ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΝ, ΟΣΟΙ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;


Κάθε αἵρεση εἶναι δυσπολέμητη καὶ ὅταν μένει ἀπολέμητη ριζώνει καὶ ἁπλώνεται παντοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν διδάσκουν μόνο τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ τὴν ἀπομάκρυνση καὶ ἀπὸ ὅσους ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Ἤδη ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, πρὶν συγκληθεῖ κάποια Σύνοδος καὶ ὑποδείξει τὴν ὕπαρξη κάποιας συγκεκριμένης αἱρέσεως ἢ κατονομάσει συγκεκριμένους αἱρετικοὺς παραγγέλλει καὶ διδάσκει: «Μὴ λέγετε αὐτοῖς (τοῖς αἱρετικοῖς, οὔτε) χαίρειν».
Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἐπικαλεσθοῦμε πάλι τὴν πολυχρησιμοποιημένη ἔκφραση «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», ἂς δοῦμε καὶ κάποια ἄλλα Πατερικὰ χωρία.
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀπόλυτος. Δὲν μιλᾶ γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ «Ὀρθοδόξους», ποὺ ὅμως ἐπικοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς:
«Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν».
Καὶ πάλι ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ὅταν δέ τι ἐναντίον τῇ τοῦ Κυρίου ἐντολῇ, παραφθεῖρον ἢ μολῦνον αὐτὴν ἐπιταχθῶμεν παρά τινος, καιρὸς εἰπεῖν τότε· Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις· μνημονεύοντας τοῦ Κυρίου λέγοντος· Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν... Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι, κἂν πολὺ γνήσιός τις ᾖ, κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ἢ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ' αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ καὶ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον» (Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατ’ Ἐπιτομήν, ἐρώτ. ριδ΄).
Διότι ἡ ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς, εἶναι ἔμμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν διάβολο, ἐφ’ ὅσον κατὰ τοὺς Πατέρες αὐτὸς εἶναι ὁ ἐφευρέτης τῶν αἱρέσεων. Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος:
«Ὁ τὰς αἱρέσεις ἐπινοήσας διάβολος» καὶ οἱ αἱρετικοὶ τὶς διδασκαλίες τους «παρὰ τοῦ διαβόλου λαβόντες ἐμάνησαν (τούτων γὰρ ἐκεῖνος μόνος ἐστὶ σπορεύς)»
 (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου…, σελ. 46).
Μὲ Ἐγκύκλιό της ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1722, λέγει ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ διάβολος ἀναγνωρίζει τὴν σωτήρια ἀξία τῶν Δογμάτων καὶ Ἱ. Κανόνων καὶ γι’ αὐτὸ ἀγωνίζεται νὰ τοὺς καταργήσει:
ὁ διάβολος γνωρίζοντας ὅτι ἔχουμε ὡς «πρῶτον καύχημα καὶ εἰς σωτηρίαν ὅπλον ἀναγκαῖον …τὸ ὑγιὲς  καὶ ὀρθὸν τῆς πίστεως (μας) καὶ τοῖς ἐν τοῖς ἱεροῖς ἡμῶν δόγμασι μέχρι κεραίας ἀπαραχάρακτον καὶ ἀνόθευτον» αὐτὸ ἀκριβῶς «δοκιμάζει νὰ ἐπιβουλεύεται» (Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1722, εἰς Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. 2ος, σελ. 432).
Καὶ ἡ Κων/πόλει Σύνοδος τοῦ 1836 ὁμιλεῖ γιὰ
«τὸν ἀκοίμητο ἐχθρὸ τῆς ἀληθείας διάβολο», ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ «διαφόρους κακόφρονας αἱρετικούς, ὡς ἀποστόλους τῆς πονηρίας» μὲ σκοπὸ νὰ διαφθείρει τὰ δόγματα καὶ ν’ ἀποπλανήσει τοὺς «εὐσεβῶς διακρατοῦντα αὐτὰ ὀρθοδόξους». Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ «διαφθορὰ τῶν ἠθῶν καὶ ψυχρότης τῆς πίστεως (νά) αὐξάνει» (Εἰς Ρωμανίδη, ὅπ. παρ., σελ. 502-503).

Ποιός, λοιπόν, ἐμπνέει καὶ καθοδηγεῖ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν Πατρ. λεξανδρείας Θεόδωρο, τὸν μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, τὸν μητροπ. Δημητριάδος Ἰγνάτιο, τὸν μητροπ. Μεσσηνίας Χρυσόστομο νὰ μνημονεύουν τὸν Πάπα καὶ νὰ ἀσπάζονται τὴν χεῖρα του, νὰ ὁμιλοῦν ἐπίμονα –καὶ παρὰ τὶς πολλὲς καὶ μακροχρόνιες 
διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν– περὶ πολλῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», περὶ πολλῶν Βαπτισμάτων, περὶ περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας, νὰ ὑπογράφουν στὸ Π.Σ.Ε. κοινὲς συμφωνίες μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀποδεχόμενοι ὅτι ἔχουν κι αὐτοὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὰ «μυστήριά» τους, βλασφημοῦντες στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡσὰν ὁ Θεὸς νὰ καθοδηγεῖ τοὺς αἱρετικούς;
Ποιός καθοδηγεῖ τοὺς Ἐπισκόπους νὰ μένουν ἀπαθεῖς σ’ αὐτὴν τὴν συστηματικὴ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀγαστὴ ἐν πονηρίαις συνεργασία ἡμετέρων καὶ ἀλλοδόξων Οἰκουμενιστῶν; Συνεργασία, ποὺ διὰ τῆς μεθόδου τῆς σαλαμοποιήσεως, ἀργὰ μὰ σταθερὰ ἀποδομεῖ, διαφθείρει καὶ καταλύει τὸ ἀμυντικὸ σύστημα τῆς Ἐκκλησίας καί, τελικά, τὴν Πίστη;
Μήπως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει ναρκώσει τὰ αἰσθητήρια τῶν Ἐπισκόπων καὶ Ποιμένων, ὥστε νὰ ἀρνοῦνται νὰ μιμηθοῦν τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες στὴν ἀντιμετώπιση τῆς καρκινωματικῶς ἐξαπλουμένης αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μήπως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς διδάσκει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ νὰ ἐφησυχάζουν καὶ νὰ κοιμοῦνται, ἐνῶ καθημερινὰ βλέπουν τὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως, τὴν ἐξοικείωση τῶν πιστῶν μὲ τὶς Οἰκουμενιστικὲς περὶ ἀνοχῆς, «ἀγάπης», εἰρηνικῆς συνύπαρξης νεοεποχίτικες συνταγές; Ἀσφαλῶς ὄχι.
Ἀρνούμενοι τώρα, τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀκόμα καὶ οἱ λεγόμενοι ἀντι-Οἰκουμενιστές, ἔχουν καταφέρει νὰ πολωθεῖ ὁ ἀγῶνας, καθὼς ἐπιμένουν νὰ συζητοῦν σχολακιστικά, ἂν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἢ δυνητικὴ ἡ ὑποχρέωση ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἢ ν εἶναι κυρα τ μυστήρια!
ραῖα, ἂς ἀντιμετωπίσουμε τὴν διακοπὴ ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς δυνητική, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι στὴν πράξη δὲν εἶναι κατορθωτὴ ἀπὸ ὅλους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν οἱ ἀνενημέρωτοι πιστοί, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγνοοῦν, ποὺ διστάζουν. Ἂς δεχθοῦμε ὅτι ἡ Ἀποτείχιση εἶναι (κατὰ τὴν γνώμη τους) γιὰ τοὺς δυνατούς, κι ὄχι γιὰ μᾶς τοὺς ἀδύνατους. Ὅμως, ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ παραδείγματα τῶν Πατέρων καὶ πλήθους πιστῶν ποὺ  ἀκολουθοῦσαν καὶ μιμήθηκαν τοὺς Ἁγίους στὴν ἀποτείχιση εἶναι ὑπαρκτά· ἀλλὰ καὶ ὁ συγκεκριμένος Ἱερὸς Κανόνας εἶναι πραγματικός, καταχωρημένος στὸ Πηδάλιο, ὑπάρχει καὶ φωνάζει:

Ὅσοι ἀποσχίζονται πρὸ συνοδικῆς κρίσεως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους, ἐπειδὴ κηρύττει φανερὰ αἵρεση (διὰ τοῦτο χαρακτηρίζεται ψευδεπίσκοπος καὶ ψευδοδιδάσκαλος), αὐτοί, ὄχι μόνο δὲν τιμωροῦνται, «ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» (εἶναι δηλ. γιὰ τοῦτο ἀξιέπαινοι). Διότι «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ὁ Κανόνας, λοιπόν, ποὺ ἀναφέρεται ἐν πρώτοις στοὺς Ποιμένες, θεσπίστηκε γιὰ νὰ μὴν ἐφαρμοσθεῖ; Ἂν θεσπίστηκε γιὰ νὰ ἐφαρμοσθεῖ, πότε πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ; Ὄχι ὅταν ἐμφανίζεται καὶ ἐπικρατεῖ μιὰ αἵρεση; Δὲν πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ, κατ’ ἐξοχὴν μάλιστα, ὅταν αὐτὴ ἡ αἵρεση χαρακτηρίζεται (ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, ποὺ δὲν ἐφαρμόζουν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές) ὡς Παναίρεση; Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ποὺ ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀριθμεῖ μερικὲς δεκαετίες; Γιατί λοιπόν, βρίσκουν δικαιολογίες γιὰ νὰ μὴ ἐφαρμόσουν τὴν Παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι περισσότερο διακριτικοὶ -οἱ σημερινοὶ ποιμένες- ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας ποὺ τὴν δίδαξαν καὶ τὴν ἐφήρμοσαν, μέσως ἢ συντομότατα κι χι περιμένοντας δεκαετίες!;
Ἂν –ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί μας– δὲν δίνει ὁ Ἱ. Κανόνας μὲ σαφεῖς λεκτικὲς διατυπώσεις τὴν ἔννοια τοῦ ὑποχρεωτικοῦ (ὅπως ἀναμφίβολα τὴν δίνει ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας), ἀφ’ ἑνὸς μὲν δὲν δίδει καμιὰ λαβὴ γιὰ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ Ἱ. Κανόνας ὡς προαιρετικός, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἀφήνει τὸν κάθε πιστό, σὲ μιὰ τέτοια κορυφαία ὁμολογιακὴ πράξη, νὰ ἐνεργήσει κατὰ συνείδησιν, ἐν ἐλευθερίᾳ. Τὸ ἴδιο δὲν κάνει ὁ Κύριος καὶ μὲ πλῆθος ἄλλες Ἐντολές, διδαχές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του; Τὶς παραθέτει, καὶ «εἴ τις δύναται», «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Γαλάτας γράφει: «ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ' αὐτοὺς καὶ ἔλεος...» (ὅσοι θελήσουν ἐλεύθερα νὰ ἀκολουθήσουν, νὰ ἐφαρμόσουν τὴν Ἐντολή, θὰ ἔχουν εἰρήνη...). Ο λλοι τί θ χουν; Θ χουν Εἰρηνικ συνείδηση;
 ἀποτείχιση, λοιπόν, εἶναι μιὰ ἀναγκαία, ἀλλὰ δύσκολη ὑπόθεση γιὰ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ταυτόχρονα εὐεργετικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ καταλυτική, ἀνατρεπτικὴ τοῦ σχίσματος (τοῦ σχίσματος, ποὺ κατὰ τὸν Ἱ. Κανόνα ἐργάζονται οἱ "ὀρθόδοξοι" ψευδο-ποιμένες). Γιατί λοιπόν, οἱ σύγχρονοι Ποιμένες ποὺ διδάσκουν τὸν ἐφησυχασμό, καὶ οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ποὺ τοὺς σιγοντάρουν -μὲ δεδομένο ὅτι εἶναι δύσκολη ὑπόθεση γιὰ τὸν πολὺ κόσμο ἡ ἀποτείχιση- γιατί δὲν διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων προϊσταμένων τους οἱ ἴδιοι οἱ Ποιμένες, γιατὶ δὲν ξεκινοῦν αὐτοὶ ἐθελοντικά, δίδοντας τὸ παράδειγμα καὶ στοὺς ποιμαινόμενους νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν καὶ συντελοῦντες ἔτσι στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ σχίσμα;

Γιατί, ἐφ’ ὅσον ἀποδέχονται ὅτι –ἔστω ὡς δυνητική– ἡ ἀποτείχιση προφυλάσσει π τ σχίσμα, αὐτοὶ δηλώνουν τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα: ἐξομειώνουν, περίπου, τὴν ποτείχιση μ τ σχίσμα;

Τὸ χειρότερο· γιατί ἀπομονώνουν καὶ λοιδοροῦν, ὅσους πραγματοποιοῦν μία ἐκκλησιαστικὴ πράξη; Γιατί συκοφαντοῦν ὅσους μένουν στὰ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς ἀποτειχίσεως, παρόλο ποὺ ἔχουν δηλώσει πολλάκις ὅτι δὲν δημιουργοῦν ἄλλη Σύνοδο, οὔτε φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Γιατί μὲ δόλια ἐπιχειρήματα, ἀφήνουν νὰ αἰωρεῖται ἡ κατηγορία ὅτι τάχα ἡ ἀποτείχιση, ὄχι μόνο «μπορεῖ» νὰ ὁδηγήσει σὲ σχίσμα, ὄχι μόνο ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ  ὅτι  βρίσκονται σὲ αἵρεση;
Καὶ ἐνῶ ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, οἱ ἀνωτέρω ποιμένες (ὑποτιμώντας ἔτι περαιτέρω τὴν προσπάθεια ὅσων ἱεροκανονικὰ ἀγωνίζονται) ἀρνοῦνται νὰ ἀρθρώσουν δυό-τρεῖς σταράτες θεολογικὲς κουβέντες (τουλάχιστον ἀπὸ ποιμαντικὸ χρέος, ἂν ὄχι ἀπὸ χριστιανικὴ ἀγάπη) γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουν τὸ τοπίο!
Πότε θὰ θελήσουν νὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσουν ὅλα αὐτά;
Δὲν εἶναι ὀφθαλμοφανές, ὅτι μὲ τὴ μέχρι τώρα στάση τους, ὁ Οἰκουμενισμὸς προχωρεῖ, ριζώνει, διακλαδώνεται στὸ χῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας, βγάζει Οἰκουμενιστικὰ παράρριζα; Κι ἂν τώρα ποὺ αὐτὰ εἶναι μικρὰ τὰ παράρριζα (τί μικρά, αὐτὰ ἔχουν γίνει μεγάλα δέντρα!) δὲν τὰ ἐκριζώσουν, πότε περιμένουν νὰ τὰ ἐκριζώσουν;
Ὅταν δὲν θὰ ἔχει μείνει κανένας ἐκριζωτής;
Αναδημοσίευση από 2 Ιουλίου 2014