Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
"Μὴ πρόσεχε αὐτῶν τῇ χρηστολογίᾳ, μηδὲ τῇ νομιζομένῃ ταπεινοφροσύνῃ·… Μὴ τοῖς φιλήμασι πρόσεχε, ἀλλὰ τὸν ἰὸν φυλάσσου".
Βιώνουμε πραγματικὰ καιροὺς ἀποκαλυπτικούς, καιροὺς ἀσεβείας, πτώσης, προδοσίας, ἀλλὰ καὶ καιροὺς ἀπορίας. Τὸ ποίμνιο βλέπει, καταλαβαίνει, ἀλλὰ ὡς μὴ κατηχούμενο, ἀπορεῖ ὡς τὸ τί πρέπει νὰ πράξει. Στὴν γενικὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ, πολλοὶ ρωτοῦν: Τί πρέπει νὰ κάνουμε, πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερθοῦμε ἀπέναντι στοὺς σημερινοὺς «ποιμένες»;
Ἀποροῦν, λοιπόν, οἱ πολλοὶ καὶ ἀμφιταλατεύονται, διότι ἀπὸ τὴν μία βλέπουν τὴν προδοσία, ἀπὸ τὴν ἄλλη βλέπουν καὶ ἀκοῦν διαφορετικὰ κηρύγματα· κηρύγματα ποὺ δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τοὺς Πατέρες, γιατὶ τὸ ὁμόφρονο ἔχει πάψει πιὰ νὰ ὑπάρχει. Ἀκοῦν κηρύγματα μίας δῆθεν μετανοίας, δῆθεν συγγνώμης, δῆθεν ἀγάπης, δῆθεν ὑπομονῆς, τὰ ὁποῖα τοὺς τυφλώνουν, τοὺς κάνουν νὰ ξεχνοῦν, τί προηγήθηκε. Βλέπουν τὴν ὑποκρισία, ἀλλὰ παράλληλα ἀκοῦν τὰ περὶ ὑπακοῆς καὶ τὸ «ἔχει γνῶσιν ὁ φύλαξ» καὶ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνακαλύψουν τὸν τρόπο ἀντιμετώπισης τῆς τραγικῆς αὐτῆς κατάστασης.
Καὶ ὅμως ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, μόνοι ἀπλανεῖς σύμβουλοί μας πρέπει νὰ εἶναι μόνο οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὅσοι πιστὰ τοὺς ἐκφράζουν. Ὡς ἐκφραστὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ἔζησαν παρόμοιες καταστάσεις, μᾶς ἄφησαν τὴν διδαχή τους, τὶς παρακαταθῆκες τους. Ἀπὸ αὐτοὺς μόνο μαθαίνουμε ἄνευ ὁποιουδήποτε σφάλματος, τὸ τί χρειάζεται νὰ γίνει τουλάχιστον ἐκ μέρους τοῦ καθενὸς πιστοῦ.
Διαβάζουμε στὶς κατηχήσεις τοῦ ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, κατηχήσεις ποὺ ἀφοροῦν ὅλους τοὺς ἀληθινὰ πιστοὺς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ ὅλες τὶς κοινωνίες:
«∆εινὸν ἡ ἁμαρτία, καὶ νόσος χαλεπωτάτη ψυχῆς ἡ παρανομία· ὑποτέμνουσα μὲν αὐτῆς τὰ νεῦρα, καὶ πυρὸς δὲ αἰωνίου γιγνομένη παραίτιος… Πολλοὶ λύκοι περιάγουσιν ἐν ἐνδύμασι προβάτων, προβάτων μὲν ἐνδύματα κεκτημένοι, οὐ μὴν καὶ ὄνυχας καὶ ὀδόντας· ἀλλὰ τὴν ἥμερον περικείμενοι δορὰν καὶ τῷ σχήματι τοὺς ἀκάκους ἀπατῶντες, τὴν φθοροποιὸν τῆς ἀσεβείας ἐκ τῶν ὀδόντων προσχέουσιν ἰόν… Ἆρα ἔστι τι τούτων ἀσεβέστερον; ἔστι τι τούτων ἀθλιώτερον; Ἐγὼ διηγοῦμαί σοι τὴν πλάνην, ἵνα μειζόνως αὐτοὺς μισήσῃς. Φεῦγε οὖν τὴν ἀσέβειαν, μηδὲ χαίρειν λέγε τῷ τοιούτῳ, ἵνα μὴ κοινωνήσῃς τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους· καὶ μήτε πολυπραγμονήσῃς, μήτε εἰς λόγους αὐτοῖς ἐλθεῖν θελήσῃς. Καὶ μίσει μὲν πάντας αἱρετικούς, ἐξαιρέτως δὲ τὸν τῆς μανίας ἐπώνυμον...· ἀλλὰ διὰ τὰ δυσσεβῆ δόγματα μίσει τὸν τῆς κακίας ἐργάτην, τὸ δοχεῖον παντὸς ρύπου, τὸν πάσης αἱρέσεως βόρβορον ὑποδεξάμενον. Φιλοτιμούμενος γὰρ ἐν κακοῖς ἐξαίρετος γενέσθαι, τὰ πάντων λαβών, καὶ μίαν αἵρεσιν πεπληρωμένην βλασφημιῶν καὶ πάσης παρανομίας συστησάμενος, λυμαίνεται τὴν ἐκκλησίαν, (μᾶλλον δὲ τοὺς ἐκτὸς τῆς ἐκκλησίας) ὡς λέων περιπατῶν καὶ καταπίνων. Μὴ πρόσεχε αὐτῶν τῇ χρηστολογίᾳ, μηδὲ τῇ νομιζομένῃ ταπεινοφροσύνῃ· ὄφεις γάρ εἰσι γεννήματα ἐχιδνῶν. Καὶ Ἰούδας ἔλεγε, Χαῖρε Ῥαββί, καὶ προεδίδου. Μὴ τοῖς φιλήμασι πρόσεχε, ἀλλὰ τὸν ἰὸν φυλάσσου. Καὶ ἵνα μὴ μάτην δοκῶμεν αὐτοῦ κατηγορεῖν, ἐν παρεξόδῳ τίς ἐστιν οὗτος ὁ Μάνης εἴπωμεν, καὶ τί διδάσκει ἐκ μέρους· …κλέπτης γάρ ἐστιν ἀλλοτρίων κακῶν, ἐξιδιοποιούμενος τὰ κακά. Καὶ γέγραπται· Ὃς δ' ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν. Ἐβλασφήμησεν οὖν, Πνεῦμα ἅγιον ἑαυτὸν εἰπών. Ὁ ἐκείνοις κοινωνῶν, βλεπέτω μετὰ τίνων ἑαυτὸν ἐντάσσει». (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ἀποσπάσματα ἀπὸ Κατήχησις Α΄ καὶ Δ΄ Φωτιζομένων, ἐν Ἱεροσολύμοις σχεδιασθεῖσα, Εἰσαγωγικὴ τοῖς τῷ βαπτίσματι προσελθοῦσι, 6.12 περὶ αἱρέσεων).
Μᾶς κατηχεῖ, λοιπόν, ὁ ἅγιος Κύριλλος:
«Κακὴ ἡ ἁμαρτία, καὶ ἀκόμα χειρότερη νόσος/ἀσθένεια εἶναι ἡ παρανομία, διότι ἡ παρανομία παραλύει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς καὶ ὁδηγεῖ στὴν κόλαση».
Ἡ παρανομία λοιπόν, εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι δολοφόνος καὶ ἄκρως κολλητικὴ ἀσθένεια. Ὅποιος παρανομεῖ, ἰδίως οἱ ποιμένες, ὁδηγεῖ καὶ τοὺς ἄλλους στὴν παρανομία καὶ ἡ κατρακύλα δὲν ἔχει σταματημό. Τὸ διαπιστώνουμε σήμερα περίτρανα καὶ κανεὶς ποὺ ἔχει σώας τὰς φρένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀμφισβητήσει.
Πόσο διαφορετικὸς ὁ λόγος του Ἁγίου ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν σημερινῶν ποιμένων ποὺ μᾶς ὑπερτονίζουν τὴν προσωπική μας ἁμαρτία, ἀλλὰ συγκαλύπτουν ἢ ὑποβαθμίζουν τὴν παρανομία. Ἂν δεχθεῖ κάποιος –καὶ πρέπει ἂν εἶναι πιστὸς νὰ τὸ δεχτεῖ– ὅτι οἱ ποιμένες σήμερα, ἐκτὸς λίγων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, παρανόμησαν καὶ παρανομοῦν ἀσυστόλως, τότε πρέπει νὰ δεχθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ παρανομία δὲν καταργεῖται μὲ τὶς γνωστὲς ἐκ ἄμβωνος ρήσεις «τί νὰ κάνουμε, λυποῦμαι, τὸ κρᾶτος εὐθύνεται, οἱ ποιμένες δὲν στάθηκαν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων, ἂς μετανοήσουμε ὅλοι μας καὶ ἂς συνεχίσουμε ὅπως πρῶτα, αἴσχος κλπ.». Αὐτὰ ὅλα ἀποτελοῦν καλάκουστες δικαιολογίες, ποὺ χαϊδεύουν αὐτιὰ καὶ κοιμίζουν συνειδήσεις, ἀφοῦ τοὺς λόγους δὲν τοὺς ἀκολουθεῖ ἡ πρακτικὴ συνέπεια, ὅπως θὰ μᾶς ἀποδείξει ὁ ἅγ. Κύριλλος:
«Μεταξὺ τῶν ποιμένων κυκλοφοροῦν πολλοί, πάμπολλοι λύκοι μὲ δορὰ προβάτου, μοιάζουν ἄκακοι ἀφοῦ δὲν φαίνονται τὰ νύχια καὶ τὰ δόντια τους καὶ μεταδίδουν ἀπὸ τὸ στόμα τους ἕναν θανατηφόρο ἰό, τὸν θανατηφόρο ἰὸ τῆς ἀσεβείας. Τί ὑπάρχει περισσότερο ἀσεβὲς καὶ ἄθλιο ἀπὸ αὐτούς; Σοῦ διηγοῦμαι τὴν πλάνη, γιὰ νὰ τοὺς μισήσης μὲ ὅλην σου τὴν δύναμη».
Ὑπάρχει ἕνας ἰὸς λοιπόν, ποὺ εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ ἐπικίνδυνος καὶ ὀλέθριος γιὰ μᾶς, ὁ ἰὸς τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς παρανομίας. Αὐτὸς μεταδίδεται ἄμεσα ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ψευδοποιμένων καὶ ψευδοδιδασκάλων ποὺ λυμαίνονται τὴν Ἐκκλησία, γιατὶ κανεὶς δὲν τοὺς καταδικάζει. Καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἐπιβάλλει τὴν μάσκα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, κανεὶς δὲν ἐπιβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπομόνωση τῶν παρανομούντων φορέων τοῦ ἰοῦ αὐτοῦ, τὴν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναδεδειγμένη προσπάθεια θεραπείας πρὸς μετάνοια, καὶ σὲ περίπτωση ἀμετανοησίας, τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἔτσι ἐμφανίζονται ὅλο καὶ πιὸ πολλοὶ φορεῖς, ὅλο καὶ πιὸ πολλοὶ λύκοι, ποὺ μολύνουν τὸ ποίμνιο καὶ ὁ ἰὸς γίνεται πανδημία. Μπροστά του ὁ Κορωνοϊὸς φαντάζει ὡς συνάχι. Γιατὶ εἶναι ὁ ἰὸς αὐτὸς πιὸ θανατηφόρος καὶ πιὸ ὀλέθριος; Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. 10, 28). Ὁ ἰὸς αὐτὸς μᾶς στέλνει ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν κόλαση. Τί πρέπει νὰ κάνουμε λοιπόν; Νὰ μισήσουμε (ὡς φορεῖς τῆς παρανομίας ὄχι ὡς ἀνθρώπους) καὶ ὄχι να ἀγαπήσουμε, ὅπως λένε πολλοὶ ὄντες ἁγιώτεροι τοῦ ἁγίου, μὲ ὅλην μας τὴν δύναμη τοὺς λύκους αὐτούς.
«Φύγε ἀπὸ τὴν ἀσέβειά τους καὶ μὴ τοὺς λὲς οὔτε χαίρεται, γιὰ νὰ μὴν γίνεις κοινωνὸς τῶν ἄκαρπων ἔργων τοῦ σκότους. Μην πολυασχοληθεῖς μὲ αὐτοὺς καὶ μὴν θελήσεις νὰ ἔρθεις μαζί τους σὲ συζήτηση. Μίσησε ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἰδίως τὸν πρωτεργάτη τῆς αἵρεσης, ἀλλὰ νὰ τοὺς μισήσεις ὄχι ὡς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ τὰ δυσσεβῆ δόγματα ποὺ μεταδίδουν, ὡς κακοὺς ἐργάτες, ὡς δοχεῖα ποὺ περιέχουν κάθε εἴδους βρώμας καὶ τὸν βόρβορο τῆς αἵρεσης».
Ὁ Ἅγιος εἶναι ξεκάθαρος: Ἢ φεύγουμε ἀπὸ τοὺς λυκοποιμένες ἢ τοὺς διώχνουμε ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπαγορεύεις τὴν Θ. Κοινωνία, τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, τὴν τιμὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, κλείνεις τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ ὡσὰν νὰ σοῦ ἀνήκει, ὡσὰν νὰ τὸν ἔχτισες ἐσὺ καὶ ὄχι τὸ περίσσευμα καὶ οἱ θυσίες τῶν πιστῶν, κατηγορεῖς ὡς φανατισμὸ τὴν πίστη καὶ τὸ ὀρθὸ δόγμα, ἀλλάζεις τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, διαστρεβλώνεις τὰ δόγματα, διοικεῖς ὡς τύραννος/δεσπότης ἀντὶ νὰ ἐπισκοπεῖς, ἀπειλεῖς, συκοφαντεῖς, ὑβρίζεις, κουνᾶς τὸ δάκτυλο εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὑπακοῦς σὲ ἀνθρώπους ἀντὶ στὸν Θεὸ προσδοκώντας χρήματα καὶ ἀξιώματα, καταδίδεις τὸν στὴν προκειμένη καλῶς μὴ ὑπακούοντα, τότε ἢ φεύγεις ἢ φεύγουμε. Συνύπαρξη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει.
«Μὴν τοὺς προσέχεις ἀκόμα καὶ ἂν μιλοῦν ὡραῖα, ἀκόμα καὶ ἂν δείχνουν ταπεινοί. Εἶναι φίδια, γεννήματα ὀχιᾶς. Καὶ ὁ Ἰούδας ἔλεγε χαίρε Δάσκαλε καὶ τὸν πρόδωσε. Μὴν δίνεις σημασία στὶς φιλοφρονήσεις καὶ στὰ φιλιά, ἀλλὰ φυλάξου ἀπὸ τὸν ἰό».
Ποιός δὲν θὰ ἀναγνωρίσει στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου τοὺς σημερινοὺς κατόχους πολλῶν πτυχίων, τοὺς κατόχους τῆς ρητορικῆς τέχνης, μᾶλλον τῆς δημαγωγίας, τοὺς διαπρέποντας στὴν τέχνη τοῦ χαμόγελου καὶ τῆς ψευδοταπείνωσης, ποὺ ἔχουν τόση ἀγάπη γιὰ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιατί, ἂν τὴν ἀγαποῦσαν τόσο πολύ, θὰ τὴν φυλοῦσαν ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Καμία κυβέρνηση καὶ κανένας πολιτικάντης, κανένας ὑποτιθέμενος δημοσιογράφος/κατήγορος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀκυρώσει τὰ διαποτισμένα μὲ αἷμα, δάκρυα, ἀγῶνες, βασανιστήρια, διωγμούς, ἀλλὰ καὶ θριάμβους, νῖκες καὶ ἀλλαλαγμοὺς ἐκκλησιαστικὰ κεκτημένα. Ὁ Ἅγιος εἶναι ξεκάθαρος: Μὴν τυφλωθεῖς ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, φυλάξου ἀπὸ τὸν ἰὸ ποὺ μεταδίδουν. Τώρα μάλιστα μάθαμε μὲ τὸν πιὸ σκληρὸ τρόπο, πῶς προφυλαγόμαστε ἀπὸ ἕναν ἰό.
Αὐτὰ ποὺ οἱ παράνομοι θέσπισαν γιὰ τὴν ὑποτιθέμενη ἀντιμετώπιση τοῦ ἰοῦ, ἂς γυρίσουν τούμπαλιν ἐναντίον τους: Καμία ἐπαφή μαζί τους, ἕως ὅτου ὁ ἰὸς τῆς παρανομίας ἐξαφανιστεῖ.
«Ὁ ἐκείνοις κοινωνῶν, βλεπέτω μετὰ τίνων ἑαυτὸν ἐντάσσει. Αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μαζί τους, ἂς κοιτάξει μὲ ποιοὺς ἀνθρώπους ἐντάσσει τὸν ἑαυτό του».
Ἂν ἀμφισβητήσουμε τὰ ξεκάθαρα λόγια τοῦ Ἁγίου, ἂν ἀρνηθοῦμε τὴν διαχρονικότητά τους, ἂν βροῦμε δικαιολογίες ποὺ μᾶς βολεύουν, ἂν προτείνουμε καὶ ἐμεῖς ἐκκλησιαστικὰ παράνομες μεθόδους καταπολέμησης τῆς παρανομίας κατὰ τὸ ἑλληνικὸ εἴθεσθαι, τότε ποιό τὸ ἀληθὲς τῆς διαμαρτυρίας;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου