Ίσως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση από εκείνη της πεποίθησης ότι αυτό που κάνουμε, αυτό που πρεσβεύουμε, αυτό που θεωρούμε ότι είμαστε, είναι σημαντικό. Τόσο σημαντικό ώστε όλοι θα πρέπει να μας ακούν, να συμμερίζονται το όραμά μας, να ανταποκρίνονται στις ιδέες μας. Τις υπέροχες εκείνες ιδέες, τις καθοριστικές, όπως νομίζουμε, για την επιβίωση του πολύτιμου μικρού μας κόσμου, εκείνου του εαυτού.
Εποχή επιρροής του μικρού εαυτού. Επάγγελμα: influencer, life couch, spiritual advisor και όλα τα συναφή... που συνοδεύουν συχνά άτομα που αντλούν αξία από τη δυνατότητα να γίνονται απλώς αντικείμενο παρατήρησης, προσοχής ή θαυμασμού.
Όλοι όντως αξίζει να μιλούν;
Αυτή η βία να πείσουμε ότι αυτό που είμαστε αξίζει δεν συνόδεψε ποτέ πραγματικά στην ιστορία αυτούς που όντως τη σημάδεψαν αλλάζοντάς την. Κι αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο καμπανάκι προσοχής.
Όλοι, αργά ή γρήγορα, καλούμαστε κάποτε σε μια πιο ανοιχτή σκέψη που να περιλαμβάνει τον κόσμο όλο. Δεν είναι εύκολο να ανταποκριθεί κανείς σ’ αυτό το κάλεσμα. Κι αν είσαι δεκαπέντε ή είκοσι ετών, δεν χάθηκε ο κόσμος. Μα αν στις επόμενες δεκαετίες εξακολουθείς να μην ακούς, τότε η ψευδαίσθηση δεν είναι πια αθώα. Μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιδίνηση, που σε καταπίνει και σε εξαφανίζει σαν μαύρη τρύπα. Στην προσπάθεια να μη χάσεις εκείνο που νομίζεις πως είσαι, αυτό που νομίζεις ότι προσφέρεις στον κόσμο με την παρουσία σου αφαιρείς από τον εαυτό σου τη δυνατότητα να σε γνωρίσεις.
Κι έπειτα, η άρνηση σε οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μειωμένο καταλογισμό. Δεν σου καταλογίζεται πια ούτε η αμέλεια ούτε η γραφική αφέλεια της υπερπροσπάθειάς σου να "μιλάς", να "πείθεις", να "εμπνέεις", γιατί μοιάζει να μην έχεις πλήρη συνείδηση του πώς και πόσο αυτοεκτίθεσαι. Παριστάνεις κάτι που νομίζεις πως είσαι αλλά δεν ήσουν ποτέ. Κι όσο πιο πολύ το πιστεύεις, τόσο πιο πολύ γίνεσαι δέσμιός του. Κάνεις τη μία γκάφα μετά την άλλη, και το χειρότερο είναι πως δεν το αντιλαμβάνεσαι. Γι’ αυτό ειπώθηκε σοφά κάποτε ότι πριν από την εποχή της αυτοέκθεσης, την ανοησία μας την ήξεραν μόνο οι δικοί μας, ενώ τώρα τη μαθαίνουν όλοι, από εμάς τους ίδιους.
Εποχή μεθυστικής πλάνης. Ο εαυτός που δεν αναζητήσαμε ποτέ έχει πάψει να μας ενοχλεί. Είναι σε κώμα. Αρκούμαστε στην προσομοίωση. Δεν έχουμε κοπιάσει για αυτό που με τόση προθυμία αντιποιούμαστε, αλλά απαιτούμε να κοστολογείται το faux μας ως χρυσό. Κι όσο ισχυρότερη η προσομοίωση, τόσο εντονότερη η προβολή: τα γράμματα του ονόματός μας μεγαλύτερα απ’ το κεφάλι μας, στη μεγάλη οθόνη του μικρού μας νου. Κι είναι τόσο εύκολο να ξεγελιόμαστε και να ξεγελάμε. Οικοδομούμε μικρές ή μεγάλες ομάδες αμοιβαίας επιβεβαίωσης, ανταλλάσσουμε φιλοφρονήσεις και κλισέ. Αμοιβαίες θωπείες αδυναμιών.
Είναι ο φόβος της αορατότητας. Ο τρόμος του “μη υπάρχω”, αν κανείς δεν με βλέπει, μα κυρίως αν δεν βλέπει ότι "αξίζω κάτι". Σε μια κοινωνία που δεν αφήνει χώρο στη σιγή, μαθαίνουμε πως η απουσία προσοχής ισοδυναμεί με αφανισμό. Αξίζεις όταν πείθεις γι' αυτό. Υπάρχεις όταν σε βλέπουν.
Να νιώθουμε πως αξίζουμε ό,τι δεν είμαστε, να πιστεύουμε ότι ομολογούμε μεγάλες προκάτ αλήθειες ζωής, να υιοθετούμε με τόση βιασύνη τον ρόλο του μέντορα μπορεί να μοιάζει με μια μορφή μακαριότητας: μια αφέλεια που εξισορροπεί τις ελλείψεις μας. Ίσως να είναι κι ένας τρόπος επιβίωσης, μια ψυχολογική άμυνα απέναντι στη γυμνή αλήθεια της ύπαρξης. Όμως η πλάνη αυτή έχει τίμημα.
Όλα το παραπάνω θα ήταν χαριτωμένα κι ακίνδυνα μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, αν δεν αντανακλούσαν τη μεγάλη εικόνα της συλλογικής μας ζωής. Γιατί όλοι, λίγο-πολύ, συμμετέχουμε σ’ αυτό το θέατρο, άλλοτε ως θεατές, άλλοτε ως πρωταγωνιστές. Συχνά με τις καλύτερες προθέσεις. Τροφοδοτούμε τη μία και την άλλη πλευρά, παρατηρώντας και παρατηρούμενοι, σε τόσα και διαφορετικά πεδία. Μα κυρίως σε εκείνα με τον προβολέα. Τον θορυβώδη, τον τραγικά ψεύτικο προβολέα, που είναι απορίας άξιον πώς ξεχνάμε κάθε φορά ότι προσελκύει σταθερά τις μύγες.

Στα χρόνια που προβάλλουμε το ψευδές μας φως, αποτυπώθηκε για πρώτη φορά το αληθινό σκοτάδι.
Προσκυνητής