
...Ποιὰ ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰωάννου Καπποδίστρια; Ποιὰ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐκπαιδευτικὴ πολιτική, ἑνὸς ἀνδρὸς αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου, αὐτῆς τῆς μόρφωσης καὶ αὐτῆς τῆς βιωματικῆς σχέσης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία; Ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πίστευε πὼς τὰ πάντα στὴ ζωὴ συμβαίνουν κατὰ βούληση ἢ ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή του: «Θεωρῶ συμβολὴ τῆς Θείας Πρόνοιας τοὺς μικροὺς πυρετούς». Ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ πόλη Voloagno τὸ Μάϊο τοῦ 1819: «Ἔκαμα χθὲς δύο τάματα: Ἕνα στὴ Θεοτόκο Παρθένον τὴν Πλατυτέραν καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν θαυματουργὸν προστάτην μας Ἅγιον Σπυρίδωνα». Ἀπὸ τὸ Μιλάνο ἔγραφε στὸν πατέρα του: «Ἂς εἶναι δοξασμένη ἡ Θεία Πρόνοια ἥτις μὲ προστατεύει. Εἶναι εὐλογία τὸ νὰ γνωρίζω ὅτι σεῖς εὑρίσκεσθε ἐν καλῇ ὑγείᾳ καὶ νὰ σᾶς βλέπω νὰ μᾶς ὑπόσχεσθε ἀκόμη μακρὰ ἔτη καλῆς ζωῆς … Τὸ νὰ βλέπω ἀντὶ τοῦ κακοῦ μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν τὴν πρόθεση οἱ μοχθηροὶ νὰ μὲ ἀπειλήσουν, νὰ προκύπτει καλόν, τὸ νὰ ἀναγνωρίσω ὅτι ὅλον τοῦτο εἶναι ἔργον μοναδικόν τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων τοὺς ὁποίους ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καὶ ἀφοσιωμένης».
Ἡ θρησκευτικὴ πίστη τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια δὲν ἦταν ἕνα ἐπιφανειακὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς του ἀλλὰ ἦταν πίστη προσωπική, ἐσωτερική, βαθειὰ ριζωμένη στὴν ὕπαρξή του ποὺ τὸν ὁδήγησε πέρα ἀπὸ τὴ λάμψη τῆς ἐξωτερικῆς ζωῆς καὶ τὴ ματαιότητά της σ᾿ ἐκείνη τὴν περιοχὴ τῆς κατάνυξης τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ ἄδολη καρδιὰ βρίσκει τὸ δρόμο γιὰ τὴν «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀνδρέα Μουστοξύδη ἔγραφε πὼς πρόθεσή του ἦταν νὰ χρησιμοποιήσουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὴν Σύνοψιν «ὥστε ἕκαστος παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ καταλαβαίνῃ καὶ τί λέγει».
Συνειδητοποιώντας τὴ θέση καὶ τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μέσα στὸ γενικότερο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πολιτικό του ἔργο, ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος σὲ ὁδηγίες του πρὸς τοὺς δασκάλους τῆς Ἐπικράτειας τόνιζε: «θέλετε καταβάλει θεμέλιον τῆς παιδείας εἰς τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν παίδων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, καὶ στοιχειοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν ἀληθινὴ παιδεία, τὴν εὐσέβειαν, θέλετε τοὺς διδάσκει τὴν ἱερὰν κατήχησιν, ἐκ τῆς ὁποίας μυούμενοι τὰ ἀληθινά τοῦ χριστιανοῦ χρέη, θέλουν διδάσκεσθαι καὶ τὰ τοῦ ἀγαθοῦ πολίτου καθήκοντα διὰ τῆς ἠθικῆς προσαρμοζόμενης εἰς τὸν οὐράνιον νόμον τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ πρῶτος πολίτης τῆς χώρας ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀναφερόμενος εἰδικὰ στὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τὸν καιρὸ τῆς ἀνασύστασης τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ἔγραφε τὸ 1827: «Πρῶτον καὶ σπουδαιότερον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως θεωρῶ τὴν θρησκευτικὴν ἀγωγὴ τοῦ Ἔθνους».