Όταν ο Ουρανός αναθεματίζει περιφανείς «απυροβλήτους» Κληρικούς από τον Βίο του Οσίου Σάββα του Νέου, του Αγιορείτου.

                                         

τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση)

Ἡ συνάφεια τῶν θεολογικῶν καί ἐκκκλησιαστικῶν πραγμάτων τοῦ τελευταίου μηνός, μᾶς ὁδηγεῖ στό νά ἐνθυμηθοῦμε καί πάλιν, ὅτι ὁ Θεός παρεμβαίνει ἐκεῖ, ὅπου οἱ ἀνθρώπινοι ἀγῶνες καί προσπάθειες προσκόπτουν! Ἄλλωστε, ὁ Κύριος περιμένει νά ἐκδηλωθεῖ πρῶτα ἐν τῇ πράξει τό ὁλόκληρο τῆς προθέσεώς μας, ὥστε Αὐτός ὕστερα νά ἐπιστέψει, νά στεφανώσει, μέ τήν δική Του παρέμβαση, τίς θεοφιλεῖς προσπάθειές τῶν πιστῶν Του· ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Καί σέ ὅλα τά ἄλλα, αὐτή τήν συνήθεια ἔχει ὁ Δεσπότης [Χριστός]: ὅταν ἐμεῖς συνεισφέρουμε τά δικά μας, τότε καί ὁ Ἴδιος χορηγεῖ μέ ἀφθονία τά δικά Του [ἀγαθά]» [1]. Ἔτσι διαζωγραφεῖται ἡ ἀλληλουχία στήν «συνεργία», τήν συνεργασία, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων: πρῶτα πράττουμε ἐμεῖς τό κατά δύναμιν καί μετά παρεμβαίνει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.

Παρακάτω παραθέτουμε ἕνα φοβερό ὅραμα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Νέου, τοῦ Βατοπαιδινοῦ (1283-1348), ὅπως τό κατέγραψε ἀπό ἐκεῖνον ὁ μαθητής του, ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1353-1355 καί 1364-1376). Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος εἶναι, ὡς γνωστόν, καί ὁ σπουδαιότερος μετά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ θεολόγος τῶν Ἁγίων Ἡσυχαστῶν Πατέρων τοῦ 14ου αἰῶνος. 

Τό ὅραμα ἀφορᾷ στόν ἀναθεματισμό ἀπό τήν Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καί τήν Οὐράνια Ἱεραρχία, τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου, αἱρετικοῦ θεολόγου καί Κληρικοῦ, ἀντιπάλου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· ἡ ὅραση τοῦ ἀναθεματισμοῦ ἔγινε, γιά νά βεβαιωθεῖ πλήρως ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Νέος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπί τούτου ἀμφιβολίες, ὅτι ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος ἦταν ὄντως αἱρετικός καί ἀφορισμένος ἀπό τόν Οὐρανό· διότι ὁ Ἀκίνδυνος ὄχι μόνον ἀπέλαυε τῆς πατριαρχικῆς προστασίας, ἀλλά πρό τούτου ὑπῆρξε ὑποστηρικτής τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Ἡσυχαστῶν. Ὁ οὐράνιος ἀναθεματισμός τοῦ Ἀκινδύνου λαμβάνει χώρα μετά τόν ἀφορισμό τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, προστάτη τοῦ Ἀκινδύνου, ἀλλά πρίν ἀπό τόν ἐπίσημο ἐκκλησιαστικό ἀφορισμό τοῦ Ἀκινδύνου (καί τοῦ Καλέκα) ἀπό τούς ἐπικρατήσαντες Ὀρθοδόξους τῆς μερίδος τοῦ Παλαμᾶ· διότι ἐν ἀντιθέτῳ περιπτώσει, ἄν οἱ δύο αἱρεσιάρχες εἶχαν ἀφορισθεῖ ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ὁ Ἅγιος Σάββας δέν θά εἶχε ἀμφιβολία περί τοῦ πράγματος.

Ἡ παροῦσα δημοσίευση ἀφιερώνεται στόν σεβαστό καί ἀγαπητό αἰδεσιμολογιώτατο Πρεσβύτερο τῆς Πάφου π. Δῆμο Σερκελίδη, καί σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς τούς ἀδίκως διωκομένους ἤ διωχθέντες κατά καιρούς ἀπό τούς (φιλο)αιρετικούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί στόν μακαριστό καί φίλτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Νικόλαο Μανώλη· εἶναι εὔελπις ὑπόμνηση, ὅτι τό «ἀνώτατο ἀκυρωτικό Δικαστήριο», πού δέν ἐξαπατᾶται, τό «ἀνεξαπάτητον δικαστήριον» [2] δέν εὑρίσκεται ἐπί γῆς, ἀλλ’ ἐν Οὐρανῷ, ὅπου συνεδριάζουν οἱ πνευματέμφοροι Ἅγιοι Ἱεράρχαι. Καί ἡ «σύναξη τῶν παρανόμων» προορίζεται, ἀπό τήν ἰδική της κακόνοια καί ἀμετανοησία, γιά τό αἰώνιον πῦρ [3].

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Νέος εἶναι ἕνας θαυμασιώτατος Ἅγιος, τό ὕψος τοῦ βίου τοῦ ὁποίου, τόσο σέ ἄσκηση ὅσο καί σέ θεοπτία, θά ἀδικήσουμε, ἄν θελήσουμε νά τό περιγράψουμε σέ λίγες γραμμές. Ἄς ἀρκέσει ἐπί τοῦ παρόντος νά ποῦμε, ὅτι τό μυροβλύζον λείψανο ἀγνώστου Ἁγίου πού εὑρέθη στήν Ἱ.Μ. Μονή Βατοπαιδίου τό ἔτος 1840 καί ἀρχικῶς ἀπεδόθη στόν «ἐφευρεθέντα» (ἀδυναμίᾳ ταυτοποιήσεως) «Ἅγιο Εὐδόκιμο τόν Βατοπαιδινό», θεωρεῖται πλέον μετά βεβαιότητος, ὅτι ἀνήκει στόν Ἅγιο Σάββα τόν Νέο [4], ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη περί τό 1348, μισή χιλιετία ἐνωρίτερα ! Δηλαδή, ὁ ἐδῶ ἀναφερόμενος Ἅγιος Σάββας ὁ Νέος καί νεοφανής εἶναι ὁ (πρότερον ὀνομασθείς) «Ἅγιος Εὐδόκιμος ὁ Βατοπαιδινός».

Μνεία ἐν παρόδῳ τοῦ θαυμαστοῦ ὁράματος γίνεται καί στόν Ἐγκωμιαστικό Βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐπίσης συγγεγραμμένο ἀπό τόν Ἅγιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, ὅπου ὁ Ἅγιος Φιλόθεος χαρακτηρίζει τόν Ἅγιο Σάββα τόν Νέο, ὡς «τῆς ἡσυχίας καί διακρίσεως λύχνον, τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἀγάπης οἶκον, τέμενος τῆς θείας σοφίας, ἄλλον ἥλιον ἐν σαρκί ταῖς τοῦ θείου φωτός ὑπερφυέσιν ἐλλάμψεσι καί ταῖς ἐνεργείαις» [5].

Ἱστορική συνάφεια (καί ἡ ἀποτείχιση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Δέν θά ἐπιβαρύνω τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες μέ μακρές θεολογικές ἀναλύσεις, ἀλλ’ ὑποχρεοῦμαι νά καταγράψω στοιχειωδῶς τήν ἱστορική συνάφεια, πρός κατανόηση τῶν διαδραματιζομένων.

Στήν Ἡσυχαστική Σύνοδο τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1341, καταδικάζονται οἱ θεολογικές ἀπόψεις τοῦ κτιστολάτρου, κρυπτο-Ρωμαιοκαθολικοῦ (κρυπτο-παπικοῦ) καί ἀντι-ησυχαστοῦ αἱρετικοῦ μοναχοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, χάρις ἐν πολλοῖς στούς ἀγῶνες καί τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ Βαρλαάμ φεύγει στήν Δύση καί ἀναμείβεται μέ δόξες καί ἀξιώματα.

Στήν Σύνοδο τοῦ Αὐγούστου 1341 καταδικάζονται ἐπίσης καί οἱ ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου, παρόμοιες ἐκείνων τοῦ Βαρλαάμ ὡς πρός τήν Θεολογία, ἄν καί ὁ Ἀκίνδυνος προηγουμένως εὑρισκόταν φαινομενικῶς στήν μερίδα τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ Ἀκίνδυνος σέ ἐκείνη τήν Σύνοδο (2η τοῦ 1341) δήλωσε μεταμέλεια ὑπό τήν ἀπειλή ἐκκλησιαστικοῦ ἀφορισμοῦ, παρέμεινε λοιπόν σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἔτσι ἀπέφυγε τήν ὀνομαστική καταδίκη του.

Ἡ ἀνατροπή τῶν πολιτικῶν πραγμάτων τά ἑπόμενα ἔτη, δηλαδή μέ τόν β΄ἐμφύλιο πόλεμο Παλαιολόγων καί Καντακουζηνῶν (1341-1347), ὁδηγεῖ σέ ἀνατροπή καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Καλέκας, ἐνῷ εἶχε προεδρεύσει στίς Ἡσυχαστικές Συνόδους 1η καί 2η τοῦ 1341, ὅμως τώρα (α) προσπαθεῖ κατά πρῶτον νά διαστρεβλώσει τό νόημα τῶν ἀποφάσεων τοῦ 1341, σάν νά ἦταν δηλαδή ἀποφάσεις ὄχι ἐπί θεολογικῶν, ἀλλά ἐπί θεσμικῶν-κανονικῶν ζητημάτων, διότι ὁ ἴδιος θεολογικῶς εἶχε πλέον μετακινηθεῖ στήν μερίδα τῶν Βαρλααμιτῶν-Ἀκινδυνιστῶν, (β) κατά δεύτερον μετά τόν Μάρτιο τοῦ 1342 καταδικάζει ἐπανειλημμένως τήν παλαμική διδασκαλία (ὄχι ὅμως καί τίς Συνόδους τοῦ 1341) χωρίς νά τήν διευκρινίζει, ἀργότερα δέ φυλακίζει καί ἀφορίζει[6] (Νοέμβριο 1344) ὡς ταραχοποιό καί κακόδοξο τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «καί τούς τά αὐτοῦ φρονοῦντας» καί (γ) κατά τρίτον ἀποτολμᾷ καί εἰσάγει στόν Κλῆρο (χειροτονώντας τον τέλος τοῦ 1344) τόν Γρηγόριο Ἀκίνδυνο, ἄν καί ὀ τελευταῖος τόν Αὔγουστο τοῦ 1341 μόλις καί εἶχε ἀποφύγει τόν ὀνομαστικό ἀναθεματισμό του, μέ προσχηματική μετάνοια, καί μολονότι ποτέ δέν εἶχε ἀληθῶς, καρδιακῶς, μεταβάλει τίς αἱρετικές πλάνες του. Οἱ χειροτονίες τοῦ Ἀκινδύνου κατά τόν σχεδιασμό τοῦ Καλέκα θά ὁδηγοῦσαν ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ καί στήν ἐπισκοποποίησή του, εἶχε δέ ἐπιτρέψει ὁ Πατριάρχης Καλέκας στόν Ἀκίνδυνο εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μετά τήν Σύνοδο τοῦ Αὐγούστου 1341 νά συγγράφει κατά τῶν Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστῶν καί τοῦ Παλαμᾶ.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποτειχίζεται περί τό 1344 ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα (διακόπτει τήν μνημόνευσή του) πρίν ὁ Πατριάρχης τόν ἀφορίσει [7]· ἡ ἀποτείχιση ἐφαρμόζεται προφανῶς βάσει τῶν παραπάνω ἐξελίξεων, καί ὄχι βάσει τῶν προϋποθέσεων τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ 861 (οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δημοσίως – «ἐπ’ ἐκκλησίαις» – κηρυσσόμενη αἵρεση, αἵρεση γνωστή καί ἤδη καταδικασμένη). Ὑπενθυμίζουμε, ὅτι δηλαδή (α) οὔτε ὁ Καλέκας ἀνθίσταται εὐθαρσῶς καί δημοσίως στήν οὐσία τῆς ὀρθόδοξου ἀντι-βαρλααμικῆς («παλαμικῆς» λεγομένης) θεολογίας τῆς Συνόδου τοῦ 1341, ἀλλ’ ἀνθίσταται δῆθεν στήν «παλαμική» κατανόηση τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων· δηλαδή ὁ Καλέκας εἶναι «τά τοῦ Τόμου παραχαράττων καί τοῦ οἰκείου σκοποῦ παρατρέπων … ἐν ὑποκρίσει τοῦ ἐξηγεῖσθαι, τοῦτον [τόν Τόμον] παρεξηγούμενος καί διαστρέφων» · (β) οὔτε ὁ Ἀκίνδυνος εἶναι μετά τό 1341 καταδικασμένος αἱρετικός, ἀλλ’ ὑποκριτικῶς μεταμελημένος διατηρεῖται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία.

Ὁ Ἅγιος Παλαμᾶς ἀποτειχίζεται λοιπόν λόγῳ τῆς κρυπτῆς πολεμικῆς τοῦ Πατριάρχου Καλέκα κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, καί λόγῳ τῆς κοινωνίας τοῦ Πατριάρχου μέ ἕναν κρυπτο-αιρετικό, τόν Ἀκίνδυνο ! Τήν τακτική αὐτή τοῦ πονηροῦ Καλέκα ἐπισημαίνει καί ὁ Ἅγιος Παλαμᾶς, γράφων, ὅτι ὅσα αἱρετικά βαρλααμικά δέν τολμεῖ νά ὁμολογήσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὁ αἱρετικός Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἰωάννης Καλέκας στά ἰδικά του γραπτά, τά «βάζει στό στόμα» τοῦ ὁμόφρονός του Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰωάννου [8]!

Βεβαίως, μετά τήν Ἀποτείχιση καί τούς λοιπούς νικηφόρους θεολογικούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ, ἐκδίδεται τελικῶς κοινή καταδίκη (ἀφορισμός) τόσο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, ὅσο καί τοῦ Ἀκινδύνου στίς Ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 1347 καί τοῦ 1351 [9]!

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Νέος ἐπιθυμεῖ τήν «ἐξ Ὕψους» ἐπιβεβαίωση

Στήν γενική παραπάνω ἱστορική συνάφεια ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Νέος, ὁ Βατοπαιδινός, βλέπει ἐν θεϊκῇ ἐκστάσει τό ὅραμα τοῦ οὐρανίου ἀναθεματισμοῦ τοῦ Ἀκινδύνου, χωρίς ὅμως νά μᾶς δίδεται συγκεκριμένος χρονικός προσδιορισμός ἀπό τόν βιογράφο Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο. Προφανῶς, εὑρισκόμαστε στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1340, πρό τῆς ἐπισήμου καταδίκης τοῦ Ἀκινδύνου, καί μετά τόν ἀφορισμό τῶν «παλαμικῶν», τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως ἀναφέρεται στό ὅραμα.

Μᾶς ἐνημερώνει ὁ Ἅγιος Φιλόθεος, ὅτι ὁ Ἅγιος Σάββας ἐπιζητοῦσε τήν οὐράνια ἐπιβεβαίωση τῆς ἀποστασίας τοῦ Ἀκινδύνου, ἐπειδή ἀπό πολλήν ταπεινοφροσύνη («μετριοφροσύνης ὑπερβολῇ») δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τό πεῖσμα τῶν αἱρετικῶν, καί ἔτσι εἶχε τόν λογισμό, μήπως οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀκινδύνου εἶχαν κατανοήσει βαθύτερα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους κάποια λεπτά σημεῖα τῆς Θεολογίας καί διά τοῦτο ἐπέμεναν στίς θέσεις τους: «Μήτοι … καί τις τῶν παρ’ αὐτοῖς σοφῶν ἔκ τινος ἐπιπνοίας μυηθείς θειοτέρας, κἀντεῦθεν τοὐνδόσιμον ἔχων, οὕτως ἐνστατικόν τε καί ἀνένδοτον τό περί αὐτῶν τοῦτο συνέδριον κατασκευάζει;».

Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος καταθέτει, ὅτι συνήθεια τῆς θείας Προνοίας εἶναι νά ἐπικυρώνει μέ θαύματα τίς ἐκκλησιαστικές καταδίκες τῶν αἱρετικῶν, συγκαταβαίνοντας στούς ἀμαθεῖς καί θεολογικῶς ἀκατάρτιστους Ὀρθοδόξους πιστούς: «Ἐπεί δέ καί τῆς ἄνωθεν ἀποκαλύψεως ἔδει καί ψήφου, καθάπερ ἔθος τῷ σοφῷ δηλαδή τῆς Προνοίας, ἐν ταῖς τῶν ὑποθέσεων ἐπιφανεστέραις τοῖς ἁπλουστέροις καί μή πρός τό βάθος ἰέναι δυναμένοις τοῦ λόγου συγκατιούσης …». Τοῦτο φαίνεται καί σέ ἄλλες περιπτώσεις θεοσημειῶν περί τήν Δογματική Πίστη, ὡς λ.χ. στά περί τοῦ Ἀρείου περιστατικά τῶν Ἁγίων Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί Ἀλεξάνδρου Κωνσταντινουπόλεως τόν 4ο αἰ.

Καί σήμερα, θά λέγαμε βάσει τῶν ἀνωτέρω, ἡ «ἀπαίτηση» πολλῶν συνειδητῶν Ὀρθοδόξων νά λάβουν «θεία πληροφορία» γιά νά προχωρήσουν σέ ἀκοινωνησία (ἀποτείχιση) πρός τήν αἵρεση, ἄν δέν εἶναι σημάδι οὐρανομήκους ταπεινοφροσύνης ὡς τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Νέου (ἡ ὁποία δηλαδή δέν μπορεῖ νά «χωνεύσει» [“cannot fathom”] τό διαβολικό πεῖσμα τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν), εἶναι πολλές φορές (ὄχι πάντοτε) σημάδι ἐλλιποῦς θεολογικῆς καταρτίσεώς τους («μή δυναμένων πρός τό βάθος ἰέναι τοῦ λόγου»). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς θεολογικῆς τους ἐλλείψεως δέν εἶναι βέβαιοι γιά τό ἄν καί κατά πόσο οἱ αἱρετικοί εἶναι ὄντως αἱρετικοί … Βεβαίως, σήμερα τά θεολογικά τεκμήρια καί οἱ καταγγελίες περί τοῦ ἀντιθέτου ὄχι ἁπλῶς «βοοῦν» πρό τῶν ὀφθαλμῶν καί τῶν ὤτων μας, ἀλλά «κραυγάζουν» …

Ἄς ἐνθυμηθοῦν οἱ εὐσεβεῖς ἀναγνῶστες, ὄχι μόνον ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός ἀναθεματισμός εἶναι ἀναγκαῖος καί ὠφέλιμος, ὅπως ἀνέπτυξαν καί ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος (1815-1894) καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς (1896-1966) καί ἄλλοι Πατέρες [10, ἀλλά καί ὅτι ἐδῶ ὁ οὐράνιος ἀναθεματισμός συμβαίνει σέ κατάσταση θεώσεως (θεοπτίας) καί ἁγιοπνευματικῆς, θεϊκῆς (ἐξ Ἁγίου Πνεύματος), ἐμπνεύσεως καί συναρμόσεως μεταξύ τους τῶν μετεχόντων, τῶν θεοπτῶν, «ὥσπερ ὑπό τινος συνωθουμένων ἀοράτως ἀνάγκης τά αὐτά τοῖς ἄλλοις βοώντων», δηλ. σέ κατάσταση θεοπρεποῦς αἰδοῦς καί φαιδρότητος καί ἱεροῦ φόβου, ὅπως περιγράφει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Φιλόθεος !

Ὅταν οἱ ἅγιες Σύνοδοι, δηλαδή ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦνται ἀπό Ἁγίους ἤ τοὐλάχιστον βασίζονται στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀναθεματίζουν αἱρετικούς, τό πράττουν ὄχι ἀπό ἐκδικητικότητα ἤ θυμό ἤ φανατισμό ἤ «ἰδεολογική ἀποκλειστικότητα», ἀλλά πρός ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, ἐναρμονιζόμενες δέ καί μέ τό θεῖον Θέλημα πού διαπνέει πρῶτα τήν Οὐράνια Ἱεραρχία, ὅπως τό βλέπουμε στό ἐδῶ ὅραμα, καί μετά «μεταλαμπαδεύεται» στήν ἐπίγεια ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, τῶν προϊσταμένων μας Ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί πορεύονται ὄντως κατά Χριστόν· τά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα γράφουν ὅτι: «Τήν δική μας Ἱεραρχία [τῆς Ἐκκλησίας] ἡ Θεολογία τήν ὀνομάζει τελειοτέρα μύηση [συγκρινομένη μέ τήν παλαιοδιαθηκική, τοῦ Νόμου], ἀποκαλώντας την ἐκπλήρωση καί ἱερή κατάληξη ἐκείνης. Διότι εἶναι καί οὐράνια καί νομική, λαμβάνοντας τά ἄκρα καί ἑνώνοντάς τα μέ τήν μεσότητά της· κοινωνώντας με τήν μία [τήν οὐράνια] διά μέσου τῶν νοερῶν θεωριῶν, μέ τήν ἄλλη δέ [τήν Μωσαϊκή, τήν παλαιοδιαθηκική], διότι κοσμεῖται ἀπό τήν ποικιλία τῶν αἰσθητῶν συμβόλων καί μέσῳ αὐτῶν ἀνάγεται μέ ἱερό τρόπο πρός τόν Θεό»[11].

Πηγή καί ὁδηγός, λοιπόν, τῶν ἀφορισμῶν-ἀναθεματισμῶν καί τῶν καθαιρέσεων στήν ἐπί γῆς Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι τό θεῖον Θέλημα καί ὄχι οἱ ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις (πολλῷ μάλλον αἱρετικές οὖσες) ἤ ἡ ἐμπάθεια τῶν Ἱεραρχῶν: «Ἔτσι λοιπόν διαθέτουν καί τίς δυνάμεις τοῦ ἀφορισμοῦ οἱ Ἱεράρχες: ὡς φανερωτές τῶν θείων δικαιωμάτων, ὄχι ἐπειδή ἡ πάνσοφη Θεαρχία [ὁ Θεός] ἀκολουθεῖ ὑπηρετικά, τό λέγω εὐγενικά, τίς παράλογες ὁρμές τους [τῶν Ἐπισκόπων], ἀλλά ἐάν αὐτοί, ὑποκινούμενοι μέ προφητικό τρόπο ἀπό τό Τελεταρχικόν Πνεῦμα, ἀφορίζουν ἐπαξίως ἐκείνους πού ἔχει ὁ Θεός κατακρίνει»[12]· τοῦτο ἀκριβῶς βλέπουμε καί στό παρόν ὅραμα.

Προφανῶς, ὁμιλοῦμε περί καταστάσεων ἐπουρανίων τῶν ὁποίων εἶναι ἄγευστοι καί ἀμύητοι (καί διά τοῦτο ἀπιστοῦν σέ αὐτές) Μοναχοί, Κληρικοί καί Ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων ὁ ἐσωτερικός βίος παρεκκλίνει τοῦ Σχήματός τους … Αὐτήν τήν ἄκτιστη θεία θέληση τοῦ ἀναθέματος-ἀφορισμοῦ τῶν ὑπηρετῶν τῆς αἱρέσεως, τήν ἀρνήθηκαν οἱ ἀνάξιοι Ἐπίσκοποι ἐκεῖνοι πού πονηρῶς καί ἀθλίως πρίν ἀπό λίγα χρόνια, ἀρχομένου τοῦ 21ου αἰῶνος, κατήργησαν ἀπό τό λειτουργικό Τυπικό τήν λεπτομερῆ ἀνάγνωση τῶν ἀναθεμάτων κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας!

Λόγῳ τῆς πανευμορφίας τοῦ «ἕλληνος λόγου», τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, παραθέτουμε μετά τήν νεοελληνική ἀπόδοση καί τό αὐθεντικό κείμενο τοῦ ὁράματος, ἀπό τίς ἐκδόσεις τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσάμη!

Ἡ νεοελληνική (κάπως ἐλεύθερη, φρονῶ, ἀλλά ρέουσα) ἀπόδοση τοῦ κειμένου, διά χειρῶν Μοναχῶν τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους (περί τό 1984), ἔχει ληφθεῖ ἀπό τήν σχετική (ἐπαν)έκδοση τῆς Ἱ.Μ. Μονῆς Βατοπαιδίου [13], μέ ἐλάχιστες ἐδῶ σιωπηλές βελτιωτικές παρεμβάσεις τοῦ γράφοντος Μ.Σ.

Τό ὅραμα τοῦ οὐρανίου ἀφορισμοῦ τοῦ Ἀκινδύνου

Ὅσα προηγήθηκαν

Τά γεγονότα ἐκείνης τῆς κοσμικῆς ἀταξίας καί συγχύσεως ἦταν τόσο φοβερά, ὥστε δέν μποροῦσαν νά γίνουν χειρότερα. Οὕτε κἄν συγκρίνονται μέ κάποιο ἀρχαῖο παράδειγμα, λόγῳ ὑπέρμετρης συμφορᾶς. Ὁμοίως εἴθε νά μή συγκριθοῦν διόλου στό μέλλον, Χριστέ Βασιλεῦ, μέ κάποιο παράδειγμα τῶν μεταγενεστέρων. Ἄς εἶναι τά πρῶτα καί μοναδικά, χωρίς νά ὑπάρξουν ἑπόμενα.

Τώρα ὅμως, σάν νά μήν ἦσαν ταῦτα ἀρκετά, πρστίθενται καί τά πολύ χειρότερα, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς κοινῆς ἁμαρτίας. Διαιρέθηκαν τρομερώτατα λόγῳ φθόνου καί φιλονεικίας κοντά στά πολιτικά καί τά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Κατά τό λεγόμενο, ὅλα ἔγιναν στ’ ἀλήθεια «κυκεώνας». Ποιός νά παιδαγωγήσει, νά ρυθμίσει τούς ἄλλους, ὅταν ἡ Ἐκκλησία, πού ὀφείλει νά κανονίζει τά πράγματα, εἶχε καταντήσει ἀκανόνιστη σέ τέτοιο βαθμό, καί εἶχε φτάσει σέ τέτοια μοχθηρία καί φιλονεικία;

Ὅλοι γνωρίζετε καί διηγεῖσθε γιά κεῖνον τόν Ἰταλό, τόν προηγούμενο ἀντίπαλο τῆς Ὀρθοδοξίας [σ.σ. τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό]. Πρῶτα ντύθηκε ἀπατηλά τό δέρμα τοῦ προβάτου, καί προσποιήθηκε πώς ἀνήκει τάχα στή δική μας αὐλή, στήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. Τελικά φάνηκε «λύκος Ἀραβικός πού ἔχασκε μάταια» [σ.σ. κατά τήν παροιμία]. Ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση τῶν Ρωμαίων [σ.σ. ἡμῶν τῶν Ρωμηῶν] πήγαινε πρός τό καλύτερο. Ἡ διχοστασία πλέον ἀποσκορακίστηκε, ἐνόσῳ κυριαρχοῦσε παντοῦ ὁμοφροσύνη καί εἰρήνη, πού ἄριστα συγκρατοῦσε ἀπό παντοῦ τήν Ἐκκλησία καί τήν πολιτεία συγχρόνως. Καλά καί ἄπταιστα συνάμα ἔβγαλαν τήν πρέπουσα ἀπόφαση γιά κεῖνον. Καί αὐτόν, καί τίς κατατομές καί τίς βλασφημίες κατά τῆς Θεότητος, σάν κάποια λοιμική νόσο, τά ἔβγαλαν ἀπό τήν ἱερή μας σύναξη.

Τότε πιά ἐκεῖνος ἀπέρριψε ἀμέσως τήν πανουργία τῆς «ἀλωπεκῆς» [σ.σ. τῆς γούνας τῆς ἀλεποῦς], ἀφοῦ δέν τοῦ χρησίμευε πλέον. Ἀρνεῖται μέ ἀκάλυπτη τήν κεφαλή τήν πατρική του δογματική πίστη, γιά νά συμφωνήσει μέ τούς Λατίνους, κατέχοντας τά πρωτεῖα τῶν ἱερέων καί διδασκάλων τους.

Ἀλλά τή μοχθηρία του καί τόν κίνδυνο τά διαδέχθηκε ὁ μύστης ἐκείνου [σ.σ. ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος]. Ἀλλοίμονο, μέχρι ποῦ φθάνει ἡ κακία! Αὐτός πλέον ἄναψε ἐκείνη τήν ἀνυπόφορη φλόγα κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπολείμματα τέτοιας φλόγας ἀκόμα καῖνε, γιά νά γεμίσουν τά μάτια μερικῶν μέ καπνό καί σκοτοδίνη. Κοντά σ’ αὐτόν τόν καινούργιο προδότη τῆς Ἐκκλησίας, στάθηκε κι ὁ βεβαιωτής καί προστάτης του [σ.σ. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας]. Αὐτός ὁ τελευταῖος, βρῆκε ὡς πρόφαση τό φθόνο καί τή μανία ἐναντίον κάποιων. Ἦταν βέβαια πολυμήχανος κι ἐπιδέξιος σέ κάτι τέτοια. Ἀνάλογα μέ τήν κάθε περίσταση ἄλλαζε συνεχῶς, ἔπαιρνε πολλές μορφές, σάν τόν χαμαιλέοντα. Διαγράφει λοιπόν ὁ ἀναιδής τόν εὐσεβῆ τῆς Ἐκκλησίας ἔγγραφο ὅρο [σ.σ. τίς συνοδικές ἀποφάσεις τοῦ Ἰουνίου 1341], τόν ὁποῖο καί ὁ ἴδιος ὑπέγραψε πρίν ἀπό τούς ἄλλους, ὅταν ἦταν σώφρων, διαπράττοντας τέτοια τόλμη, σάν νά εἶχε πέσει σέ μελαγχολία καί μέθη. Κάπως συνεσκιασμένα ἀναθεμάτισε ὅλους ὅσοι ὑπερασπίζονταν τήν Ὀρθοδοξία [14]. Τελικό ἀποτέλεσμα: ἀναθεμάτισε πρίν ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ὁ ὁποῖος τά εἶχε θεσπίσει ὅλα αὐτά μέ τό χέρι καί τή γνώμη του πρίν ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους, ὅπως εἶπα.

Συγχρόνως ἀντεισάγει [σ.σ. ὁ Πατριάρχης Καλέκας] τό δυσσεβές ἐκεῖνο δόγμα τῆς ἀντίθετης μερίδας. Ἀλλοίμονο! Ἔφτασε στό σημεῖο νά λέει ἐκεῖνα τά μανιώδη καί καταγέλαστα πράγματα, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι κύριος καί διαιτητής τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Ἰσχυριζόταν ὅτι ἀναμφίβολα ἔχει προβληθεῖ καί χειροτονηθεῖ γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο. Πίστευε πώς μποροῦσε μέ ὑπέρμετρη ἐξουσία ἄλλοτε νά ἐγκρίνει, καί ἄλλοτε νά διαγράφει τόν δογματικό ὅρο πού θά ἤθελε, σάν νά ἔπαιζε μέ λιθάρια ἤ σάν νά κινοῦσε πιόνια [15], διαστρέφοντας τό ἀνώτατο δόγμα περί Θεοῦ. Ἡ γνώμη του στά δόγματα δέν ἔμοιαζε μέ κεῖνο τό ρητό τοῦ κυνικοῦ Διογένους, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὅλοι οἱ δρόμοι εἶναι ἴδιοι καί δέν διαφέρουν σέ τίποτε, εἴτε θά ἤθελε κανείς νά πορευθεῖ ἀπό ἐδῶ πρός τά ἐκεῖ, εἴτε ἀντιστρόφως ἀπό ἐκεῖ πρός τά ἐδῶ. Ἄν πράγματι πίστευε κάτι τέτοιο, δέν θά μᾶς διέγραφε [σ.σ. μέ τόν ἀφορισμό του] μιά γιά πάντα κακῶς ἀπό τόν κατάλογο, καθώς ἔκρινε σωστό.

Καί ὅλα αὐτά τοῦ τἄλεγε καί τόν δίδασκε κρυφά καί ὕπουλα ὁ προδότης τῆς εὐσεβείας [σ.σ. ὁ Ἀκίνδυνος], πού χρόνια τώρα ὑποκρινόταν στούς μοναχούς τόν ἡσυχαστή καί φίλο, ἐνῷ ἔκρυβε πολλή πανουργία καί φθόνο. Ἀλλοίμονο! Καθοδηγοῦσε καί κατεύθυνε στή γνώμη πού ἤθελε ἐκεῖνον πού καυχιόταν ὅτι καθοδηγεῖ τά πάντα [σ.σ. τόν Πατριάρχη Καλέκα]. Μά τελικά οἱ κακοί κακῶς ἀνατράπηκαν καί συντρίφτηκαν συνοδικῶς ἀπό τούς φρουρούς τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι τούς κατατρόπωσαν μέ τό λόγο τῆς εὐσεβείας, σάν νά ἦταν κάποια σθεναρή πολεμική μηχανή. Ἐπάξια λοιπόν ἀπορρίφθηκαν ἐξ αἰτίας τῆς κακοδαιμονίας τους.

Ἦταν ὅμως ἀπαραίτητο γιά τόν σοφό Σάββα νά δεχθεῖ μιά ἀποκάλυψη, μιά ἀπόφαση ἀπό ψηλά, ὡς συνήθως. Χρειαζόταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού στίς ἐπιφανέστερες ὑποθέσεις συγκαταβαίνει στούς ἁπλουστέρους καί ἀνήμπορους νά προχωρήσουν στό βάθος τοῦ λόγου. Τό πρᾶγμα ἤθελε καί πάλι ἕναν Πέτρο [σ.σ. Ἀλεξανδρείας], ἕναν Ἀλέξανδρο [σ.σ. Κωνσταντινουπόλεως], καί τό Πνεῦμα πού ἐνήργησε θαυμάσια μέσα τους, γιά νά καταστραφεῖ ἐκεῖνος ὁ συνώνυμος τῆς μανίας [σ.σ. ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος, τόν 4ο αἰῶνα]. Ὁ Σάββας ὁ μέγας γίνεται γιά χάρη μας τοῦτο, τέλειος καί ἰσχυρότατος στηρικτής τοῦ ὀρθοῦ λόγου τῆς εὐσεβείας βάσει τῶν οὐρανίων χρησμῶν καί ἀποκαλύψεων. Τό πῶς, ὁ λόγος μου θά σᾶς δείξει. Ἀξίζει νά τό προσέξετε, νά μήν ἀκοῦτε μέ λιγώτερο ἐνδιαφέρον τό λόγο γι’ αὐτά τά σπουδαῖα γεγονότα.

Τό ὅραμα

Ἄναψε ἐκείνη ἡ φλόγα τῆς κακοδοξίας ἀπό ἐκείνους τούς τελευταίους σβησμένους ἄνθρακες. Φούντωσε ἀπό τό φύσημα τοῦ πονηροῦ. Αὐτά ἦσαν ἀνταρσίες, μάχες, κακίστη διαίρεση μεταξύ ὁμοφύλων, ὅπως εἶπα. Σάν ἕνα λιπαρό ὑλικό εὔφλεκτο προσετίθετο καθημερινά πάνω στά δεινά ἡ ἄθλια φιλονεικία. Ἐνῷ ἡ ὀρθή καί ἄπταιστη μερίδα [σ.σ. τῶν Ὀρθοδόξων] βάδιζε ὁλόϊσια πρός τό καλό καί αὐξανόταν διαρκῶς, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ἀντίθετη μερίδα πάσχιζε νά τυραννεῖ καί ν’ ἀποκόπτει ὑγιᾶ μέλη πολύ ἀναιδῶς, μέ διάφορα κλεπτικά τεχνάσματα κολακείας καί πειθοῦς, ἐνίοτε καί μέ δωροδοκίες. Ἀνάμεσά τους μερικοί πού νόμιζαν πώς ὑπερέχουν ἀπό τούς ἄλλους μέ τό λόγο, μέ τό σχῆμα, μέ τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση.

«Ἐγώ λοιπόν», θά μᾶς διηγηθεῖ ὁ ἔνδοξος Σάββας, «στενοχωριόμουν καί ἀποροῦσα γιά ἐκείνη τή φιλόνεικη ἐπιμονή, πῶς λίγο-λίγο προχώρησε ἀπ’ τό κακό στό χειρότερο, γιά νά καταλήξει στήν κακοδοξία. Ἀπό τή μάχη κατά τοῦ πλάσματος ἔφτασε στή μάχη κατά τοῦ Πλάστου. Τί φοβερή παράνοια! Πραγματικά ἐπιβεβαιώθηκε ὁ σοφός ἐκεῖνος λόγος τοῦ Πνεύματος, ὅτι εἶναι ἀδύνατον ν’ ἀγαπᾶ τόν Θεό αὐτός πού πρῶτα δέν ἀγάπησε τόν πλησίον (Α’ Ἰω. 4, 20)».

«Οἱ λόγοι τοῦ θείου Πνεύματος χρησιμοποίησαν πολύ καλά καί ἀλάνθαστα τή γλῶσσα τῶν Πατέρων, ὥστε νά μᾶς ἐκπαιδεύσουν στό λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας. Μήπως τυχόν ὅμως ἐμεῖς ἀστοχοῦμε στήν κρίση τῶν ὀρθῶν λόγων ἐκείνων, καί παρεκκλίνουμε ἀπό τήν εὐθεῖα ὁδό; Μήπως πάλι οἱ ἀντίπαλοί μας αὐτοί σκέπτονται βαθύτερα τό κρυμμένο μυστήριο, καί γι’ αὐτό εἶναι τόσο πολύ δύσκολοι καί ἀνένδοτοι στή μετάθεση τῆς γνώμης; Ἤ μήπως κάποιος δικός τους σοφός μυήθηκε σέ κάποια θειότερη ἐπίπνοια καί μέ ἀφορμή αὐτό καθιστᾶ τό δικό τους συνέδριο τόσο ἐπίμονο κι ἀνένδοτο; Καλό θά εἶναι ν’ ἀφήσουμε τό ζήτημα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, νά δεχθοῦμε τή δική Του ἀπόφαση, πού θά μᾶς ἐπιβεβαιώσει πιό φανερά τό μυστήριο. Ἀναμφίβολα θά μᾶς δώσει κάποιο σημεῖο, ἀγαθός ὄντας καί χορηγός τῶν αἰτημάτων ὅλων γιά τό συμφέρον μας».

Τά λόγια τοῦτα δέν ἦσαν λόγια ἀμφιβολίας ἤ δισταγμοῦ ὡς πρός τόν ὀρθό λόγο. Ἦσαν λόγια εὐλαβοῦς διανοίας πού ζητᾶ σοφία καί σύνεση γιά τούς ἀστηρίκτους. Τέτοια συνήθεια εἶχε. Ἀκόμα καί αὐτά πού γνώριζε ὁ ἴδιος πολύ καλά, λόγῳ ὑπερβολικῆς μετριοφροσύνης, τά παραχωροῦσε ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὄχι μόνο στή θεία, μά καί στήν ἀνθρώπινη κρίση.

«Ἦταν νύχτα», θά μᾶς πεῖ, «ἐνόσῳ προσευχόμουν πιό κοπιαστικά. Ἔκανα δέηση ἀκατάπαυστη καί ἐκτενέστερη γιά τό θέμα τοῦτο. Πέρασε ἡ ὥρα, καί κόντευε νά ξημερώσει. Κάπως ἀμυδρά λοιπόν μοῦ φάνηκε πώς κοιμήθηκα. Μά δέν ἦταν ὕπνος, ἀλλά μιά νάρκωση ἄς ποῦμε τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, πού κρατοῦσε τό νοῦ κάπου ἀνάμεσα στήν ἐγρήγορση καί τόν ὕπνο».

«Ἔβλεπα πώς στεκόμουν μέσα σ’ ἔνα Ναό μέγιστο καί περίδοξο. Νάσου λοιπόν κι ἕνας λαμπρός χορός Ἀρχιερέων, ντυμένων ἱερατικῶς, βγαίνει μέσα ἀπ’ τό θεῖο ἐκεῖνο θυσιαστήριο μέ κάποια μεγαλοπρέπεια καί λαμπρή πομπή. Μόλις βγαίνουν ἀπό τά ἱερά ἐκεῖνα πρόθυρα, δέν ἀκολουθοῦν τήν ἴδια πορεία, ἀλλά συνάμα μέ τήν ἔξοδο χωρίζονται στά δύο, σάν ἕνα ποτάμιο ρεῦμα. Οἱ μισοί συμπληρώνουν τό δεξιό χορό, μπαίνοντας γύρω-γύρω. Ἀρχίζουν ἀπ’ τόν παραστάτη τῆς Ὡραίας Πύλης, καί σνεχίζουν νά παρατάσσονται ὄρθιοι καί μεγαλοπρεπεῖς μπροστά στίς ἅγιες Εἰκόνες. Στέκονται πλάι-πλάι κολλητά, συνδεδεμένοι καί τοποθετημένοι σάν μιά χρυσῆ ἁλυσίδα. Οἱ ἄλλοι μισοί πάλι παρατάσσονται ἴδια κι ἀπαράλλακτα στόν ἀριστερό χορό, συνενωμένοι καί συναρμοσμένοι ὅπως ἀπέναντι».

«Ἕνας ἀνέκφραστος σεβασμός βασιλεύει παντοῦ. Ὅλοι σκεπτικοί, ὅλοι στοχαστικοί, ὅλοι αὐτοσυγκεντρωμένοι. Τά πάντα σιωπηλά, σάν νά γινόταν τελετή Μυστηρίων. Συμπαρευρίσκεται ταυτόχρονα καί μέγα πλήθος λαοῦ. Ὅλοι μας ἀτενίζουμε τούς Ἀρχιερεῖς μέ φόβο καί σεβασμό».

«Τότε βλέπω πάλι κάποιον ἄλλο, πού μοιάζει μέ Διάκονο, νά βγαίνει μόνος του ἀπό ἐκεῖνο τό Θυσιαστήριο. Ὁλόλαμπρος καί ἀστραφτερός στήν ὄψη καί στή στολή, σέ ὄλα του φαίνεται ἀγγελιοφόρος πού θά φανερώσει θαυμαστά προστάγματα. Κρατᾶ ἕνα βιβλίο στά χέρια, ἕτοιμος νά διαβάσει τό περιεχόμενο. Ὑποκλίνεται δεξιά κι ἀριστερά στούς παρισταμένους, βαδίζει ὁλόϊσια εὐσχημόνως καί ἀνεβαίνει ἀπό τίς σκάλες στόν ἱερό ἄμβωνα. Αὐτοσυγκεντρώνεται πρῶτα λίγο καί προσελκύει κάθε νοῦ καί βλέμμα πάνω του, ὡς εἶναι φυσικό. Ἔτσι καθιστᾷ τούς ἀκροατές πιό προσεκτικούς καί νήφοντες, καθώς νομίζω. Βαθειά σιγή ἐπικρατεῖ ἀκόμα παντοῦ. Καί τότε ἀνοίγει τό βιβλίο πού κρατᾶ».

Σᾶς παρακαλῶ ὅμως κι ἐσᾶς νά προσέξετε. Θά χρησιμοποιήσω τώρα τίς ἴδιες τίς φράσεις τοῦ μεγάλου Σάββα ἀναλλοίωτες, ὅπως τίς ἄκουσα ἀπό τό στόμα του. Θά μᾶς πεῖ λοιπόν:

«Ἀνοίγει τότε ἐκεῖνος ὁ φοβερός ἀγγελιοφόρος τό βιβλίο – τί φρικτό θέαμα καί ἄκουσμα! – καί λέει: “ Ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἐλάλησε βλάσφημα κατά τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, ὁ δεύτερος Ἰούδας, ὁ προδότης τῆς εὐσεβείας, ὁ δεύτερος Ἄρειος, πού ἔσχισε ὅπως ἐκεῖνος τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὁ ἀποστάτης, ὁ προφανής τῆς ἀληθείας ἐχθρός καί πολέμιος, ἄς εἶναι ἀνάθεμα”!».

«Σ’ αὐτά τά λόγια λύνει ἀμέσως τή σιωπή ὁ λαμπρός ἐκεῖνος χορός τῶν Ἀρχιερέων καί μαζί μέ ὅλο τό πλήθος βροντοφωνάζει μέ ἐπισημότητα τά ἴδια λόγια: Ἀνάθεμα! Ἡ βοή αὐτή, ἀνάμικτη, δυναμώνει ὅλο καί περισσότερο κι ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές τό ἀνάθεμα. Τότε κι ἐγώ, σάν νά μέ σπρώχνει μιά ἀόρατη δύναμη, φωνάζω τά ἴδια λόγια μέ τούς ἄλλους. Τή στιγμή ἐκείνη ἐπανέρχομαι πάλι στόν ἑαυτό μου καί στίς αἰσθήσεις μου. Εἶχε πιά σβήσει ἀπό τά μάτια μου ἡ θαυμαστή θεωρία. Κι ὅμως, τό στόμα μου ἀκόμα ἔλεγε τή λέξη ἐκείνη τῆς ἀγγελικῆς ἀποφάσεως: Ἀνάθεμα!»

Αὐτά συνέβησαν στό μεγάλο θεωρό, μυσταγωγό καί μύστη τῶν μεγάλων τούτων μυστηρίων. Ποιός ἐκπαιδευμένος στά θεῖα θά ἀμφιβάλει πώς αὐτή ἡ ἀπόφαση βγῆκε ἀπό τόν Οὐρανό; Ποιός θ’ ἀμφισβητήσει πώς τό βιβλίο ἐκεῖνο εἶναι τῶν πρωτοτόκων πού ἀπογράφτηκαν στούς οὐρανούς (Ἑβρ. 12, 23); Ἐκεῖ μέσα γράφονται τά ὀνόματα ὅσων ἀκολουθοῦν τήν ἀποστολική Παράδοση, καθώς ἀναφέρει ἡ θεία ἀπόφαση: «Χαίρετε, ὅτι τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. 10, 20). Καί ἀντιστρόφως, ἀπό κεῖ μέσα διαγράφονται οἱ ἀντίπαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀφορίζονται μέ μιά μεγάλη καί φοβερή φωνή ὁμόφωνα, ἀπό ὅλη τήν ἐπουράνια Ἐκκλησία.

Κάπου ἀναφέρει: «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καί ἐπίομεν, καί ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας», δηλαδή ἤσουν συμμέτοχος στά Δόγματά μας, στά Μυστήριά μας, καί ἐπιπροσθέτως μᾶς δίδαξες τήν ἁπλότητα τῆς ἐνθέου ζωῆς ἤ κι ἐμεῖς μέ τήν σειρά μας διδάξαμε τό λόγο Σου στούς ἀνθρώπους. «Ἀλλ’ ἐρῶ», λέγει, «ἐκείνοις, ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργάται τῆς ἀνομίας· πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί» (Λουκ. 13, 26.27 & Ματθ. 20, 16 & 22, 14).

ΠΗΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ: ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 11, Ἱ. Μεγίστη Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000 [β΄ ἔκδοση], σσ. 208-215.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΤΕΛΟΥΣ

  • [1]ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν Γένεσιν 35, 2, PG53, 324: « … καί ἐπί τῶν ἄλλων ἁπάντων τοῦτο τῷ Δεσπότῃ ἔθος, ἐπειδάν τά παρ’ ἑαυτῶν εἰσενέγκωμεν, μετά δαψιλείας τά παρ’ ἑαυτοῦ χορηγεῖ καί αὐτός, καί ὅπερ ἐπί τῆς ἀναγνώσεως πεποίηκε μετά πολλῆς τῆς ταχύτητος πέμψας τὸν διδάσκαλον τῷ βαρβάρῳ, τοῦτο καί ἐπί τῶν τήν ἀρετήν μετιέναι βουλομένων ἐργάζεται».
  • [2] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολή (204) τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν 3, PG 32,748B (ΕΠΕ 3, 162): «Καί τοῦτο λέγων οὐκ ἐπιλελησμένος τῶν ἀποστολικῶν ρημάτων [Α΄ Κορ. 4, 3], ὅτι φεύγων ἐκεῖνος τά ἀνθρώπινα κριτήρια ὅλον ἑαυτοῦ τόν βίον ταῖς εὐθύναις τοῦ ἀνεξαπατήτου δικαστηρίου ἐταμιεύετο».
  • [3] Σοφ. Σειρ. 21, 9: «Στυππεῖον συνηγμένον συναγωγή ἀνόμων, καί ἡ συντέλεια αὐτῶν φλόξ πυρός».
  • [4] ΑΓ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 11, Ἱ. Μεγίστη Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000 [β΄ ἔκδοση], σ. 12ἑξ. (εἰσαγωγή β΄ ἐκδόσεως).
  • [5] ΑΓ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τόν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶν 75, στό Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Κοκκίνου Ἁγιολογικά Ἔργα τόμ. Α΄ (Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι), Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς 4, ἐκδίδει Δ. Γ. Τσάμης, ἐκδ. Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 512 (καί PG 151, 610Β). Ἡ πληροφορία ἀπό τό ΑΓ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 212 (ὑποσημ. 51).
  • [6] PG 150, 863: «Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, καί πάντα τά ἀσεβῆ αὐτῶν δόγματα, οἰκειότερον δέ εἰπεῖν παραληρήματα, τούς τε ἐκδικοῦντας καί ἐκλαμβάνοντας καί ἐκδεχομένους τά ἐν τῷ Τόμῳ κατά τήν αὐτῶν ἐξήγησιν, μᾶλλον δέ φλυαρίαν, καί οὐ κατ’ ἔννοιαν θεοπρεπῆ καί ὀρθόδοξον καί καθώς οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι, οἷς καί ἡμεῖς ἑπόμενοι, καί ἀκολουθοῦντες τά τῶν Ἁγίων ρητά ἐνεγράψαμεν ἐν τῷ Τόμῳ, καί πάντας τούς δι’ αὐτό τοῦτο ἤγουν ὅτι μή παραδεχόμεθα τά τοιαῦτα αὐτῶν παραληρήματα, ὧν τά μέν ἀπεστάλησαν ἡμῖν παρ’ αὐτῶν, τά δέ καί παρ’ ἑτέρων ἐνεφανίσθησαν, τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ υπογραφή· Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης». Συνεπῶς καί ὁ ἴδιος ὁ Καλέκας ἐπιβεβαιώνει τήν ἀποτείχιση (διακοπή μνημοσύνου) του, ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν «σύν αὐτῷ». Βλέπε ἐπίσης καί τήν συναφῆ τοῦ Ἰωάννου Καλέκα Ἐγκύκλιο (PG 150, 891-894) περί ἀφορισμοῦ τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων: «Πατριαρχικός λόγος, δι’ οὗ ἀποκηρύττει τόν Παλαμᾶν καί τούς αὐτοῦ σπουδαστάς καί ὁμόφρονας καί τούς πειθομένους αὐτοῖς καί ἀποκόπτει αὐτούς τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ὡς καινοτόμους τῆς Πίστεως», ὅπου ἐκδιπλώνεται καί ἡ ὑπό τοῦ Πατριάρχου Καλέκα διαστρέβλωση τῶν ἀποφάσεων τοῦ 1341 καί ἡ γενική ἀπείθεια τῶν Ὀρθοδόξων πρός τήν πολεμική στάση τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα κατά τῶν «παλαμικῶν» θεολόγων καί ἀκολούθων.
  • [7] Βλ. τήν ἀμέσως προηγούμενη ὑποσημείωση, ἀλλά καί τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου τοῦ Παλαμᾶ στό σύγγραμμά του Ὅτι τό Πατριαρχικόν κατ’ αὐτοῦ Γράμμα ψεῦδός ἐστιν αὐτόχρημα (ἤτοι Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα) (§31), ὅτι ὄντως ἐφήρμοζε ἀκοινωνησία (ἀποτείχιση) πρός τόν κακόδοξο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὁ Καλέκας χαρακτήριζε τούς περί τόν Παλαμᾶ Ὀρθοδόξους «ἐξω-εκκλησιαστικούς»: Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Β΄, ἐκδίδει Π. Χρήστου, ἐκδ. Κυρομᾶνος, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 611 (ΕΠΕ 3, 576): «Ἀλλά γάρ οὕτω συνάγειν αἱρούμενος εἰς ἀπώλειαν οὗτος [ὁ Καλέκας], εἶθ’ ἡμᾶς ὡς μή συνάγειν ἤ συνάγεσθαι μετ’ αὐτοῦ [σ.σ. «συνεκκλησιάζεσθαι»] βουλομένους, ξένους ὀνομάζει καί ἀλλοτρίους τῆς Ἐκκλησίας».
  • [8] Ὅτι τό Πατριαρχικόν κατ’ αὐτοῦ Γράμμα ψεῦδός ἐστιν αὐτόχρημα (ἤτοι Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα), §35, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Β΄, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 614 (ΕΠΕ 3, 584): «Ἀλλ’ ἐνταῦθα μέν, εἰ καί μή λανθάνει τούς εἰδότας ἀκροᾶσθαι, σύν νῷ ὅμως οὐδέν σαφές λέγει περί δογμάτων. Ἐν δ’ ἐκείνῳ τῷ Ἀντιτόμῳ, ὅν τόν Ἀντιοχείας ὑποκριθείς οὗτος καθ’ ἡμῶν καί τῆς κοινῆς εὐσεβείας συνέγραψεν – οὐ γάρ εἶχεν ἐκεῖνος χώραν ὅλως ἐνταῦθα τομογραφεῖν – ἐν ἐκείνῳ τοίνυν τῷ Ἀντιτόμῳ, γυμνῇ τό τοῦ λόγου τῇ κεφαλῇ καί τήν τοῦ Βαρλαάμ οὗτος δυσσέβειαν κηρύττει τε καί στηρίζει καί τήν συνοδικῶς κεκυρωμένην εὐσέβειαν ἀποβάλλεται».
  • [9] Βλ. πολλές λεπτομέρειες τῆς περί ταῦτα ἱστορίας στά Εἰσαγωγικά: Πλαίσια τῆς συγγραφικῆς δραστηριότητος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατά τήν περίοδον τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, στό Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράματα, τόμ. Β΄, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 9-42· ἐπίσης παρεμφερῆ στοιχεῖα καί στό ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ, Ἡ Θεολογία τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου (βάσει τῶν ἐπιστολῶν του), διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 2016, σσ. 25-45. https://freader.ekt.gr
  • [10] ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ, «Ἀπαραίτητα καί σωτήρια τά ἀναθέματα σήμερα» (ἀρχική ρωσσική πηγή: PravoslavnayaRus [Ὀρθόδοξη Ρωσσία], #4, 1974), https://www.impantokratoros.gr καί ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ, «Ἡ λέξη ἀνάθεμα καί ἡ σημασία της» (μετάφραση καί ἀναδημοσίευση ἀπό τό OrthodoxLife, 1977, no. 2, p. 18), https://www.impantokratoros.gr. Βλ. γενικότερα καί Πρωτοπρεσβύτεροι ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΒΟΥΛΚΑΝΕΣΚΟΥ και ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ἀναθέματα: Ἐκφράσεις θυμοῦ, μίσους καί κατάρας ἤ φανέρωση τῆς μεγίστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν πλανεμένο ἄνθρωπο καί τούς πιστούς;» (22 Μαρ 2019), https://ortodoxiacatholica.com
  • [11] ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 5, 2, PG 3, 501C: «Τήν τελεωτέραν δή μύησιν ἡ θεολογία τήν καθ’ ἡμᾶς ἱεραρχίαν φησίν ἀποπλήρωσιν αὐτήν ἐκείνης ἀποκαλοῦσα καί ἱεράν λῆξιν. Ἔστι δέ καί οὐρανία καί νομική κοινωνικῶς τῇ μεσότητι τῶν ἄκρων ἀντιλαμβανομένη, τῇ μέν κοινωνοῦσα ταῖς νοεραῖς θεωρίαις, τῇ δέ ὅτι καί συμβόλοις αἰσθητοῖς ποικίλλεται καί δι’ αὐτῶν ἱερῶς ἐπί τό θεῖον ἀνάγεται».
  • [12] ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 7, 7, PG 3, 564Β: «Οὕτω καί τάς ἀφοριστικάς ἔχουσιν οἱ ἱεράρχαι δυνάμεις, ὡς ἐκφαντορικοί τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ ὡς ταῖς αὐτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου Θεαρχίας εὐφήμως εἰπεῖν ὑπηρετικῶς ἑπομένης, ἀλλ’ ὡς αὐτῶν ὑποφητικῶς ὑποκινοῦντι τῷ τελεταρχικῷ Πνεύματι τούς κεκριμένους Θεῷ κατ’ ἀξίαν ἀφοριζόντων».
  • [13] ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ, Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 11, Ἱ. Μεγίστη Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000 [β΄ ἔκδοση], σσ. 208-215.
  • [14] Βλ. ἀνωτέρω, σημ. 6.
  • [15]Τήν ἴδια ἀκριβῶς μομφή προβάλλει κατά τοῦ θρασέος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα καί ὁ Ἅγιος Παλαμᾶς, ὅτι δηλ. ὁ Καλέκας θεωροῦσε ἑαυτόν κυρίως ὡς «τήν Ἐκκλησία», ἀλλά καί ἀπόλυτο διαχειριστή τῶν θείων Δογμάτων: «…ραδίως καί τοῦτ’ ἄν εἰπεῖν, ὡς μόνος αὐτός [ὁ Καλέκας] ὑπῆρχεν ἡ Σύνοδος, ἐπεί καί μόνον ἑαυτόν πολλάκις καί τήν Ἐκκλησίαν εἶναί φησι καί ὅ,τι ἄν αὐτῷ δόξῃ καί ὅ,τι ἄν αὐτός εἴπῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ φησί δοκεῖν καί τήν Ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι πᾶσαν» (Ὅτι τό Πατριαρχικόν κατ’ αὐτοῦ Γράμμα ψεῦδός ἐστιν αὐτόχρημα [ἤτοι Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα], §39, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Β΄, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 617 [ΕΠΕ 3, 590] ).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τό αὐθεντικό κείμενο τοῦ ὁράματος:

§72. Τά μέν οὖν τῆς κοσμικῆς ἐκείνης ἀταξίας τε καί συγχύσεως | οὕτως ὑπερβολικῶς ἔσχεν, ὡς μηδέ δεῖσθαι τό παράπαν προσθήκης, μηδέ πρός παράδειγμά τι προσόμοιον ἀναχθῆναι τῶν παλαιῶν δι’ ὑπερβολήν δύνασθαι, ὥσπερ οὖν μηδέ τοῖς ἑξῆς ὅλως, Χριστέ Βασιλεῦ, παράδειγμα γένοιτο, ἀλλά καί πρῶτα ταῦτ’ ἔστω καί μόνα, μηδαμῶς ὄντων τῶν ἑπομένων· νῦν δ’ ὥσπερ οὐκ ἀρκούντων ἐκείνων καί τά πολλῷ χείρω παρά τῆς εἰς ὕψος ἀρθείσης κοινῆς ἁμαρτίας προστίθεται. Τοῖς γάρ πολιτικοῖς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπό φθόνου καί φιλονεικίας κάκιστα συνδιαιρεθέντων, τοῦτο δή τό λεγόμενον, κυκεών ἀληθῶς ἦν πάντα· τίς γάρ ἄν παιδαγωγήσαι καί ῥυθμίσαι τούς ἄλλους, τῆς ὀφειλούσης ταῦτα κανονίζειν Ἐκκλησίας ἀκανονίστως οὕτω μᾶλλον δέ μοχθηρῶς πάνυ καί φιλονείκως διατεθείσης; «Ἴστε πάντες καί διηγεῖσθε» τόν τῆς ὀρθῆς δόξης πρότερον ἀντίπαλον Ἰταλόν ἐκεῖνον, ὅς τήν τοῦ προβάτου δοράν ἑαυτόν τό πρότερον ἀπατηλῶς ἐπενδύσας καί τῆς ἡμετέρας αὐλῆς, τῆς τοῦ Χριστοῦ φημί ποίμνης, δῆθεν φιλοτιμούμενος εἶναι, «λύκος ἀραβικός μάτην χανών» ὕστερον ἀνεφάνη. Τῶν γάρ πραγμάτων καλῶς ἔτι Ῥωμαίοις διακειμένων καί στάσεως μέν «ἐς κόρακας» ἀπεληλαμένης, ὁμοφροσύνης δέ καί εἰρήνης πρυτανευούσης καί συγκροτούσης ἄριστα πανταχόθεν τήν Ἐκκλησίαν ἅμα τῇ βασιλείᾳ, καλῶς τε καί ἀπταίστως ὁμοῦ τήν ἐκείνῳ προσήκουσαν ἐξήνεγκαν δίκην, αὐταῖς ἅμα ταῖς κατά τῆς θεότητος κατατομαῖς τε καί βλασφημίαις οἱονεί τινα λοιμόν ἐξελόντες τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἱεροῦ συνεδρίου· ὅς δή καί «τήν ἀλωπεκῆν» εὐθύς, ὡς μηδέν τι χρησιμεύουσαν, «ἀπορρίψας», ἀνακεκαλυμμένῃ τῇ κεφαλῇ τά τῆς πατρίου δόξης συμφιλοσοφεῖ τοῖς Λατίνοις, τῶν ἐν ἐκείνοις ἱερέων καί διδασκάλων φέρων τά πρῶτα.

Τούτου τήν μοχθηρίαν καί τόν κίνδυνον διαδεξάμενος ὁ μύστης ἐκείνου – φεῦ μέχρι πόσου προσήκει κακία – τήν ἀνύποιστον κατά τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνην ἐξῆψε φλόγα, ἧς ἔτι τά λείψανα θορυβεῖ, καπνοῦ τινος καί σκοτοδίνης τάς τινων ὄψεις ἀποπληροῦντα· ὁ γάρ τοι βεβαιωτής καί προστάτης τοῦ καινοῦ τῆς Ἐκκλησίας τούτου προδότου, προφάσει | χρησάμενος τῇ κατά τινων μανίᾳ τε καί τῷ φθόνῳ – καί γάρ ἦν ποικίλος τις καί δεξιός τά τοιαῦτα, πρός τό παραστάν ἅπαν τοῦ καιροῦ συνεχῶς κατά τόν χαμαιλέοντα πολλάς τάς μορφάς ἐξαλλάττων – τόν μέν εὐσεβῆ τῆς Ἐκκλησίας ἔγγραφον ὅρον, ᾧ δή καί αὐτός ἔτι σωφρονῶν ὑπεσημῄνατο πρό τῶν ἄλλων, ὥσπερ ἐν μελαγχολίᾳ τινί καί μέθῃ τολμηρῶς ὁ ἀναιδής διαγράφει, τό τῆς ὀρθῆς δόξης ἀντεχόμενον ἅπαν συνεσκιασμένως πως ἀναθεματίσας· ἐν οἷς δήπου καί ἑαυτόν πρό τῶν ἄλλων πάντως, τόν καί πρό τῶν ἄλλων, ὅπερ ἔφην, καί χειρί καί γνώμῃ θεσπίσαντα ταῦτα· τό δέ δυσσεβές ἐκεῖνο τῆς ἀντιθέτου μοίρας, φεῦ, ἀντεισάγει, τά μανιώδη καί καταγέλαστα λέγω ἐκεῖνα, τό κύριον ἑαυτόν εἶναι καί διαιτητήν τῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων (ἐπ’ αὐτῷ γάρ τούτῳ δή καί προβεβλημένον ἄντικρυς κεχειροτονῆσθαι) καί τῶν ὅρων ὅν ἄν μετά πολλῆς τῆς αὐτοκρατορίας νῦν μέν ἐγκρίνειν δύνασθαι, νῦν δέ διαγράφειν, ὥσπερ ἐν παιδιᾷ ψήφων τήν ἀνωτάτῳ περί Θεοῦ δόξαν στρέφων τε καί πεττεύων καί οὐδέ τό τοῦ κυνικοῦ Διογένους τούτοις διδούς, ὅς ἔλεγεν ἐξίσου τά τῶν ὁδῶν εἶναι καί μηδέν διαφέρειν, εἴ τις ἄν ἐντεῦθεν ἐκεῖσε, ἤ τό ἔμπαλιν ἐκεῖθεν ἐνταυθοῖ πορεύεσθαι βούλοιτο· ἦ γάρ ἄν ταῦτα διδούς οὐδέ καθάπαξ ἡμᾶς διέγραφεν, ὡς ᾤετο, κακῶς ἐκεῖνος τοῦ καταλόγου. Καί ταῦτ’ ἐκεῖνον ὑπιών ἐδίδασκεν ὁ προδότης τῆς εὐσεβείας, ὁ τόν ἡσυχαστήν καί φίλον πρός τό καθ’ ἡμᾶς φιλόσοφον ἐκ μακροῦ σχηματιζόμενος μετά πολλῆς τῆς ὑποικουρούσης βασκανίας, ἄγων καί φέρων, φεῦ, πρός τό βουλόμενον ἅπαν τῆς γνώμης τόν ἄγειν βρενθυόμενον πάντα. |

Ἀλλ’ οἱ μέν κακοί κακῶς τοῖς τῆς Ὀρθοδοξίας προβόλοις ὡς ὑπό τινος στερροῦ μηχανήματος τοῦ λόγου τῆς εὐσεβείας συνοδικῶς περιτραπέντες καί συντριβέντες, ἀξίως τῆς ἑαυτῶν ἀπερρίφησαν κακοδαιμονίας· ἐπεί δέ καί τῆς ἄνωθεν ἀποκαλύψεως ἔδει καί ψήφου, καθάπερ ἔθος τῷ σοφῷ δηλαδή τῆς προνοίας, ἐν ταῖς τῶν ὑποθέσεων ἐπιφανεστέραις τοῖς ἁπλουστέροις καί μή πρός τό βάθος ἰέναι δυναμένοις τοῦ λόγου συγκατιούσης, Πέτρου δέ καί τοῦ κατ’ αὐτόν Ἀλεξάνδρου πάλιν ἐδεῖτο τό πρᾶγμα καί τοῦ θαυμαστῶς ἐν ἐκείνοις ἐνεργήσαντος Πνεύματος, ἐπί καταστροφῇ τοῦ τῆς μανίας ἐπωνύμου ἐκείνου, Σάβας ἡμῖν ὁ μέγας γίνεται τοῦτο, τοῖς ἄνωθεν χρησμοῖς καί ταῖς ἀποκαλύψεσι κάλλιστά τε καί ἰσχυρότατα τόν ὀρθόν τῆς εὐσεβείας στηρίξας λόγον· τό δ’ ὅπως, ὁ λόγος ἤδη δηλώσει. Προσέχειν δέ ἄξιον καί μή παρέργως τῶν περί τηλικούτων λόγον ἀκούειν.

§73. Ἀνῆπτο μέν ἐκ τῶν καταλειφθέντων κατεψυγμένων ἐκείνων ἀνθράκων ἡ τῆς κακοδοξίας φλόξ, ταῖς αὔραις τοῦ πονηροῦ ῥιπισθεῖσα – στάσεις ταῦτ’ ἦσαν καί μάχαι καί ἡ κακίστη τοῦ ὁμοφύλου διαίρεσις, ὅπερ εἶπον – τῆς δέ κάκιστ’ ἀπολουμένης [sic· μᾶλλον: ἁπλουμένης] φιλονεικίας ὡσπερεί τινος ὕλης λιπαρᾶς ὁσημέραι τῷ δεινῷ προστιθείσης καί τῆς μέν ὀρθῆς τε καί ἀπταίστου μοίρας ἀτρέπτως ἐν τῷ καλῷ βεβηκυίας καί αὐξομένης, τῆς δ’ ἐναντίας αὖθις κολακείας καί πειθοῦς τισι κλέμμασιν, ἔστι δ’ ὅτε καί δώροις, τοῦ ὑγιαίνοντος ἀεί παρασπᾶν καί τυραννεῖν ἀναιδῶς ἄγαν φιλονεικούσης· ἦσαν γάρ καί τινες τῶν δοκούντων ἔν τε λόγῳ καί σχήματι καί τοῖς φαινομένοις τούτοις τῶν πολλῶν ὑπερέχειν. «Ἐγώ», φησίν ὁ κλεινός Σάβας, «ἀσχάλλων κατ’ ἐμαυτόν ἦν καί τήν φιλόνεικον ἔνστασιν ἐκπληττόμενος ἐκείνην, πῶς κατ’ ὀλίγον ἐπί τό χεῖρον προκόψασα πρός κακοδοξίαν ἐξήχθη, ἀπό τῆς κατά τοῦ πλάσματος μάχης ἐπί τήν αὐτοῦ τοῦ Πλάστου – φεῦ τῆς ἀπονοίας – κατενεχθεῖσα καί πράγμασιν αὐτοῖς τόν σοφόν ἐκεῖνον τοῦ Πνεύματος βεβαιώσασα λόγον, ὅς ἀδύνατον εἶναί φησι τόν Θεόν ἀγαπᾶν τόν μή πρότερον τόν πλησίον ἠγαπηκότα. Οἱ μέν οὖν τοῦ θείου Πνεύματος», φησί, «λόγοι, κάλλιστά τε καί ἀσφαλέστατα τῇ τῶν Πατέρων χρησάμενοι γλώττῃ, τόν τῆς ὀρθῆς δόξης ἐκπαιδεύουσι λόγον· ἆρα δέ μήτοι περί | τήν κρίσιν ἁμαρτάνοντες ἡμεῖς τῶν ὀρθῶν λόγων ἐκείνων ἔξω φερόμεθα τῆς εὐθείας, οἱ δ’ ἀντιπίπτοντες ὑμῖν οὗτοι καταστοχαζόμενοι μᾶλλον τοῦ κεκρυμμένου δυσκόλως οὕτω πρός τήν μετάθεσιν ἔχουσι τό παράπαν καί ἀνενδότως; Ἤ καί τις τῶν παρ’ αὐτοῖς σοφῶν ἔκ τινος ἐπιπνοίας μυηθείς θειοτέρας, κἀντεῦθεν τοὐνδόσιμον ἔχων, οὕτως ἐνστατικόν τε καί ἀνένδοτον τό περί αὐτῶν συνέδριον τοῦτο κατασκευάζει; Θεῷ τοιγαροῦν ἐπιτρέψαι δεῖ καί ἡμᾶς ταῦτα καί τήν παρ’ ἐκείνου δέξασθαι ψῆφον, ἐμφανέστερον βεβαιοῦσα τόν λόγον· δώσει δέ πάντως, ἀγαθός ὤν καί πᾶσι τάς αἰτήσεις πρός τό συμφέρον παρέχων». Τό δέ διανοίας ἦν εὐλαβοῦς ἄρα, σοφίαν καί σύνεσιν αἰτούσης τοῖς ἀστηρίκτοις, ἀλλ’ οὐκ ἀμφιβολίας, οὐδέ δισταγμοῦ τινος περί τόν ὀρθόν λόγον· ὅπερ ἔθος ἐκείνῳ καί αὐτά φημι τά καλῶς ἐγνωσμένα μετριοφροσύνης ὑπερβολῇ οὐ τῇ θείᾳ μόνον, ἀλλά καί τῇ τοῦ πλησίον ἐπιτρέπειν ὡς ἐπί πολύ κρίσει.

«Νύξ μέν οὖν», φησίν, «ἦν, ἐμοί δέ τῇ εὐχῇ φιλοπονώτερον προσκειμένῳ καί τήν ὑπέρ τούτου δέησιν ἐκτενέστερον ἐπί πολύ ποιουμένῳ, ὡς καί τό πλεῖστον αὐτῆς παρελθεῖν ἤδη, ὕπνος μέν ἐπελθεῖν ἀμυδρῶς πως ἐδόκει· τό δ’ οὐχ ὕπνος ἦν, ἀλλά τις ὡσανεί τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων νάρκη, μέσον ἐγρηγόρσεως καί ὕπνου τόν νοῦν πως ἱστᾶσα. Ναοῦ δέ τινος ἔνδον ἑστάναι νομίζων, μεγέθει τε μεγίστου καί περιφανοῦς ἄλλως, ἑώρων· καί ἰδού χορός τις ἀρχιερέων λαμπρός, πάντων ἱερατικῶς ἐσταλμένων, τοῦ θείου ἐκείνου θυσιαστηρίου μετά τινος ἀξιώματος ὁμοῦ καί λαμπρᾶς τῆς πομπῆς ἐξῄει· τῶν δ’ ἱερῶν ἐκείνων ἐξιόντες προθύρων οὐ τήν αὐτήν ᾔεσαν πάντες, ἀλλ’ ἅμα τῇ προόδῳ διχῇ καθάπερ τι ποτάμιον σχιζόμενοι ῥεῦμα, οἱ μέν τόν δεξιόν χορόν ἀνεπλήρουν, ἐξ αὐτῆς φημι τῆς ἱερᾶς παραστάδος στοιχηδόν πρό τῶν θείων ἐκτυπωμάτων μεγαλοπρεπῶς συνεστῶτες καί μέχρι πολλοῦ τινος ἀλλήλοις, ὥσπερ ἐν σειρᾷ χρυσῇ, συνηρμοσμένοι τε καί συμπροϊόντες· τούς δέ θάτερον αὖθις εἶχε μέρος ἀπαραλλάκτως ἀλλήλοις συντεταγμένους τε καί ὥσπερ συμπεφυκότας καί τήν στάσιν κατ’ ἐκείνους πληροῦντας. Ἄρρητος μέν οὖν αἰδώς ἐπεκάθητο πᾶσι καί σύννοι τινές ἦσαν καί πρός ἑαυτούς βλέποντες· σιγῆς δέ τινος οὔσης, καθάπερ ἐν τελετῇ μυστηρίων, καί πάντων ἡμῶν αἰδοῖ τε καί φόβῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀτενές ἐνορώντων ἐκείνοις (συμπαρῆσαν καί γάρ ἡμῖν οὐκ ὀλίγοι), ἕτερον αὖθις ὁρῶ μεμονωμένον ἐξιόντα τοῦ θυσιαστηρίου ἐκείνου (τήν τοῦ διακόνου τάξιν ἐῴκει μοι πληροῦν οὗτος), φαιδρόν τι μάλα καί αὐτός ἀπολάμπων τῇ τε στολῇ καί τῇ ὄψει καί διά πάντων ἄγγελος εἶναί τινων | θαυμαστῶν προσταγμάτων ἐμφαίνων· ἐῴκει μοι γάρ καί βιβλίον ἐν χεροῖν ἔχειν καί πρός τήν τῶν ἐγκειμένων ἀνάγνωσιν εὐτρεπής εἶναι. Τούς γοῦν ἐφ’ ἑκάτερα παρισταμένους ἐκκλίνας οὗτος ἐξ ἴσου καί τήν προκειμένην διιών εὐσχημόνως εὐθεῖαν, ἐπ’ ὀκρίβαντος ἄνεισιν αὐτίκα τοῦ ἱεροῦ διά τῶν βαθμίδων, καί πάντων ὡς εἰκός ἑαυτοῦ καί ὄμμα καί νοῦν ἀναρτήσας, πρός ἑαυτόν τε μικρόν τι πρότερον οἱονεί βλέψας, ὡς ἄν, οἶμαι, προσεκτικωτέρους μᾶλλον καί νήφοντας ἐργάσηται τούς ἀκροωμένους, ἔτι τῆς βαθείας ἐκείνης σιγῆς πᾶσιν ἐπιπρεπούσης τό μετά χεῖρας ἀναπτύσσει βιβλίον».

Ἀλλά προσέχειν ἀξιῶ καί ὑμᾶς αὐτός· αὐτάς γάρ ἐκείνας ἀπαραποιήτως ἐνταῦθα τάς τοῦ μεγάλου προθήσομαι ῥήσεις, ὧν αὐτήκοος ἐγενόμην. «Τό γοῦν ἱερόν», φησί, «ὁ φοβερός ἐκεῖνος ἀνοίξας βιβλίον – ὤ τοῦ φρικωδεστάτου καί θεάματος καί ἀκούσματος – “Ἀκινδύνῳ”, φησί, “τῷ λαλήσαντι βλάσφημα κατά τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, τῷ ἄλλῳ Ἰούδᾳ, τῷ προδότῃ τῆς εὐσεβείας, τῷ ἄλλῳ Ἀρείῳ, τῷ σχίσαντι κατ’ ἐκεῖνον τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τῷ ἀποστάτῃ, τῷ τῆς ἀληθείας προδήλως ἐχθρῷ τε καί πολεμίῳ, ἀνάθεμα! ”. Τούτοις ὁ λαμπρός ἐκεῖνος τῶν ἀρχιερέων χορός τήν σιγήν εὐθύς λύσας συνάμα τῷ πλήθει παντί μέγα καί ἐξαίσιον τά αὐτά ἐπεβόα· τῆς δέ συμμιγοῦς ταύτης βοῆς εἰς ὕψος ἐξαιρομένης καί τό ἀνάθεμα πολλάκις λεγούσης, ἐπεί καί αὐτός ὥσπερ ὑπό τινος συνωθούμενος ἀοράτως ἀνάγκης τά αὐτά τοῖς ἄλλοις ἐβόων, εἰς ἐμαυτόν αὖθις καί τάς αἰσθήσεις οἷον ἐπάνειμι, τό φοβερόν ἐκεῖνο τῆς ἀγγελικῆς ἀποφάσεως ῥῆμα στρέφων ἐπί τῆς γλώττης ἔτι, καίτοι γε τῆς θαυμαστῆς θεωρίας ἐκείνης ἐξ ὀφθαλμῶν ἤδη μοι γεγονυίας».

Καί ταῦτα μέν τά τοῦ μεγάλου θεωροῦ καί μυσταγωγοῦ καί μύστου τῶν μεγάλων τούτων δηλαδή μυστηρίων. Τίς δ’ ἄν ἀμφιβάλοι τῶν τά θεῖα πεπαιδευμένων οὐρανόθεν ταύτην ἐξενηνέχθαι τήν ψῆφον καί βίβλον ἐκείνην εἶναι τῶν «πρωτοτόκων, τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς», καθ’ ἧς τά μέν ὀνόματα τῶν τοῖς ἀποστολικοῖς δόγμασιν ἑπομένων ἐγγράφεται, κατά τήν θείαν ἀπόφασιν δήπου – «χαίρετε γάρ», | φησίν, «ὅτι τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» – τά δέ τῶν ἀντιπάλων ἐκείνοις ἐξ ἀντιστρόφου διαγραφόμενα μεγάλῳ τινι καί φοβερῷ τῷ κηρύγματι παρά πάσης ἀποβάλλεται συμφώνως τῆς ἐπουρανίου Ἐκκλησίας ἐκείνης; «Πολλοί γάρ», φησιν, «ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καί ἐπίομεν καί ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας», τουτέστι καί δογμάτων ἡμῖν ἐκοινώνησας καί μυστηρίων καί πρός τούτοις τό περί πολιτείας ἁπλοῦν ἡμᾶς ἐδίδαξας, ᾗ καί τούς συνόντας αὖθις ἡμεῖς ἐδιδάξαμεν λόγον. «Ἀλλ’ ἐρῶ», φησίν, «ἐκείνοις, ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· πορεύεσθε ἐπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργάται τῆς ἀνομίας· πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί».

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Βίος καί πολιτεία τοῦ Ἁγίου Πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ Νέου τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω §§72.73, στό Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Νέου, ἀνάτυπον ἐκ τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπετηρίδος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ (παράρτημα 34, τόμ. 27, 1982), ἐκδίδει Δ. Γ. Τσάμης, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 175-181. Τό ἴδιο κείμενο καί στό Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Κοκκίνου Ἁγιολογικά Ἔργα τόμ. Α΄ (Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι), Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς 4, ἐκδίδει Δ. Γ. Τσάμης, ἐκδ. Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 299-305.


Κατάνυξη