Ο Απόστολος Παύλος στα Λύστρα και ο λιθοβολισμός του


 

Ο Απόστολος Παύλος στα Λύστρα και ο 

λιθοβολισμός του

Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

Κατά την Α΄ Αποστολική περιοδεία του τα έτη 47 – 48 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος, η «μεγάλη του Πνεύματος σάλπιγξ», όπως τον χαρακτηρίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μαζί με τον αγαπητό και ακαταπόνητο συνεργάτη του, τον Απόστολο Βαρνάβα, και τον Απόστολο Μάρκο, αφού σκόρπισαν το σωτηριώδες φως του Ευαγγελίου στο νησί της Κύπρου, αποβιβάσθηκαν στη Μικρά Ασία, προκειμένου να διαδώσουν και εκεί τον Χριστιανισμό. Πέρασαν λοιπόν από την Αττάλεια, και την Πέργη. 

Εκεί ο νεαρός Μάρκος – ο ανιψιός του Αποστόλου Βαρνάβα – κουρασμένος από τις ταλαιπωρίες αποχωρίσθηκε από τους δυο αγαπητούς του Αποστόλους, προκειμένου να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ. Οι άλλοι δυο Απόστολοι συνέχισαν την ιεραποστολική τους περιοδεία κηρύττοντας  στην Αντιόχεια της Πισιδίας και μετά στο Ικόνιο. Σε κάθε μια από τις ελληνικές αυτές πόλεις δίδασκαν πρώτα στην εβραϊκή συναγωγή και μετά στην αγορά, όπου σύχναζαν οι Έλληνες ειδωλολάτρες. Σε κάθε πόλη αρκετοί πίστευαν στον Χριστό και βαπτίζονταν. Όμως σε κάθε περιοχή κάποιοι από τους Εβραίους από φθόνο αντιδρούσαν και ανάγκαζαν τους Αποστόλους να φύγουν, προτού ολοκληρώσουν το ιεραποστολικό τους έργο. Αλλά τα εμπόδια αυτά γίνονταν αφορμή να ακούγεται συντομότερα και αλλού ο λόγος του Ευαγγελίου, όπως παρατηρεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στην 30η ομιλία του εις τας Πράξεις των Αποστόλων ο ιερός αυτός Πατήρ επισημαίνει : «Παρατήρησε ότι πανταχού οι διωγμοί προσφέρουν μεγάλες ευεργεσίας και ότι αποδεικνύουν τους μεν διώκτας νικημένους, τους δε διωκομένους ενδόξους. Διότι αφού ήλθε ( ο Παύλος) εις τα Λύστρα, επιτελεί μέγα θαύμα…»1

Οι δύο Απόστολοι, διωγμένοι, άφησαν πίσω τους το κατάφυτο Ικόνιο και άρχισαν να βαδίζουν στη Via Sebaste (= οδός των Σεβαστών),  μία απόσταση περίπου εξήντα χιλιομέτρων με κατεύθυνση νότια, προς τα Λύστρα της Λυκαονίας, προκειμένου να διδάξουν και εκεί. Η Λυκαονία ήταν περιοχή της Μικράς Ασίας, μεταξύ Καππαδοκίας, Φρυγίας, Γαλατίας και Κιλικίας Οι κάτοικοι της Λυκαονίας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, κατάγονταν από τον βασιλιά της Αρκαδίας, Λυκάονα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα οι Λυκάονες «εφημίζοντο ως οι γνησιώτεροι των παλαιών Ελλήνων απόγονοι»2. Η Λυκαονία ήταν κατά την Αποστολική εποχή τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας. Κατοικούνταν από Έλληνες, Ρωμαίους, Ιουδαίους και εξελληνισμένους γηγενείς. Όπως παρατηρεί ο παλιός καθηγητής της Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου: « ο εξελληνισμός … είχε σχεδόν συμπληρωθή, μέχρις σημείου ώστε όλοι οι Εθνικοί (=ειδωλολάτρες) να λατρεύουν τους ελληνικούς θεούς… Όσοι δεν ήσαν ελληνικής καταγωγής είχον ήδη αποδεχθή κατ’ αποκλειστικότητα την ελληνικήν γλώσσαν ή ήσαν δίγλωσσοι».3

Απέραντα βοσκοτόπια απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου στον οποίο βάδιζαν οι δυο Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας και μπροστά τους ορθωνόταν μια θεόρατη οροσειρά. Ύστερα λοιπόν από αρκετές ώρες πεζοπορίας σ’ αυτόν τον πρόχειρο δρόμο, που ήταν κατάλληλος μόνο για βοϊδάμαξες, έφθασαν οι δύο Απόστολοι κατακουρασμένοι και κατασκονισμένοι μπροστά στις πύλες της πόλεως των Λύστρων, μία ημέρα που θα πρέπει να τοποθετηθεί περίπου στο 47 – 48 μ. Χ.

 

Τα Λύστρα4 ήταν μια μικρή πόλη, κτισμένη πάνω σε λόφο, για να είναι πιο προστατευμένη. Μέσα στην άνυδρη, άγονη και γεμάτη βοσκοτόπια Λυκαονία, η περιοχή των Λύστρων με τα δέντρα και τις καλλιέργειες, λόγω του ότι την διέρρεε μικρός ποταμός, φάνταζε ειδυλλιακή. Δεν είναι γνωστό το πότε ιδρύθηκε η πόλη Λύστρα, όμως το 25 – 6 π.Χ. επισήμως ορίσθηκε ως Ρωμαϊκή αποικία (Colonia) και κοντά στους ήδη κατοικούντες εκεί εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν και λίγοι Ρωμαίοι βετεράνοι στρατιώτες. Σκοπός του αυτοκράτορα της Ρώμης, Οκταβιανού Αυγούστου, ήταν να ιδρύσει εκεί ένα στρατιωτικό κέντρο, για να διασφαλισθεί ο καλύτερος έλεγχος των ορεσίβιων κατοίκων της περιοχής. Ο αρχαιολόγος Sitlington Sterret το 1885 – 1888 εντόπισε ένα λίθινο βωμό αφιερωμένο στον Αύγουστο από τα μέλη της Ρωμαϊκής αποικίας των Λύστρων.5

Κοντά στην κεντρική πύλη κάθε πόλεως – συνεπώς και των Λύστρων – υπήρχε διαμορφωμένος χώρος για τις υπαίθριες αγορές και τις δημόσιες συναθροίσεις. Ο χώρος αυτός, που ίσως ήταν η κεντρική αγορά της πόλεως,  γέμιζε από τους κατοίκους των Λύστρων και από αυτούς που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Λίγο πιο έξω από αυτή την κεντρική πύλη βρισκόταν ο ναός του Δία, του προστάτη της πόλεως των Λύστρων. Ο ναός αυτός ήταν γνωστός ως ναός του Δία Προπόλεως, διότι, όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό, ήταν κτισμένος ακριβώς προ της πόλεως των Λύστρων. Μία ημέρα λοιπόν οι Απόστολοι, βλέποντας το πλήθος του κόσμου που ήταν συγκεντρωμένος εκεί και την καταλληλότητα αυτού του χώρου, αντιλήφθηκαν ότι έχουν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όσο το δυνατόν περισσοτέρους ανθρώπους. 

Άρχισε λοιπόν ο Απόστολος Παύλος να κηρύττει στα πλήθη. Μεταξύ αυτών που παρακολουθούσαν την ομιλία του ήταν και ένας εκ γενετής χωλὸς. Ο άνθρωπος αυτός ήταν «χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει»6δηλαδή ήταν κουτσός από την κοιλία της μητέρας του και δεν είχε ποτέ του περπατήσει, γιατί είχε αδύναμα πόδια. Αυτός άκουγε με ενδιαφέρον και προσοχή τους λόγους του Παύλου περί του Κυρίου και του σωτηριώδους έργου Του. Σιγά σιγά άρχισε να γεννιέται πίστη μέσα στην ψυχή του ανθρώπου αυτού για τον Χριστό, τον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων.  Ο Παύλος τον παρατήρησε προσεκτικά και με την διορατική ικανότητα που του είχε χαρίσει το Άγιο Πνεύμα διαπίστωσε ότι ο «χωλός» είχε την απαιτούμενη πίστη, για να γίνει το θαύμα της θεραπείας του. Έτσι ο Απόστολος Παύλος με τη δύναμη του Κυρίου τον θεράπευσε, λέγοντάς του με δυνατή φωνή «ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός».7Δηλαδή «σήκω στα πόδια σου όρθιος».8 Και αμέσως θεραπευμένος ο άνθρωπος αυτός «ἥλατο καὶ περιεπάτει»9, δηλαδή αμέσως πήδησε πάνω και περπατούσε εντελώς υγιής  Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Απόδειξις της τελείας υγείας είναι το να αναπηδά κάποιος».10

            «Οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς·»11Δηλαδή «τα πλήθη του λαού, όταν είδαν το θαύμα αυτό, που έκαμε ο Παύλος, εσήκωσαν μεγάλη τη φωνή τους λέγοντας στην λυκαονική γλώσσα τους· “οι θεοί πήραν μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σε εμάς”». Εδώ να παρατηρήσουμε ότι η Λυκαονική γλώσσα είχε παραμερισθεί από την αρχαία ελληνική ήδη από τον 1οαιώνα π.Χ. Ίσως όμως επιβίωνε κάποια μορφή της τοπικής Λυκαονικής διαλέκτου, την οποία μιλούσαν μαζί με την ελληνική γλώσσα. Όπως προαναφέραμε, ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου παρατηρεί: « ο εξελληνισμός … είχε σχεδόν συμπληρωθή… Όσοι δεν ήσαν ελληνικής καταγωγής είχον ήδη αποδεχθή κατ’ αποκλειστικότητα την ελληνικήν γλώσσαν ή ήσαν δίγλωσσοι».12 Την άποψη αυτή περί διγλωσσίας υποστήριζε ήδη από τον 4ο αιώνα και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.13 Σύμφωνα όμως με κάποιους ερευνητές, η αναφερόμενη ως Λυκαονική γλώσσα αποτελούσε μια καθαρά ελληνική τοπική διάλεκτο. Αυτό είναι μια αρκετά πιθανή εκδοχή, καθώς στην περιοχή της Λυκαονίας έχουν βρεθεί πολλές επιγραφές στην ελληνική γλώσσα.14 Στη Λυκαονική γλώσσα δεν έχει βρεθεί καμία επιγραφή, καθώς δεν υπήρχε τέτοια γραπτή γλώσσα, όπως παρατηρεί o Βιβλικός αρχαιολόγος John Thompson.15 Το βέβαιο είναι ότι η ελληνική αποτελούσε τη γραπτή, αλλά και την επίσημη προφορική γλώσσα της περιοχής.

Η γνησιότητα του θαύματος, που έγινε μπροστά στα μάτια τόσου πλήθους ανθρώπων, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από κανένα, καθώς όλοι γνώριζαν τον συντοπίτη τους που θεραπεύθηκε και ότι εκ γενετής δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι ειδωλολάτρες κάτοικοι της πόλεως εντυπωσιάσθηκαν από το ολοφάνερο αυτό θαύμα, και με βάση όσα γνώριζαν από την αρχαία ελληνική μυθολογία πίστεψαν ότι οι Απόστολοι ήταν αρχαίοι Έλληνες θεοί, οι οποίοι άφησαν τις κορυφές του Ολύμπου και λαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή βρέθηκαν ανάμεσά τους. Για τον Βαρνάβα, ο οποίος ήταν γεροντότερος, επιβλητικός και σοβαρός πίστεψαν ότι είναι ο Ζεύς και για τον Παύλο, που ήταν νεώτερος, αλλά και μιλούσε ωραιότερα και πιο πολύ, θεώρησαν ότι είναι ο Ερμής. 

Σύμφωνα με την τοπική μυθολογία των Λύστρων, ο Δίας και ο Ερμής είχαν κάποτε επισκεφθεί την περιοχή τους. Έλαβαν ανθρώπινη μορφή, όπως συμβαίνει συχνά στην αρχαία ελληνική μυθολογία, και περιπλανήθηκαν μεταξύ των ανθρώπων ζητώντας φιλοξενία. Όμως οι άνθρωποι των Λύστρων φάνηκαν αφιλόξενοι. Εξαίρεση αποτέλεσε ένα ζευγάρι πτωχών ηλικιωμένων, ο Φιλήμων και η Βαυκίς, οι οποίοι πρόθυμα τους φιλοξένησαν στην αχυροσκέπαστη καλύβα τους και τους παρέθεσαν δείπνο σε ένα τραπέζι, που το ένα πόδι του ήταν σπασμένο. Προς επιβράβευση της φιλόξενης διάθεσής τους και της καλοσύνης τους οι δύο θεοί τούς αποκάλυψαν ποιοι πραγματικά ήταν και τους ζήτησαν να τους εκπληρώσουν όποια επιθυμία ήθελαν. Ο Φιλήμονας και η Βαυκίδα δεν ζήτησαν πλούτη και δόξα, παρά μόνο υγεία ως τα γεράματά τους και να πεθάνουν και οι δύο την ίδια ημέρα. Ο Δίας αποδέχθηκε τα αιτήματά τους και συμπλήρωσε ότι, εάν ήθελαν, μετά τον θάνατό τους μπορούσε να τους μεταμορφώσει σε δέντρα, για να έχουν ενωμένη τύχη για πάντα, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος.16 Έτσι λοιπόν το σπίτι τους μετατράπηκε σε ναό, εκείνοι έγιναν ιερείς μέχρι την ημέρα κατά την οποία πέθαναν και οι δυο μαζί, ενώ η υπόλοιπη πόλη καταστράφηκε με κατακλυσμό.17 Ο μύθος αυτός ήταν αρχικά Φρυγικός, αλλά οι Έλληνες της Λυκαονίας τον εξελλήνισαν και τον προσάρμοσαν στις τοπικές Λυκαονικές μυθικές διηγήσεις. Γράφει σχετικά ο Γερμανός θεολόγος Joseph Holzner: «εμπρός απ’ την πόλι, (των Λύστρων) υπήρχαν δύο πανάρχαιες φιλύρες, που οι κορμοί τους και τα φυλλώματά τους είχαν συμπλεχθή. Οι ευφάνταστοι Έλληνες, που σε κάθε αξιοπερίεργο δένδρο και σε κάθε πηγή έβλεπαν να φανερώνεται κι’ ένας θεός, είπαν ότι αυτά τα δύο δένδρα είναι ο Φιλήμων και η Βαυκίς!»18

Αυτός ο πολύ γνωστός τους μύθος εξηγεί γιατί οι κάτοικοι των Λύστρων ταύτισαν τους Αποστόλους με τον Δία και τον Ερμή και όχι με κάποιους άλλους θεούς. Διαφορετικά μετά τη θεραπεία του χωλού το πιο λογικό θα ήταν να σκεφτούν ότι επρόκειτο για θεούς θεωρούμενους ως προστάτες της ιατρικής, όπως ο Απόλλωνας και ο Ασκληπιός. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι η ύπαρξη της πόλεως των Λύστρων και η λατρεία του Δία και του Ερμή στην πόλη αυτή τεκμηριώνεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία επιβεβαιώνουν την ιστορική αξιοπιστία του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Ο Αμερικανός αρχαιολόγος Sitlington Sterret το 1885  βρήκε ένα λίθινο βωμό με τη λατινική επιγραφή «Lustra». Επίσης έχουν ανακαλυφθεί χάλκινα νομίσματα που κυκλοφόρησαν τα Λύστρα – ως πόλη colonia – από το 25 π.Χ. μέχρι το 180 μ.Χ. με την επιγραφή «Lustra». Το 1919 βρέθηκαν: α) μία επιγραφή των μέσων του 3ου μ.Χ. αιώνος με αφιέρωση ενός αγάλματος του Ερμή στο ναό του Δία και β) άλλη επιγραφή που αναγράφει: «ιερείς του Διός». Επίσης το 1926 βρέθηκε ένα πέτρινο θυσιαστήριο με την εξής αφιερωματική επιγραφή: «Αυτόν που ακούει την προσευχήν (πιθανώς τον Δία) και τον Ερμήν».19

                 Φοβούμενοι λοιπόν οι κάτοικοι των Λύστρων μην επαναλάβουν το σφάλμα των προγόνων τους και παροργίσουν τους Ολύμπιους θεούς Δία και Ερμή, έσπευσαν να τους τιμήσουν όπως αξίζει σε θεούς.  Θέλησαν λοιπόν να κάνουν θυσία προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Ειδοποιήθηκε – εάν δεν ήταν ήδη παρών στην ομιλία – ο ιερεύς του Διός, του οποίου ο ναός, όπως προαναφέραμε ήταν κτισμένος εμπρός από την πόλη κοντά στις μεγάλες θύρες του τείχους, δηλαδή πολύ κοντά στον χώρο όπου δίδασκαν οι Απόστολοι. Σύντομα λοιπόν έφερε ταύρους και στεφάνια για να φορέσουν στα ζώα αυτά που θα τα θυσίαζαν.

Οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος μόλις αντιλήφθηκαν την κωμικοτραγική αυτή παρεξήγηση, με πολύ προσπάθεια κατόρθωσαν να τους εμποδίσουν και να τους μιλήσουν για τον αληθινό Θεό, τον Χριστό. Συμβολικά, για να εκφράσουν την αγανάκτηση και τη διαφωνία τους με τα όσα συνέβαιναν και για να τραβήξουν την προσοχή του πλήθους έσχισαν τα ιμάτιά τους.  Παράλληλα όρμησαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντας : « ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν».20 Δηλαδή: «άνθρωποι, γιατί τα κάνετε όλα αυτά; Και εμείς είμαστε άνθρωποι όμοιοι με εσάς, έχοντας την ίδια ασθενή και αδύναμη ανθρώπινη φύση. Διδάσκουμε σε εσάς, να αφήσετε αυτά τα ψευδή και μάταια περί ανύπαρκτων θεών και θυσιών, που έως τώρα πιστεύατε, και να επιστρέψετε στον Θεό τον ζωντανό και αληθινό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά. Αυτός ο Θεός, στις περασμένες γενιές, άφησε τους εθνικούς δηλαδή τους ειδωλολάτρες να βαδίζουν τον δρόμο τους, να ζουν και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις αμαρτωλές διαθέσεις της καρδίας τους, μολονότι δεν άφησε και μεταξύ τους ο Θεός τον εαυτό του χωρίς μαρτυρίες, για την ύπαρξη του, γιατί και τότε σας ευεργετούσε, έστελνε από τον ουρανό ωφέλιμες βροχές και κατάλληλους καιρούς για πλούσια καρποφορία και σας έδινε άφθονη τροφή και χαρά στις καρδιές σας». Όπως παρατηρεί ο Π. Χρήστου: «ο Παύλος ωμίλησε προσαρμοστικώς εις την πνευματικήν αυτών στάθμην, τονίζων τας υλικάς ευεργεσίας του Θεού προς την ανθρωπότητα».21

Τελικά με πολύ κόπο οι Απόστολοι κατάφεραν να σταματήσουν τους όχλους, να μην τους προσφέρουν τη θυσία και να αποδεχθούν προς μεγάλη απογοήτευσή τους ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας δεν ήταν Ολύμπιοι θεοί. Και τονίζει ο Άγιος Ιωάννης, ο χρυσορρήμων αυτός Πατήρ: «Παρατήρησε, ότι οι Απόστολοι τα πράττουν όλα με σφοδρότητα. "Έσχισαν τα ενδύματα, επήδησαν, εκραύγασαν, όλα εξ αιτίας της ψυχικής των διαθέσεως, αποστρεφόμενοι αυτά τα όποια έγιναν και εκδηλώνοντας πένθος· διότι ήτο πένθος, αληθώς πένθος απαρηγόρητον, εάν βεβαίως επρόκειτο να θεωρούνται θεοί και να εισάγουν την ειδωλολατρίαν, την οποίαν ήλθον να καταργήσουν».22

Ο επιπόλαιος αυτός ενθουσιασμός του πλήθους, που ανύψωσε έως τους ουρανούς της θεοποιήσεως τον Απόστολο Παύλο και τον  Απόστολο Βαρνάβα, γρήγορα μεταστράφηκε σε απογοήτευση και αγανάκτηση. Οι ειδωλολάτρες των Λύστρων δυσφόρησαν και μνησικάκησαν, γιατί οι ανόητες προσδοκίες τους δεν επαληθεύθηκαν και παράλληλα αποκαλύφθηκε το μέγεθος της αφέλειας, της επιπολαιότητας, αλλά και της δεισιδαιμονίας από τις οποίες διακατέχονταν. Η τιμιότητα, η φιλαλήθεια, η ταπείνωση και η συγκατάβαση των Αποστόλων με τις οποίες αντιμετώπισαν την ιλαροτραγική κατάσταση της προσπάθειας θεοποιήσεώς τους, δυστυχώς δεν άγγιξαν τις ψυχές των περισσοτέρων από τους κατοίκους των Λύστρων. Όπως μας επισημαίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : « Παρατήρησε ότι αυτοί (δηλαδή οι Απόστολοι) είναι πανταχού απηλλαγμένοι της δόξης, όχι μόνον δεν την επιθυμούν, αλλά και όταν δίδεται την αποκρούουν. Καί αυτός (δηλαδή η προσπάθεια θεοποιήσεως τους) δεν υπήρξε μικρός πειρασμός εκ της πολλής υπερβολής, αλλά και απ’ εδώ δεικνύεται η αρετή των Αποστόλων».23

Δεν γνωρίζουμε, εάν μέσα στο πλήθος εκείνης της ημέρας βρισκόταν μεταξύ των υπολοίπων συμπατριωτών του και ο Τιμόθεος, ο μελλοντικός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου. Το βέβαιο είναι ότι εκείνες τις ημέρες άκουσε με προθυμία το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, πίστεψε και βαπτίσθηκε. Ο Απ. Παύλος κατά την παραμονή του στα Λύστρα γνώρισε και εκτίμησε τα πνευματικά χαρίσματα του νεαρού Τιμοθέου και στο πρόσωπό του προείδε έναν άξιο εργάτη για τον αγρό του Κυρίου. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος στη Β΄ προς Τιμόθεο επιστολή του, η μητέρα του Τιμοθέου, Ευνίκη, και η γιαγιά του εκ μητρός, Λωΐδα, ήταν γυναίκες ευσεβείς. Προφανώς ο Απόστολος Παύλος τις γνώρισε από κοντά και τις βάπτισε και αυτές Χριστιανές την εποχή που βαπτίσθηκε και ο γιος τους Τιμόθεος. Πιθανόν Παύλος και Βαρνάβας φιλοξενήθηκαν τότε στα Λύστρα από την οικογένεια του Τιμοθέου.24

Όπως αναφέρει ο Απόστολος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων «κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας, Λύστραν καί Δέρβην, καί τήν περίχωρον».25 Συνεπώς τις ημέρες που ακολούθησαν οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κήρυξαν το Ευαγγέλιο και  στα περίχωρα των Λύστρων. Όπως συμπεραίνει ο Γερμανός θεολόγος Joseph Holzner: «σ’ αυτές τις οδοιπορίες, ο Τιμόθεος, που ήξερε τον τόπο, θα τους στάθηκε συχνά σύντροφος και οδηγός. Ήταν ένα ωραίο προοίμιο, που ο Τιμόθεος, σχεδόν διαρκώς βρίσκεται στο πλευρό του Αποστόλου».26

Κατά τον υπολογισμό του καθηγητή Π. Χρήστου, ύστερα από μία εβδομάδα από τη θεραπεία του χωλού27 ήλθαν στα Λύστρα φανατικοί Ιουδαίοι από την Αντιόχεια της Πισιδίας και από το Ικόνιο, οι οποίοι παραπλάνησαν – ίσως και να τους εξαγόρασαν – και έτσι κινητοποίησαν τον απογοητευμένο, αμαθή και δεισιδαίμονα όχλο, στρέφοντάς τους εναντίον των Αποστόλων. Σκοπός τους ήταν να παρασύρουν τους κατοίκους των Λύστρων στο να δολοφονήσουν τους Αποστόλους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πολύ χαρακτηριστικά γράφει τα ακόλουθα: «Αληθώς, (οι φανατικοί αυτοί) Ιουδαίοι τέκνα (ήσαν) τού διαβόλου! “Όχι μόνον εις τας ιδικάς των πόλεις, αλλά και έξω από αυτάς πράττοντες αυτά και τόσον σπεύδοντες να καταλύσουν το κήρυγμα, όσον βιαζόμενοι οι Απόστολοι να το έδραιώσουν».28

Σύντομα λοιπόν, αφού βρήκαν κάπου μόνο του τον Απόστολο Παύλο, τον λιθοβόλησαν. Τα τραγικά και αγωνιώδη πρώτα δευτερόλεπτα, όταν θα άρχισε ο λιθοβολισμός, σαν αστραπή θα πέρασαν από τη μνήμη του Αποστόλου Παύλου γεγονότα που συνέβησαν πριν από χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η δίκη παρωδία του Αγίου Στεφάνου και το δια λιθοβολισμού μαρτύριο του Πρωτομάρτυρα, το οποίο παρακολούθησε και με ενθουσιασμό επιδοκίμαζε. Για όλα αυτά ο Απόστολος Παύλος είχε ήδη από την ημέρα της μεταστροφής του έμπρακτα μετανοήσει.

Με σατανικό μένος και δολοφονική αγριότητα συνέχισαν να λιθοβολούν τον Απόστολο Παύλο έως ότου αυτός έπεσε κάτω λιποθυμώντας από τους πόνους των τραυμάτων του και την αιμορραγία. Βλέποντάς τον να είναι πεσμένος ακίνητος και αιμόφυρτος πίστεψαν οι λιθοβολούντες ότι ήταν νεκρός, αυτός που λίγες ημέρες πριν είχαν οι ίδιοι αναγορεύσει θεό. Όμως η αγριότητα και η απανθρωπία τους, όχι μόνο δεν μαλάκωσε μπροστά στη θέα του νεκρού – όπως πίστεψαν – θύματός τους, αντιθέτως κορυφώθηκε. Για να χλευάσουν τον κατ’ εκείνους νεκρό και να θριαμβολογήσουν για το ανόσιο κατόρθωμά τους, άρπαξαν το υποτιθέμενο νεκρό σώμα του λιθοβοληθέντος Παύλου και, σαν να επρόκειτο για ένα νεκρό ζώο, το έσυραν στο έδαφος μέχρι που το πέταξαν σε κάποιο σημείο έξω από την πόλη.

Με την ενέργεια αυτή παράλληλα προσπάθησαν όσο ήταν δυνατόν να καλύψουν το έγκλημά τους. Αν άφηναν το σώμα του Παύλου εκεί όπου έγινε ο λιθοβολισμός, δηλαδή μέσα στην πόλη, θα ανάγκαζαν τις αρχές να εξετάσουν τα συμβάντα. Ενώ τώρα τους έδιναν μια πρόφαση να δηλώσουν άγνοια για το περιστατικό τού χωρίς δίκη και καταδίκη λιθοβοληθέντος, μιας δολοφονίας ουσιαστικά. Έτσι οι τοπικές αρχές των Λύστρων, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπορούσαν να κάνουν «τα στραβά μάτια». Ποιος άραγε να ήθελε να ασχοληθεί και να δικαιώσει μετά θάνατο αυτόν τον ενοχλητικό άνθρωπο από την Ταρσό της Κιλικίας που δίδασκε για έναν Θεό, τον Χριστό; Ας μη λησμονούμε ότι οι Ρωμαϊκές αρχές τα πρώτα χρόνια της εμφανίσεως του Χριστιανισμού κράτησαν ουδέτερη στάση απέναντί του, δεν έκαναν διωγμούς, αλλά δεν ήταν και φιλικές. Όποτε όμως πιέζονταν – κυρίως από τους Ιουδαίους – έπαιρναν εχθρικά μέτρα, όπως φυλάκιση, μαστίγωση κλπ. ή αδιαφορούσαν όποτε διώκονταν οι Απόστολοι και οι πρώτοι Χριστιανοί.

Ίσως όμως αναρωτηθεί κάποιος. Πώς ο Θεός επέτρεψε να λιθοβοληθεί ο Απόστολος Παύλος ; Όπως μας επεξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Θεός επέτρεπε αρκετές φορές να καταδιώκονται, να φυλακίζονται, να αδικούνται, και να ασθενούν οι Απόστολοι,  φανερώνοντας με όλα αυτά ότι οι Απόστολοι ήταν άνθρωποι όπως όλοι μας και με την Χάρη του Θεού εργάσθηκαν για την εξάπλωση του Ευαγγελίου και όχι με δικές τους υπεράνθρωπες δυνάμεις: «οὐδέν παρ’ ἑαυτῶν εἰσέφερον, ἀλλά γυμνή ἡ χάρις δι’ ἐκείνων πάντα εἰργάζετο».29

Όπως μας αφήνει να συμπεράνουμε ο Λουκάς από το κείμενο των Πράξεων, ο Απόστολος Βαρνάβας θα κήρυττε κάπου αλλού εκείνη την ημέρα και γι’ αυτό δεν λιθοβολήθηκε μαζί με τον Απόστολο Παύλο. Οι Χριστιανοί, που είχε ήδη προλάβει να βαπτίσει ο Απόστολος Παύλος, μαζί με τον Βαρνάβα αναζήτησαν το όπως πίστευαν νεκρό σώμα του προσφιλούς τους Παύλου, προκειμένου να το κηδεύσουν. Όταν όμως τον εντόπισαν εκεί που τον είχαν πετάξει οι λιθοβολιστές του, εκείνος με τη Χάρη του Θεού σηκώθηκε προς μεγάλη κατάπληξη όλων και τους ακολούθησε μέσα στην πόλη. Ο Απόστολος Παύλος στην Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή του, ύστερα από χρόνια θυμάται τα γεγονότα εκείνης της εποχής και αποδίδει την σωτηρία του στον Κύριο : « τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος».30 Δηλαδή εσύ Τιμόθεε παρακολούθησες: «τους διωγμούς μου, τα παθήματά μου, που μου συνέβησαν στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. Τι φοβεροὺς διωγμοὺς υπέφερα και από όλους με γλίτωσε ο Κύριος».

Στους νεόφυτους Χριστιανούς των Λύστρων, προξένησαν μεγάλη εντύπωση και χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη τους και στην ψυχή τους τα περιστατικά του λιθοβολισμού του Αποστόλου Παύλου και της εκ Θεού σωτηρίας του. Το περιστατικό αυτό συντέλεσε ώστε αυτοί να στερεωθούν στην πίστη και άλλοι που ακόμα δεν είχαν βαπτισθεί να οδηγηθούν προς αυτήν.  Ιδίως στον νεαρό τότε Τιμόθεο, ο όποιος έμελε να γίνει και εκείνος Απόστολος και άξιος συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου, όλα αυτά είχαν ευεργετική επίδραση στην πνευματική του καλλιέργεια. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος: «Ασφαλώς εθαύμασε το μεγαλείον του άχρι θανάτου λιθοβολιθέντος Παύλου, το πώς εσηκώθη και δεν εκακολόγησε τους φονείς του, το πώς κατά την επαύριον ήδη έσπευσεν εις το ευαγγελίζεσθαι Χριστόν, και πολλά άλλα ίσως».31

Οι Χριστιανοί των Λύστρων  περιέθαλψαν και φρόντισαν τα τραύματα του Αποστόλου Παύλου όσο μπορούσαν εκείνο το βράδυ. Όμως όλοι καταλάβαιναν ότι εξακολουθούσε να κινδυνεύει από τη δολοφονική μανία των επίδοξων δολοφόνων του.  Την άλλη ημέρα μόλις ο Θεός άρχισε να ανατέλλει τον ήλιο, ο τραυματισμένος Απόστολος Παύλος έφυγε από την πόλη μαζί με τον Απόστολο Βαρνάβα με κατεύθυνση τη γειτονική Δέρβη.

 Όμως ο Απόστολος Παύλος δεν τους ξέχασε. Επιστρέφοντας μετά από καιρό με τον Απ. Βαρνάβα από τη Δέρβη με κίνδυνο της ζωής τους επισκέφθηκαν και πάλι τα Λύστρα. Επιθυμούσαν να δουν και να στερεώσουν στην πίστη τα νέα τους πνευματικά παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Τιμόθεος. Επίσης σκοπός τους ήταν να συμπληρώσουν τη διδασκαλία τους, και να χειροτονήσουν πρεσβυτέρους  προκειμένου αυτοί να συνεχίσουν το έργο τους. Και βεβαίως αυτή η επιστροφή του Παύλου στα Λύστρα ενείχε κίνδυνους ιδιαιτέρως για τη δική του ζωή. Κανείς δεν μπορούσε να του εγγυηθεί ότι η οργή των κατοίκων των Λύστρων είχε ξεθυμάνει. Και μόνο το να τον έβλεπαν και πάλι στην πόλη τους θα μπορούσε η οργή, που τους καλλιεργήθηκε τόσο εντέχνως από τους φανατικούς Ιουδαίους, να αναζωπυρωνόταν και να τον λιθοβολούσαν εκ νέου. Όμως ο  Απόστολος Παύλος εναπόθεσε τη ζωή του στον Κύριο και Εκείνος τον προστάτευσε.

Ο ακούραστος Απόστολος Παύλος το 49 μ.Χ. – ακολουθούμενος από τον συνεργάτη του, τον Άγιο Σίλα – ξεκίνησαν για τη δεύτερη Αποστολική περιοδεία. Για τρίτη φορά ο Απόστολος Παύλος βρίσκεται στα Λύστρα, όπου με χαρά βλέπει ότι το έργο του καρποφόρησε και αυξήθηκε, βρίσκοντας εκεί μία ανθούσα χριστιανική κοινότητα. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια οι Χριστιανοί των Λύστρων – μεταξύ των οποίων σπουδαίο ρόλο έπαιζε ο Τιμόθεος – είχαν συνεχίσει και στερεώσει το έργο του Αποστόλου Παύλου. Εκτιμώντας λοιπόν το έργο που είχε εκεί επιτελέσει ο Τιμόθεος τον παρέλαβε μαζί του ως συνεργάτη, προκειμένου να τον βοηθήσει στο έργο αυτής της αποστολικής του περιοδείας.32 Φεύγοντας από τα Λύστρα συνέχισε την περιοδεία του στη Φρυγία και Γαλατία και αργότερα στον Ελλαδικό χώρο.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο κορυφαίος ερμηνευτής του Αποστόλου Παύλου, ο επικληθείς και ως «στόμα Παύλου» με μοναδικό τρόπο περιγράφει τους πνευματικούς μόχθους και τη δύναμη του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου ως εξής : «Και όπως, όταν πιάσει φωτιά σ’ ένα χωράφι, τα αγκάθια λίγο λίγο καίγονται και παραμερίζουν και κάνουν τόπο στη φλόγα και καθαρίζουν έτσι τα χωράφια, έτσι ακριβώς και όταν η γλώσσα του Παύλου λαλούσε … τα πάντα παραμέριζαν».33

Ο λιθοβολισμός που υπέστη στα Λύστρα ο Απόστολος Παύλος, έστω και αν δεν κατέληξε στη θανάτωσή του, δεν παύει να είναι ένα Μαρτύριο. Το Μαρτύριο είναι η μεγαλύτερη και βεβαιότερη απόδειξη της πίστεως. Αποτελεί γνήσιο καρπό της πίστεως της Εκκλησίας, που ήδη έχει βιώσει ο άνθρωπος, που θα δεχθεί να πάθει για το όνομα του Χριστού προσφέροντας το αίμα του. Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος μάς υπενθυμίζει ότι «ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν».34 Δηλαδή το Μαρτύριο του αίματος, αλλά και της συνειδήσεως είναι  η ύψιστη τιμή που επιφυλάσσει ο Χριστός στους αληθινά και γνησίως πιστεύοντες. Τα σημάδια των τραυμάτων, που του προκάλεσε αυτός ο λιθοβολισμός, υπήρχαν στο σώμα του Αποστόλου μέχρι  και την ημέρα που παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το δια αποκεφαλισμού Μαρτύριό του. Όπως γράφει στην προς Γαλάτας επιστολή του ο Παύλος «τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω».35  Δηλαδή «εγὼ βαστάζω στο σώμα μου τα σημάδια των πληγών, τις οποίες υπέστηκα για τον Κύριο Ιησού. Και οι πληγές αυτές είναι η απολογία μου».

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης εκφράζοντας την αγάπη και την τιμή όλων των Χριστιανών προς το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου τον ανυμνεί ως εξής: «τὶς διηγήσεται, ἔνδοξε Ἀπόστολε Παῦλε, τοὺς κόπους, τοὺς μόχθους, τὰς ἀγρυπνίας, τὰς ἐν λιμῷ καὶ δίψει κακοπαθείας, τὰς ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι, τὴν σαργάνην, τοὺς ῥαβδισμούς, τοὺς λιθασμούς, τὴν περίοδον, τὸν βυθόν, τὰ ναυάγια; θέατρον ἐγένου καὶ Ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Πάντα οὖν ὑπέμεινας ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί σε Χριστῷ, ἵνα κόσμον κερδίσῃς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ σου».36

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σειρά Άπαντα των Αγίων Πατέρων, Ομιλία Λ' (30), σελ.43 – 44.

2. Σάθα Κωνσταντίνου, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τ. Β΄, σελ. μα΄. 

3. Χρήστου Παναγιώτου, Θεολογικά Μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1973, τ. 1, σελ.154.  

4. Το όνομα της πόλεως άλλοτε αναφέρεται ως «η Λύστρα» και άλλοτε «τα Λύστρα».  Η πόλη Λύστρα κατάφερε να επιβιώσει μέχρι και τον 13ο αιώνα 

5. Baldi D., Λύστρα, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966, τ. 8, στ. 419. 

6. Πραξ. 14,8  

7. Πραξ. 14,10   

8. Η απόδοση των κειμένων της Καινής Διαθήκης στη δημοτική έχει βασισθεί στις ερμηνευτικές αποδόσεις του Ι. Κολιτσάρα και του Π. Τρεμπέλα. 

9. Πραξ. 14,10   

10. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σειρά Άπαντα των Αγίων Πατέρων, Ομιλία Λ' (30), σελ.44.

11. Πραξ. 14,11   

12. Χρήστου Παναγιώτου, Θεολογικά Μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1973, τ. 1, σελ.154.  

13. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σειρά Άπαντα των Αγίων Πατέρων, Ομιλία Λ' (30), σελ.44 – 45.  

14. Σάθα Κωνσταντίνου, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τ. Β΄, σελ. μα΄ και υποσ. 1 και Αγαθαγγέλου Στεφανάκη επισκόπου Μυρέων, Ο Απόστολος Παύλος, ήτοι αι πρώται νίκαι του Χριστιανισμού κατά τον Wilhelm Naumann, Σμύρνη 1875, τ. Α΄, σελ. 137, υποσ. 1.       

15. Βασιλειάδη Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ. 347.  

16. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 8ο βιβλίο, στίχοι 611-724.  

17. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 8ο βιβλίο, στίχοι 611-724 και Αγαθαγγέλου Στεφανάκη επισκόπου Μυρέων, Ο Απόστολος Παύλος, ήτοι αι πρώται νίκαι του Χριστιανισμού κατά τον Wilhelm Naumann, Σμύρνη 1875, τ. Α΄, σελ. 136.      

18. Holzner Joseph, Παύλος , (μτφρ. Αρχιεπισκόπου τ. Αθηνών Ιερωνύμου), Αθήναι 1989, σελ. 126.      

19. Βασιλειάδη Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ. 346-347.  

20. Πραξ.14, 15-17

21. Χρήστου Παναγιώτου, Θεολογικά Μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1973, τ. 1, σελ.155.  

22. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σειρά Άπαντα των Αγίων Πατέρων, Ομιλία ΛΑ' (31), σελ.55 και PG 60, 227.

23. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σειρά Άπαντα των Αγίων Πατέρων, Ομιλία Λ' (30), σελ.45 και 48.

24. Κρικώνη Χρίστου, Απόστολος Παύλος. Διδάσκαλος της Οικουμένης και οι  συνεργάτες του Τιμόθεος και Σίλας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 87.

25. Πραξ.14,6  

26. Holzner Joseph, Παύλος, (μτφρ. Αρχιεπισκόπου τ. Αθηνών Ιερωνύμου), Αθήναι 1989, σελ. 128.      

27. Χρήστου Παναγιώτου, Θεολογικά Μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1973, τ. 1, σελ.155.  

28. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σειρά Άπαντα των Αγίων Πατέρων, Ομιλία ΛΑ' (31), σελ.57.  

29. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις τους Ανδριάντας 1,6 , PG 49, 25 - 26.

30. Β΄ Τιμ. 3,11   

31. Σάκκου Στέργιου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.162.

32. Πραξ 16,1-5 

33. PG 50, 494 – 495 , 4η Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Απόστολο Παύλο.

34. Φιλ. 1, 29 

35. Γαλ. 6, 17 

36. Εσπερινός εορτής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.