάτων (427-347 π.Χ.).

Ὁ κορυφαῖος αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Σωκράτους ζωγράφισε τὴν εἰκόνα τοῦ Δικαίου, ποὺ θὰ ἔρθη νὰ σώση τὸν κόσμο. Ὁ Δίκαιος, λέει, θὰ γυμνωθῆ, μὰ κανείς δὲν θὰ μπορέση νὰ τοῦ ἀφαιρέση τὴν ἀρετή. Καὶ ἐνῶ θὰ εἶνε ἀθῶος, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀδικήσει ποτὲ κανένα, ἐν τούτοις θὰ δυσφημισθῆ, σὰν νὰ εἶχε διαπράξει τὴ μεγαλύτερη ἀδικία. Θὰ δικασθῆ, θὰ μαρτυρήση ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ θὰ μείνη «ἀμετάστατος μέχρι θανάτου», δὲν θ᾿ ἀλλάξη δηλαδὴ γνώμη, θὰ μείνη σὰν ἄσειστος βράχος μέσα στὴν τρικυμία. Θὰ βασανιστῆ πολύ, θὰ μαστιγωθῆ καὶ θὰ τελειώση τὴ ζωή του μὲ θάνατο φρικτό· ἐπὶ λέξει «ἀνασχινδιλευθήσεται»..

Ποιος, μελετώντας αὐτὸ τὸ χωρίο, δὲν φέρνει στὸ νοῦ του τὰ παρόμοια λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, ποὺ 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ εἶπε· «Καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων… Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ  ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν…· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν»(Ἠσ. 53,2-6).

Πλούταρχος (48-125 μ.Χ.).

Ἂν καὶ ὁ φιλόσοφος αὐτὸς ἔζησε τὸν Α΄ μ.Χ. αἰῶνα, τὸν ἀναφέρουμε, γιατὶ ἀπηχεῖ τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἄρχισε νὰ καταρρέῃ. Ὁ Πλούταρχος βλέπει τὴν ἀθλιότητα, ποὺ ἡ αἰτία της εἶνε μία· ὅτι πνεῦμα πονηρὸ εἰσῆλθε, τάραξε τὰ πάντα, γέμισε συμφορὲς ὅλη τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα. Ἡ δυναστεία του ὅμως, λέει ἀλλοῦ ὁ Πλούταρχος, θὰ διαλυθῆ. Νέα περίοδος θ᾽ ἀνατείλη. Ἀπὸ κάποια μικρὴ χώρα θὰ προέλθη μεγάλο καλό, ποὺ θὰ ἐπεκταθῆ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε, ἀφοῦ εἰρηνεύση ἡ γῆ, οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν ὅλοι μὲ ὁμόνοια καὶ εὐτυχία· «τῆς γῆς ὁμαλῆς γε καὶ ἐπιπέδου γενομένης ἕναν βίον καὶ πολιτείαν ἀνθρώπων μακαρίων καὶ ὁμογλώσσων ἁπάντων γενέσθαι».

Διαβάζοντας αὐτὰ, δὲν νομίζετε, ὅτι ἀκοῦτε ἀπὸ μακριὰ τὴ φωνὴ τοῦ προφήτου Ἠσαΐου νὰ λέη: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας  ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς  ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται πάντα τὰ σκολιὰ εἰς  εὐθεῖαν καὶ ἡ τραχεία εἰς ὁδοὺς λείας· καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ  τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ»(Ἠσ. 40,3-5· πρβλ. Λουκ. 3,4-6). Κατὰ τὴν προφητεία αὐτὴ ὑπάρχουν ἀδικίες – βουνὰ ποὺ φράζουν τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς, ἀλλ᾿ αὐτὰ, μὲ τὴ βαθμιαία ἐπίδρασι τοῦ χριστιανισμοῦ, θὰ πέφτουν συνεχῶς καὶ ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ κάθε ἄλλη ἀρετὴ θὰ ἐξαπλώνεται καὶ ἡ συναδέλφωσις τῶν λαῶν, ποὺ τώρα εἶνε ἕνα ὅραμα, θὰ γίνη μία πραγματικότης. Κάθε τι ἀνώμαλο ὁπωσδήποτε θὰ ἐξαλειφθῆ καὶ θὰ ἐπικρατήση ἡ θεία ἐκείνη ὁμαλότης, ποὺ ἐπιτρέπει νὰ συναντώμεθα ὅλοι στὸ κοινὸ ἐπίπεδο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Ἀφοῦ ὁ Χριστός, ποὺ στεκόταν πάνω ἀπ᾽ ὅλους, σὲ ὕψος ἀπερίγραπτο, «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α3), χαμήλωσε τόσο, ὥστε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του συναναστρεφόταν καὶ τοὺς πιὸ εὐτελεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποιός ἀκόλουθός του θὰ εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ θὰ κρατάη τὸ δικό του ὕψος καὶ δὲν θὰ καταδέχεται νὰ κατεβῆ λίγα σκαλιὰ γιὰ νὰ χαιρετίση καὶ ν᾽ ἀγκαλιάση τὸν ἄλλο; Ὁ χριστιανισμός, χωρὶς νὰ καταργῆ τὴν ἱεραρχία τῶν διαφόρων ἀξιωμάτων, ποὺ εἶνε ἀναγκαία γιὰ τὴ διάρθρωσι τῆς κοινωνίας, δημιουργεῖ συγχρόνως τὸ ὁμαλὸ ἔδαφος, πάνω στὸ ὁποῖο στεκόμαστε καὶ γνωριζόμαστε ὅλοι σὰν ἀδέρφια. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Πλουτάρχου, συνέβη καὶ κάτι ποὺ βύθισε σὲ πένθος τοὺς εἰδωλολάτρες· ἔπαυσαν ἀπότομα οἱ χρησμοὶ ποὺ ἔδιναν τὰ διάφορα μαντεῖα τῆς εἰδωλολατρίας, κι αὐτὸ τοῦ προκάλεσε τέτοια ἐντύπωσι, ὥστε ἔγραψε εἰδικὸ βιβλίο περὶ τῶν «ἐκλελοιπότων   χρηστηρίων». Καὶ οἱ μὲν εἰδωλολάτρες προσπάθησαν νὰ ἀποδώσουν ἀλλοῦ τὴ σιγὴ τῶν μαντείων ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία ἦταν μία· ὁ ἑωσφόρος, ποὺ ὣς τότε πλανοῦσε τὴν οἰκουμένη, ὑπέστη μὲ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἧττα καὶ ἔντρομος ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὰ φρούριά του.

Ὁ Πολύβιος (204-120 π.Χ.), διάσημος ἱστορικός, ἔβλεπε τὴ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία νὰ ξαπλώνεται συνεχῶς, νὰ καταργῆ βασίλεια τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, θαύμαζε τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ, στὴν ταχυτάτη ἐξάπλωσι τῆς Ῥώμης, διέβλεπε τὸν δάκτυλο τῆς θείας προνοίας. Δὲν εἶνε, ἔλεγε, τυχαία αὐτὴ ἡ ἐξάπλωσι· κάτι μεγάλο ἑτοιμάζεται στὸν κόσμο. Τὰ γεγονότα, σημειώνει, «ἐπάγουσιν»(=ὁδηγοῦν) τὸν κόσμο προς κάποια ἑνότητα.

Καὶ πράγματι· ἡ πολιτικὴ ἐκείνη ἑνότης, ὑπὸ τὸ σκῆπτρο τῆς Ῥώμης, φάνηκε κατάλληλη γιὰ τὴ διάδοσι τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπίσης ἡ διάδοσι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης διὰ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἡ θεία πρόνοια προπαρασκεύασε τὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ σπαρῆ ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου. Γι᾽ αὐτὸ, ὁ Αὔγουστος Νικόλαος γράφει· «Οἱ Κῦροι, οἱ Ἀλέξανδροι, οἱ Καίσαρες, οἱ Κωσταντῖνοι, οἱ Κάρολοι δὲν εἶναι εἰ μὴ οἱ ὑποκριταὶ (=ἠθοποιοί) ὑψηλοῦ δράματος λυομένου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ». Ὁ ὑλιστὴς μελετᾶ τὴν ἱστορία καὶ δὲν βλέπει ἐκεῖ κανέναν σκοπό. Ὅποιος πιστεύει σὲ Θεὸ δημιουργὸ καὶ προνοητή, βλέπει στὰ γεγονότα τὸν θεῖο παράγοντα, ποὺ κατευθύνει τὸν κόσμο πρὸς τὸν θρίαμβο τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους. Ἔτσι ἔβλεπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν παγκόσμιο ἱστορία καὶ ἔγραφε αὐτὰ, ποὺ ἀκοῦμε στὸν ἀπόστολο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων· «Ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ  χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ…» (Γαλ. 4,4-5).

Μὲ τέτοιους συγγραφεῖς, ποὺ –κατὰ τὴ γνώμη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας–φωτίζονταν μὲ κάποιες ἀκτῖνες ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1,9), ἡ Ἑλλὰς προετοιμαζόταν γιὰ νὰ χαιρετίση τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. Καὶ τὸν χαιρέτισε, πρώτη αὐτὴ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη. Μελετῆστε τὴν πρώτη συνάντησι τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Ἕλληνες, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,20-23), δηλαδή· Οἱ Ἕλληνες, νά οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ προσέλθουν καὶ θὰ μὲ ὑπηρετήσουν! Ἡ Ἑλλὰς εἴκοσι αἰῶνες ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό! Ἐκλεκτὰ τέκνα της ἦταν οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὁμολογηταί, οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι, οἱ ἐμπνευσμένοι ὑμνογράφοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἡρωικοὶ ἐκεῖνοι μαχηταὶ τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἐπὶ χίλια χρόνια ἀπέκρουσαν τοὺς βαρβάρους Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος τέκνα εἶνε καὶ οἱ σημερινοὶ ἀγωνισταὶ κατὰ τῆς νεοειδωλολατρίας, ποὺ ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω νὰ κατακλύση τὸν τόπο. Ἡ Ἑλλὰς ἔκανε καὶ κάνει μεγάλο ἔργο. Εἶνε σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου. 25 Δεκεμβρίου! Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται κι ἐφέτος στὴ φάτνη. Δὲν ἔχει νὰ προσφέρη χρυσὸ καὶ ἄργυρο. Κρατάει ὅμως λαμπάδα καὶ θυμίαμα.

Λαμπάδα εἶνε οἱ θυσίες της, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκε νὰ ὑποταχθῆ σὲ ἀντιχριστιανικὰ συστήματα καὶ δὲν προσκύνησε τὰ θηρία τῆς ἀβύσσου.

Θυμίαμα εἶνε τὰ πύρινα δάκρυα τῶν παιδιῶν της, ποὺ δὲν εἶνε διατεθειμένα νὰ σκύψουν ἐμπρὸς στὸν ἀντίχριστο καὶ τὰ ὄργανά του· προσκυνοῦν μόνο τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεὲμ, προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία της καὶ, μαζὶ μὲ τὶς μυριάδες τῶν θυμάτων ὅλων τῶν αἰώνων, κράζουν· «Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;…»(Ἀπ. 6,10-11). Καὶ ἡ Ἑλλὰς προχωρεῖ. Προχωρεῖ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες πέτρες τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἀγῶνες σκληροί! Πλῆθος ἐχθροὶ ὡρκίστηκαν νὰ τὴν ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ἀλλ᾿αὐτὴ στρέφεται καὶ πάλι πρὸς τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἀντλεῖ μυστικὴ δύναμι. Δὲν ὑπάρχει κακὸ ἀνίκητο ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν ἀήττητο βασιλέα τῶν αἰώνων. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Νηπίου τῆς Βηθλεὲμ, τὰ σχέδια τῶν νέων Ἡρωδῶν θὰ ματαιωθοῦν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά.

Ἡ Ἑλλὰς θὰ βγῆ ἀπὸ τὴ δοκιμασία, θὰ σταθῆ στὰ ἱστορικὰ βράχια της. Θὰ ξεδιπλώση εἰρηνικὰ τὴ γαλανόλευκη, σύμβολο ἡμερώσεως καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Θὰ στήση χορὸ ἀγγέλων καὶ θὰ τονίση ὕμνον ἐξαίσιο· «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13).