«Την οσιόαθλον και καλλιπάρθενον, Ρώμης το βλάστημα, και μέγα καύχημα, της αναστάσεως Χριστού, αξίως την επώνυμον, δεύτε ευφημήσωμεν, Αναστασίαν την πάνσεμνον, βρύει γαρ ιάσεων, ακεσώδυνα φάρμακα, τοις των λειψάνων αυτής την θήκην, προσπτυσσομένοις μετά πίστεως».
Βίος της Αγίας Αναστασίας
῾Η ἁγία ᾿Αναστασία καταγόταν ἀπό τή μεγαλούπολη Ρώμη. Ζοῦσε στά χρόνια τοῦ βασιλέως Δεκίου καί τοῦ ἡγεμόνα Πρόβου κατά τό ἔτος 256 μ.Χ. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐγκατέλειψε τή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί μπῆκε σέ μοναστήρι. Κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη πνευματική καθοδήγηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας Σοφίας μοναχῆς, προέκοπτε συνεχῶς στά παλαίσματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας, καταισχύνοντας τόν ἀρχέκακο διάβολο.
Αὐτός ὑποκινεῖ δικούς του ἀνθρώπους νά ἀναγγείλουν στόν ἡγεμόνα πώς ἡ ᾿Αναστασία κηρύττει τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί Δημιουργό. Λίγο πρίν ὁδηγηθεῖ στό κριτήριο, ἡ ῾Αγία ἐνισχύεται πνευματικά ἀπό τή φωτισμένη διδασκαλία τῆς γερόντισσας Σοφίας πού τήν προτρέπει νά ὑπομείνει ὡς τό τέλος τό μαρτύριο μέ γενναιότητα.
Χαρούμενη ἡ ᾿Αναστασία ὁδηγεῖται στόν ἡγεμόνα, ὅπου ἐκπλήσσει τούς παρευρισκομένους μέ τήν ἀδαμάντινη σταθερότητά της: οὔτε οἱ κολακεῖες, οὔτε οἱ ἀπειλές τήν πτοοῦν. ῾Ομολογεῖ μέ παρρησία ὅτι γιά χάρι τοῦ ἀγαπημένου της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕτοιμη νά ὑποστεῖ ὄχι μόνο πάνδεινα βασανιστήρια, ἀλλά καί μυρίους θανάτους.
῾Ο ἡγεμόνας προστάζει πρῶτα νά τή δείρουν ἀνελέητα στό πρόσωπο, ἔπειτα νά τήν γυμνώσουν τελείως, γιά νά ντροπιαστεῖ μπροστά σέ ὅλο τό θέατρο. ῞Υστερα τήν τεντώνουν πάνω σέ πασσάλους καταφλέγοντας τό στῆθος της, τήν κοιλιά καί τά σπλάγχνα μέ ἀναμμένη φωτιά, ἐνῶ συγχρόνως τήν χτυποῦν στήν πλάτη μέ ξύλα. ῾Η ἔνθερμη προσευχή τῆς ῾Αγίας σβήνει τή σφοδρότητα τῆς φωτιᾶς.
Στή συνέχεια τήν ὑποβάλλουν στό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ, κατά τό ὁποῖο ὅλα τά κόκκαλα τῆς ἁγίας συντρίβονται. Μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου ὅμως, ἡ ῾Αγία θαυματουργικά βρίσκεται ὑγιής καί ὁλόσωμη, χωρίς ἴχνος πληγῆς στή σάρκα της.
Κρεμασμένη σέ ξύλο τήν καταξεσχίζουν μέ σιδερένια νύχια. Κατόπιν ὁ ἡγεμόνας προστάζει τιμωρία ὑπερβολικά ἐπώδυνη, νά τῆς κόψουν τούς μαστούς, ὅπου ἑδράζεται ἡ καρδιά. ᾿Αλλ᾿ ὁ θεῖος ἔρωτας τῆς νύμφης τοῦ Χριστοῦ κατανικᾶ καί αὐτό τό πάθος.
Στή συνέχεια τῆς ξερριζώνουν ὅλα τά δόντια καί τά νύχια. ᾿Εκείνη, σάν νά μήν αἰσθάνεται πόνο, εὐχαριστεῖ θερμά τόν Κύριο πού τήν ἀξιώνει νά συμμετέχει στά πάθη Του. Συγχρόνως βρίζει τούς ψεύτικους θεούς τοῦ τυράννου, πού ὀργισμένος διατάζει νά τῆς ξερριζώσουν καί τή γλῶσσα. Δίχως νά δειλιάσει ἡ ῾Αγία, ζητεῖ λίγη διορία γιά νά προσευχηθεῖ: εὐχαριστεῖ τόν Κύριο καί τόν παρακαλεῖ ὅσοι ἄρρωστοι τήν ἐπικαλεστοῦν σέ βοήθεια, νά τούς θεραπεύει ἀπό κάθε ἀρρώστια. ᾿Εκείνη τήν ὥρα ἀκούστηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό πού μαρτυροῦσε τήν πραγματοποίηση τοῦ αἰτήματός της.
῾Ο δήμιος ἐκτελεῖ τό πρόσταγμα καί τῆς κόβει μέ ξῖφος τή θεολογική γλῶσσα. ῎Επειτα ὁ Πρόβος διατάζει νά τήν ἀποκεφαλίσουν.
Τό λείψανο τῆς ῾Αγίας ριγμένο στό χῶμα γιά λίγες ἡμέρες, δέν τό ἄγγιξε πουλί ἤ θηρίο. Θεῖος ἄγγελος στάλθηκε ἀπό τούς οὐρανούς γιά νά τό παραδώσει στή διδασκάλισσά της Σοφία. ᾿Εκείνη καταφιλώντας το μέ δάκρυα, συλλογιζόταν πῶς μποροῦσε νά τό σηκώσει, ἀνήμπορη ἀπό τά γηρατειά. Τότε ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπεῖς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τό ἱερώτατο λέιψανο καί τό μετέφεραν μέσα στή Ρώμη καί τό ἀπέθεσαν στόν τάφο λαμπρά καί τιμητικά, πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρός καί Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, μετά τοῦ ὁποίου πρέπει τιμή καί κράτος καί πρός τό ῞Αγιον Πνεῦμα νῦν καί ἀεί κα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
Τά ἱερά λείψανα τῆς ῾Αγίας ᾿Αναστασίας φέρουν ἀκόμα δέρμα ἀπό τήν ῾Αγία, εὐωδιάζουν καί παραμένουν ἄφθαρτα. Φυλάσσονται στή ῾Ιερά Μονή ῾Οσίου Γρηγορίου ῾Αγίου ῎Ορους, ὅπου οἱ πατέρες ἔχουν τήν ῾Αγία «μεγαλύτερη ἀδελφή», στήριγμα, βοήθεια καί προστάτιδα.
᾿Αναρίθμητες εἶναι οἱ μαρτυρίες μοναχῶν ἀλλά καί ἁπλῶν πιστῶν γιά ἄμεσες θαυματουργικές καί σωτηριώδεις ἐπεμβάσεις τῆς ῾Αγίας, καί μάλιστα μέ μόνη τήν ἐπίκληση τοῦ σεπτοῦ ὀνόματός της: «῾Αγία ᾿Αναστασία, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν».