Όταν η Εκκλησία συμμορφώνεται για να παραμείνει ζωντανή, παύει να είναι Εκκλησία.

    Συμφωνούμε με το κεντρικό νόημα του άρθρου, διαφωνούμε όμως με την μονόπλευρη κομματικού χαρακτήρα καταδίκη μόνο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το ελληνικό κράτος μετά από την δολοφονία του Καποδίστρια και συγκεκριμένα  από την Βαυαροκρατία και μετά έθεσε την Εκκλησία υπό την κυριαρχία του, την χώρισε αντικανονικά από το πατρ. Κωνσταντινουπόλεως προσπαθώντας παράλληλα να την μεταλλάξει σε κρατικό όργανο. Δυστυχώς έως τώρα από την μεριά της επισήμους Εκκλησίας δεν έγιναν σοβαρές προσπάθειες ανεξαρτοποίησής της. Οι δε επίσκοποι λειτουργούν πια ως υπάκουοι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι χάνοντας την έννοια του αξιώματός τους. Έχουν πια εκκοσμικευθεί! 
                
                                     

Η αποϊεροποίηση που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας δεν είναι αποτέλεσμα θεολογικής κρίσης. Είναι προϊόν πολιτικής βίας. Και όχι απλώς βίας καταστολής, αλλά μιας νέας βίας τελετουργικής, διοικητικής, μεταφυσικά μηδενιστικής.
Το κράτος του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την επιτελική του γλώσσα και τη μανία του για έλεγχο όλων των μεταβλητών, δεν ενδιαφέρεται να διαχωρίσει Εκκλησία και Πολιτεία. Ενδιαφέρεται να καταλάβει το ιερό, να το αδειάσει από το εσχατολογικό του περιεχόμενο και να το μετατρέψει σε διαχειρίσιμο θεσμικό υπόλειμμα. Δεν πρόκειται για απλή παρέμβαση — πρόκειται για θεσμικό σφετερισμό του Θεού.

Η Εκκλησία, όπως δομείται στον πυρήνα της, είναι ένα οντολογικό σκάνδαλο. Δεν υπόκειται στη λογική της χρησιμότητας, δεν μετριέται με KPI, δεν υπακούει στη λογική της απόδοσης. Είναι κοινότητα Χάριτος, ακριβώς επειδή δεν αποδίδει. Στο νέο όμως καθεστώς, η λειτουργικότητα αναγορεύεται σε ύψιστη αρετή. Οτιδήποτε δεν λειτουργεί — εκκαθαρίζεται. Οτιδήποτε δεν συμμορφώνεται — απομακρύνεται. Οτιδήποτε θυμίζει χάρη, ευλογία, σιωπή, άρρητο, κρύβεται πίσω από ένα νέο κανονιστικό πέπλο. Και το πέπλο αυτό δεν το φορά η Εκκλησία — το φορά το Κράτος.

Η αποϊεροποίηση δεν είναι η εξαφάνιση του Θεού, αλλά η ανάληψη της θέσης Του από τον μηχανισμό. Όπως στη λατρεία του Κρόνου, το παιδί τρώει τον πατέρα του. Το Κράτος απορροφά τον Λόγο και τον επεξεργάζεται διοικητικά. Τον αποστειρώνει. Τον εντάσσει στην αρχιτεκτονική της πειθαρχίας. Έτσι γεννιέται η νέα ιεροσύνη: όχι αυτή του Σταυρού, αλλά του ΦΕΚ.

Τα πρόσφατα γεγονότα —εκκενώσεις μονών, νομοθετήματα που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία, δημόσιες «κρίσεις» που κατασκευάζονται με τη βοήθεια της μιντιακής ορθολογικότητας— δεν συνιστούν μεμονωμένα περιστατικά. Είναι σταθμοί σε μια μακροχρόνια τελετουργία ελέγχου. Στόχος δεν είναι να καταλυθεί η Εκκλησία ως θεσμός — στόχος είναι να απονοηματοδοτηθεί ως τόπος πνευματικής ετερότητας. Να μετατραπεί από σώμα Χριστού σε θεσμικό περίβλημα. Από κοινότητα σε αρχείο.

Το επιτελικό κράτος επιτελεί τη θεολογική του πράξη με νομοθετικά διατάγματα. Παράγει μια νέα εσχατολογία χωρίς Ανάσταση, όπου δεν υπάρχει Κακό — μόνο μη συμμόρφωση. Δεν υπάρχει Άγιος — μόνο διαχειριστής. Δεν υπάρχει Ελπίδα — μόνο Πρωτόκολλο.
Αυτό το καθεστώς δεν είναι ουδέτερο. Είναι βαθιά μεταφυσικό, αλλά ξανατονίζουμε, χωρίς Θεό. Πρόκειται για ένα κοσμικό θεοκρατισμό, όπου το Κράτος μιμείται τη Θεότητα όχι στη σάρκωση, αλλά στην πανταχού παρουσία. Δεν σιωπά όπως ο Θεός, αλλά επιβάλλεται με τη φωνή των επιτροπών. Δεν προσφέρει σώμα και αίμα, αλλά δελτία Τύπου και κεντρικό σχεδιασμό.

Μήπως λοιπόν, όλα όσα βλέπουμε —τα σκάνδαλα, τις πειθαρχήσεις, τις «μεταρρυθμίσεις»— δεν είναι παρά το προοίμιο της μεγάλης υποκατάστασης; Μήπως ο πραγματικός στόχος δεν είναι να διορθωθεί η Εκκλησία, αλλά να απορροφηθεί; Να καταστεί ένα ακόμη παράρτημα της κρατικής αγιότητας, που δεν προέρχεται από Θεό, αλλά από τη θεοποίηση της εξουσίας;
Όταν η Εκκλησία συμμορφώνεται για να παραμείνει ζωντανή, παύει να είναι Εκκλησία.
Όταν αποδέχεται να επιβιώνει χωρίς προφητικό λόγο, γίνεται βωβή περιουσία.
Όταν δεν εξοργίζει, δεν διακόπτει, δεν αγιάζει — καταγράφεται.
Και τα καταγεγραμμένα — σβήνονται.
Η πνευματική εξουσία δεν παραχωρείται. Μαρτυρείται.
Και κάθε φορά που δεν μαρτυρείται, κάθε φορά που ταπεινώνεται στο όνομα της θεσμικής συνέχειας, χάνεται η Μνήμη της Αναστάσεως.
Ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του δεν καταστρέφουν την Εκκλησία. Τη διαχειρίζονται μέχρι αφανισμού. Της φορούν τη σφραγίδα του ελέγχου, της κλείνουν το στόμα της σιωπής, της σβήνουν την αφέλεια του θαύματος.

Η Εκκλησία σήμερα έχει δύο επιλογές:
Ή να γίνει εργαλείο της κρατικής ιεροσύνης,
ή να θυμηθεί την αχρηστία της Χάριτος.
Και να μιλήσει. Να ουρλιάξει. Να φύγει από τα τραπέζια των συνεδριάσεων και να κατέβει στους δρόμους, με τον Άγιο Νεκτάριο και τον Άγιο Εφραίμ, με τον Άγιο Παΐσιο και τον απλό παππά που κοινωνάει ένα παιδί Κυριακή πρωί δίχως χορηγό. Να γίνει, ξανά, τόπος ακαταχώρητης παρηγοριάς.
Διαφορετικά, θα μείνει με τις πέτρες και τα συμβούλια. Και ο Θεός — θα έχει αποσυρθεί.
«Ὅπου ἂν ᾖ τό σῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί»(Ματθ. 24,28)
Όχι για να σώσουν. Αλλά για να κατασπαράξουν.