Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ἱερομάρτυρας
Κατηξιώθης, Χαράλαμπες, ἐκ ξίφους,
Καὶ λαμπρότητος καὶ χαρᾶς τῶν Μαρτύρων.
Τῇ δεκάτῃ Χαράλαμπες, ἐὸν ἐτμήθης ἀπὸ λαιμόν.
Ὁ
Ἅγιος Χαράλαμπος ἦταν ἱερεὺς στὴ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε
ἐπὶ αὐτοκρατορίας τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου (193 – 211 μ.Χ.). Ὅταν τὸ ἔτος
198 μ.Χ. ὁ Σέβηρος ἐξαπέλυσε ἀπηνὴ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος
τῆς Μαγνησίας Λουκιανός, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀρνηθεῖ
τὴν πίστη του. Ὅμως ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ ἀντίθετα
ὁμολόγησε στὸν ἔπαρχο τὴν προσήλωσή του στὸν Χριστὸ καὶ δήλωσε μὲ
παρρησία ὅτι σὲ ὁποιοδήποτε βασανιστήριο καὶ νὰ ὑποβληθεῖ δὲν πρόκειται
νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Τότε
ἡ σκοτισμένη καὶ σαρκικὴ ψυχὴ τοῦ Λουκιανοῦ ἐπέτεινε τὴν ὀργή της καὶ
διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὸ γέροντα ἱερέα. Πρῶτα τὸν
γύμνωσαν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Λουκιανός, παίρνοντας τὸ ξίφος του προσπάθησε νὰ
πληγώσει τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ἀποκόπηκαν τὰ χέρια του καὶ ἔμειναν
κρεμασμένα στὸ σῶμα τοῦ Ἱερομάρτυρα καὶ μόνο ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ τοῦ
Ἁγίου συγκολλήθηκαν αὐτὰ πάλι στὸ σῶμα καὶ ὁ ἡγεμόνας κατέστη ὑγιής.
Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δημίους πίστεψαν στὸν
ἀληθινὸ Θεό.
Μὲ
τὸ ζόφο στὸ νοῦ καὶ μὲ τὴ θηριωδία στὴν καρδιά, ὁ ἔπαρχος ἔδωσε ἐντολὴ
νὰ διαπομπεύσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σύρουν διὰ μέσου τῆς πόλεως μὲ
χαλινάρι. Τέλος, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ
μαρτύριό του ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Τμήματα
τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσονται στὴ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Στεφάνου
Μετεώρων καὶ στὸν ὁμώνυμο προσκυνηματικὸ ναὸ τῆς κωμοπόλεως Θεσπιῶν τῆς
Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς
στῦλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος, τῆς
οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ
μαρτυρίου, ἔλυσας καὶ εἰδώλων τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ· διὸ ἐν παρρησίᾳ
Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς
φωστὴρ ἀνέτειλας ἐκ τῆς Ἑῴας, καὶ πιστοὺς ἐφώτισας, ταῖς τῶν θαυμάτων
σου βολαῖς, Ἱερομάρτυς Χαράλαμπες· ὅθεν τιμῶμεν, τὴν θείαν σου ἄθλησιν.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν
ἐν Ἀθλοφόροις ἱερουργόν, καὶ ἐν ἱερεῦσιν, ἱερώτατον Ἀθλητήν, τῶν
θαυμάτων ῥεῖθρα, πηγάζοντα τῷ κόσμῳ, τὸν μέγαν Χαραλάμπην, ὕμνοις
τιμήσωμεν.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων ὁ Ταχυδρόμος
Ζήνων τὰ τερπνὰ τῆς Ἐδὲμ ζητῶν μόνα,
Εἰς τέρψιν εἶχε τὴν λύσιν τοῦ σαρκίου.
Εἰς τέρψιν εἶχε τὴν λύσιν τοῦ σαρκίου.
Ὁ
Ὅσιος Ζήνων καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν υἱὸς
πλουσίων ἀλλὰ καὶ ἐνάρετων γονέων. Ἐπὶ βασιλείας Οὐάλεντος (364 – 374
μ.Χ.), ἦταν διακομιστὴς τῆς ἀλληλογραφίας του. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης
ὑποστήριζε τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, καὶ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
προσπάθησε νὰ πιέσει διὰ τοῦ ἔπαρχου Μοδεστοῦ τὸν Μέγα Βασίλειο,
ἀναγκάστηκε ὅμως νὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν σθεναρὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου.
Ὁ Ἅγιος Ζήνων, μολονότι ζοῦσε σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα, διατήρησε ἀκέραιο
τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημά του.
Ὅταν
πέθανε ὁ αὐτοκράτορας, ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὸ κοσμικὸ κυκεώνα καὶ
ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο. Ἐγκαταστάθηκε σὲ καλύβα στὸ ὄρος τοῦ
Ἀντιόχου, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀσκήτευαν πολλοὶ Ἅγιοι μοναχοί.
Κοντὰ σὲ αὐτοὺς βρῆκε ἀνάπαυση ἡ καρδιὰ τοῦ Ἁγίου.
Ἡ
ζωή του ἦταν σκληρή, αὐστηρὴ καὶ τραχεία. Ἔτσι ἔλαβε χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ
καὶ ὁδήγησε πολλοὺς στὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας, ἐνῶ στήριζε τοὺς νεότερους
μοναχοὺς στὴ μίμηση τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἦταν ὁ ἐπιδέξιος ἀδελφός, ὁ
εὔγλωττος χρωματιστῆς τῆς εὐτέλειας τῆς κοσμικῆς ματαιότητας καὶ τῆς
ὑπεροχῆς τῆς ἐσωτερικῆς γαλήνης καὶ ἡσυχίας.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου
Πνεύματος, λαβὼν τὴν χάριν, δι’ ἀσκήσεως, ἀγίας Πάτερ, ζωῆς θείας
ὑπεμφαίνεις τὰς χάριτας· καὶ τοῦ Σωτῆρος θεράπων γενόμενος, τῆς παρ’
αὐτοῦ ἠξιώθης λαμπρότητος. Ζήνων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τοὺς
ἐπὶ τῆς γῆς, ἀγῶνάς σου θεοφόρε, ἡ ἐν οὐρανοῖς, ἐδέξατο εὐφροσύνη, καὶ
Ἀγγέλων συνήφθης, τοῖς στρατεύμασιν Ὅσιε, θείας δόξης ἀξιούμενος, καὶ
πρεσβεύων τῷ Παντάνακτι, ὑπὲρ πάντων τῶν βοώντων σοι· χαίροις ὦ Ζήνων
σοφέ, τῶν ἀσκητῶν καλλονή.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
θεοφόρε Ζήνων σοφέ, ἀρετῶν ὁσίων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις τῶν
τελούντων, τὴν μνήμην σου τὴν θείαν, προστάτης καὶ μεσίτης, πρὸς τὸν
Θεὸν ἡμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνα καὶ Παῦλος οἱ Παρθενομάρτυρες
Εις τις Ενναθά και Ουαλεντίνη
Εἰς ἀρραβῶνα παρθένοις κόραις δύο,
Ὁ νυμφίος δίδωσι θάρσος πρὸς φλόγα.
Εις τον Παύλον
Ἐκεῖνος οὗτος Παῦλος ὁ Χριστοῦ φίλος.
Ἡ
Ἁγία Μάρτυς Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γάζα, ἡ δὲ Ἁγία Μάρτυς Οὐαλεντίνα
καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Μόλις ξέσπασε διωγμὸς
ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, οἱ Ἅγιες συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν
ἡγεμόνα Φιρμιλιανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν
Χριστό. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ μαστιγώσουν τὴν Μάρτυρα Ἐνναθᾶ ἀνηλεῶς.
Στὴ συνέχεια, τὴν κράμασαν σὲ ξύλο καὶ τῆς ἔσκισαν τὰ πλευρά.
Ἡ
Ἁγία Οὐαλεντίνα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει τὴν ἀπανθρωπιὰ καὶ τὴ
θηριωδία τοῦ ἡγεμόνος, φανερώθηκε καὶ αὐτὴ ὡς Χριστιανή. Βιαζόμενη νὰ
προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ τῶν εἰδώλων καὶ τὸν
κατέστρεψε. Ὁ τύραννος, μόλις εἶδε τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τῆς Ἁγίας
Οὐαλεντίνης, τὴν παρέδωσε σὲ φρικώδη βασανιστήρια.
Ἀλλὰ
τὸ συνεχιζόμενο μαρτύριο τῶν δύο Ἁγίων παρθένων γυναικῶν, προκάλεσε τὴν
ἐμφάνιση καὶ ἄλλου ἀθλητὴ τῆς πίστεως. Ἦταν ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεώρησε
καθῆκον του νὰ στηλιτεύσει τὴν ἀχόρταγη θηριωδία τοῦ ἔπαρχου
Φιρμιλιανοῦ. Τότε ὁ ἔπαρχος κορύφωσε τὴν κακουργία του. Κατὰ διαταγή του
οἱ δύο Ἁγίες ὁδηγήθηκαν σὲ θάνατο διὰ πυρὸς καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος
ἀποκεφαλίσθηκε.
Ὁ πόθος τους ἐκπληρώθηκε καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀνέβησαν στὰ ἀθάνατα καὶ μακάρια σκηνώματα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ἀναστάσιος, τὸν δρόμον τείνων πρόσω,
Γῆς ἐξαναστὰς πρὸς τὸν Ὕψιστον τρέχει
Ὁ
Ἅγιος Ἀναστάσιος διετέλεσε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κατὰ τὸ ἔτος 706 μ.Χ.
καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλόθεη πολιτεία του καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἔχασε
δὲ τὸν θρόνο του ὑποστηρίζοντας τὶς Ἀποφάσεις καὶ τοὺς Ὅρους τῆς Δ’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), ὅταν ὑπέγραψε τὰ Πρακτικὰ τῆς ἐν
Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.). Εἶναι ἐσφαλμένη ἡ
ἀναγραφὴ σὲ πολλοὺς Συναξαριστὲς τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου ὡς Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Πατριάρχη Γερμανὸ († 12
Μαΐου), διότι ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ποὺ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ
ἦταν εἰκονομάχος καὶ μισητὸς στὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἐκ Ρωσίας
Ὁ
Ὅσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπὸ τὸ Σμολὲνκ τῆς Ρωσίας καὶ ἀκολούθησε τὸν
μοναχικὸ βίο γενόμενος μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὸν
ἡγούμενο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἔνιωσε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Προχόρου. Ὁ Ὅσιος
ἀγωνιζόταν μὲ μεγάλη αὐστηρότητα καὶ ἀκρίβεια στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς
πολιτείας. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἦταν ἡ νηστεία. Ποτὲ δὲν γευόταν ἄλλη
τροφὴ ἐκτὸς ἀπὸ νερὸ καὶ ψωμὶ ποὺ ἦταν φτιαγμένο ἀπὸ λοποτιὰ ἢ
ἀρνόγλωσσο, ἕνα πικρὸ φυτό (στὰ ρώσικα λέγεται «λέμπεντα»). Γι’ αὐτὸ καὶ
ἐπικαλεῖται «Λεμπεντιώτης». Καὶ ὁ Ἅγιος Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴν ἄσκηση καὶ
τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁσίου, μετέβαλε τὴν πίκρα αὐτοῦ τοῦ χόρτου σὲ γλυκύτητα.
Τὰ
χρόνια ποὺ ζοῦσε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσκολα γιὰ τὴν Ρωσία καὶ τὸν λαό της. Οἱ
πολεμικὲς ἀναταραχὲς ἔφεραν πεῖνα. Ὁ θάνατος ἀπειλοῦσε τοὺς κατοίκους
τοῦ Κιέβου. Ὁ Ὅσιος, ἀκούραστα, μάζευε τὸ πικρὸ αὐτὸ χόρτο καὶ
καθημερινὰ ἑτοίμαζε ψωμιὰ καὶ τὰ μοίραζε στοὺς πεινασμένους ἀδελφούς
του. Μερικοὶ θέλησαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ φτιάξουν μόνοι τους
ψωμὶ ἀπὸ τὸ πικρὸ αὐτὸ χόρτο. Ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ τὸ φάνε, γιατί ἦταν
πολὺ πικρό. Τότε κατάλαβαν ὅτι κάτι θαυμαστὸ συνέβαινε μὲ τὸν Ἅγιο
ἀσκητή, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε τὸ ἔργο αὐτὸ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Στὸν
καιρὸ τοῦ Ὁσίου συνέβη καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἀνάμεσα στὸν ἡγεμόνα
Μιχαὴλ Σβιατοπὸλκ καὶ στοὺς πρίγκιπες τῶν πόλεων Βλαντιμὶρ καὶ
Περεμίσλσκ. Τὰ τρόφιμα ἔφθαναν δύσκολα στὸ Κίεβο καὶ τὸ πρόβλημα
μεγάλωσε ὅταν ἔπαψε νὰ ὑπάρχει ἁλάτι. Τότε ὁ Ὅσιος μάζεψε ἀπὸ τὰ κελιὰ
τῶν μοναχῶν ὅλη τὴν στάχτη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Ἡ στάχτη ἔγινε
ἁλάτι, τὸ ὁποῖο ὁ Ὅσιος μοίραζε καὶ δὲν τελείωνε ποτέ.
Οἱ
ἔμποροι παραπονέθηκαν τότε στὸν σκληρὸ ἡγεμόνα Μιχαὴλ Σβιατοπόλκ, ὁ
ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφέρουν τὸ ἁλάτι στὴν αὐλή, γιὰ νὰ τὸ πωλεῖ
αὐτός. Τότε τὸ ἁλάτι ἔγινε πάλι στάχτη καὶ ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε, γιὰ
νὰ
οξασθεῖ
τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡγεμόνας, συντετριμμένος, πῆγε στὴ μονὴ τῶν
Σπηλαίων καὶ προσέπεσε μὲ ταπείνωση στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος προφήτεψε τὴ
νίκη τοῦ ἡγεμόνος κατὰ τῶν Πολόφτσων.
Ὁ
Ὅσιος Πρόχορος κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 1107. Ὁ ἡγεμόνας Μιχαὴλ
Σβιατοπὸλκ δακρυσμένος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ
Ἁγίου Ἀντωνίου τῶν Σπηλαίων.
Διήγηση περὶ ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ σεβασμοῦ τῆς ἱερῆς Λειτουργίας
Περιληπτικὰ ἡ διήγηση ἔχει ὡς ἕξης:
Στὶς
ἡμέρες τοῦ βασιλιὰ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395), ἦταν στὴν
Κωνσταντινούπολη κάποιος ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ πλούσιος, ποὺ ὀνομαζόταν
Ἰουλιανός. Αὐτὸς εἶχε καὶ ἕνα γιό, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο.
Ὅταν
γέρασε, ἔπεσε σὲ μεγάλη φτώχεια καὶ τότε κάλεσε τὸν γιό του γιὰ νὰ τοῦ
πεῖ κάτι σημαντικό. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν νὰ τὸν πουλήσει σὰν δοῦλο του, γιὰ
νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ
μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν ἀφέντη του καὶ ὅταν εἶχε
Θεία Λειτουργία, πρῶτα θὰ πήγαινε σ’ αὐτὴ καὶ ἔπειτα θὰ συνέχιζε πρόθυμα
τὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι θὰ εἶχε θαυματουργικὲς εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ
ὑπάκουος γιὸς δέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὴν ἑπόμενη μέρα
τὸν πούλησε σ’ ἕναν πατρίκιο τοῦ παλατιοῦ, τὸν Κωνσταντῖνο. Αὐτὸς
ἀγάπησε πολὺ τὸν Θεόφιλο γιὰ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἐργατικότητά του.
Κάποτε ὅμως ὁ πατρίκιος ξέχασε τὸν χαρτοφύλακα στὸ δωμάτιό του καὶ
ἔστειλε τὸν Θεόφιλο νὰ τοῦ τὸν φέρει. Ὁ Θεόφιλος μπῆκε στὸ δωμάτιο τὴν
ὥρα ποὺ ἡ κυρία του μοιχευόταν μὲ ἕνα δοῦλο της.
Ἀλλὰ
ὁ Θεόφιλος ἐπάνω στὴ βιασύνη του δὲν τοὺς πρόσεξε καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸν
χαρτοφύλακα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Ἡ πονηρὴ ὅμως γυναῖκα τοῦ πατρικίου,
συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο στὸν ἄντρα της ὅτι δῆθεν τὴ βίασε. Τότε ὁ
πατρίκιος θυμωμένος, συνεννοήθηκε μὲ τὸν ἔπαρχο νὰ τοῦ στείλει τὸν
Θεόφιλο γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔπαρχο, ὁ Θεόφιλος
συνάντησε ναὸ ποὺ εἶχε Θεία Λειτουργία καὶ μπῆκε μέσα γιὰ νὰ
λειτουργηθεῖ.
Ἐπειδὴ
ἀργοῦσε, ὁ πονηρὸς δοῦλος εἶπε στὸν πατρίκιο νὰ πάει αὐτὸς νὰ φέρει τὸ
κεφάλι τοῦ Θεόφιλου, ποὺ θὰ ἦταν ἤδη κομμένο. Ὅταν ἔφτασε στὸν ἔπαρχο ὁ
πονηρὸς δοῦλος, ὁ δήμιος ποὺ καραδοκοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, νόμισε ὅτι
αὐτὸς εἶναι ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἔτσι τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἀμέσως μετὰ ἔφτασε
καὶ ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ σακὶ μὲ τὸ κεφάλι τὸ μετέφερε στὸν
πατρίκιο, χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα.
Ὁ
πατρίκιος καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναῖκα του, ὅταν εἶδαν ζωντανὸ τὸν Θεόφιλο
καὶ τὸ κεφάλι τοῦ πονηροῦ δούλου μέσα στὸ σακί, ἔμειναν ἄφωνοι. Ἡ
γυναῖκα τοῦ πατρικίου τότε, ἔντρομη γιὰ τὴ θεία δίκη, ἐξομολογήθηκε τὴν
ἀλήθεια στὸν ἄντρα της καὶ ζήτησε δημόσια συγχώρηση. Ἔτσι ὁ πατρίκιος,
ἀγάπησε ἀκόμα περισσότερο τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν ἔκανε κληρονόμο σ’ ὅλη του
τὴν περιουσία.