Οἱ ἐµφανίσεις τοῦ Χριστοῦ µετά τὴν Ἀνάστασή Του ἦταν πολλές. Μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπίσηµες ἦταν ἡ ἐµφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στοὺς µαθητές Του καὶ µάλιστα στὸ Θωµᾶ. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ φέρνει µιὰ ταραχὴ κι ἕναν φόβο στοὺς τροµαγµένους καὶ κρυµµένους στὸ ὑπερῷο µαθητές. Ὁ Κύριος λύει τὸν φόβο λέγοντας «εἰρήνη ὑµῖν» (Ἰωαν. 20,21 καὶ 26). Ὁ Χριστὸς «ἐν µέσῳ ἔστη, εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», λέγει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς.
Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραµεὺς κάνει τὴν ἑξῆς παρατήρηση πάνω στὴ φράση αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Δυὸ φορὲς ἀπευθύνει τὸ χαιρετισµὸ τῆς εἰρήνης στοὺς µαθητές Του. Μιὰ φορὰ πρὶν νὰ τοὺς δείξει τὶς πληγὲς τοῦ σώµατός Του κι ἄλλη µιά φορὰ µετὰ τὴν ἐπίδειξη, «ἵνα καὶ τῆς διττῆς ἀγωνίας ἀπαλλάξῃ αὐτούς», δηλαδὴ γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ διπλὴ ἀγωνία. Ἡ µία ἀγωνία τους ἦταν µήπως πέσουν στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων κι ἡ ἄλλη ἦταν ἡ φοβία µήπως βλέπουν κάποιο φάντασµα κι ὄχι τὸ Διδάσκαλό τους.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη µας.
Δὲν εἶναι µιά ἀφηρηµένη ἰδέα ἡ εἰρήνη. Ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς εἰρήνης ἑστιάζονται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. «Αὐτός γὰρ ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡµῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀµφότερα ἕν» (Ἐφεσ. 2,14), θὰ τονίσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει κοινωνία ἰδεῶν, ἀλλὰ κοινωνία προσώπων. Ὁ Χριστὸς ἔπαυσε τὴν ἔχθρα πού ὑφίστατο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, µέ τὸ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του θυσία. Εἰρηνοποίησε τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια «διὰ τοῦ αἵµατος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ» (Κολ. 1,20). Φυσικὰ καὶ πρὸ τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς δὲν κρατοῦσε ἔχθρα στὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς εἶναι εἰρηνικὸς µέ ὅλα τὰ πλάσµατά Του πάντοτε. «Ὁ Θεὸς οὐδέποτε ἐχθραίνει», λέγουν οἱ Πατέρες. Μὲ τὴν ἁµαρτία πού διαπράττουν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἐχθροὶ τῆς θείας θελήσεως, «διότι τὸ φρόνηµα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν» (Ρωµ. 8,7). Αὐτὸς μέ τήν θυσία Του ἐφιλίωσε καὶ οἰκειοποίησε τοὺς ἀνθρώπους.
Πρῶτα πρῶτα νὰ ὑπενθυµίσουµε τὸν ἀποστολικὸ λόγο πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι βρώση καὶ πόση «ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύµατι Ἁγίω» (Ρωµ. 14,17). Πράγµατι, ἡ συνάφεια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου δὲν βασίζεται σὲ ὑλικὰ πράγµατα, ὅσο στοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος πού εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις δὲν µπορούµε νὰ ἔχουµε ζωντανὴ σχέση µέ τὸ Θεό.
Ἐπίσης, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι θεὸς ἀκαταστασίας, ἀλλὰ εἰρήνης (Α΄ Κορ. 14,33). Ἡ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὰ ζητήµατα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, ἡ ταραχὴ τῶν παθῶν, ἡ ἀναίδεια τῶν ἁµαρτωλῶν ἐπιθυµιῶν, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, ἡ δυσκολία νὰ συγχωρέσουµε τὸν ἄλλο, δείχνουν µία ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν µπορεῖ νὰ συνυπάρχει µέ αὐτὰ τὸ εἰρηνικὸ πνεῦµα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόµη ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, γίνεται εἰρηνοποιὸς στοὺς ἄλλους καὶ µακαρίζεται. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοὶ ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5,9), θὰ σηµειώσει ὁ Χριστός.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος µᾶς προτρέπει νὰ συµφιλιωθοῦµε µέ τὸ Θεό. Τὰ διάφορα ἁµαρτήµατα καὶ πάθη µας καὶ φυσικὰ ἡ φιλαυτία καὶ ὁ ἐγωισµός µας γίνονται ἐµπόδιο νὰ συµφιλιωθοῦµε µὲ τὸ Θεό. Ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἔχθρα, τὸ µῖσος καὶ ὁ φθόνος, ἡ µνησικακία καὶ ἡ ὑποκρισία, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης καὶ ἡ ἐµπάθεια µᾶς κάνουν νὰ ζοῦµε µέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχυση. Ὁ διάβολος εἶναι πνεῦµα ταραχῆς, ἐνῶ ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς τῆς εἰρήνης. Δὲν µποροῦµε νὰ προσευχηθοῦµε, νὰ συµµετάσχουµε στὴ θεία Λειτουργία, νὰ κοινωνήσουµε, νὰ ἔχουµε ἀγαθὲς σχέσεις µὲ τοὺς ἄλλους, ἐὰν δὲν ἐπικρατήσει στὴν καρδιά µας ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη πάνω στὴ γῆ καὶ γιά αὐτὸ τὸ λόγο συνάπτονται καὶ συνθῆκες καὶ συµφωνίες, ἀλλ’ ὅµως, ἐφ’ ὅσον ἡ εἰρήνη αὐτὴ εἶναι ἀφηρηµένη καὶ δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι καταστάσεις ποὺ δὲν διαρκοῦν γιὰ πολὺ µεγάλο χρονικὸ διαστηµα.
Ὁ Χριστὸς µᾶς ἔδωσε τὴ δική Του εἰρήνη (Ἰωάν. 14,27). Αὐτὴν ἂς ἐπιδιώξουµε νὰ ἀποκτήσουµε, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουµε, µέ τὸν ἑαυτό µας ἀρχικὰ ἔχοντας συµφωνία στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά µας, κατόπιν µὲ τὸ Θεό, ὥστε νὰ τηροῦµε τὶς ἐντολές Του, καὶ τέλος νὰ εἰρηνεύσουµε µέ τοὺς συνανθρώπους µας, γιά νὰ ζήσουµε µαζί τους καὶ νὰ ἀποφύγουµε τὶς ἔχθρες καὶ τὶς ἔριδες. Ἀμήν.