Ο Γέροντας Παΐσιος ανέβηκε κάποτε με δύο Σιναΐτες πατέρες στην κορυφή της Αγίας Αικατερίνης για να κάνουν Θεία Λειτουργία. Όταν τελείωσαν, άρχισαν να κατεβαίνουν οι άλλοι. Ο Γέροντας έχοντας φέρει μαζί του κοπίδι, πήγε στον βράχο που είχε γράψει το όνομά του ο Καζαντζάκης, και έσβησε το όνομα αυτού του δεδηλωμένου αθέου. Το θεωρούσε αταίριαστο σε εκείνο τον Άγιο τόπο οι προσκυνητές να βλέπουν το όνομα ενός βλασφήμου. Να υπάρχει "το βδέλυγμα της αθεΐας εν τόπω Αγίω".
Ο ένας από τους πατέρες, που ήταν και Κρητικός, ενώ κατέβαινε, άκουγε τον π. Παΐσιο να χτυπά με το κοπίδι, και νομίζοντας ότι επιδιορθώνει το πέτρινο μονοπάτι του φώναζε:
- Έλα, πάτερ Παΐσιε, άσ' το τώρα το μονοπάτι. Πάμε να φύγουμε.
Και ο Γέροντας του απαντούσε χαμογελώντας:
- Ό,τι μπορώ, Γέροντα...
Ο π. Παΐσιος αποστρεφόταν τον Καζαντζάκη, λόγω της αθεΐας και των βλασφημιών του και δεν ήθελε ούτε να βλέπη, ούτε να ακούη το όνομά του.
Από το βιβλίο του Ιερομονάχου Ισαάκ: ''Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου''.