Ο Άδης της πλεονεξίας


Ο Μέγας Βασίλειος, μέ πολλή σύνεση καί σοφία, κάνει τήν ἑξῆς παρατήρηση γιά τή σκληρή καί ἀνάλγητη πλεονεξία· «῞Οσα βλέπει ὁ ὀφθαλμός, αὐτά ἐπιθυμεῖ καί ὁ πλεονέκτης. ῾Ο ῞Αδης δέν εἶπε ποτέ, ἀρκεῖ, οὔτε ὁ πλεονέκτης εἶπε ποτέ, φτάνει. ῾Η θάλασσα γνωρίζει τά ὅριά της, ἡ νύκτα δέν ξεπερνάει τά πανάρχαια ὁροθέσιά της, ἀλλά ὁ πλεονέκτης δέν λογαριάζει χρόνο, δέν μπορεῖ νά θέσει ὅρια, δέν καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχουν διάδοχοι καί κληρονόμοι. Μιμεῖται τή βιαιότητα τῆς φωτιᾶς, ὅλα τά διευθετεῖ γιά ὅλα ἐγείρει ἀξιώσεις, καί ὅλα, θεωρεῖ, πώς ἀνήκουν σ᾿ αὐτόν» (Πρός τούς πλουτοῦντας, ΕΠΕ 6, 304-312).

   Ἡ πλεονεξία λοιπόν (ἀπό τό πλέον ἔχειν) εἶναι ἡ ἐμπαθής τάση νά μήν ἀρκεῖται κανείς σέ ὅ,τι ἔχει, ἀλλά νά ἐπιδιώκει περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα κατέχει, δικαιοῦται ἤ ἔχει πραγματικά ἀνάγκη.
Στήν Καινή Διαθήκη ἡ λέξη αὐτή δηλώνει τή δίψα νά κατέχει κανείς ὅλο καί περισσότερα, χωρίς νά λαμβάνει ὑπόψη του τούς ἄλλους, καί μάλιστα συχνά τό κάνει εἰς βάρος τους.
῾Η πλεονεξία συμπίπτει σέ μεγάλο βαθμό μέ τήν ἀπληστία, διαστροφή τῆς ἐπιθυμίας, μιά κατάσταση πού χαρακτηρίζεται ἀπό βιαιότητα καί ἀναλγησία. ῾Ο ἄνθρωπος δηλαδή δέν ἀρκεῖται στά ἀγαθά πού τοῦ χάρισε ὁ δωρεοδότης Θεός, ἀλλά πιστεύει ὅτι ἡ ὕπαρξή του θά ὁλοκληρωθεῖ καί θά ἐξασφαλισθεῖ πολύ περισσότερο, ἄν κατακτήσει καί ἄλλα ἐπιπλέον.
Καί τελικά, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά χαρεῖ οὔτε μ᾿ ἐκεῖνα τά ὁποῖα κατέχει, οὔτε μπορεῖ νά εὐχαριστηθεῖ μ᾿ ἐκεῖνα πού ἤδη αὐτή τή στιγμή κατακτᾶ, ἀλλά ὅλη ἡ βούλησή του εἶναι στραμμένη στό πῶς διαρκῶς θά κατακτᾶ καί θά κατέχει περισσότερα. Αὐτό εἶναι τό πάθος-νόσος τῆς πλεονεξίας.
῾Η πλεονεξία λοιπόν ἔχει ὡς βασικά της στοιχεῖα τήν ἐγωλατρεία, τήν ἔλλειψη ἀγάπης πρός τόν ἀδελφό καί κυρίως τό ἀκόρεστον. Τό πάθος αὐτό αἰχμαλωτίζει κυριολεκτικά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τόν κάνει πλέον νά ζεῖ καί νά λειτουργεῖ τήν εἰδωλολατρία. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλλει·
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, ἐπιθυμίαν κακὴν καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολ. 3, 5-6).
῾Η πλεονεξία βρίσκεται στή ρίζα κάθε ἁμαρτίας. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι σέ κάθε ὑπερβολή καί ἔκρηξη πάθους σέ ὁποιοδήποτε ἐπίπεδο, εἴτε πρόκειται γιά ὑλικά κέρδη εἴτε γιά ἡδονή τῶν αἰσθήσεων, ὁ ἄνθρωπος πού ἐνεργεῖ τό πάθος τῆς πλεονεξίας, χρησιμοποιεῖ τόν πλησίον ἀντί ὁ ἴδιος νά τόν ὑπηρετεῖ. ῾Ο πλεονέκτης θυσιάζει τούς ἄλλους στόν ἑαυτό του, καί μάλιστα, μέ βία ἄν χρειασθεῖ. ῾Αρπάζει καί κρατᾶ ζηλότυπα ὅ,τι διεγείρει τήν ἐπιθυμία του. ᾿Αντίθετα πρός τόν ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν», γιά νά πλουτήσουμε ἐμεῖς «τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ» (Β´ Κορ. 8, 9) ὁ πλεονέκτης ἀπογυμνώνει τούς φτωχούς πρός ὄφελός του (βλ. ᾿Ιακ. 5, 1-96). ῾Ο πλεονέκτης δηλαδή ἐπιζητεῖ νά καρπωθεῖ γιά τόν ἑαυτό του καί νά κατέχει μόνο γιά τόν ἑαυτό του ἐκεῖνο πού προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνήκει σέ ὅλους.
Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος μᾶς λέει· «Φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας» (Λουκ. 12, 15). Διότι τό νά εἶναι κανείς πλεονέκτης, σημαίνει ὅτι προσκολλᾶ τήν καρδιά του στά κτίσματα, σέ δημιουργημένα ἀγαθά, καί δέν ἀφήνει τήν ὕπαρξή του νά προσκολληθεῖ στόν Κτίστη καί Δημιουργό.
῾Η παροιμία «ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. 6, 11) παίρνει τραγικό βάθος. Διότι, ἐπιλέγοντας κανείς ἕναν ψεύτικο Θεό, ἀποκόπτεται ἀπό τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως ὁ ᾿Ιούδας, ὁ πλεονέκτης καί προδότης.
῎Αν λοιπόν δέν συνειδητοποιήσουμε καί δέν λαχταρήσουμε νά ἐντοπίσουμε τίς μορφές τῆς πλεονεξίας, στίς ὁποῖες πέφτουμε, ἀσφαλῶς θά παραμείνουμε πνευματικά ἀνάπηροι καί θά εἴμαστε εἰδωλολάτρες μέ χριστιανικό ὄνομα.
Οἱ μορφές τῆς πλεονεξίας, στίς ὁποῖες ἐμπλέκεται καί παγιδεύεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, εἶναι πολλές, διότι «τό ἄπληστον καί τό ἀκόρεστον» ἐμφωλεύει σέ κάθε πάθος. ῎Ετσι σήμερα οἱ ἄνθρωποι αὔξησαν τό πάθος τῆς πλεονεξίας σέ ὅλες τίς μορφές τῆς ζωῆς. Θέλουν νά κάνουν πολλές σπουδές. Νά κάνουν πολλά ταξίδια. Νά ἔχουν πολλά αὐτοκίνητα, πολλά ἐνδύματα, πολλά ἠλεκτρονικά εἴδη, πολλά φαγητά, πολλές σχέσεις, πολλές ἐμπειρίες, πολλές ἐνημερώσεις, ἠθικές καί μή, πληθωρισμό στά πάντα. Τό ἀκόρεστον  τῆς πλεονεξίας τό ὑπερτονίζει καί ἡ καταναλωτική κοινωνία μας καί κοντεύει ὁ ἄνθρωπος νά χάσει τόν ἑαυτό του. Καί ἄν ρωτήσει κανείς τόν σύγχρονο ἄνθρωπο ἄν αἰσθάνεται ἀναπαυμένος καί πληρωμένος, θά τοῦ ἀπαντήσει ὅτι αἰσθάνεται φτωχός ἀπό ἀγαθά, φτωχός ἀπό ἀγάπη, φτωχός ἀπό στοργή, φτωχός ἀπό εἰρήνη, φτωχός…
Κι αὐτό, γιατί μέ τήν ἐμμονή του στήν ἐπίτευξη τόσων ἐπιδιώξεων ἐμπίπτει στίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ἀνήκει πλέον στούς «υἱούς τῆς ἀπειθείας», πού σημαίνει ὅτι δέν ἐντάσσεται στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὑπηρετεῖ τόν παλαιό ἄνθρωπο καί δέν ἄρχισε ἀκόμη νά στρέφει τήν καρδιά του πρός τόν Θεό, οὔτε ἐπιθύμησε νά κατέχεται ἡ καρδιά του ἀπό τόν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό καί τόν εὐαγγελικό Του νόμο.
᾿Αλλά, ὅποιος δέν θέλει νά κατέχεται ἀπό τόν Θεό, προσπαθεῖ συνεχῶς καί ἀνελέητα νά γεμίσει τήν ψυχή του μέ τά κτίσματα καί τά δημιουργήματα· καί καθώς προσκολλᾶται σ᾿ αὐτά καί ταυτίζει τήν ὕπαρξή του μέ αὐτά, χάνει τήν ἔννοια τῆς συνάφειας καί τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό, αἰσθάνεται ἀνασφάλεια, κενό καί ἡ ζωή του εἶναι χωρίς σκοπό καί νόημα. Κι αὐτό, γιατί μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά γεμίσει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ὅ, τι ἄλλο παίρνει τή θέση τοῦ Θεοῦ μέσα του, δέν εἶναι ποτέ ἐπαρκές, γι᾿ αὐτό καί διαρκῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός θέλει ὅλο καί περισσότερα.
Εἶναι σαφῶς μωρία νά στηρίζεται κανείς στά ὑλικά ἀγαθά ἤ σέ ὅ, τι  ἄλλο παίρνει τή θέση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ στή ζωή του, ἐφόσον ὑπάρχει ὁ θάνατος καί τό πέρασμα στήν αἰώνια ζωή. ῾Η πλεονεξία θεωρεῖται καί εἶναι μ᾿ αὐτή τή βάση «βλασφημία ἀξιοκατάκριτη» (Ψαλμ. 9, 24).
Οἱ λόγοι τῶν Πατέρων πού ἀκολουθοῦν μεταφρασμένοι, μᾶς περιγράφουν μέ τά ζωηρότερα χρώματα τήν εἰκόνα τοῦ πλεονέκτη, γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά φροντίσουμε νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν θηριώδη αὐτή κατάσταση, ἡ ὁποία θεωρεῖται «νόσημα καί τυραννίς τῆς Οἰκουμένης» (᾿Ιωάν. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, 492). Καί στρέφοντας τήν ἐπιθυμία μας, ὄχι στήν πλεονεξία, ἀλλά στή λιτότητα, στήν αὐτάρκεια καί τήν ἀκτημοσύνη, μᾶς ὑπόσχονται ὅτι θά βιώσουμε τή χαρά πού ἔζησαν οἱ ὅσιοι καί ἀ-κτήμονες μοναχοί, «οἱ μηδέν ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες».
                        Πηγή