Για όσους καλό- ή κακοπροαίρετα μπερδεύουν τον έλεγχο με την συκοφαντία.


Πάντοτε ὅταν γίνεται δημόσιος ἔλεγχος προσώπων σπεύδουν πολλοὶ νὰ κατηγορήσουν τοὺς ἐλέγχοντες ὡς συκοφάντες, μειώνοντας ἔτσι καὶ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ὀρθότητα τῶν ἐπιχειρημάτων ὅποιου ἐλέγχει. Γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο πρέπει νὰ ξανατονιστεῖ ὅτι: 

Συκοφαντία σημαίνει ψευδὴς πληροφορία ἢ κατηγορία ἐναντίον κάποιου καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ποινικὸ ἁμάρτημα εἶναι πράγματι καὶ βαρύτατη ἁμαρτία. Ἂν ὅμως ἡ κατηγορία εἶναι ἀληθινὴ καὶ μάλιστα ἐκφράστηκε δημόσια, ἐπειδὴ καὶ τὸ παράπτωμα ἔγινε ἢ ἐκφράστηκε δημόσια, τότε ἡ κατηγορία δὲν ἀποτελεῖ συκοφαντία, ἀλλὰ ἔλεγχο κατὰ τό χρυσοστομικό «τα δημοσίως λεγόμενα πρέπει δημοσίως νὰ ἐλέγχονται». Γι΄ αὐτὸ πρέπει πολὺ νὰ προσέχουμε, πότε ἀσκοῦμε ἔλεγχο καὶ ἂν ὁ ἔλεγχος αὐτὸς εἶναι καλοπροαίρετος πληρεὶ δηλαδὴ τὰ ἐπιτρεπτὰ κριτήρια.

Ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα προσωπικοῦ βίου τότε πράγματι ὁ δημόσιος ἔλεγχος ἀποτελεῖ ἁμάρτημα. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα Πίστεως, κατάχρησης ἐξουσίας μὲ μεγάλη πιθανότητα βλάβης τῶν συνανθρώπων, τότε ὁ ἔλεγχος ὄχι μόνο ἁμάρτημα δὲν εἶναι, ἀλλὰ καθῆκον τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πόσω μᾶλλον τοῦ κάθε πιστοῦ. 

Παρουσιάζω σταχυολογῶντας τὶς διδαχὲς κάποιων Ἁγίων καὶ φωτισμένων ἀνθρώπων γιὰ νὰ γίνουν τὰ παραπάνω κατανοητά: 

Ἀπόστολος Παῦλος: «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (Τίμ. Α΄, 5. 20). 

Μ. Ἀθανάσιος: Ἐὰν οὗν τινα ἴδης, ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μὴ πρόσχης, ὅτι ἐδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου ἢ ἐπισκόπου....., ἀλλὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι. Εἰ ἐστι σώφρων..... ἢ ὑπομονητικός. Εἰ δὲ ἔχει..... τὸν φάρυγγα ἅδην, νοσῶν χρήματα καὶ καπηλεύων τὴν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν, οὐ γὰρ ἐστι Ποιμήν..... ἀλλὰ λύκος ἁρπακτικός..... Ἐὰν ἴδης συνετόν, κατὰ τὴν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρὸς αὐτόν», διότι «πίστις τελεία καὶ ἀπερίεργος..... εἰσάγουσιν εἰς τὴν βασιλείαν των οὐρανὸν» (Περὶ Ψευδοπροφητῶν, ΒΕΠΕΣ, 33, 197). 

Μ. Βασίλειος: «Ὄυκ οἴδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον..... Ὑμεῖς δὲ εἰ τινα ἔχετε μεθ’ ἡμῶν μερίδα, ταυτὰ ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι, εἰ δὲ ἐφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστὸς ἐστι κύριος, ἡμεῖς ἀθῶοι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου» (ἐπιστ. σμ΄ Νικοπολίταις πρεσβυτέροις, κέφ. γ΄, 7-13). «Ὅτι δεῖ τῶν ἀκροατῶν τοὺς πεπαιδευμένους τὰς Γραφάς, δοκιμάζειν τα παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι, τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν καὶ τοὺς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμένοντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον» (Ἠθικά, Ὅρος ΟΒ΄). «Ἐπικαθαρίσατε τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελαύνοντας καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε μὲν τοὺς ἀξίους καὶ παραδέχεστε» (Πρὸς Χωροεπισκόπους. P.G. 32, 401 καὶ ΕΠΕ 2, 184). 

Γρηγόριος Θεολόγος: «Ἂλλ’ αὐτοὶ γὲ καὶ φανερῶς πολεμοῦσι τοῖς ἰερεύσιν, ἐφόδιον ἔχοντες εἰς πειθὼ τὴν εὐσέβειαν καὶ ὅσοι μὲν περὶ πίστεως τοῦτο πασχόντων καὶ τῶν ἀνωτάτῳ ζητημάτων καὶ πρώτων, οὐδ’ ἐγὼ μέμφομαι, ἀλλ’ εἰ δεῖ ταληθὲς εἰπεῖν καὶ προσεπαινὼ καὶ συνήδομαι. Καὶ τούτων εἰς εἴην τῶν ὑπὲρ ἀληθείας ἀγωνιζομένων καὶ τῶν ἀπεχθανομένων, μᾶλλον δὲ καὶ εἶναι καυχήσομαι. Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (Λόγος Β΄, ΕΠΕ, τ. 1, σελ. 177). 

Ἰω. Χρυσόστομος: «Τί ποιεῖς ἄνθρωπε; Παρεβάθη ὁ νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύνη, πλημμελήματα τοσαῦτα ἐτολμήθη παρὰ τινος τῶν ἱερωμένων, τὰ ἄνω κάτω γέγονε καὶ οὐ φρίττεις;..... οὐκ ἀλγεῖς; οὐκ ἐπιτιμᾶ....., ἀλλὰ κοινωνεῖς; (P.G. 55, 252). «Ἀξίωμα προσώπου οὐ προσίεται, ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ἡ» (P.G. 61, 625). 

Θεόδωρος Στουδίτης: «Ἐντολὴ Κυρίου εἶναι νὰ μὴ σιωπᾶμε σὲ περιόδους ποὺ ἡ πίστις κινδυνεύει..... Ὥστε, ὅταν ὁ λόγος εἶναι περὶ πίστεως, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε: Ἐγὼ ποιός εἶμαι;..... πτωχός.....Δεν μοῦ πέφτει λόγος..... γιὰ τὸ προκείμενο ζήτημα. Ἀλλοίμονο, οἱ λίθοι θὰ κραυγάσουν καὶ ἐσὺ θὰ μείνης σιωπηλὸς καὶ ἀμέριμνος;..... Ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ πτωχός..... ἐπειδὴ τώρα δὲν ὁμιλεῖ, (εἶναι) ἄξιος κατακρίσεως καὶ μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο..... Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ποὺ κατέχει τὴν θέσι τοῦ μαθητοῦ ὀφείλει νὰ διακηρύττει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῇ ἐλεύθερα». Καὶ μόνο ἡ σιωπή, λοιπόν, εἶναι μέρος τῆς συγκατάθεσης, ἀφοῦ ἐξ ἄλλου: «αὐτὸ ἐπιδιώκουν οἱ αἱρετικοί, νὰ παύσει νὰ ἀκούγεται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας καὶ νὰ ἐπικρατήσει (ἔτσι) ἡ πλάνη», καὶ «παραγγελίαν ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ Ἀποστόλου, ἐὰν τὶς δογματίζη ἢ προστάσση ποιεῖν ἡμᾶς, παρ’ ὁ παρελάβαμεν, παρ’ ὁ οἱ Κανόνες τῶν κατὰ καιροὺς Συνόδων καθολικῶν καὶ τοπικῶν ὁρίζουσιν, ἀπαράδεκτον ἑαυτὸν ἔχειν καὶ μηδὲ λογίζεσθαι αὐτὸν ἐν κλήρῳ ἁγίων» (P.G. 99, 988). 

Ἰωσὴφ Βρυέννιος: «Πᾶς ὁ δυνάμενος λέγων τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ λέγων κατακριθήσεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ταῦτα ἔνθα πίστις τὸ κινδυνευόμενον καὶ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ἡ κρηπίς. Τὸ γὰρ ἐφησυχάζειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀρνήσεως ἴδιον, τὸ δὲ λέγειν, ὁμολογίας εἰλικρινοῦς» (Τὰ εὑρεθέντα ἔργα αὐτοῦ, τ. Β΄, σελ. 18). 

Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος: «Δὲν εἶναι δίκαιον οὔτε πρέπον εἰς ἀνθρώπους εὐσεβεῖς παντάπασιν νὰ σιωποῦν, ὅταν τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ ἀθετοῦσιν..... ὅπου δὲ Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον..... τὶς εὐσεβὴς δύναται νὰ σιγά;» (Ι.Μ. Γρηγορίου: Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν, σελ. 233). 

Ὁ καθένας ἂς βγάλει τὰ συμπεράσματά του . 
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου