«Ανήκουμε στο Λαό του Θεού;»

π. Αθ. Μυτιληναίος 


«Ἀνήκουμε στὸ Λαὸ
τοῦ Θεοῦ;»

   Ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρειανισμοῦ διέσπασε τὸ ἕνα φρόνημα τοῦ Λαοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Κύριος ἐζήτησε στὴν Ἀρχιερατική Του προσευχὴ «ἵνα ὦσι ἕν». Νὰ εἶναι ἕνα οἱ μαθηταί Του, ὅσοι θὰ πίστευαν εἰς Αὐτόν. Δηλαδή, ἐζήτησε τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. [σ.σ.: Τὸ ἴδιο κάνει σήμερα καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Διασπᾶ τὸ ἕνα ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Λαοῦ]. 
   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος διαρκῶς ὑπενθυμίζει στὶς ἐπιστολές του: «τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες», ὅλοι νὰ ἔχουμε τὸ ἴδιο φρόνημα, τὴν ἴδια πίστη. Τὸ αὐτὸ φρόνημα στὴν πίστη, λοιπόν, καθορίζει τὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ κοινὸ φρόνημα δὲν συνιστᾶ τὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ἡ αἵρεσις, ἐκεῖ εἶναι ἡ διάσπασις. Ἡ ἑνότης τῆς πίστεως ἐξασφαλίζει τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρᾶγμα ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία «τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
  Αὐτὸ τὸ αἴτημα, δηλ. «τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», περικλείει ὅλη τὴν ποιμαντικὴ φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλες οἱ ἄλλες φροντίδες ἀποτελοῦν περιθώριο. Τί εἶναι τὸ πρωτεῦον; Ἡ ἑνότης τῆς Πίστεως, δηλ. νὰ φροντίσει ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι νὰ πιστεύουν τὸ ἴδιο καὶ νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας. [σ.σ.: Πόσοι Ἐπίσκοποι σήμερα καὶ πόσοι ἱερεῖς φροντίζουν αὐτό; Ἐλαχιστότατοι. Ἀντίθετα, ἔχει καταγγελθεῖ ὅτι πολλοὶ Ἐπίσκοποι ἀπαγορεύουν στοὺς ἱερεῖς τους νὰ μιλήσουν κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Ἐναντίον δὲ τοῦ αἱρεσιάρχη Πατριάρχη, οὔτε ποὺ τὸ διανοοῦνται νὰ ἐκφρασθοῦν].
  Ἀλλὰ τότε, ποιά γνωρίσματα συνιστοῦν τὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ τὰ γνωρίσματα θὰ παρακαλέσω νὰ τὰ προσέξετε, γιατὶ θὰ ἀποτελέσουν ἕνα κριτήριο στὸν καθένα μας, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν ἀνήκουμε εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ. Μήπως δὲν ἀνήκω εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ;
  [σ.σ.: Πρῶτοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς ποὺ ἀκολουθοῦν πάνδημα τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἢ κοινωνοῦν μαζί τους –καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ ἄκριτα τοὺς ἀκολουθοῦν– ἂς κάνουν στὸν ἑαυτό τους αὐτὸ τὸ ἐρώτημα: Ἀκολουθώντας αὐτοὺς ποὺ προάγουν ἢ ἀνέχονται τὸν Οἰκουμενισμό, ἀκολουθῶ ταυτόχρονα τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἐντέλλονται: «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε»;].
    Τὸ πρῶτο γνώρισμα, ὅπως τὸ ὁριοθετεῖ ὁ Κύριος, εἶναι ἡ διάκρισις τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ διακρίνεται ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ Κύριος: «Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ», δηλ. γιὰ τὸ δικό Μου τὸ Λαὸ παρακαλῶ· «οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι ὅτι σοί εἰσι», δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο, τὸ ὑπογραμμίζω, δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο! ―Σκληρό, φοβερό! Ναί.―  Ἀλλὰ παρακαλῶ μόνο γιὰ τὸν Λαὸ ποὺ Μοῦ ἔδωσες. «Ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου».
   Εἴδατε, ἀμέσως ἐμφιλοχωρεῖ ἀνάμεσα στὰ δύο μέλη αὐτά, τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κόσμο, ἐμφιλοχωρεῖ τὸ μῖσος, καὶ ἐφ’ ὅσον  δὲν εἶναι ὁ Λαὸς ὁ δικός Μου ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ κόσμος μισεῖ τὸν Λαό Μου. Ἀκόμη: «Οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ». Δὲν σὲ παρακαλῶ, τὸ Λαό μου νὰ τὸν πάρεις ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς φυλάξεις ἀπὸ τὸν Διάβολο. «Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί». Ὁ Λαός Μου δὲν εἶναι ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπως κι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.
  Καὶ φυσικὰ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ παρέμενε μόνο ἡ γενεὰ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ μιὰ διαχρονικὴ γενεά, ἕως τὸ τέλος τῆς ἱστορίας. Οἱ πιστοὶ ἕως τὸ τέλος τῆς ἱστορίας δὲν θὰ κάμπτουν γόνυ τῷ  Βάαλδὲν θὰ κάμπτουν γόνυ στὸν Ἀντίχριστο [σ.σ.: δὲν θὰ κάμπτουν γόνυ στοὺς Οἰκουμενιστές, οὔτε θὰ κοινωνοῦν μαζί τους]! Θὰ διωχθοῦν, ὅταν οἱ ἄλλοι –δυστυχῶς καὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί– θὰ ἔχουν προσκυνήσει τὸν Ἀντίχριστο.
   Προσέξατέ το· ὑπάρχει διαφορὰ καὶ πρέπει νὰ διαφέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς κατηγοροῦν καὶ μᾶς λένε· τί δηλαδή, ἀποτελεῖς κάτι τὸ ξεχωριστό; Ναί, κάτι τὸ ξεχωριστό! Μά; Τίποτα. Ἄλλο εἶναι ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ κι ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος.
  Λέγει ὁ Κύριος: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ». Δὲν παρακαλῶ μόνο γι’ αὐτούς, τοὺς μαθητάς Μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ πίστευαν ἀπὸ τὸν δικό τους λόγο σὲ μένα.
   Συνεπῶς, τὸ γνώρισμα  διαχωρισμοῦ  τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο –τὸν ἀντιλαμβανόμεθα– εἶναι βασικοτάτης σημασίας, γιατὶ ἀλλοιώτικα ἔχουμε τὴν ἐκκοσμίκευση τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐκκοσμικευθεῖ, παύει αὐτομάτως νὰ εἶναι Λαὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεπῶς ματαιώνεται ἡ σωτηρία. [σ.σ.: Τί νὰ ποῦμε σήμερα, ποὺ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει μόνο ἐκκοσμικευθεῖ, ἀλλὰ καὶ οἰκουμενιστικοποιηθεῖ;].

   Ἕνα δεύτερο γνώρισμα τοῦ Λαοῦ εἶναι ἡ βαθειά γνῶσις τοῦ ἀληθινοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅπως ὁ Κύριος ἐτόνισε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα (ὄχι εἰς τὰ ὀνόματα, εἰς τὸ ὄνομα, γιατὶ ἕνας εἶναι ὁ Θεός) τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος». Ὁ Κύριος τονίζει εἰς τὴν Ἀρχιερατική Του προσευχή, «ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου». Ἔκανα φανερό, λέγει, τὸ ὄνομά Σου, στοὺς ἀνθρώπους, δηλ. στὸ Λαό Μου, ποὺ ἦσαν ἐκ τοῦ κόσμου, (ἀλλά) πίστεψαν καὶ ἀπετέλεσαν, βέβαια, τώρα τὸ δικό Μου Λαό.
  Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί, εἶναι θεμελιώδους σημασίας, διότι καθορίζει τὴν αὐτοτέλεια τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς πρὸς κάθε ἄλλη ψευδῆ ἢ κατ’ ἐπινόησιν θρησκεία.
   [σ.σ.: Τοῦτο ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα μὲ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπ’ τὴν μία μεριά (δηλ. τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀνήκει ὁ ὅρος Χριστιανισμός, ἀφοῦ οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Χριστιανισμός), καὶ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἐπερχόμενη Πανθρησκεία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μὲ Μία Πίστη καὶ Ἕνα Βάπτισμα, συγκεκριμένα Δόγματα καὶ Ἱεροὺς Κανόνες, πράγματα ποὺ σχετικοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἐκ κακοδόξου διαθέσεως· ταυτόχρονα ὅμως, οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ Ἱεροὶ κανόνες παραποιοῦνται ἀναπολόγητα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἐκ δειλίας, συμφέροντος ἢ ἀδιαφορίας].
    Μὴν τὸ ξεχνᾶμε αὐτό, διότι πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἢ τὸ περὶ Θεοῦ θέμα, καθορίζει τὴν κάθε Θρησκεία. Τί θὰ πεῖ εἶμαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος; Πιστεύω εἰς τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν. Μπορῶ νὰ καθήσω σὲ συμπόσιο εἴτε διαλογικό, εἴτε ὁποιοδήποτε ἄλλο, μὲ ἕνα Μουσουλμᾶνο; Αὐτὸς τί πιστεύει; Βλέπετε, λοιπόν, ὁ Θεός, δηλ. ποιός εἶναι ὁ Θεός, καθορίζει ποιά εἶναι ἡ Θρησκεία. Θεμελειώδης, θεμελειωδεστάτης σημασίας. Ἐγὼ ὁ Χριστιανὸς πιστεύω εἰς τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν.
    Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ βρίσκομαι ἐδῶ εἰς τὴν Λάρισαν σᾶς τονίζω καὶ λέγω, «ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός», «Ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός», ὥστε νὰ σᾶς γίνει οὐσία σας. Γιατί; Διότι μὲ  ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα συμβαίνουν μὲ τὸν λεγόμενο Οἰκουμενισμό, τὴν μίξιν  τῶν Θρησκειῶν, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνακατεύουν. Ἡ παγκοσμιοποίηση θὰ φέρει καὶ τὴν μίξιν ὅλων τῶν Θρησκειῶν.

     Ἕνα τρίτο γνώρισμα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ Κύριος: «σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι». Πῶς τὸν λόγον Σου τήρησαν, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος; «Τῷ ἐμοὶ πιστεῦσαι καὶ μὴ προσέχειν τοῖς Ἰουδαῖοις». Τὸ νὰ πιστεύουν σὲ μένα καὶ νὰ μὴ πιστεύουν πλέον εἰς τοὺς Ἰουδαίους. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, κι ἐδῶ, ταυτίζεται μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐτήρησαν λοιπόν, τὸν ἀποκαλυφθέντα Εὐαγγελικὸ Νόμο.
  Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνήκει στὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν ἐφαρμόζει ὁλόκληρη, χωρὶς ἐπιλογές, τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ξέρετε, πάρα πολλοὶ Χριστιανοί μας, ἔχουν μιὰ ἐπιλογικὴ προτίμηση. Δέχονται αὐτὸ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν δέχονται, ὅμως, κάτι ἄλλο παραπέρα… Ἔτσι, αὐτοί δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ λέγουν ὅτι ἀνήκουν εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ.
          Ἀνήκουμε πράγματι εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ;
     «Ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ». Μία ἀπόδειξις εἶναι ἡ τήρησις τῶν Ἐντολῶν. Ἡ πίστις εἰς τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ τήρησις ὅλων τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν.
    [σ.σ.: Ἐδῶ –κι ὄχι σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἐκεῖ πταίομεν ἅπαντες– ἔγκειται ἡ πτῶσις τῶν εσεβῶν, τὴν ὁποία κρύπτουν καὶ ἀρνοῦνται νὰ συζητήσουν, ὑποτιμώντας καὶ ἐλεεινολογώντας ὅσους τοὺς τὸ ὑποδεικνύουν: Ἀρνοῦνται τὴν Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ  γιὰ  ἀπομάκρυνση  ἐκ τῶν Οἰκουμενιστῶν,  οἱ ὁποῖοι πλέον ἐπίσημα καὶ συνοδικὰ ἀπέδειξαν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα. Καὶ νά, μερικὲς ἀπὸ τὶς Εὐαγγελικὲς Ἐντολὲς ποὺ παραβαίνουν: Εἶναι τό: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθαι»· ἄλλη εἶναι τό: «καὶ  χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγητε»· ἄλλη εἶναι τό: «μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους».
    Ἂς σκεφτοῦμε, λοιπόν, ἁγιοπατερικά: Ὅποιος κοινωνεῖ μὲ τοὺς ὑπογράψαντες τὴν ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων στὴν Κολυμπάριο Σύνοδο, ὅποιος ἀποδέχεται ὡς Ὀρθόδοξο τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖοτὸν Ἰωάννη Ζηζιούλα κ.λπ. δὲν «ἅπτεται ἀκαθάρτων» αἱρετικῶν, δὲν λέγει μετ’ αὐτῶν τὸ «χαίρειν», δὲν «συγ-κοινωνεῖ» μαζί τους; Συλλειτουργώντας ὡς Ἐπίσκοποι καὶ ἐπαινώντας τους, ἔμπλεοι μάλιστα χαρᾶς, διότι ἔλαβαν μέρος στὴν Σύνοδο δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουν ὡς ὀρθοδοξότατους ποιμένες;].
    Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ πιστεύει στὴν θεανθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν θεωρεῖ τὸν Χριστὸν “ψιλὸν” ἄνθρωπον ἢ ὅ,τι ἄλλο φλυάρησαν καὶ φλυαροῦν αὐτοὶ ποὺ δὲν δέχονται τὸν Ἰησοῦν ὡς Θεάνθρωπον.
   [σ.σ.: Νά, λοιπόν, καὶ ἡ βλασφημία τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀνάλογη μὲ αὐτὴ τῶν Νεστοριανῶν, τῶν Μονοφυσιτῶν, τῶν Μονοθελητῶν. Ἢ μήπως εἶναι μικρότερης σημασίας καὶ μικροτέρη βλασφημία, ἡ ἄρνηση τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ παραδοχὴ ὅτι καὶ οἱ αἱρέσεις προσφέρουν σωτηρία; Ἡ παραδοχὴ ὅτι βάπτισμα ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὅτι τελικὰ ὑπάρχουν πολλοὶ Χριστοί, πολλὰ Ἅγια Πνεύματα, αὐτὰ τῆς Μίας Ἐκκλησίας, καὶ ἐκεῖνα τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν»;
    Οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πιστοὶ δὲν ἐπικοινωνοῦσαν μὲ τὸν Ἄρειο, μὲ τὸν Νεστόριο κ.λπ. ἐπειδὴ ἀποκάλεσαν τὴν Θεοτόκο Χριστοτόκο! Καὶ ἐνῶ δὲν εἶχε ἐπισημοποιήσει ὁ Νεστόριος τὴν κακοδοξία του καὶ βλασφημία του σὲ κάποια Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οὔτε εἶχε ὁ Νεστόριος καταδικαστεῖ ἀπὸ κάποια Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅμως οἱ πιστοί, ποὺ ἦταν πράγματι Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνθηκαν ἀπ’ αὐτόν. Σήμερα, οἱ αἱρετικοὶ ἔχουν δείξει τὶς προθέσεις τους (τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστές), τὶς ἔχουν ἐπισημοποιήσει. Κι ὅμως οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς φιλοσοφοῦν ὑπεροπτικὰ καὶ «φωτισμένα» καὶ διδάσκουν κακόδοξα ἄλλη πρακτική, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἁγίων: ἐμεῖς, λένε, δὲν δεχόμαστε ΟΛΟ τὸ Εὐαγγέλιο, ΟΛΗ τὴν Παράδοση, δὲν δεχόμαστε τὴν πρακτικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ «μὴ κοινωνίας μὲ τοὺς ἀκοινώνητους», περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπ’ αὐτούς! Ἐμεῖς θὰ κοινωνοῦμε μαζί τους, ἀλλὰ θὰ διατεινόμαστε ὅτι δὲν δεχόμαστε τὶς κακοδοξίες τους!!!
    Σὲ ποιοῦ Ἁγίου τὴν διδασκαλία, ὅμως, στηρίζουν αὐτὲς τὶς κακοδοξίες τους; Ἂν θέλουν προσωπικὰ νὰ κοινωνοῦν, εἶναι δικαίωμά τους, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν, εἴτε διότι δὲν ἔχουν καλὴ πληροφόρηση γιὰ τὶς θεῖες Ἐντολές, εἴτε διότι δὲν ἀντέχουν τὴν ἀπομόνωση, εἴτε διότι φοβοῦνται τὸν διωγμό. Τοῦτο τὸ τελευταῖο, τὸν διωγμό, φοβᾶται κάθε ἄνθρωπος, ἂν θὰ τὸν ἀντέξει· καὶ κάποιος ποὺ ἔχει διακόψει τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς (ὁμιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου). Ἄλλο ὅμως τὸ τί θὰ πράξει ὁ καθένας προσωπικὰ τώρα ἢ τὴν δεδομένη στιγμὴ τοῦ διωγμοῦ, κι ἄλλο αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀποφασίσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ θέλει νὰ τὸ ἐπιβάλλει καὶ στοὺς ἄλλους. Δὲν πρέπει νὰ διδάσκουμε, ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε νὰ πραγματοποιήσουμε, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία· τὸ ὁποῖο ὁ καθένας (ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του καὶ τὴν προαίρεσή του) θὰ τὸ προσεγγίσει ἢ θὰ τὸ πραγματοποιήσει.
    Ὅσοι, λοιπόν, αὐτὴ τὴν κακόδοξη πρακτικὴ τῆς συνέχισης ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, θέλουν νὰ τὴν ἐπιβάλλουν καὶ στὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ σφάλουν· αὐτὸ ἀποτελεῖ πνευματικὸ πτώση, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν προσωπικὴ σωτηρία μας ἀφ’ ἑνός, καὶ τὴν προώθηση τῆς αἱρέσεως ἀφ’ ἑτέρου, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς δὲν φοβοῦνται τίποτ’ ἄλλο πλέον, παρὰ τὴν Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τους. Τοῦτο φάνηκε πολλὲς φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Φάνηκε δὲ καθαρά, ὁλοκάθαρα καὶ στὴν περίπτωση τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου  τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα (τὴν ὁποία παρότρυνε ὁ ἅγιος Παΐσιος τὴν δεκαετία τοῦ 1970) καὶ ἡ ὁποία κατεστάλη μὲ σκληρὰ μέτρα καὶ ὑπόγειες μεθοδεύσεις ἀπὸ τὸ Φανάρι, ἀλλὰ καὶ στὴν προχθεσινὴ Διακοπὴ Μνημοσύνου μοναχῶν τῆς Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος].
     (Συνεχίζεται ἡ ὁμιλία τοῦ π. Ἀθανασίου): Ὁ Ἄρειος ἠρνήθη τὴν θείαν φύση τοῦ Χριστοῦ. Χάριν δὲ αὐτῆς τῆς περιπτώσεως ἔγινε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ θὰ ὑποβόσκει ἕως τὴ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο (αὐτὴ ἡ αἵρεσις). Λίγο ἀργότερα μία ἄλλη αἵρεσις, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἀρνεῖται μὲν τὴν θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ θὰ ἀρνεῖται τὴν φύση τὴν ἀνθρωπίνην· οἱ λεγόμενοι Μονοφυσίτες. Ἕρπει αὐτὴ ἡ αἵρεση μέχρι σήμερα. Λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας». Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀποσταλεὶς στὸν κόσμον Μεσσίας μὲ σκοπὸν νὰ σώσει τὸν κόσμον· καὶ τὸν σώζει διὰ τοῦ ἰδίου Του αἵματος. Καὶ ἡ προσέγγιση στὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ γίνεται πάντοτε διὰ τῆς Πίστεως.

   Ἀκόμη, γνώρισμα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἑνότης. Ὁ Κύριος κατ’ ἐπανάληψιν ἀναφέρει στὴν Ἀρχιερατική του προσευχὴ «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς». Νὰ εἶναι, λέει, ἕνα -ἑνότης- ὅπως ἡμεῖς, δηλ. ἐγὼ ὁ Υἱός, μετὰ Σοῦ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Βάπτισμα εἶναι ἕνα, ἡ Ὁμολογία Πίστεως εἶναι μία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία.

   Βέβαια ὑπάρχουν καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ. Στοιχεῖα ποὺ δίδει ὁ Υἱὸς στὸν Λαὸ τὸ δικό Του. Καὶ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή· εἶναι ἡ τήρησις ἐκ τοῦ πονηροῦ, ὅσων βρίσκονται στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀποστασίας· εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ Λαοῦ Του· εἶναι ὁ ἐν ἀληθείᾳ ἁγιασμός· εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ στὸ Λαὸ τὸ δικό Του.

    Ἀγαπητοί, ἔχομεν συνείδησιν ὅτι ἀνήκομεν εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ;
       Ἀνήκω εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ.
   Ἔχω αὐτὸ κι ἐκεῖνο, τὰ γνωρίσματα ποὺ μᾶς καθιστοῦν Λαὸ τοῦ Θεοῦ;
    Θέλουμε νὰ ἀνήκουμε στὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ, στὸ Λαὸ τοῦ Χριστοῦ; Στὸ δικό Του Λαό; Τὸ νέο Λαό; Τὴν Ἐκκλησία Του; Θέλουμε;
   Ἂς ἐξετάσουμε, τὰ γνωρίσματα ἐκεῖνα, ποὺ συνιστοῦν τὸν δικό Του Λαό, ἂν τὰ ἔχουμε. Γιατὶ ἔξω ἀπὸ τὰ γνωρίσματα αὐτά, μὴ ἀπατώμεθα, Λαός Του δὲν εἴμεθα.

 Ἀπομαγνητοφώνηση ἀποσπασμάτων ἀπὸ ὁμιλία π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου 

    Ἀσφαλῶς τὰ πράγματα δὲν πᾶνε καθόλου καλά. Ἡ αἵρεση γαυριᾶ. Ὅσοι ἀντιστέκονται εἶναι διηρημένοι. Καὶ τὸ ἐρώτημα τοῦ π. Ἀθανασίου ἐπανέρχεται: «Ἀνήκουμε εἰς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἔχω αὐτὸ κι ἐκεῖνο, τὰ γνωρίσματα ποὺ μᾶς καθιστοῦν Λαὸ τοῦ Θεοῦ;». Ποῦ εἶναι ἡ ἑνότητά μας, σημαντικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνήκειν στὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ;