Γιά τήν πολιτεία οἱ Ἱεροί Ναοί μας εἶναι, χωρίς συζήτηση, τόπος μολυσμού.
Ἱερός Ναός Ἁγίων Ἀποστόλων Ἁμαρουσίου
Γιά τήν πολιτεία οἱ Ἱεροί Ναοί μας εἶναι, χωρίς συζήτηση, τόπος μολυσμού. Ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ μέχρι τήν Ὡραία Πύλη, ὅλα εἶναι πηγή μετάδοσης λοιμώξεων. Δέν γίνεται διάκριση ἄν εἶναι πόμολα καί διακόπτες, ἤ εἰκόνες καί θεία Μετάληψη, τά πάντα εἶναι ἐπικίνδυνα. Μέ αὐτό τό πνεῦμα συντάχθηκε ἡ πρόσφατη Κοινή Ὑπουργική Ἀπόφαση (ΦΕΚ Β΄ 1816 - 12/05/2020). Πολλοί θά ἀντιτάξουν ὅτι οἱ διατάξεις τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεως ἀφοροῦν κάθε εἶδος ὀργανωμένου λατρευτικοῦ τυπικοῦ, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος ἤ ὁμολογίας. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι στήν προμετωπίδα κάθε ἀποφάσεως τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας, τυπώνεται τό ἐθνόσημο μέ τόν Σταυρό πού παραπέμπει στόν ἀνώτατο νόμο καί πηγή ὅλων τῶν νόμων τῶν Ἑλλήνων, τό Σύνταγμα, τό ὁποῖο ἀναπτύσσεται «Εἰς τό ὄνομα τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος».
Ἡ ἐφαρμογή τῆς Ἀποφάσεως σέ δόγματα καί θρησκεύματα ἑπομένως, ἔρχεται μόνον ὡς συνέπεια, παρεπόμενη τοῦ χαρακτήρα της πού ἀφορᾶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν μόνη ἀλήθεια πού ἀναγνωρίζουν καί οἱ συντάκτες τοῦ Συντάγματός μας. Ἐφαρμόζεται στά θρησκεύματα, ἐπειδή ἐφαρμόζεται στήν Ἐκκλησία.
Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος λοιπόν τά πάντα εἶναι μιαρά στόν Ὀρθόδοξο Ναό, σύμφωνα μέ τούς νομοθέτες μας. Γιά τήν θεία Μετάληψη δέ, ὅσα αἰσχρά δέν τολμοῦν ἀκόμα νά γράψουν, ἀφήνουν σέ «ἐκλεκτούς εἰδικούς» νά τά ποῦν ἀπό τά Μέσα ἐνημερώσεως, ξανά καί ξανά, γιά νά συμπληρωθεῖ προφορικά -τρόπον τινά- τό περιεχόμενο τῆς Ἀποφάσεως. Ἀκόμα καί διά ὑπουργικοῦ στόματος ἐλέχθη ὅτι «οἱ εἰδικοί ἔχουν τοποθετηθεῖ γιά τούς τρόπους μετάδοσης τοῦ ἰοῦ καί αὐτοί περιλαμβάνουν καί τό σάλιο». Λές καί οἱ παλαιότεροι ἦταν τόσο ἀνόητοι καί ἀφελεῖς, ὥστε νά μήν γνωρίζουν ὅτι διά τοῦ σάλιου μεταδίδονται οἱ ἀσθένειες. Λές καί δέν ὑπῆρχε ἰατρική παλιά. Τώρα τή φτιάξαμε, μέ «εἰδικούς».
Μέ αὐτές τίς «εὐχές» μᾶς στέλνουν στίς Ἐκκλησίες. Ἄν εἶναι ὅμως νά ἐφαρμόσουμε τίς ἀποφάσεις τῶν ἀρχόντων μας, ἀκολουθώντας τό πνεῦμα τους, τότε τί τελικῶς μᾶς μένει νά κάνουμε στήν Ἐκκλησία;
Ἡ ἀποστολική καί πατερική μας παράδοση, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας, ἐκφράζεται λατρευτικῶς καί λειτουργικῶς διά τῆς ἐπαφῆς. Νοεῖται ἐκκλησιασμός χωρίς προσκύνηση καί ἀσπασμό τῶν ἁγίων εἰκόνων, τῶν ἱερῶν λειψάνων, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς χειρός τοῦ ἱερέως; Στόν Ὄρθρο, μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἑωθινοῦ – ἀναστασίμου Εὐαγγελίου, βγαίνει ὁ Ἱερεύς μέ τό Εὐαγγέλιο γιά νά τό προσκυνήσουν οἱ πιστοί. Στά μοναστήρια μας, δίνεται χρόνος στήν ἀδελφότητα νά προσκυνήσει τίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου, πρό τῆς Θ. Μεταλήψεως.
Ἡ ἐκ τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου καί μέ τή χρήση λαβίδας μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων εἶναι ἡ -ὄχι ἁπλῶς δι’ ἐπαφῆς, ἀλλά- διά βρώσεως καί πόσεως μετοχή στό Σῶμα καί στό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί τήν προσφερόμενη σωτηρία μας. Ὅλα τά παραπάνω δέν διακρίνονται κατά τή συμμετοχή μας στή θεία λατρεία.
Ὅμως, ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων, πού προσπαθεῖ νά στήσει μία ἀνέπαφη καί ἐξ ἀποστάσεως κοινωνία(!), πλήρως ἐλεγχόμενη, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά διαφημίσει καί νά ἐπιβάλει τήν ἀνέπαφη λατρεία (καί παιδεία). Ποιό ἦταν τελικά τό τίμημα τῆς ἐξ ἀποστάσεως λατρείας πού προτάθηκε; Ὁ τρόμος μπροστά στήν πραγματική, «δι’ ἐπαφῆς» λατρεία. Εἴχαμε δυό μῆνες ἐγκλεισμοῦ γιά νά ὑποστοῦμε τήν πλύση ἐγκεφάλου πού μᾶς ἔγινε. Καί τί ἀνυπομονοῦσε ἄραγε νά δεῖ ἀπό τό γυαλί ἡ φυλακισμένη καρδιά μας ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, τίς Ἱερές Ἀκολουθίες ἤ τίς εἰδήσεις;
Μέσα σέ δυό μῆνες ἡ τηλεόραση ὄχι μόνο ἔγινε ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά κατάφερε νά σπείρει τρόμο σατανικό, νά ἀφοπλίσει τήν ἀνδρεία τῶν χριστιανῶν καί νά τούς διχάσει. Ἰδού ὁ διάβολος πού μπῆκε στά σπίτια μας καί τά κέρατά του στά κεραμίδια. Ἰδού ἡ δύναμή του. Τά εἶδε μπροστά του προφητικῶς ὁ ἅγιός μας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἰσαπόστολος, ἱερομάρτυς καί κήρυκας τῶν σκλαβωμένων, ὄχι μόνο τότε ἀλλά καί τώρα, Ἑλλήνων. Ἄραγε, ἄν εἴχαμε μπροστά μας τό τίμιο λείψανό του, θά τό προσκυνούσαμε ἤ θά ἔπρεπε νά τό ἀπολυμάνουμε πρῶτα;
Μή διακρινόμαστε στήν πίστη μας ἀγαπητοί ἀδελφοί. «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται», λέει ὁ Κύριος. Ἔβαλαν νόμους καί ἀποφάσεις γιά νά χτυπήσουν στά τυφλά κι ὅπου πετύχουν. Ἔσπειραν τήν ἀμφιβολία κι ὅπου φυτρώσει: γιά τίς εἰκόνες, τό χέρι τοῦ ἱερέως, τόν Ναό, τό Σῶμα καί τό Αἷμα. Ἀνοίγουν τώρα τίς Ἐκκλησίες οἱ Ἀρχές καί οἱ Ἐξουσίες, περιμένοντας τά ἀποτελέσματα τοῦ προπαγανδιστικοῦ βομβαρδισμοῦ.
Ὀρθότατα καί ὁμολογιακότατα ἀπαντοῦμε ὅτι εἶναι ἀδιαπραγμάτευτη ἡ Θεία Μετάληψη. Ἀλλά μόνον ἡ Θεία Μετάληψη; Τά ὑπόλοιπα δηλαδή τά συζητᾶμε; Ἀπό πότε ἦταν διαπραγματεύσιμα; Καί καταγέλαστοι ἐνώπιον τοῦ κόσμου, καί λίγοι ἀπέναντι στόν Κύριο θά γίνουμε ὅταν προσαρμόζουμε τήν πίστη μας ἀνάλογα μέ τό φόβο μας, ἐπιλέγοντας τί θά ἐφαρμόσουμε ἀπό τήν Ἱερά μας Παράδοση καί τί ὄχι. Πῶς διαφωνοῦμε γιά τή Μετάληψη, ἀλλά συναποφαινόμαστε γιά τίς εἰκόνες ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνες πρός μετάδοση ἀσθενειῶν; Πῶς ἀκυρώνουμε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας;
Ὁ Τίμιος Σταυρός βυθίζεται στά ὕδατα καί τά ἁγιάζει -ὄχι τά ἀπολυμαίνει, τά ἁγιάζει- κι ἐμεῖς θά φοβηθοῦμε νά τόν προσκυνήσουμε ἐπειδή τόν ἀκούμπησαν ξένα χείλη; Κοιτᾶμε τά χείλη καί τά σάλια ἀντί νά κοιτᾶμε τόν Σταυρωμένο Χριστό. Ὄχι! Ἐμεῖς θέλουμε νά κολλήσουμε τά χείλη μας στόν Σταυρό του, νά ἀσπαστοῦμε τούς φίλους του, τούς Ἁγίους, τήν Παναγία Μητέρα του, τούς τοίχους, ἀκόμα καί τά πατώματα τῆς Ἐκκλησίας πού τόσο στερηθήκαμε, τό ἱερατικό χέρι πού δανείζει ὁ ἱερέας στό Πανάγιο Πνεῦμα γιά νά εὐλογήσει…. ΤΑ ΠΑΝΤΑ!
Μᾶς λένε νά ἀπολυμανθοῦμε πρίν νά μποῦμε μέσα στόν Ναό. Αὐτά γίνονταν στήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἤθελε πλυσίματα καί καθαρμούς ποικίλους. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι εἶναι ἄχρηστα τά νιψίματα ἄν δέν καθαρίσουμε τό «ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου», δηλαδή τήν καρδιά μας, ἀπό ὅπου προέρχονται ὅλες οἱ ἀκάθαρτες σκέψεις καί οἱ βλασφημίες.
Νά ἀπολυμάνουμε λοιπόν τούς λογισμούς μας μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας καί νά ἀφήσουμε ἔξω τόν τρόμο τῶν μικροβίων καί τῶν ἰῶν. Δέν εἴμαστε ἀδελφοί ὅταν κοιτοῦμε καχύποπτα ὁ ἕνας τόν ἄλλον μήπως εἶναι ἄρρωστος, ἄν βήχει ἤ φταρνίζεται. Ἀδελφός σέ ἀδελφό νά κάνει παρατήρηση «κάνε στήν ἄκρη», δέν γίνεται. Μᾶς ἔβγαλαν ἀπό τίς Ἐκκλησίες γιά νά μᾶς ξαναβάλουν ἐχθρούς καί ἀκοινώνητους. Μέ μετρημένες ἀποστάσεις. Ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἔγινε συνωστισμός ἀπό Μυστηριακό Σῶμα.
Νά συνέλθουμε ἀδελφοί. «Εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρός ναόν τόν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου». Μπαίνουμε προσκεκλημένοι στό σπίτι τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς υἱοθέτησε καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν λέμε «Πατέρα», πού μας ταΐζει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου Του κι ἐμεῖς θά βάλουμε λογισμό ἄν εἶναι τό σπίτι του ἀπολυμασμένο καί καθαρό γιά νά ἀκουμπήσουμε; Τέτοιος Οἰκοδεσπότης Ἅγιος, Βασιλεύς βασιλευόντων καί Κύριος κυριευόντων, Παντοδύναμος, Ἐξουσιαστής, Ἄρχων εἰρήνης, εἶναι δυνατόν νά ἀναρωτιόμαστε ἄν ἔχει φροντίσει τόν Οἶκο Του; Τό μόνο ρυπαρό καί ἀκάθαρτο ἐδῶ μέσα εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, πού μας καλεῖ νά καθαριστοῦμε μέ τό Αἷμα Του. «Πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός καί ἐπίσκοπος, ἔκανε Ἐκκλησία τά χειρουργεῖα του, ἀλλά ποτέ δέν ἔπραξε τό ἀντίστροφο, διότι ἤξερε, ζοῦσε, ὅτι ἡ θεραπεία ἔρχεται ἄνωθεν. Ἔβαζε τίς εἰκόνες του μπροστά στή χειρουργική κλίνη καί ὅποτε τίς κατέβαζε τό Σταλινικό καθεστώς, ἠρνεῖτο νά χειρουργήσει. Μέ ἕνα βαμβάκι βουτηγμένο στό ἰώδιο χάρασσε τόν Σταυρό στό στῆθος τῶν ἀσθενῶν του πρίν ἀπό τήν ἐπέμβαση. Γιατί; Γιατί ὁ Σταυρός εἶναι ἡ Σωτηρία καί ἡ θεραπεία μας, ὁ Σταυρός ἁγίαζε τήν προσπάθεια. Καί πράγματι, ἡ δικτατορία τῶν μπολσεβίκων δέν μποροῦσε νά ἀγγίξει τόν ὀρθόδοξο γιατρό καί ἐπίσκοπο, γιατί ἦταν ὁ μόνος πού εἶχε ἀπλησίαστο ποσοστό ἐπιτυχίας στά χειρουργεῖα του.
Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, «εἰς τό ὄνομα τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος», τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας, εἰσέλθετε στόν Ναό Του μέ φόβο Θεοῦ καί ὄχι φόβο λοιμοῦ, μέ ἐμπιστοσύνη στήν παντοδυναμία Του, καί πίστη στή νίκη Του ἀπέναντι στόν θάνατο καί στόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τόν διάβολον». Οἱ μάσκες, οἱ ἀποστάσεις καί τά οἰνοπνεύματα δέν εἶναι γιά ἐκεῖ πού καταργοῦνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως, δηλαδή τό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου. Καί μήν παγιδευτοῦμε ἄλλη φορά στό ψευτοδίλημμα ὅτι αὐτοπεριοριζόμαστε ἀπό ἀγάπη δῆθεν πρός τόν πλησίον μας κι ὅτι ἄν «συνωστιστοῦμε» στόν ναό Του, θέτουμε σέ κίνδυνο τούς ἀδελφούς μας. Ἄν δέν ἀγαπήσουμε πρῶτα τόν Θεό μας καί δέν ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη μας λατρευτικά καί ἄφοβα, ὅπως ἔχουμε μάθει ἀπό τούς Πατέρες μας μέ ἀσπασμούς καί προσκύνηση, εἴμαστε ἀνίκανοι νά ἀγαποῦμε τούς ἀνθρώπους.