ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ Τόμος Α΄ – Υπόθεσις Α΄ (Να μην απελπιζόμαστε): Ε΄. Του Αγίου Αμφιλοχείου περί του μη απογινώσκειν

                    

ΥΠΟΘΕΣΙΣ Α΄ (Να μην απελπιζόμαστε)

Κανείς ποτέ δεν πρέπει να απελπίζεται, έστω και εάν διέπραξε πολλές αμαρτίας, αλλά να ελπίζη, ότι δια της μετανοίας θα σωθή. 

Ε΄. Του Αγίου Αμφιλοχείου περί του μη απογινώσκειν

ΚΑΠΟΙΟΣ αδελφός νικηθείς από το πάθος της πορνείας επετέλει καθημερινά την αμαρτίαν. Αλλά και καθ’ εκάστην όμως, με δάκρυα και προσευχάς, προσέπιπτεν εις τον Δεσπότην και Κύριον και ελάμβανε παρ’ Αυτού συγγνώμην. Ενώ δε είχε μετανοήσει, την επομένην ημέραν, εξαπατώμενος και πάλιν από την αισχράν συνήθειαν, επετέλει την αμαρτίαν.

Έπειτα, μετά την εκτέλεσιν της αμαρτίας, μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, όπου έπιπτε πρό της τιμίας και σεβασμίας εικόνος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με πικρά δάκρυα έξωμολογείτο προς τον Ιησούν: «Κύριε, ελέησόν με, και σήκωσε απ’ επάνω μου τον φοβερόν αυτόν πειρασμόν, διότι με βασανίζει φοβερά και με τραυματίζει με την πικρίαν των ηδονών δεν έχω, Δέσποτά μου, καθαρόν το πρόσωπον πλέον, διά να ένατενίσω εις την εικόνα Σου και να ιδώ την αγίαν Σου μορφήν, και την λαμπροτέραν από τον ήλιον θέαν του προσώπου Σου, ώστε να γλυκανθή η καρδία μου και να ευχαριστηθή».

Ενώ δε ακόμη τα χείλη του έψιθύριζον τους λόγους αυτούς, μόλις εξήρχετο από την εκκλησίαν, έπιπτεν εκ νέου εις τον βόρβορον.

Παρ’ όλα ταύτα όμως δεν απηλπίζετο διά την σωτηρίας του, αλλ’ επιστρέφων από την αμαρτίαν, εφώναζεν, εντός της εκκλησίας, τα ίδια προς τον φιλάνθρωπον Θεόν και Κύριον ή έλεγε τα εξής: «Κύριέ μου, σε ορίζω εγγυητήν εις την υπόσχεσίν μου, ότι από τώρα και εις το εξής δεν θα διαπράξω ποτέ πλέον αυτήν την αμαρτίαν. Μόνον, αγαθέ και πολυεύσπλαγχνε Κύριε, συγχώρησον όσας αμαρτίας από την αρχήν μέχρις αυτής της στιγμής έχω διαπράξει».

Μόλις δε έδιδεν αυτάς τας φοβεράς υποσχέσεις, πάλιν ευρίσκετο αιχμάλωτος της πονηράς αυτού αμαρτίας. Και ήξιζε κανείς να θαυμάση την γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν του Θεού και την άπειρον αγαθότητα, με την οποίαν ήνείχετο καθημερινώς την αδιόρθωτος και πονηράν παράβασιν και αγνωμοσύνης του αδελφού! πραγματικώς ο Θεός, λόγω του πλήθους του ελέους Του, επεζήτει επιμόνως την μετάνοιαν του αμαρτάνοντος εκείνου αδελφού και την αμετάστρεπτον επιστροφής του. Διότι αυτό συνέβαινεν όχι επί ένα ή δύο ή τρία έτη, αλλά πλέον των δέκα ετών.

Βλέπετε, αδελφοί μου, την αμέτρητον ανοχής και την άπειρον φιλανθρωπίαν του Δεσπότου; Πώς συνεχώς μακροθυμεί, επιδεικνύει προς ημάς καλωσύνην, υπομένων τα φοβερά ανομήματα και αμαρτήματά μας; Εκείνο δε που προκαλεί την κατάπληξιν και τον θαυμασμόν διά τους πλουσίους οικτιρμούς του Θεού, είναι ότι δεν ώργίζετο εναντίον του εν λόγω αδελφού, καίτοι συνεφώνει να μη επαναλάβη την αμαρτίαν, ψευδόμενος συνεχώς.

Μίαν ημέραν λοιπόν, όπου εγίνοντο αυτά που περιγράφομεν, αφού ο αδελφός διέπραξε την αμαρτίαν, έρχεται δρομαίως εις την εκκλησίαν, θρηνών και αναστενάζων και κραυγάζων με σπαραγμόν, διά να επισύρη την ευσπλαγχνίαν του αγαθού Δεσπότου, να τον ελεήση και να φύγη από τον βόρβορον της ασωτίας.

Καθώς λοιπόν παρεκάλει τον φιλάνθρωπον Θεόν, βλέπων ο αρχέκακος και καταστροφεύς των ψυχών μας διάβολος, ότι τίποτε δεν κερδίζει, διότι όσα αυτός έπετύγχανε διά της αμαρτίας, τα εξηφάνιζε διά της μετανοίας ο αδελφός, αποθρασυνθείς, λοιπόν, παρουσιάζεται εις τον αδελφόν οφθαλμοφανώς, έχων το βλέμμα του προς την σεβασμίαν εικόνα του Χριστού και λέγων προς τον εύσπλαγχνικόν μας Σωτήρα: «Τι θα γίνη με ημάς τους δύο, Ιησού Χριστέ, η άπειρος συμπάθειά σου προς τον αμαρτωλόν με νικά και με συντρίβει εις το έδαφος, διότι εξακολουθείς να δέχεσαι αυτόν τον πόρνον και τον άσωτον, ο οποίος καθημερινώς σε εμπαίζει και καταφρονεί την δύναμιν σου. Διατί λοιπόν δεν τον κατακαίεις, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Διότι θα δικάσης κάποτε τους μοιχούς και τους πόρνους και θα εξολοθρεύσης όλους τους αμαρτωλούς.

Πράγματι δεν είσαι δίκαιος Κριτής, αλλ’ όπου νομίση η δύναμις Σου κρίνει επιεικώς και παραβλέπει. Ούτω ενώ εμέ διά μικράν παράβασιν υπερηφανείας με έρριξες από τους ουρανούς εις την άβυσσον, αυτόν εδώ, καίτοι είναι πόρνος και άσωτος, επειδή όμως ενώπιον της εικόνος Σου έχει ριφθή, του χαρίζεις με ηρεμίαν την συμπάθειάν Σου.

Προς τί λοιπόν Σε ονομάζουν δικαιότατον Κριτήν; Διότι, όπως βλέπω, και Σύ, από πολλήν καλωσύνην, δέχεσαι πρόσωπα ανθρώπων και παραβλέπεις το δίκαιον».

Αυτά τα έλεγεν ο Διάβολος φαρμακωμένος από την πολλήν του πίκραν, ενώ έβγαζεν από τα ρουθούνια του μαύρην φλόγα.

Αφού είπεν αυτά ο διάβολος εσιώπησεν. Εν συνεχεία ηκούσθη φωνή, προερχομένη εκ του ιερού Θυσιαστηρίου, λέγουσα τα εξής «Ω δράκον παμπόνηρε και καταστρεπτικέ, δεν ικανοποίησες ακόμη την καταστρεπτικής και πονηράν σου επιθυμίαν, με το να καταπιής τον κόσμον; Αλλά έχεις ακόμη το θράσος να προσπαθής, να αφαρπάσης και αυτόν εδώ, που προσήλθε συντετριμμένος διά να ζητήση το έλεος της ευσπλαγχνίας μου, και να τον καταπίης; Έχεις την δύναμιν να παραθέσης τόσα πολλά αμαρτήματα, δια να νικήσης, δι’ αυτών, εις τον ζυγόν της δικαιοσύνης, το τίμιον Αίμα, που έχυσα επάνω εις τον Σταυρόν, χάριν αυτού; Ιδού η σφαγή μου και ο θάνατός μου προσεφέρθησαν διά να συγχωρηθούν αι ανομίαι αυτού.

Και συ μέν, όταν επιστρέφη και πάλιν εις την αμαρτίαν, δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι μετά χαράς και δεν τον περιφρονείς, ούτε τον εμποδίζεις να διαπράξη την αμαρτίαν, από ελπίδα μήπως τον κερδίσης: και εγώ που είμαι ελεήμων και φιλάνθρωπος και συνεβούλευσα τον κορυφαίον ‘Απόστολόν μου Πέτρον να συγχωρή τον αμαρτάνοντα εβδομήντα φορές επτά την ημέραν (Ματθ. ιη ́ 22), να μη τον ελεήσω και να μη τον ευσπλαγχνισθώ; Βεβαίως μόνον και μόνον, διότι καταφεύγει εις εμέ, δεν θα τον αποστραφώ, μέχρις ότου τον κερδίσω. Άλλωστε εγώ έσταυρώθην διά τους αμαρτωλούς και χάριν της σωτηρίας των ήπλωσα επάνω εις τον σταυρόν τας αχράντους παλάμας μου, ώστε εκείνος που το επιθυμεί, να καταφεύγη εις εμέ και να σώζεται. Δι’ αυτό λοιπόν κανένα δεν αποστρέφομαι, ούτε εκδιώκω, έστω και εάν πταίση μυριάκις της ημέρας και μυριάκις επανέλθη κοντά μου: ο τοιούτος δεν θα αποχωρήση του Ναού μου λυπημένος, διότι δεν ήλθα να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν».

Κατά το διάστημα που ηκούετο αυτή η φωνή, ο διάβολος παρέμενεν εις την θέσιν του τρέμων, χωρίς να δύναται να απομακρυνθή. Κατόπιν ήρχισεν εκ νέου η φωνή να λέγη: άκουσε, απατεών και δι’ αυτά που λέγεις, ότι δήθεν είμαι άδικος: απ’ εναντίας εγώ είμαι προς όλους δίκαιος, διότι εις οιανδήποτε ηθικής κατάστασιν εύρω τον άνθρωπον, δι’ αυτής και τον κρίνω. Ιδού λοιπόν και αυτόν τον εύρον προ ολίγου να μετανοή, να έχη επιστρέψει από την αμαρτίαν, να ευρίσκεται προ των ποδών μου με ειλικρινή διάθεσιν να εγκαταλείψη την αμαρτίαν και ως εκ τούτου να σε έχη νικήσει.

Δι’ αυτό θα παραλάβω αυτόν αμέσως τώρα και θα σώσω την ψυχήν του, διότι δεν απηλπίσθη εις την σκληράν προσπάθειαν της σωτηρίας.

Συ κοίταξε πόσον αξίζει ενώπιόν Μου η μετάνοιά του, τιμηθείς δι’ αυτό, σε δε ας καταξεσχίση ο φθόνος σου και καταντροπιάσου.

Ενώ ελέγoντo αυτά ο μετανοών αδελφός είχε ριφθή προ της εικόνος του Σωτήρος, με το πρόσωπον κατά γης και θρηνολογών παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Κύριον. Συγχρόνως με την εις Κύριον εκδημίαν του μετανοήσαντος αδελφού, επέπεσεν εις τον σατανάν μεγάλη οργή, σαν φωτιά από τον ουρανόν, και τον κατέτρωγε. Από αυτό το περιστατικόν, αδελφοί μου, ας πληροφορηθώμεν την άμετρον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν του Θεού και πόσον καλόν Δεσπότην έχομεν, ώστε ποτέ πλέον να μη απογοητευθώμεν διά τας αμαρτίας ημών, αλλά μετά ζήλου να φροντίσωμεν δια την σωτηρίαν μας.

Ορθόδοξα Κείμενα