ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

  

Υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ.1,1-25

από τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο

 

Aς εγερθούμε  και ας μην κοιμόμαστε πλέον, διότι βλέπω τις πύλες να ανοίγονται για χάρη μας. Όμως ας εισέλθουμε με μεγάλη τάξη και φόβο, αμέσως μόλις πατήσουμε τα πρόθυρα της πόλεως. Ποια είναι αυτά τα πρόθυρα; «Βίβλος γενέσεως  Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ  Ἀβραάμ (:κατάλογος γενεαλογικός του Ιησού  Χριστού, του υιού του Δαυίδ, του υιού του Αβραάμ)» [Ματθ. 1,1].

Τι λέγεις, λοιπόν, Ματθαίε; Μας υποσχέθηκες ότι θα μας ομιλήσεις για τον μονογενή Υιό του Θεού και εσύ μας μνημονεύεις τον Δαβίδ, έναν άνθρωπο που γεννήθηκε ύστερα από αναρίθμητες γενεές και υποστηρίζεις  ότι αυτός είναι και πατέρας και πρόγονος του Ιησού; Περίμενε, αγαπητέ αδελφέ, και μη ζητείς να τα μάθεις όλα μεμιάς αλλά σιγά και κατ’ ολίγον. Στα πρόθυρα στέκεσαι ακόμη, στα προπύλαια. Γιατί λοιπόν βιάζεσαι να εισέλθεις στα άδυτα; Ακόμη δεν παρατήρησες καλά όλα τα εξωτερικά πράγματα. Διότι δεν σου διηγούμαι ακόμη εκείνη την προαιώνια γέννηση ‒αλλά ούτε και αυτήν που επακολούθησε‒ διότι είναι ανέκφραστη και απόρρητη. Άλλωστε πριν από εμένα, σου το είπε αυτό και ο Ησαΐας, ο οποίος προφητεύοντας το Πάθος και το μεγάλο ενδιαφέρον Του για ολόκληρη την ανθρωπότητα, γεμάτος κατάπληξη για το ποιος ήταν ο Ιησούς, τι έγινε και πού κατέβηκε, αναφώνησε με δυνατή και ισχυρή φωνή, λέγοντας τα εξής: «τήν γενεάν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; (:ποιος δύναται να εκθέσει με λεπτομέρειες την καταγωγή Του;)» [Ησ. 53,8].

Ώστε τώρα δεν κάνω λόγο για εκείνη την ουράνια γέννηση, αλλά για την κάτω, αυτήν που συνέβη στη γη και συνοδεύτηκε από πολλούς μάρτυρες. Μα και τα αναφερόμενα σε αυτήν γεγονότα έτσι θα σας τα διηγηθώ, όπως δηλαδή, είναι δυνατό να ομιλήσω περί αυτών με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Πραγματικά ούτε την επίγεια Γέννηση του Ιησού είναι δυνατόν να παρουσιάσει κανείς με σαφήνεια, εφόσον και αυτή προκαλεί μεγάλη φρίκη. Λοιπόν, να μη νομίσεις ότι ακούς ασήμαντα πράγματα, όταν ακούς να γίνεται λόγος για τη Γέννηση αυτήν. Αντίθετα, να έχεις το μυαλό σου σε ετοιμότητα και να αισθανθείς αμέσως φρίκη, όταν ακούσεις ότι ο Θεός ήλθε στη γη. Διότι το γεγονός αυτό ήταν τόσο απροσδόκητο, ώστε και οι άγγελοι έστησαν χορό γι’ αυτό και έψαλαν το καλό που απέρρευσε απ΄αυτό για την οικουμένη. Επίσης, και οι προφήτες παλαιότερα δοκίμασαν κατάπληξη, διότι ο ίδιος ο Θεός «Ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (:εμφανίστηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους)» [Βαρούχ 3,8].

Πραγματικά, ήταν πολύ παράδοξο να πληροφορηθείς ότι ο Θεός ο απόρρητος, ο ανέκφραστος, ο απερινόητος και ίσος με τον Πατέρα, διήλθε από τη μήτρα της Παρθένου, καταδέχτηκε να γεννηθεί από γυναίκα και να έχει προγόνους τον Δαβίδ και τον Αβραάμ και το ακόμα φρικτότερο, τις γυναίκες εκείνες ήταν τόσο αμαρτωλές. Άκουσέ τα αυτά και σήκω χωρίς καμία ταπεινή υποψία, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να αισθανθείς θαυμασμό, ότι δηλαδή ενώ είναι Υιός του ανάρχου Θεού, και μάλιστα γνήσιος Υιός, εντούτοις ανέχθηκε να ακούσει ότι είναι υιός και του Δαβίδ, για να σου δώσει τη δυνατότητα να γίνεις υιός του Θεού. Ανέχθηκε να γίνει πατέρας Του ένας δούλος (:ο Δαβίδ),  να σου δώσει ως πατέρα τον Κύριο, μολονότι είσαι δούλος.

Είδες ποια είναι αμέσως από τα προοίμια η καλή αγγελία; Αν αμφιβάλλεις για ό,τι σε αφορά, πίστεψέ το από ό,τι αφορά Εκείνον. Διότι είναι βέβαια πολύ δυσκολότερο για τον ανθρώπινο λογισμό να γίνει ο Θεός άνθρωπος, παρά να υπάρξει ο άνθρωπος υιός του Θεού. Όταν ακούσεις λοιπόν ότι ο Υιός του Θεού είναι υιός του Δαβίδ και του Αβραάμ, να μην αμφιβάλεις τότε, ότι και εσύ, ο υιός του Αδάμ, θα γίνεις υιός του Θεού· διότι δεν ταπείνωσε βέβαια τόσο πολύ τον εαυτό του άδικα και παράλογα, αν δεν σκόπευε να μας ανυψώσει. Γεννήθηκε κατά σάρκα, για να γεννηθείς εσύ πνευματικά· γεννήθηκε από γυναίκα, για να πάψεις εσύ να είσαι υιός γυναίκας.

Για τον λόγο αυτόν η γέννηση έγινε δύο ειδών· όμοια με τη δική μας, αλλά και υπερβαίνουσα τη δική μας. Το να γεννηθούμε όμως όχι από αίμα, μήτε από θέλημα σαρκός και ανδρός αλλά από Πνεύμα άγιο, προμήνυε τη μελλοντική γέννησή μας που μας υπερβαίνει και που σκόπευε να μας χαρίσει μέσω του Πνεύματος. Το ίδιο νόημα είχαν και όλα τα άλλα. Τέτοιο ήταν το βάπτισμα· είχε κάτι από το παλαιό και κάτι από το νέο. Το παλαιό το φανέρωνε το ότι βαπτίστηκε από τον προφήτη, η κάθοδος του Πνεύματος υπογράμμισε το νέο. Και όπως κάποιος που στέκεται στο μεταίχμιο δύο πραγμάτων που απέχουν το ένα από το άλλο, τα ενώνει, αν απλώσει τις χείρες του από το ένα και το άλλο μέρος, έτσι έκανε και αυτός· ένωσε την παλαιά με τη νέα, τη θεία με την ανθρώπινη, τα δικά Του με τα δικά μας.

Είδες την αστραπή της πόλεως, με πόση φεγγοβολή σε περιέλαμψε από την αρχή; Πώς σου έδειξε αμέσως τον βασιλιά στη δική σου μορφή, σαν να είστε σε στρατόπεδο; Διότι εκεί ο βασιλέας δεν επιδεικνύει φανερά πάντοτε το αξίωμά του, αλλά αφήνει την πορφύρα και το στέμμα, και ενδύεται συχνά τη στολή του στρατιώτη. Και εκεί μεν για να μην αναγνωριστεί και προσελκύσει προς τον εαυτό του τους εχθρούς, ενώ εδώ το αντίθετο, για να μην αναγνωριστεί και κάνει τον εχθρό να αποφύγει τη συμπλοκή μαζί του και προκαλέσει την ταραχή όλων των δικών του· διότι αποβλέπει στη σωτηρία και όχι στον τρόμο.

Για τούτο και έδωσε στον εαυτό Του το όνομα Ιησούς. Το όνομα Ιησούς δεν είναι βέβαια ελληνικό. Υπάρχει στην εβραϊκή γλώσσα και στην ελληνική εξηγείται Σωτήρας. Και Σωτήρας ονομάζεται από το ότι έσωσε τον λαό Του.

Είδες πώς έδωσε φτερά στον ακροατή; Ενώ μίλησε για τα συνηθισμένα, με αυτά φανέρωσε συνάμα σε όλους εμάς τα πέρα από προσδοκία. Και τα δύο αυτά ονόματα είχαν μεγάλη διάδοση μεταξύ των Ιουδαίων. Επειδή τα μέλλοντα να συμβούν ήσαν παράδοξα, προέτρεξαν οι τύποι των ονομάτων, ώστε από τον ουρανό να διαλυθεί κάθε θόρυβος για μια καινοτομία.

Ως γνωστόν Ιησούς λέγεται εκείνος που διαδέχτηκε τον Μωυσή και εισήγαγε τον λαό στη γη της Επαγγελίας [Στους Αριθμούς, τέταρτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης (13,17), μαθαίνουμε ότι ο Ιησούς του Ναυή ονομαζόταν προηγουμένως Αυσή. Σε Ιησού τον μετονόμασε ο Μωυσής μετά την αποστολή του μαζί με άλλους ένδεκα εκπροσώπους των φυλών προς κατασκόπευση της γης Χαναάν]. Είδες τον τύπο; Πρόσεξε την αλήθεια. Εκείνος [:ο Ιησούς του Ναυή] τον έφερε στη γη της επαγγελίας, Αυτός [:ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός] στον ουρανό και στα ουράνια αγαθά. Εκείνος μετά τον θάνατο του Μωυσή, Αυτός μετά την παύση της ισχύος του νόμου. Εκείνος ως ηγέτης του λαού, Αυτός ως βασιλέας. Και για να μην ακούσεις Ιησούς και εξαιτίας της ομωνυμίας παραπλανηθείς, πρόσθεσε: «Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ». Ο Ιησούς του Ναυή δεν προερχόταν από τη γενεά του Δαβίδ, αλλά από άλλη φυλή.

Και για ποιο λόγο ονομάζει ο ευαγγελιστής το Ευαγγέλιό του «Βίβλον γενέσεως  Ἰησοῦ Χριστοῦ (: κατάλογο γενεαλογικό του Ιησού Χριστού)», μολονότι δεν περιλαμβάνει μόνο τη γέννηση, αλλά ολόκληρη τη θεία οικονομία; Απλούστατα, διότι ολόκληρου του μυστηρίου της θείας οικονομίας αυτό είναι το κεφάλαιο, καθώς και η αρχή και ρίζα όλων των αγαθών, τα οποία προέκυψαν για εμάς. Δηλαδή όπως ακριβώς ο Μωυσής ονομάζει τη συγγραφή του «Βίβλον γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς (:Βιβλίο της δημιουργίας του ουρανού και της γης)», έστω κι αν δεν κάνει λόγο μόνο για τον ουρανό και τη γη, αλλά και για όλα όσα βρίσκονται μεταξύ αυτών, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Ευαγγελιστής έδωσε ονομασία στο βιβλίο του από το βασικότερο σημείο των αγαθών. Πραγματικά, το γεγονός το οποίο προκαλεί μεγαλύτερη κατάπληξη και υπερβαίνει κάθε ελπίδα και προσδοκία είναι το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Αφού συνέβη αυτό, όλα τα άλλα γεγονότα γενικώς ακολουθούν κατά λογική σειρά και τάξη.

Και γιατί δεν είπε πρώτα «υἱοῦ  Ἀβραάμ» και έπειτα να προσθέσει «υἱοῦ Δαυΐδ»;  Όχι βέβαια, όπως νομίζουν μερικοί, διότι ήθελε να παρουσιάσει την γενεαλογία εκ των κάτω προς τα άνω, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να εργαστεί όπως ο ευαγγελιστής Λουκάς, που αρχίζει από τον Ιωσήφ και φθάνει μέχρι τον Αδάμ· τώρα όμως κάνει ακριβώς το αντίθετο. Για ποιο λόγο λοιπόν ανέφερε πρώτα τον Δαβίδ; Επειδή όλοι οι Ιουδαίοι ανέφεραν και θυμούνταν τον Δαβίδ διαρκώς και λόγω της δόξας του και λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος που είχε μεσολαβήσει από τον θάνατό του, διότι δεν είχε βέβαια πεθάνει προ τόσων πολλών ετών, όσο ο Αβραάμ. Εξάλλου είναι γεγονός ότι ο Θεός είχε δώσει υποσχέσεις και στους δύο, αλλά η υπόσχεση προς τον Αβραάμ, ως πολύ παλαιά λησμονούνταν, ενώ η άλλη ως πολύ πρόσφατη και νεότερη, διαδιδόταν από όλους. Οι ίδιοι εξάλλου οι Ιουδαίοι λέγουν:« Οὐκ ἐκ τοῦ σπέρματος ∆αυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν ∆αυΐδ, ἔρχεται ὁ Χριστός; (:Δεν είπε η Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαβίδ και έρχεται από το χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαβίδ;)» [Ιω. 7, 42]. Εντούτοις κανείς δεν Τον ονομάζει «Υἱόν Ἀβραὰμ» αλλά όλοι «Υἱόν ∆αυίδ», διότι όπως είπα προηγουμένως ο Δαβίδ διατηρείτο καλύτερα στη μνήμη όλων και εξαιτίας του λίγου σχετικά χρόνου από τον θάνατό του και εξαιτίας της ενδόξου βασιλείας του.

Για τον λόγο αυτόν ακριβώς και όσους τιμούσαν ως βασιλείς έπειτα από αυτόν έδιναν σε αυτούς το όνομά του και αυτοί και ο Θεός. Και ο Ιεζεκιήλ, ως γνωστό, αλλά και άλλοι προφήτες έλεγαν ότι θα έλθει και θα αναστηθεί προς χάριν του Δαβίδ. Δεν εννοούσαν εκείνον που είχε πεθάνει, αλλά τους ζηλωτές της αρετής εκείνου. Αλλά και ο Θεός λέγει στον Εζεκία: «καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου (:Εγώ θα υπερασπίσω την πόλη αυτήν για εμένα και προς χάριν του δούλου μου Δαβίδ)» [Δ΄Βασ. 19,34]· έλεγε και στον Σολομώντα επίσης ότι «καὶ οὐ μὴ λάβω τὴν βασιλείαν ὅλην ἐκ χειρὸς αὐτοῦ, διότι ἀντιτασσόμενος ἀντιτάξομαι αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, διὰ τὸν Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου, ὃν ἐξελεξάμην αὐτόν (:Δεν θα αφαιρέσω όλο το βασίλειό του από τα χέρια του, αλλά θα αντιταχθώ υπέρ αυτού και θα διατηρήσω αυτόν στη βασιλεία του, για όσο χρόνο ζει. Τούτο δε προς χάριν του δούλου μου Δαυίδ, τον οποίο εγώ εξέλεξα ως βασιλέα)» [Γ΄Βασ. 11,34]. Είχε μεγάλη δόξα ο Δαβίδ και πλησίον του Θεού και μεταξύ των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτόν αρχίζει αμέσως από τον πιο γνωστό και ανατρέχει στον πατέρα· θεώρησε περιττό να αναφερθεί σε πιο μακρινό χρόνο απευθυνόμενος προς Ιουδαίους. Αυτοί οι δύο θαυμάζονταν περισσότερο ο ένας ο προφήτης και βασιλέας (:ο Δαβίδ), ο άλλος ως πατριάρχης και προφήτης (:ο Αβραάμ).

Ίσως κάποιος να ρωτήσει: «Πώς αποδεικνύεται όμως ότι ο Ιησούς κατάγεται από τον Δαβίδ; Διότι εάν γεννήθηκε μόνο από γυναίκα, χωρίς τη συνεργασία ανδρός, πώς θα βεβαιωθούμε ότι είναι απόγονος του Δαβίδ, αφού η Παρθένος δεν έχει θέση  στη γενεαλογία;».

Στο σημείο αυτό τίθενται δύο ζητούμενα· για ποιο λόγο η Παρθένος δεν γενεαλογείται και γιατί μνημονεύεται από τους Ευαγγελιστές ο Ιωσήφ, ο οποίος κανένα ρόλο δεν παίζει στη Γέννηση. Το δεύτερο εκ πρώτης όψεως φαίνεται περιττό, ενώ τα πρώτο φαίνεται σαν έλλειψη. Ποιο πρόβλημα λοιπόν είναι ανάγκη να ερευνήσουμε πρώτα; Το πώς αποδεικνύεται ότι η Παρθένος κατάγεται από τον Δαβίδ. Και πώς θα μάθουμε ότι είναι απόγονος του Δαβίδ; Άκουσε λοιπόν ποια εντολή δίνει ο Θεός στον Γαβριήλ, να μεταβεί «πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρὶ, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς ∆αυῒδ καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ (:σε μία παρθένα κόρη που ήταν αρραβωνιασμένη με έναν άντρα που λεγόταν Ιωσήφ. Η παρθένος αυτή κόρη καταγόταν από τη γενιά του Δαβίδ, και το όνομά της ήταν Μαριάμ)» [Λουκ. 1, 27]. Ποια σαφέστερη απόδειξη ζητείς από αυτήν, όταν ακούς ότι η Παρθένος κατάγεται από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ;

Συνεπώς από αυτό γίνεται φανερό ότι και ο Ιωσήφ είχε την ίδια καταγωγή, διότι, ως γνωστόν, υπήρχε νόμος ο οποίος δεν επέτρεπε να λαμβάνει κανείς σύζυγο από άλλη φυλή, παρά μόνο από τη δικιά του. Αλλά και ο πατριάρχης Ιακώβ προέλεγε ότι ο Ιησούς θα κατάγεται από τη φυλή του Ιούδα με τα εξής λόγια: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ,ἕως ἂν ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται· καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (:Δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες· και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)» [Γέν. 49, 10].

Η προφητεία αυτή βέβαια φανερώνει ότι κατάγεται από τη φυλή του Ιούδα, αλλά δεν αποδεικνύει ακόμη ότι ανήκει στο γένος του Δαβίδ. Μα μήπως στη φυλή του Ιούδα υπήρχε ένα μόνο γένος, δηλαδή το γένος του Δαβίδ; Όχι βέβαια. Αντίθετα υπήρχαν και πολλά άλλα γένη. Και συνέβαινε κάποιος να κατάγεται μεν από την φυλή του Ιούδα, χωρίς όμως να ανήκει στο γένος του Δαβίδ. Αλλά για να μην υποστηρίζεις αυτό το πράγμα, σου αφαίρεσε αυτήν την υποψία ο Ευαγγελιστής, όταν είπε ότι κατάγεται από το γένος και την οικογένεια του  Δαβίδ.

Αν όμως θέλεις να πεισθείς περί αυτού με διαφορετικό συλλογισμό, δε θα δυσκολευτώ να σου παρουσιάσω και άλλη μία απόδειξη. Λοιπόν, δεν απαγορευόταν μόνο να λάβουν σύζυγο από άλλη φυλή, αλλά και από άλλη οικογένεια, μη συγγενική δηλαδή. Συνεπώς εάν τη φράση «από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ» την αποδώσουμε στην Παρθένο, ευσταθεί η έκφραση, εάν όμως την αποδώσουμε στον Ιωσήφ, πάλι το ίδιο επιτυγχάνουμε. Πραγματικά, εάν ο Ιωσήφ καταγόταν από το γένος και την οικογένεια του Δαβίδ, δεν θα μπορούσε να λάβει σύζυγο από άλλο γένος, παρά μόνο από εκείνο που και ο ίδιος καταγόταν.

Ναι, αλλά αν δεν συμμορφώθηκε στο νόμο αυτό; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρόφτασε και διαβεβαίωσε ο ευαγγελιστής ότι ο Ιωσήφ ήταν δίκαιος [πρβλ. Ματθ. 1,19: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν (:και ο Ιωσήφ ο αρραβωνιαστικός της, όταν αντιλήφτηκε την εγκυμοσύνη, επειδή ήταν ενάρετος και αγαθός και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει για δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε να της δώσει μυστικά διαζύγιο)»], ώστε να μην υποστηρίζεις την άποψη αυτή, αλλά, αφού πληροφορηθείς την αρετή του, να καταλάβεις και αυτό, ότι δηλαδή, δεν ήταν δυνατόν να παραβεί τον νόμο· διότι πώς μπορούσε να γίνει παραβάτης του νόμου χάριν της ηδονής, αυτός, που διακρινόταν για τη μεγάλη του φιλανθρωπία και ήταν απαλλαγμένος από κάθε πάθος, τη στιγμή που δε θέλησε να τιμωρήσει την παρθένο, μολονότι η υποψία τον προωθούσε σε αυτό; Επίσης, αυτός που σκέφθηκε ανώτερα από τον νόμο (διότι το να την αφήσει ελεύθερη, και μάλιστα να την απελευθερώσει κρυφά, είναι γνώρισμα ανθρώπου σκεπτόμενου ανώτερα από τον νόμο), πώς ήταν δυνατόν να διαπράξει κάτι παράνομο, όταν μάλιστα, δεν τον υποχρέωνε καμία αιτία;

Επομένως το ότι η Παρθένος καταγόταν από το γένος του Δαβίδ αποδεικνύεται ολοφάνερα από τα παραπάνω. Είναι, όμως, ανάγκη να πούμε στη συνέχεια για ποιο λόγο δεν παρέθεσε την γενεαλογία της Παρθένου, αλλά γενεαλόγησε τον Ιωσήφ μόνο. Για ποιο λόγο, λοιπόν; Διότι δεν υπήρχε νόμος στους Ιουδαίους να γενεαλογούνται οι γυναίκες. Για να συμμορφωθεί όμως προς τη συνήθεια και να μη δώσει την εντύπωση ότι από το προοίμιο ακόμη την παραβαίνει, γι’ αυτό και αποσιώπησε τους προγόνους της και έδωσε την γενεαλογία του Ιωσήφ. Αν όμως έκανε αυτό για την Παρθένο, θα έδινε την εντύπωση ότι καινοτομεί. Εάν πάλι αγνοούσε εντελώς τον Ιωσήφ, δε θα ήμασταν σε θέση να πληροφορηθούμε τους προγόνους της. Συνεπώς με σκοπό να μάθουμε ποια ήταν η Μαρία και από ποιους καταγόταν, αλλά συγχρόνως να μείνει αμετακίνητη και η επιταγή του νόμου, γενεαλόγησε τον μνηστήρα και μας απέδειξε ότι κατάγεται από το γένος του Δαβίδ. Αφού όμως αποδείχθηκε αυτό, αποδείχθηκε συγχρόνως και εκείνο, ότι δηλαδή και η Παρθένος καταγόταν από το ίδιο γένος, καθόσον, όπως παραπάνω ανέφερα, ο δίκαιος Ιωσήφ δε θα δεχόταν να λάβει σύζυγο από διαφορετική οικογένεια.

Είναι δυνατόν να αναφέρουμε και άλλο λόγο περισσότερο μυστικό, για τον οποίο αποσιωπήθηκαν οι πρόγονοι της παρθένου. Την αιτία αυτήν δεν είναι ώρα να την αποκαλύψουμε, επειδή είναι πολλά όσα έχουν ειπωθεί. Για τον λόγο αυτόν, ας σταματήσουμε εδώ τον λόγο για τα ζητήματα αυτά και ας κρατήσουμε στο εξής με ακρίβεια όσα αποκαλύψαμε σε σας. Το γιατί π.χ. μνημόνευσε τον Δαβίδ πρώτα, γιατί αποκάλεσε το σύγγραμμά του «Βίβλον γενέσεως», γιατί είπε «τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ », πώς η γέννηση είναι και δεν είναι κοινή, από πού φάνηκε ότι η Μαρία προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και για ποιο λόγο περιλήφθηκε στη γενεαλόγηση του Ιωσήφ, ενώ αποσιωπήθηκαν οι δικοί της οι πρόγονοι.

Βρισκόμαστε στην τρίτη ομιλία της σειράς αυτής και δεν κατορθώσαμε ακόμη να ολοκληρώσουμε την εξέταση του προοιμίου. Δεν έκανα επομένως λάθος, όταν έλεγα ότι το περιεχόμενό του είναι από τη φύση του πολύ βαθύ. Εμπρός λοιπόν, ας ασχοληθούμε σήμερα με τα αμέσως επόμενα.

Τι είναι λοιπόν εκείνο, που θα εξετάσουμε τώρα; Το εξής: για ποιο λόγο περιλαμβάνεται στο γενεαλογικό δένδρο του Χριστού ο Ιωσήφ, αφού δεν συνέβαλε καθόλου  στην γέννηση. Σε προηγούμενη ομιλία ανέφερα ήδη μια αιτία. Είναι όμως απαραίτητο να σας εκθέσω και την άλλη, η οποία είναι περισσότερο μυστική και απόρρητη από την προηγούμενη. Ποια είναι αυτή; Το ότι ο ευαγγελιστής δεν ήθελε να αποκαλύψει στους Ιουδαίους, τη στιγμή ακριβώς που η Εκκλησία βρισκόταν στην αρχή της ιδρύσεώς της, ότι ο Χριστός γεννήθηκε εκ Παρθένου. Μην ταράσσεστε, όμως, για το παράδοξο αυτού που λέγεται· διότι δεν είναι δική μου γνώμη, αλλά των αποστολικών Πατέρων μας, οι οποίοι υπήρξαν θαυμαστοί και περίφημοι άνδρες [Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται ιστορικά και γραμματολογικά οι εκκλησιαστικοί εκείνοι συγγραφείς του 2ου αι. π.Χ. Βαρνάβας, Κλήμης ο Ρώμης, Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης, ο Ερμάς και ο Παπίας. Έζησαν και έδρασαν ευθύς μετά τους Αποστόλους, δηλαδή κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα και το πρώτο μισό του δευτέρου].

Πραγματικά, εάν πολλά γεγονότα ο ίδιος ο Ιησούς τα παρουσίασε συνεσκιασμένα από την αρχή, όπως όταν ονόμαζε τον εαυτό Του « Υιό του ανθρώπου», και δεν μας φανέρωσε καθαρά σε κάθε περίπτωση την ισότητά Του προς τον Πατέρα, γιατί παραξενεύεσαι, εάν και τότε το απέκρυψε αυτό, οικονομώντας κάποιο θαυμαστό και μέγα γεγονός; «Και ποιο ήταν άξιο θαυμασμού;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος ίσως. Το να διασωθεί η Παρθένος και να απαλλαγεί από την πονηρή υποψία.

Διότι, εάν αποκαλυπτόταν αυτό από την αρχή στους Ιουδαίους, ασφαλώς θα θανάτωναν με λιθοβολισμό την Παρθένο, κακοποιώντας την εξαιτίας της αποκαλύψεως αυτής, και θα την καταδίκαζαν για μοιχεία. Εάν για άλλες πράξεις του Κυρίου, για τις οποίες πολλές φορές είχαν αντίστοιχα παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη, συμπεριφέρονταν φανερά με αναίδεια (έτσι π.χ. επειδή εξεδίωκε τους δαίμονες Τον ονόμαζαν δαιμονισμένο και επειδή θεράπευε κατά την ημέρα του Σαββάτου, Τον θεωρούσαν εχθρό του Θεού, μολονότι βέβαια πολλές φορές στο παρελθόν είχε καταλυθεί η αργία του Σαββάτου) σκέψου τι υπάρχει, το οποίο δεν θα το υποστήριζαν, εάν και αυτό αποκαλυπτόταν;

Είχαν βέβαια ως συμπαραστάτη στους ισχυρισμούς τους ολόκληρο το παρελθόν, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν είχε παρουσιαστεί παρόμοιο γεγονός πριν από αυτό. Αφού, λοιπόν, ύστερα ακόμη κι από τόσα πολλά θαύματα θεωρούσαν τον Ιησού ως υιό του Ιωσήφ, πώς ήταν δυνατόν να πιστεύουν πριν καν δουν θαύματα ότι γεννήθηκε από Παρθένο; Για τον λόγο αυτό και γενεαλογείται  ο Ιωσήφ και μνηστεύεται την Παρθένο. Όταν όμως ακόμη και ο ίδιος ο Ιωσήφ, ο οποίος ήταν δίκαιος και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, χρειάστηκε πολλές αποδείξεις, δηλαδή και την εμφάνιση του αγγέλου και την αποκάλυψη μέσω των ονείρων, καθώς και τη μαρτυρία των προφητών για να παραδεχθεί το συμβάν, πώς ήταν δυνατόν να παραδεχθούν την ιδέα αυτή οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ήσαν πονηροί και διεφθαρμένοι και διέκειντο τόσο εχθρικά απέναντι στον Ιησού; Οπωσδήποτε θα τους έφερνε μεγάλη σύγχυση το παράδοξο και πρωτοφανές αυτό γεγονός και ακόμη το ότι δεν είχαν, έστω και μία προφορική μαρτυρία από τους προγόνους τους ότι συνέβη κάτι παρόμοιο στην εποχή τους.

Εκείνος, όμως, ο οποίος μια φορά θα πίστευε ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού, δεν θα διατύπωνε πλέον αμφιβολίες για τον τρόπο της γεννήσεως. Όποιος όμως θεωρεί Αυτόν πλάνο και ασεβή, πώς είναι δυνατόν να μη σκανδαλισθεί περισσότερο από τη γέννηση και να μην οδηγηθεί προς εκείνη την υποψία; Επομένως γι’ αυτό και οι απόστολοι δεν διακηρύσσουν αμέσως το γεγονός αυτό της εκ Παρθένου γεννήσεως του Κυρίου από την αρχή· μιλούν ωστόσο κυρίως συνεχώς και αναφέρουν πολλά για την ανάσταση, επειδή υπήρχαν πολλά παραδείγματα γι’ αυτήν από το παρελθόν, μολονότι, βέβαια, δεν ήσαν απολύτως όμοια με αυτή. Το ότι όμως γεννήθηκε από Παρθένο δεν το αναφέρουν συνεχώς.

Μα ούτε και η ίδια η Μητέρα τόλμησε να δώσει δημοσιότητα σε αυτό το γεγονός. Κοίταξε, λοιπόν, τι λέγει η Παρθένος και προς τον ίδιο τον Ιησού· «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ ὁ πατήρ σου ἐζητοῦμέν σε(:Ο πατέρας σου και εγώ σε ζητούσαμε με μεγάλη ανησυχία)» [Λουκ. 2,48]. Συνεπώς  εάν δε γινόταν πιστευτό αυτό, δεν θα γινόταν βέβαια πιστευτό και ότι είναι απόγονος του Δαβίδ. Εάν πάλι, δεν γινόταν πιστευτό αυτό, θα προέκυπταν στη συνέχεια και πολλά άλλα κακά [όπως π.χ. εκείνο το οποίο αναφέρει ο Ευαγγελιστής: «ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; (:Άλλοι έλεγαν: “Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός”. Άλλοι έλεγαν: “Δεν είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας· διότι μήπως ο Μεσσίας είναι να έρθει από τη Γαλιλαία; Δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ;’’)», Ιω.7,42]. Για τον ίδιο λόγο, ούτε και οι άγγελοι ανακοινώνουν σε όλους αυτό, παρά μόνο στη Μαρία και τον Ιωσήφ το αποκαλύπτουν, ενώ, όταν γνωστοποιούσαν τη Γέννηση στους ποιμένες, δεν πρόσθεσαν και το χαρακτηριστικό της αυτό.

Αλλά για ποια αιτία, ενώ όταν μνημόνευσε τον Αβραάμ και ανέφερε ότι απέκτησε ως γιο του τον Ισαάκ και ότι ο  Ισαάκ στη συνέχεια απέκτησε τον Ιακώβ, δεν ανέφερε και τους αδελφούς του [:αδερφοί του Αβραάμ ήταν ο Ναχώρ και ο Ααρών,ενώ του Ιακώβ αυτός που παρακάτω αναφέρεται, ο Ησαύ], ενώ όταν έφθασε στον Ιακώβ, μνημόνευσε και τον Ιούδα και τους αδελφούς του; Μερικοί, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι αποσιώπησε τον Ησαύ εξαιτίας του κακού του χαρακτήρα και των προηγούμενων πονηρών ενεργειών του. Εγώ, όμως, δεν θα δεχθώ την άποψη αυτή· διότι εάν συνέβαινε αυτό, τότε γιατί λίγο παρακάτω ανέφερε τέτοιας χαμηλής ηθικής υπόστασης γυναίκες στη γενεαλογία Του; Πραγματικά, από τα αντίθετα αποδεικνύεται εδώ η δόξα του Ιησού, δηλαδή, δεν δοξάζεται επειδή είχε μεγάλους προγόνους, αλλά επειδή καταγόταν από μικρούς και αφανείς. Διότι στον διάσημο προσδίδει μεγάλη δόξα το να κατορθώσει να ταπεινωθεί πάρα πολύ.

Μα γιατί λοιπόν δεν τους ανέφερε; Επειδή εκείνοι δεν είχαν τίποτε το κοινό με το γένος των Ισραηλιτών, δηλαδή οι Σαρακηνοί, οι Ισμαηλίτες και οι Άραβες και όσοι κατάγονταν από τους προγόνους αυτούς. Ώστε γι’ αυτό τους αποσιώπησε, αλλά σπεύδει να αναφέρει τους προγόνους του Ιησού και του ιουδαϊκού λαού. Γι’ αυτό λέγει: «Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ». Στο σημείο λοιπόν αυτό χαρακτηρίζεται το υπόλοιπο γένος των Ιουδαίων.

«Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ». Τι επιδιώκεις, άνθρωπε, υπενθυμίζοντας ιστορία, η οποία περιέχει παράνομη συνουσία; Και γιατί το λέγει αυτό; Ασφαλώς, εάν κάποιος κατέγραψε την γενεαλογία ανθρώπου καταγόμενου από ασήμαντο γένος, ήταν φυσικό να απέκρυπτε αυτά τα γεγονότα. Τώρα, όμως, που γενεαλογεί τον Σαρκωθέντα Θεό, όχι μόνο δεν πρέπει να αποσιωπά αυτά, αλλά αντιθέτως, πρέπει να τα φέρει στη δημοσιότητα, για να αποδείξει την πρόνοια και την δύναμη Αυτού· διότι γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό κατήλθε ο Κύριος στη γη, όχι βέβαια για να αποφύγει τις δικές μας αμαρτίες, αλλά για να τις εξαφανίσει. Όπως ακριβώς προκαλεί τον θαυμασμό, όχι επειδή πέθανε, αλλά επειδή υπέστη σταυρικό θάνατο. (Είναι, βέβαια, επονείδιστος αυτός ο θάνατος, αλλά όσο πιο επονείδιστος είναι, τόσο πιο φιλάνθρωπο αποδεικνύει τον Ιησού).

Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί και για τη Γέννηση. Δεν είναι, δηλαδή, δίκαιο να θαυμάζουμε Αυτόν μόνο επειδή περιεβλήθη το σώμα και έγινε άνθρωπος, αλλά και επειδή καταδέχθηκε να έχει αυτού του είδους τους συγγενείς, χωρίς σε καμία περίπτωση να αισθανθεί ντροπή για τα δικά μας κακά. Και αυτό το διακήρυσσε από την ίδια την αρχή της γεννήσεως ότι δηλαδή, για κανένα από τα δικά μας δεν ντρέπεται, διδάσκοντας και εμάς με το παράδειγμά Του να μη νιώθουμε ντροπή για την κακία των προγόνων μας, αλλά ένα μόνο να επιθυμούμε διακαώς, την αρετή.

Διότι, αφού δεν είναι δυνατόν να ζημιωθεί ο ενάρετος έστω και αν η μητέρα του είναι αλλόφυλη, έστω και αν είναι πόρνη, έστω και αν είναι οτιδήποτε άλλο· διότι, αφού δεν είναι καθόλου προσβλητική για τον ίδιο τον πόρνο που μετανόησε η προηγούμενη ζωή του, πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να είναι ενοχλητική για τον ενάρετο η ανηθικότητα των προγόνων του, επειδή η μητέρα του ήταν πόρνη και μοιχή. Και τα έκανε αυτά όχι μόνο για να διδάξει εμάς, αλλά και για να δαμάσει τον εγωισμό των Ιουδαίων. Επειδή δηλαδή αδιαφορούσαν για τις ψυχικές τους αρετές και πρόβαλλαν παντού την αρετή του Αβραάμ με την εσφαλμένη σκέψη ότι μπορούν να στηρίζονται στην αρετή των προγόνων τους, τους διδάσκει εξαρχής ότι πρέπει να καυχόμαστε όχι για τους προγόνους μας, αλλά για τα δικά μας κατορθώματα.

Εκτός από αυτό επιδιώκει και κάτι άλλο, να δείξει ότι όλοι είναι αμαρτωλοί, ακόμη και οι πρόγονοί τους. Ο πατριάρχης τους, από τον οποίο πήραν και το εθνικό τους όνομα, είναι γνωστό ότι υπέπεσε σε μεγάλη αμαρτία· διότι παρουσιάζεται η Θάμαρ και τον κατηγορεί για την πορνεία του. Και ο Δαβίδ επίσης απέκτησε τον Σολομώντα από γυναίκα με την οποία περιέπεσε στην πορνεία, τη Βηρσαβεέ. Και αφού δεν κατόρθωσαν οι σπουδαίοι να μην παραβούν τον μωσαϊκό νόμο, πολύ περισσότερο δεν το κατόρθωσαν οι ασήμαντοι. Και αφού τον παρέβαιναν, ήσαν αμαρτωλοί όλοι και ήταν αναγκαία η ενανθρώπηση του Χριστού.

Για τον λόγο αυτόν ανέφερε και τους δώδεκα πατριάρχες, για να αμβλύνει πάλι με αυτόν τον τρόπο τον εγωισμό τους για την καταγωγή τους από σπουδαίους προγόνους· διότι πολλοί από αυτούς είχαν γεννηθεί από μητέρες δούλες. Αλλά η κοινωνική διαφορά των γονέων δεν έγινε αιτία διαφοράς και των παιδιών, διότι ήσαν όλοι εξίσου και πατριάρχες και φύλαρχοι. Διότι η Εκκλησία μας υπερέχει σε αυτό. Αυτή έχει την πρωτοκαθεδρία για την αξιολόγηση της αρετής μας, επειδή έχει ως πρότυπο όσα συμβαίνουν στους ουρανούς. Επομένως, αν είσαι δούλος ή ελεύθερος, δεν έχεις ούτε κέρδος ούτε ζημία από αυτό, αλλά υπάρχει ένας όρος απαράβατος, η ψυχική διάθεση και ο χαρακτήρας σου.

Εκτός από όσα είπαμε, υπάρχει και κάτι άλλο, για το οποίο αναφέρει αυτήν την ιστορία. Δεν ανέφερε δηλαδή χωρίς λόγο εκτός από τον Φαρές, και τον Ζαρά· διότι, αφού αναφέρει τον Φαρές, από τον οποίο θα γενεαλογούσε τον Χριστό, δε χρειαζόταν και ήταν περιττό να αναφέρει και τον Ζαρά. Γιατί λοιπόν τον ανέφερε; Όταν ήλθε η ώρα να τους γεννήσει η Θάμαρ και άρχισε ο τοκετός, έβγαλε πρώτος το χέρι ο Ζαρά. Μόλις το είδε η μαμή, το έδεσε με κάτι κόκκινο, για να γνωρίζουν το πρώτο από τα παιδιά. Αλλά μόλις το έδεσε τράβηξε το παιδί το χέρι του και μόλις το τράβηξε, προηγήθηκε ο Φαρές και ακολούθησε ο Ζαρά. Όταν τα είδε αυτά η μαμή, είπε: «τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός; (:γιατί έφυγε από το μέσο ο φραγμός του προηγουμένου αδελφού και άνοιξε για σένα ο δρόμος;)» [Γέν. 38,29]. Βλέπεις πόσο παράξενος είναι αυτός ο υπαινιγμός; Και ασφαλώς δεν είναι τυχαία η αναγραφή του. Δεν έχει δηλαδή σκοπό η διήγηση να μας κάνει γνωστό τι είπε η μαμή. Ούτε έχει σκοπό να μας μάθει ότι έβγαλε πρώτος το χέρι του ο δεύτερος.

Ποιο είναι λοιπόν το βαθύτερο νόημα; Την πρώτη απάντηση στο ερώτημα μας τη δίνει το όνομα του παιδιού· διότι Φαρές σημαίνει διαίρεση και διακοπή. Τη δεύτερη μας τη δίνει το ίδιο το περιστατικό. Διότι δεν ήταν φυσικό να βγάλει το χέρι του και να το αποσύρει πάλι μόλις το έδεσαν. Η κίνηση λοιπόν αυτή δεν οφειλόταν ούτε σε λογική σκέψη ούτε σε φυσική κατάσταση. Ίσως βέβαια να είναι φυσικό να προπορευτεί το χέρι του ενός και να γεννηθεί πρώτος ο άλλος. Δεν είναι όμως σύμφωνο προς όσα συμβαίνουν κατά τη γέννηση να αποσύρει το χέρι του και να αφήσει τον άλλο να περάσει. Αλλά βρισκόταν εκεί, κοντά στα παιδιά, η χάρις του Θεού, ρύθμιζε όσα γίνονταν και σχεδόν μας ζωγράφιζε με αυτόν τον τρόπο την εικόνα όσων επρόκειτο να συμβούν.

Τι σημαίνουν λοιπόν αυτά; Μερικοί από εκείνους που εξέτασαν με προσοχή αυτά τα πράγματα, λένε ότι αυτά τα παιδιά συμβολίζουν τους δύο λαούς. Έπειτα λένε ότι δεν παρουσιάστηκε το παιδί ολόκληρο, αλλά το χέρι του τεντωμένο, και το απέσυρε μετά από λίγο, για να μάθεις ότι ακτινοβόλησε πρώτα ο δεύτερος λαός με τον τρόπο ζωής του και ακολούθησε ο πρώτος λαός. Γεννήθηκε λοιπόν ο πρώτος αδελφός μετά τη γέννησή του δευτέρου. Αυτό συνέβη και με τους δύο λαούς. Κατά τους χρόνους δηλαδή του Αβραάμ [:ο Αβραάμ τοποθετείται ιστορικώς μεταξύ του 23ου και 20ού π.Χ. Ο Μωυσής τον 13ο αι. π.Χ.] εμφανίζεται η εκκλησιαστική πολιτεία, η οποία όμως παρήκμασε εν τω μεταξύ και παρουσιάστηκε ο ιουδαϊκός λαός και ο μωσαϊκός νόμος και τότε έχουμε την εμφάνιση ολόκληρου του νέου λαού και των νόμων του. Για τον λόγο αυτόν είπε η μαία: ««τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;». Διότι ήλθε εν τω μεταξύ ο μωσαϊκός νόμος και έθεσε φραγμό στον ασύδοτο τρόπο ζωής των Ισραηλιτών.

Η Αγία Γραφή ονομάζει πράγματι πολύ συχνά φραγμό τον νόμο. Και ο προφήτης ομιλεί ως εξής: «καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν (:γιατί τώρα γκρέμισες τον φράκτη που ολόγυρα την περιέβαλε, την προστασία σου, ώστε όλοι οι διερχόμενοι από την οδό διαβάτες να τρυγούν τους καρπούς της;)» [Ψαλμ. 79,13]. Και «φραγμὸν περιέθηκα (:έστησα ολόγυρα φράκτη)» [Ησ. 5,2]. Και ο Παύλος: «αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας (:διότι Αυτός είναι η ειρήνη όλων μας, ο οποίος τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, τους δύο αντιμαχόμενους αυτούς κόσμους, τους έκανε ένα. Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε)» [Εφ. 2,14].

Άλλοι πάλι λένε ότι με τη φράση «τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός;» γίνεται υπαινιγμός για τον νέο λαό· διότι Αυτός είναι που ήλθε και κατάργησε τον νόμο.

Βλέπεις ότι δεν είναι λίγοι και ασήμαντοι οι λόγοι, για τους οποίους αναφέρει τη Ρουθ [:η Ρουθ ήταν Μωαβίτισσα. Η παροχή βοήθειας από αυτήν στους Ισραηλίτες κατασκόπους θεωρήθηκε ως αναγνώριση και υποταγή των ειδωλολατρών στο θέλημα του ενός και αληθινού Θεού των Ισραηλιτών] και τη Ραάβ, από τις οποίες η πρώτη ήταν από άλλη φυλή και η δεύτερη ήταν πόρνη, για να βεβαιωθείς ότι ήλθε για να εξαλείψει όλες τις κακίες μας· διότι ήρθε για να διαδραματίσει ρόλο ιατρού και όχι δικαστού. Όπως λοιπόν εκείνοι πήραν πόρνες για γυναίκες τους, έτσι πήρε και ο Θεός και προστάτεψε την ανθρωπότητα, που είχε γίνει πόρνη και ανήθικη. Μερικοί προφήτες μάλιστα λένε ότι αυτό έγινε παλιότερα στην εκκλησία των Ισραηλιτών, τη συναγωγή. Αλλά εκείνη αποδείχτηκε αχάριστη προς τον προστάτη της. Η Εκκλησία μας αντίθετα απαλλάχτηκε οριστικά από τις προγονικές αμαρτίες και παραμένει ακλόνητα πιστή στον Νυμφίο της.

Πρόσεξε λοιπόν ότι, όσα συνέβησαν με την Ρουθ, είναι όμοια με τα δικά μας. Εκείνη δηλαδή ήταν αλλόφυλη και είχε καταντήσει πολύ πτωχή. Όταν την είδε όμως ο Βοόζ, δεν έλαβε υπόψη την ανέχειά της ούτε θεώρησε αποκρουστική την καταγωγή της. Έτσι ακριβώς και ο Χριστός, αν και βρήκε την Εκκλησία αλλόφυλη, ειδωλολατρική δηλαδή, και σε ελεεινή κατάσταση, την έκανε μέτοχο των μεγάλων Του αγαθών. Αλλά όπως δε θα  έκανε αυτόν τον επιτυχημένο γάμο η Ρουθ, αν δεν εγκατέλειπε προηγουμένως τον πατέρα της και δεν ντρόπιαζε την πατρική της οικογένεια και τους ομοφύλους και την πατρίδα και τους συγγενείς της, έτσι και η Εκκλησία μας αγαπήθηκε από τον Νυμφίο της, επειδή εγκατέλειψε την νοοτροπία των προγόνων μας.

     Αυτό ακριβώς της λέγει και ο προφήτης Δαβίδ απευθυνόμενος προς αυτήν: «ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου(:λησμόνησε εντελώς τον λαό, στον οποίον μέχρι τώρα ανήκες, και αυτόν ακόμη τον πατρικό σου οίκον. Τότε ο βασιλέας νυμφίος σου θα αγαπήσει το κάλλος σου)» [Ψαλμ. 44,11-12]. Αυτό έκανε και η Ρουθ. Για τούτο έγινε μητέρα βασιλέων, όπως ακριβώς η Εκκλησία μας· διότι από τη Ρουθ κατάγεται ο Δαβίδ. Επειδή λοιπόν ήθελε ο Ματθαίος να τους φιλοτιμήσει και να τους πείσει να μην είναι εγωιστές, περιέλαβε στη γενεαλογία όλα αυτά τα γεγονότα και ανέφερε τις γυναίκες αυτές. Η Ρουθ λοιπόν γέννησε έμμεσα τον μέγα βασιλέα Δαβίδ, ο οποίος δεν αισθάνεται καμία ντροπή  γι' αυτό.

Είναι λοιπόν σφάλμα, είναι μεγάλο σφάλμα να θεωρείται κανείς ηθικός ή ανήθικος, ασήμαντος ή σημαντικός εξαιτίας της αρετής ή των ελαττωμάτων των προγόνων του, αλλά- ας πω κάτι που θα θεωρηθεί πολύ παράξενο- ακτινοβολεί περισσότερο όποιος δεν κατάγεται από λαμπρούς προγόνους, αλλά είναι ενάρετος ο ίδιος. Για τον λόγο αυτόν δεν πρέπει ασφαλώς να καμαρώνει κανείς για την καταγωγή του, αλλά, αφού λάβει υπόψη του τους προγόνους του Κυρίου, ας αποβάλει κάθε εγωισμό και ας υπερηφανεύεται για τα δικά του κατορθώματα. Μάλλον όμως ας μην υπερηφανεύεται ούτε για αυτά. Διότι αυτή η νοοτροπία έφερε τον Φαρισαίο σε κατώτερη θέση από τον τελώνη. Αν θέλεις λοιπόν να θεωρηθεί μεγάλο το κατόρθωμά σου, μην υπερηφανεύεσαι για αυτό. Έτσι θα αποδείξεις ότι είναι μεγαλύτερο. Μη νομίσεις ότι έκανες κάτι και εξάντλησες όλες σου τις δυνατότητες· διότι αν όταν είμαστε αμαρτωλοί, επειδή συνειδητοποιήσαμε την πραγματική μας κατάσταση, γινόμαστε ενάρετοι, όπως ακριβώς συνειδητοποίησε και ο τελώνης, πόσο μάλλον θα συμβεί αυτό, αν είμαστε ενάρετοι και θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς;

Αφού λοιπόν η ταπεινοφροσύνη μάς μεταβάλλει από αμαρτωλούς σε ενάρετους -αν και αυτό δεν είναι ασφαλώς ταπεινοφροσύνη, αλλά ευγνωμοσύνη-, αφού λοιπόν η ευγνωμοσύνη έχει τόση επίδραση επί των αμαρτωλών, σκέψου πόσο μπορεί να επιδράσει η ταπεινοφροσύνη επί των εναρέτων. Μην καταστρέψεις λοιπόν τους κόπους σου, μην αχρηστεύσεις τους ιδρώτες σου, μην τρέχεις άδικα, αφού μετά από πάρα πολλά τρεχάματα σπαταλάς άδικα τους κόπους σου· διότι ο Κύριος γνωρίζει καλύτερα και από εσένα τα κατορθώματά σου. Και δεν παραλείπει να αμείψει ούτε και ένα ποτήρι κρύο νερό που προσφέρεις. Αν δώσεις έστω και μία δραχμή, αν αναστενάζεις απλώς, θα το δεχτεί με πολλή ευχαρίστηση και θα το λάβει υπόψη Του και θα σε αμείψει γενναία για αυτό.

Γιατί διηγείσαι τα κατορθώματά σου και μας τα προβάλλεις κάθε στιγμή; Δεν γνωρίζεις ότι δε θα σε επαινέσει ο Θεός αν επαινείς συνεχώς τον εαυτό σου; Όπως δεν θα πάψει να σε επαινεί ασφαλώς ενώπιον όλων, αν ελεεινολογείς τον εαυτό σου· διότι δεν θέλει βεβαίως να μειώσει την αξία των προγόνων σου. Τι λέω δεν θέλει να μειώσει την αξία τους; Είναι βέβαιο ότι κάνει το παν και φροντίζει να σε αμείψει γενναία και για το παραμικρό και επιζητεί να βρει κάποια αφορμή, για να μπορέσεις να απαλλαγείς από την αιώνια κόλαση.

«Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες (:Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο, όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις)» [Ματθ. 1,17].

Σε τρεις ομάδες διέκρινε ο Ευαγγελιστής όλες τις γενιές, διότι ήθελε να δείξει ότι δεν βελτιώθηκαν ούτε με τις αλλαγές της πολιτειακής τους καταστάσεως, αλλά διατήρησαν τα ίδια ελαττώματα και με το αριστοκρατικό πολίτευμα και με τη βασιλεία και με το ολιγαρχικό. Και ότι δεν έγιναν περισσότερο ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσία μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων.

 Αλλά γιατί παρέλειψε τρεις βασιλείς στη μεσαία ομάδα και γιατί είπε ότι είναι δεκατέσσερις οι γενιές της τελευταίας αφού αναφέρει δώδεκα;

    Το πρώτο ζήτημα αφήνω να το ερευνήσετε εσείς·διότι δεν είναι σκόπιμο να σας ερμηνεύονται τα πάντα, για να μη γίνετε αδιάφοροι για την προσωπική έρευνα. Μάλλον όμως θα σας δώσω την απάντηση και στο πρώτο πρόβλημα, ώστε να μη συναντάτε δυσκολίες κατά την έρευνα, διότι η έρευνα έχει να μας αποδείξει κάτι βαθύ. Για ποιο λόγο, λοιπόν, αφού από την εποχή του Δαβίδ μέχρι τους χρόνους του Ιεχονίου και της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας βασίλευσαν δεκαεπτά βασιλιάδες, αναφέρει ο ευαγγελιστής ότι είναι δεκατέσσερις γενεές;

Εάν βέβαια είχε ως έργο του να αναγράψει τις διαδοχές των βασιλέων, ίσως δικαιολογημένα θα τον κατηγορούσε κανείς ότι παραποιεί τη σειρά των βασιλέων· διότι ενώ σύμφωνα με τα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων ύστερα από τον Ιωράμ τον υιό του Ιωσαφάτ, βασίλευσαν τρία πρόσωπα, ο Οζίας, ο Ιωάθαμ και ο Άχαζ, ο ευαγγελιστής όμως αφού παρέλειψε τους τρεις πρώτους, που βασίλευσαν μετά τον υιό του Ιωσαφάτ Ιωράμ, συνδέει προς αυτόν τον Οζία, τον Ιωάθαμ και τον Άχαζ, αποσιωπώντας τους τρεις αναφερθέντες ενδιάμεσους. Αυτό το έκανε επειδή σκοπός του δεν ήταν να παρουσιάσει τη σειρά των βασιλέων, διότι τότε θα έπρεπε να κατηγορούσαμε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ως εσφαλμένο.

     Όμως δεν θέλησε να παρουσιάσει τη διαδοχή των βασιλέων, αλλά να αριθμήσει τους προγόνους· διότι αυτό θέλει, όταν λέγει: «Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες (:Σύμφωνα λοιπόν με τον παραπάνω κατάλογο, όλες οι γενιές που έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, όπως αριθμούνται από τους συντάκτες του καταλόγου, είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα είναι γενιές δεκατέσσερις· και οι γενιές που έζησαν από την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα μέχρι τα χρόνια του Χριστού είναι γενιές δεκατέσσερις)» [Ματθ. 1,17].

Αλλά δεν είναι δεκατέσσερις διαδοχικοί βασιλείς. Συνεπώς, δίκαια απαλλάσσεται από κάθε κατηγορία. Επειδή όμως μερικοί νομίζουν ότι μπορούσε να τις ονομάσει και διαδοχές και να γράψει ως εξής· «όλες λοιπόν οι γενεές από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ είναι διαδοχές δεκατέσσερις και από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα γενεές δεκατέσσερις», εάν βέβαια, το έλεγε αυτό, τότε το καθετί θα λεγόταν δικαιολογημένα. Αλλά θα μπορούσε να ελεγχθεί ότι παραχαράσσει την ιστορία. Τώρα όμως, όπως προείπα, έχει ως σκοπό να παρουσιάσει τις γενεές και όχι τις διαδοχές. Ενώ λοιπόν στα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων ιστορούνται οι διαδοχές των βασιλέων και όχι οι γενεές, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντίθεση μεταξύ αυτών και του Ευαγγελιστού.

«Γενεά» δεν μπορούμε να ονομάσουμε τον χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Επειδή πολλές φορές συμβαίνει μερικοί να ζήσουν λίγο χρόνο και να πεθάνουν πριν από την παιδική ηλικία. Άλλοι πάλι φτάνουν μέχρι την ηλικία του παιδιού, άλλοι στην εφηβική ηλικία και άλλοι γίνονται άνδρες. Τέλος άλλοι φτάνουν σε βαθύ γήρας. Ποια λοιπόν θα θεωρήσει κανείς ως γενεά, όταν ο ένας, επί παραδείγματι, φτάνει μέχρι το δέκατο έτος της ηλικίας του, άλλος μέχρι το εικοστό, άλλος μέχρι το πεντηκοστό, άλλος μέχρι το εβδομηκοστό και άλλος υπερβαίνει και το εκατοστό;  Και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στους παλαιούς, αλλά και στην εποχή μας. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να ονομάζουμε τη ζωή του ανθρώπου γενεά;

Αλλά δεν μπορούμε πάλι, να ονομάσουμε γενεά το χρονικό διάστημα που φτάνει μέχρι της απόκτησης τέκνων, διότι άλλοι μεν νυμφεύτηκαν και απέκτησαν τέκνα προτού να γίνουν είκοσι ετών, ενώ άλλοι, όταν υπερέβησαν τα τριάντα. Και μεταξύ των συνομηλίκων μπορεί κανείς να δει ότι άλλοι μεν απέκτησαν μόνο ένα παιδί, άλλοι πάλι απέκτησαν τέσσερα, ώστε να δουν τους εγγονούς τους στα πενήντα έτη τους, ενώ άλλοι στα εβδομήντα τους δεν είδαν κανένα παιδί.

Πώς πρέπει συνεπώς να αριθμήσουμε τις γενεές; Με βάση αυτούς που ζουν πολλά χρόνια ή με βάση αυτούς που ζουν λίγα χρόνια; Με βάση αυτούς που αποκτούν αμέσως παιδιά ή με βάση αυτούς που καθυστερούν να τεκνοποιήσουν; Με βάση εκείνους που βλέπουν μόνο τα πρώτα παιδιά ή με βάση εκείνους που αντικρίζουν πολλές γενεές;

Όταν λοιπόν εξεταστούν αυτά κατά  αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι ο ιερός ευαγγελιστής, επειδή δεν σκόπευε να εκθέσει τις διαδοχές των βασιλέων, αλλά τις γενεές των ανθρώπων, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη σειρά των βασιλέων, όπως υπάρχει στην ιστορία, αλλά αριθμώντας όπως αυτός γνωρίζει, παίρνει τόσους βασιλείς, όσοι του ήσαν αρκετοί για να συμπληρώσει τις δεκατέσσερις γενεές. Έτσι, διατηρείται πλήρης ο αριθμός αυτών και καθόλου δεν αντιφάσκει προς τις ειδήσεις της ιστορίας. Η πρώτη απορία λύθηκε πλέον.

Πρέπει όμως να μιλήσω και για το δεύτερο πρόβλημα. Γιατί, ενώ οι αναφερόμενοι από τον Ιεχονία μέχρι τον Ιωσήφ είναι δώδεκα, λέγει ο ευαγγελιστής ότι είναι γενεές δεκατέσσερις; Για την ίδια αιτία. Διότι, όπως είπα, δεν ήθελε να αναγράφει διαδοχές αλλά γενεές. Συμβαίνει όμως πολλές φορές στους μακρόβιους και τους πολυχρόνιους ανθρώπους να γίνονται λίγες διαδοχές ανδρών, ενώ οι γενεές είναι πλήρεις. Σύμφωνα λοιπόν με τη σκέψη αυτή, ενώ από τον Δαβίδ μέχρι την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας αναφέρονται περισσότεροι  στις διαδοχές, οι γενεές, όμως, ήσαν λιγότερες. Διότι σε δεκαεπτά διαδοχές ανδρών αναφέρθηκαν δεκατέσσερις γενεές. Κατά τον ίδιο συλλογισμό, συνεπώς, και τώρα σε δώδεκα γενεές ανδρών συμπληρώνονται οι δεκατέσσερις γενεές, επειδή όπως είναι φυσικό, οι δώδεκα ήσαν πιο μακρόβιοι και πολυχρόνιοι και ήσαν αρκετοί για να συμπληρωθούν οι δεκατέσσερις γενεές. Μια απάντηση λοιπόν στο πρόβλημα αυτό είναι αυτή.

Αλλά και σύμφωνα με άλλο συλλογισμό θα μπορούσες να ερευνήσεις και εδώ να βρεις δεκατέσσερις άνδρες αναφερόμενους και στην παρούσα διαδοχή· σύμφωνα με την ιστορία, εάν στους δώδεκα συναριθμήσεις και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος θεωρήθηκε υιός του Ιωσήφ. Θα μπορούσες επίσης να προσθέσεις σε αυτούς και τον Ιεχονία, ο οποίος γεννήθηκε στη Βαβυλώνα, και όχι εκείνον που βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ πριν από την αιχμαλωσία· διότι υπήρξαν δύο άντρες που είχαν το όνομα Ιωακείμ μετά τον Ιωσία, ο υιός του Ιωσίου, ο οποίος τον διαδέχτηκε στη βασιλεία της Ιερουσαλήμ και ο υιός αυτού, δεύτερος Ιωακείμ. Αυτοί ονομάστηκαν και Ιεχονίας, όταν εξελληνίστηκε το όνομά τους. Ο πρώτος λοιπόν Ιωακείμ, που κι αυτός λεγόταν και Ιεχονίας, ήταν υιός του πρώτου Ιεχονίου και εγγονός του Ιωσίου, εάν υπολογιστεί σε όσους γενεαλογούνται μετά την αιχμαλωσία μέχρι του Χριστού, τότε, θα μας δώσει πλήρη τον αριθμό των δεκατεσσάρων γενεών.

Το ότι υπήρξαν δύο Ιωακείμ θα το μαρτυρήσει το βιβλίο των Βασιλειών, το οποίο λέγει τα εξής: «καὶ ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἐλιακὶμ υἱὸν Ἰωσίου βασιλέως Ἰούδα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωακείμ· καὶ τὸν Ἰωάχαζ ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ (:Ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Νεχαώ ενθρόνισε ως βασιλέα στο βασίλειο του Ιούδα τον Ελιακίμ, άλλο υιό του Ιωσίου, αντί του Ιωσίου του πατρός του. Ο Νεχαώ άλλαξε το όνομα του Ελιακίμ σε Ιωακείμ. Τον δε Ιωάχαζ πήρε και μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε ο Ιωάχαζ)» [Δ΄Βασ. 23,34]. Στη συνέχεια λέγει ότι αυτός πέθανε και τάφηκε με τους πατέρες του. Έπειτα, λέγει, ότι βασίλευσε ο υιός του Ιωακείμ. Κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του του επιτέθηκε ο Ναβουχοδονόσορας ο βασιλέας της Βαβυλώνας στην Ιερουσαλήμ και πολιόρκησε αυτήν και αφού την κυρίευσε, μετέφερε και τον Ιωακείμ και τους άλλους στη Βαβυλώνα. Αυτός λοιπόν ο δεύτερος Ιωακείμ, που από τον προφήτη Ιερεμία έχει ονομαστεί Ιεχονίας, ήταν εγγονός και όχι υιός του Ιωσίου. Γι' αυτό τον λόγο δικαιολογημένα ας υπολογιστεί στην τρίτη γενεαλογία των δεκατεσσάρων γενεών από τον Ιεχονία μέχρι τον Χριστό, ενώ ο πατέρας του, επειδή ήταν υιός του Ιωσίου, ας αριθμηθεί στις προηγούμενες γενεές. Έτσι, συμπληρώνεται ο αριθμός των δεκατεσσάρων τελευταίων γενεών· διότι σε αυτές, νομίζω, ότι υπολογίζει και τον χρόνο της αιχμαλωσίας.

Θα σας μιλήσω λοιπόν και για το δεύτερο. Νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπολογίζει ως μία γενεά τον χρόνο της αιχμαλωσίας [ο Ναβουχοδονόσωρ ο Β΄, ο οποίος βασίλευσε για 43 έτη ( 604-561 π. Χ.), εκστράτευσε εναντίον της Ιερουσαλήμ, την κυρίευσε, την κατέσκαψε και εξανδραπόδισε τους κατοίκους] και ως άλλη τον ίδιο τον Χριστό και έτσι Τον συνδέει στενότατα με εμάς τους ανθρώπους. Ορθά επίσης υπενθυμίζει και την αιχμαλωσία εκείνη και υποδηλώνει ότι δε συνετίστηκαν ακόμη και τότε που εξέπεσαν στην κατάσταση εκείνη. Επομένως όλα αποδεικνύουν ότι ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός.

Τίθεται το ερώτημα: Γιατί λοιπόν δεν κάνει το ίδιο και ο Μάρκος και δεν αναφέρει τη γενεαλογία του Χριστού, αλλά εκθέτει με συντομία τα πάντα; Νομίζω ότι ο Ματθαίος άρχισε το έργο του πριν από τους άλλους. Για τον λόγο αυτόν και τη γενεαλογία αναφέρει με ακρίβεια και τα σημαντικότερα εκθέτει με λεπτομερέστερο τρόπο. Ο Μάρκος έγραψε μετά από εκείνον, γι’ αυτό ακολούθησε συντομότερη οδό, διότι ήσαν πολλά όσα είχαν γραφεί και είχαν γίνει μέχρι τότε.

Σε αυτά επιπλέον έδινε μεγαλύτερη σημασία ο ιουδαϊκός λαός. Για τον λόγο αυτόν ήταν επόμενο να έχουμε διαφορετικό προοίμιο στον καθένα. Και αν έγιναν θαύματα σε διάφορες εποχές έγιναν για τους βαρβάρους, για να πιστέψουν πολλοί και για να φανερωθεί η δύναμη του Θεού, διότι, όποτε τους πέταξαν οι εχθροί, νόμισαν ότι αυτό συνέβη, διότι οι θεοί εκείνων ήταν ισχυροί. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αίγυπτο και  γι' αυτό δημιουργήθηκε εκεί μεγάλη σύγχυση. Και αργότερα στη Βαβυλώνα, όπου τα σχετικά με την κάμινο και τα όνειρα του Ναβουχοδονόσορα. Έγιναν ακόμη θαύματα και όταν ήταν μόνοι τους στην έρημο, όπως έγιναν και μετά την Ενανθρώπηση του Κυρίου· διότι και στην εποχή εκείνη έγιναν πολλά θαύματα, όταν απομακρυνόμασταν από την ειδωλολατρία. Έπειτα σταμάτησαν, επειδή έπεσε παντού ο σπόρος της ευσέβειας. Και αν έγιναν, έγιναν λίγα και σποραδικά, όπως π.χ. όταν σταμάτησε ο ήλιος να φωτίζει εξαιτίας τρομερών γεγονότων.

Τότε γιατί ο Λουκάς παραθέτει τη γενεαλογία και μάλιστα με περισσότερα στοιχεία; Αφού ο Ματθαίος προετοίμασε τον δρόμο, επιθυμεί και ο Λουκάς να μας διδάξει κάτι περισσότερο.

Πέραν αυτών, ο κάθε ευαγγελιστής μιμήθηκε τον διδάσκαλό Του. Δηλαδή ο μεν Λουκάς μιμήθηκε τον Παύλο, του οποίου ο λόγος έρεε πλουσιότερος και ταχύτερος των ποταμών, ο δε Μάρκος τον Πέτρο, ο οποίος αγαπούσε τη βραχυλογία.

Αλλά για ποιο λόγο ο Ματθαίος δεν πρόσθεσε στην αρχή της αφηγήσεώς του, όπως ο προφήτης, την φράση: «Ὅρασις, ἣν εἶδεν Ἡσαΐας (:Αποκαλυπτικά οράματα, τα οποία εκ μέρους του Θεού είδε και άκουσε ο Ησαΐας)» [Ησ. 1,1] ή «Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦτον, ὃν ἐλάλησε Κύριος(:Ακούσατε αυτόν τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος)» [Αμ. 3,1], όπως έκαναν οι προφήτες; Διότι έγραφε προς ανθρώπους, οι οποίοι κατέχονταν από αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τις ευεργεσίες Του και τον πρόσεχαν πάρα πολύ.

Εξάλλου, και τα περιεχόμενα στο Ευαγγέλιο θαύματα μαρτυρούσαν την αλήθεια των λόγων Του και οι αναγνώστες ήσαν πολύ σταθεροί στην πίστη. Αντίθετα, στην εποχή των προφητών δεν πραγματοποιούνταν τόσο πολλά θαύματα, για να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους και σε μεγάλο βαθμό ήκμασε η τάξη των ψευδοπροφητών, τους οποίους και πρόσεχε περισσότερο ο ιουδαϊκός λαός. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν ήσαν αναγκαία τα προοίμια αυτού του είδους στους προφήτες. Βέβαια, μερικές φορές, έγιναν και θαύματα, αλλά αυτά συνέβησαν για τους βαρβάρους, για να πολλαπλασιαστούν οι προσήλυτοι και να αποδειχτεί η δύναμη του Θεού. Όσες φορές δηλαδή αιχμαλωτίστηκαν και πίστεψαν οι αντίπαλοί τους ότι τους νίκησαν, επειδή τάχα οι θεοί τους ήσαν ισχυροί, όπως συνέβη στην Αίγυπτο από την οποία αναχώρησε πολύς λαός ανάμεικτος και στη συνέχεια στη Βαβυλώνα με τα περιστατικά της καμίνου και των ονείρων[βλ. βιβλίο του Δανιήλ]. Επίσης έγιναν θαύματα και στην έρημο όταν ήσαν μόνοι τους, αλλά και σε μας πολλά θαυμαστά γεγονότα, μαρτυρούνται ότι συνέβησαν κατά τον χρόνο που αφήναμε την πλάνη[όταν δηλαδή από ειδωλολάτρες γίνονταν Χριστιανοί].

Στη συνέχεια όμως όταν η πίστη προς τον Θεό φυτεύτηκε σε όλα τα σημεία της γης, έπαψαν τα θαύματα. Τώρα εάν και ύστερα από αυτά συνέβησαν και άλλα θαύματα, αυτά ήσαν ολίγα και σποραδικά. Όπως όταν ο ήλιος σταμάτησε την πορεία του και γύρισε πίσω [πρβ. Ιησ. Ναυή 10, 12-14: «Τότε ἐλάλησεν Ἰησοῦς πρὸς Κύριον, ᾗ ἡμέρᾳ παρέδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Ἀμοῤῥαῖον ὑποχείριον Ἰσραήλ, ἡνίκα συνέτριψεν αὐτοὺς ἐν Γαβαὼν καὶ συνετρίβησαν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θεὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ(:Κατά την ημέρα εκείνη, κατά την οποία είχε ήδη αποφασίσει και παραδώσει ο Κύριος υποχειρίους τους Αμορραίους στους Ισραηλίτες, όταν δηλαδή συνέτριψε αυτούς ο Ιησούς στην Γαβαών και συνετρίβησαν πράγματι ενώπιον των Ισραηλιτών, είπε τότε ο Ιησούς προς τον Κύριο· “ας σταθεί ο ήλιος επάνω από την Γαβαών και η σελήνη επάνω από την κοιλάδα Αιλών. Και πράγματι στάθηκε ο ήλιος και έμεινε στη θέση της η σελήνη, μέχρις ότου ο Θεός απέκρουσε τελείως τους εχθρούς των Ισραηλιτών. Ο ήλιος σταμάτησε ακίνητος στο μέσο του ουρανού. Δεν προχωρούσε προς δυσμάς για μία ολόκληρη ημέρα. Τόσο μεγάλη και επιφανής ημέρα δεν έγινε ποτέ προηγουμένως, ούτε στο απώτατο, ούτε στο εγγύς παρελθόν, να ακούσει δηλαδή ο Θεός τέτοια αίτηση από άνθρωπο. Και έγινε αυτό το πρωτοφανές και μοναδικό θαύμα, διότι ο Κύριος πολέμησε μάζα με τους Ισραηλίτες)»].

Είναι επίσης δυνατόν να διαπιστώσει κανείς επίσης ότι έγιναν θαύματα και στη δική μας εποχή. Πραγματικά, και στον καιρό μας, επί των ημερών εκείνου που ξεπέρασε στην απιστία όλους, του Ιουλιανού του Παραβάτη, συνέβησαν πολλά και παράδοξα. Δηλαδή, όταν οι Ιουδαίοι επιχείρησαν να ανοικοδομήσουν τον ναό του Σολομώντα[έπειτα από σχετική διαταγή του αυτοκράτορα Ιουλιανού, για να διαψεύσουν το βιβλίο της Αποκαλύψεως σχετικά με την εμφάνιση του Αντιχρίστου και μάλιστα μέσα στον εκ νέου οικοδομηθέντα ναό του Σολομώντα], φωτιά ξεπήδησε από τα θεμέλια, κατατρομοκρατώντας τους και τους απέτρεψε όλους από τη συνέχεια του έργου αυτού. Και όταν ο ταμίας και θείος και συνονόματος του Ιουλιανού, Ιουλιανός βεβήλωνε τα ιερά σκεύη, αποδεικνύοντας με πρωτοφανή τρόπο την ασέβειά του, αυτός μεν γέμισε σκουλήκια που τον έφαγαν εσωτερικά και έπεσε νεκρός, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός έπαθε διάρρηξη από το περσικό δόρυ που τον διατρύπησε στην κοιλιακή του χώρα και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάχνα του και έτσι έφυγε από τη ζωή χωρίς να τελειώσει το ασεβέστατο έργο του[πρβ. για την έκφραση αυτή- «ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ»- στις Πράξεις, 1,18 όπου ο απόστολος Πέτρος κάνει αναφορά στον Ιούδα που είχε παρόμοιο τέλος: «οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ(:ο Ιούδας λοιπόν από το μισθό που πήρε ως αμοιβή για την αδικία και το έγκλημα της προδοσίας του απέκτησε κάποιο χωράφι. Και όταν αυτοκτόνησε, έπεσε από εκεί και κρεμάστηκε με το πρόσωπο κατά γης και έπαθε διάρρηξη στην κοιλιακή του χώρα και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάχνα του)»]. Αλλά και το γεγονός ότι στέρεψαν οι πηγές, όταν τελέστηκαν ειδωλολατρικές θυσίες σε αυτές, και το ότι άρχισε η πείνα στις πόλεις με την είσοδο του βασιλέως Ιουλιανού, υπήρξε μέγιστο θαύμα.

Ο Θεός λοιπόν ενεργεί συνήθως κατά τον εξής τρόπο. Όταν αυξηθούν πάρα πολύ περισσεύσουν κάπου τα κακά και δει ότι στον τόπο εκείνο οι άρχοντες κακουργούν και οι αρχόμενοι παραλογίζονται φοβερά από την καταπίεση που υφίστανται, τότε φανερώνει στους ανθρώπους τη δύναμή Του. Έτσι ενήργησε για τους Ιουδαίους μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας από τους Πέρσες [τότε επέτρεψε ο Θεός στον Πέρση βασιλιά Κύρο τον Β΄ να νικήσει στον πόλεμο τους Βαβυλώνιους, και έπειτα αφού κατέλαβε και την ίδια τη Βαβυλώνα το 538 π. Χ., παραχώρησε την άδεια στους Ιουδαίους να επανέλθουν στην Ιερουσαλήμ].

Έγινε λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι δεν ενέργησε άσκοπα και τυχαία ο Ματθαίος, όταν διέκρινε σε τρεις ομάδες τους προγόνους του Χριστού. Και πρόσεξε από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Από τον Αβραάμ στον Δαβίδ. Από τον Δαβίδ στη μετοικεσία στη Βαβυλώνα. Από τη μετοικεσία στον ίδιο τον Χριστό. Και στην αρχή του Ευαγγελίου αναφέρει και τους δύο μαζί, τον Δαβίδ και τον Αβραάμ, και στην ανακεφαλαίωση επίσης τους αναφέρει και τους δύο. Διότι, όπως είπα άλλοτε, σε αυτούς είχαν δοθεί οι υποσχέσεις.

Γιατί όμως δεν ανέφερε την κάθοδο των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, όπως αναφέρει τη μετοικεσία τους στη Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν φοβούνταν πλέον τους Αιγύπτιους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλώνιους. Και διότι η κάθοδος στην Αίγυπτο ήταν γεγονός παλαιό, ενώ η μετοικεσία ήταν νέο και είχε γίνει πρόσφατα. Και διότι στην Αίγυπτο τους οδήγησαν οι αμαρτίες τους, ενώ στη Βαβυλώνα τους έσυρε η ασέβειά τους.

Αν επιχειρούσαμε να διερευνήσουμε τα ονόματα, όπως π.χ. από τον Αβραάμ, από τον Ιακώβ, από τον Σολομώντα, από τον Ζωροβάβελ, θα οδηγούμασταν σε πολλά συμπεράσματα με μεγάλη σημασία για την Καινή Διαθήκη. Διότι δεν τους δόθηκαν τυχαίως αυτά τα ονόματα. Όμως, για να μη γίνω ενοχλητικός εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως της ομιλίας μου, θα αφήσω αυτά και θα προχωρήσω στα πάρα πολύ σημαντικά που αναφέρει στο ευαγγέλιό του ο Ματθαίος αμέσως παρακάτω.

 «Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός (:και ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ, τον αρραβωνιαστικό της Μαρίας. Αλλά και η Μαρία καταγόταν από το ίδιο γένος από το οποίο καταγόταν και ο Ιωσήφ. Από τη Μαρία αυτή, η οποία ήταν απόγονος του Δαβίδ και του Αβραάμ, γεννήθηκε ο Ιησούς που επονομάζεται Χριστός)» [Ματθ. 1,16]

Αφού λοιπόν κατονόμασε όλους τους προγόνους και έφτασε στον Ιωσήφ, δεν σταμάτησε σε αυτό το σημείο, αλλά πρόσθεσε: «Ο Ιωσήφ, ο άνδρας της Μαρίας», αποδεικνύοντας έτσι ότι εξαιτίας της τον περιέλαβε στο γενεαλογικό δέντρο που ανέφερε. Έπειτα ακούγοντας τη φράση «άνδρα Μαρίας», για να μη νομίσεις ότι γεννήθηκε σύμφωνα με τον κοινό νόμο της φύσης, πρόσεξε πώς το διορθώνει αυτό με τα παρακάτω που λέει. Άκουσες, λέει, τη λέξη άνδρας, άκουσες τη λέξη μητέρα, άκουσες το όνομα που ορίσθηκε για το παιδί, άκουσε λοιπόν και το πώς γεννήθηκε αυτό: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν (:η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε με τον εξής υπερφυσικό και πρωτοφανή τρόπο)» [Ματθ. 1,18]. Για ποια γέννηση μου μιλάς; Πες μου, αν και ανέφερες τους προγόνους. Θέλω όμως να μου μιλήσεις και για το πώς έγινε η γέννηση. Είδες πως ανέβασε ψηλά τον ακροατή; Καθώς επρόκειτο κάτι πιο καινούργιο να πει, υπόσχεται να μιλήσει και για τον τρόπο.

Πρόσεξε την άριστη συμφωνία των λεγομένων. Δεν πηγαίνει ο συγγραφέας κατευθείαν στη γέννηση, αλλά πρώτα μας θυμίζει σε ποια σειρά βρισκόταν αν αρχίσουμε να μετράμε από τον Αβραάμ [Γέν. 49,10: «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (:Δεν θα λείψει άρχοντας από την φυλή Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του οποίου απόκεινται οι εξουσίες. Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)»], σε ποια σειρά από τον Δαβίδ, σε ποια από τη μετανάστευση από τη Βαβυλώνα, και με όλα αυτά αναγκάζει τον ακριβολόγο ακροατή να ερευνήσει τον αριθμό των ετών, αποδεικνύοντας έτσι ότι αυτός ακριβώς είναι ο Χριστός, για τον οποίο προφήτευσαν οι προφήτες.

Αν μετρήσεις τις γενιές και πεισθείς από το μέτρημα των χρόνων ότι αυτός ακριβώς είναι εκείνος για τον οποίο μιλούν οι προφήτες, εύκολα θα παραδεχτείς και τον θαυματουργικό τρόπο της γεννήσεώς Του. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να πει κάτι πάρα πολύ σπουδαίο, ότι δηλαδή γεννήθηκε από παρθένο, προτού να λογαριάσει τον χρόνο, συγκαλύπτει αυτό που ειπώθηκε «τον άνδρα της Μαρίας», μάλλον συντομεύει την ίδια τη διήγηση της γεννήσεως. Απαριθμεί λοιπόν από δω και πέρα τα χρόνια, θυμίζοντας στον ακροατή, ότι Αυτός ακριβώς είναι Εκείνος, τον οποίο ο πατριάρχης Ιακώβ είπε ότι θα έλθει αφού εξέλιπαν στο μέλλον οι άρχοντες των Ιουδαίων.

Γι’ Αυτόν ο προφήτης Δανιήλ προφήτευσε ότι θα έλθει, αφού περάσουν πολλές χρονικές περίοδοι που τις ονομάζει «εβδομάδες» [Δαν. 9,25-27: «καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν(:Μάθε και κατανόησε καλά, ότι από την ημέρα, που θα εκδοθεί διάταγμα για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, μέχρι της ημέρας που θα εμφανιστεί ο άρχοντας, ο οποίος θα έχει χρισθεί από Εμένα, θα περάσουν επτά εβδομάδες ετών και άλλες εξήντα δύο εβδομάδες ετών. Μετά τις πρώτες επτά εβδομάδες θα επιστρέψουν οι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι και θα ανοικοδομηθεί η πλατεία και το τείχος της πόλεως και θα πραγματοποιηθούν έτσι οι πρώτοι καιροί. Και μετά την παρέλευση των εξήντα δύο εβδομάδων ετών, θα θανατωθεί ο χριστός Κυρίου, ο Σωτήρας, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως αμαρτία και αιτία θανάτου γι' Αυτόν. Η πόλη της Ιερουσαλήμ και ο άγιος ναός θα καταστραφούν μαζί με τους ηγουμένους, τους άρχοντες της εποχής εκείνης. Οι κάτοικοι θα κατακλυσθούν από συμφορές και ένας ξένος λαός θα αναλάβει πόλεμο κατά του Ισραήλ, ενώ μέχρι το τέλος του πολέμου θα επιφέρει φοβερές καταστροφές και τρομερούς αφανισμούς. Κατά μία εβδομάδα ετών ο Χριστός θα συνάψει και θα καταστήσει ισχυρή και έγκυρη μία νέα διαθήκη. Και κατά το μέσο της εβδομάδας αυτής, που θα προσφερθεί η μεγάλη θυσία του λυτρωτή Χριστού, θα τεθεί οριστικό πλέον τέρμα στις παλαιές θυσίες και σπονδές. Και στον ναό μου και τον λαό του Ισραήλ, θα εισέλθουν βδελυρές δυνάμεις καταστροφής και ερημώσεως. Τέρμα όμως στην καταστροφή αυτή θα τεθεί όταν συμπληρωθεί ο ορισμένος χρόνος)»]. Αν θελήσει κάποιος τα χρόνια που περιλαμβάνονται σε αυτές τις χρονικές περιόδους που ο άγγελος ανέφερε στον Δανιήλ, να τα αριθμήσει αρχίζοντας από την οικοδόμηση της Ιερουσαλήμ και φθάσει στη γέννησή Του, θα δει ότι συμφωνούν απόλυτα αυτά με εκείνα που προφητεύτηκαν.

Να σου πω λοιπόν πώς γεννήθηκε; «Μνηστευθείσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ(:Αφού μνηστεύθηκε η μητέρα του Μαρία)». Δεν είπε η παρθένος, αλλά απλά η μητέρα, για να γίνει πιο εύκολα αποδεκτός αυτός ο λόγος. Γι’ αυτό προετοιμάζει πρώτα τον ακροατή να προσδοκά να ακούσει κάτι συνηθισμένο, και αφού το πετυχαίνει αυτό, τότε τον ξαφνιάζει με την εμφάνιση του παράδοξου γεγονότος, λέγοντας ότι: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου (:προτού αυτοί να συνευρεθούν βρέθηκε έγκυος με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)». Δεν είπε: «Προτού να οδηγηθεί αυτή στο σπίτι του γαμπρού», γιατί ήδη κατοικούσε εκεί. Υπήρχε έθιμο στους παλιούς, ως επί το πλείστον τις γυναίκες που μνηστεύονταν να τις κρατούν στο σπίτι τους, πράγμα που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς να συμβαίνει και στις μέρες μας. Για παράδειγμα οι γαμπροί του Λωτ κατοικούσαν μαζί του στο σπίτι του. Κι αυτή λοιπόν μαζί με τον Ιωσήφ κατοικούσε στο σπίτι του.

     Πνεύματος πριν μνηστευθεί κάποιον άντρα; Όπως είπα από την αρχή, για να συγκαλύψει αυτός ο αρραβωνιαστικός το γεγονός της εγκυμοσύνης της Παρθένου και να απαλλαγεί η Παρθένος από κάθε πονηρή υπόνοια. Γιατί όταν αυτός, που κυρίως οφείλει να είναι ζηλιάρης περισσότερο από όλους, αποδεικνύεται ότι όχι μόνο δεν την εκθέτει, ούτε την εξευτελίζει, αλλά την αποδέχεται και την περιποιείται μετά την κύηση, είναι ολοφάνερο πως αν δεν ήταν απόλυτα βέβαιος ο ίδιος, ότι από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος προερχόταν αυτό που επρόκειτο να γεννηθεί, δεν θα συγκρατιόταν ο ίδιος και δεν θα έκανε όλα τα άλλα που έκανε.

Ακριβώς με έντονο τρόπο έγραψε και το «Βρέθηκε έγκυος», που συνηθίζεται να λέγεται για παράδοξα και ανέλπιστα πράγματα, που δεν τα περιμένει κανείς να συμβούν. Μην προχωρείς λοιπόν περισσότερο, μην ζητάς ν’ ακούσεις κάτι πέρα απ’ αυτά που ειπώθηκαν, μη λες: «Πώς το έκανε αυτό το Άγιο Πνεύμα να γίνει  από μία παρθένο;». Αν είναι αδύνατο να ερμηνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργική φύση διαμορφώνει τα πράγματα, πώς θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω όταν θαυματουργεί το Άγιο Πνεύμα; Τα λέω όλα αυτά, για να μη στενοχωρείς τον Ευαγγελιστή ούτε να τον ενοχλείς μέσα σου συνέχεια με τέτοιες ερωτήσεις. Αφού είπε ποιος έκανε το θαύμα, έκλεισε την υπόθεση. Λέει: «πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου (:προτού αυτοί να συνευρεθούν βρέθηκε έγκυος με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)». Δηλαδή :«Τίποτε περισσότερο δεν γνωρίζω, παρά ότι αυτό που συνέβη έγινε από το Άγιο Πνεύμα».

Πρέπει να νιώθουν ντροπή όσοι λεπτολογούν τόσο πολύ με τη θεϊκή αυτή Γέννηση. Γιατί αν αυτή η γέννηση που έχει μύριους μάρτυρες και που έχει προαναγγελθεί πριν από τόσα πολλά χρόνια και αποκαλύφθηκε και εξετάσθηκε λεπτομερώς από πολλούς, κανείς όμως δεν μπόρεσε να την ερμηνεύσει, δεν είναι τελείως τρελοί αυτοί που περιεργάζονται το απόρρητο αυτό γεγονός και το εξετάζουν με περιέργεια; Γιατί ούτε ο Γαβριήλ [βλ. Ματθ. 1,20: «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (:διότι το παιδί που συνέλαβε μέσα της προέρχεται από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)»], ούτε ο Ματθαίος μπόρεσαν να πουν κάτι παραπάνω, παρά μόνον ότι αυτό συνέβη από το Άγιο Πνεύμα.

Το πώς συνέβη αυτό από το Άγιο Πνεύμα και με ποιο τρόπο, κανείς από τους δύο δεν προσπάθησε να το ερμηνεύσει, ούτε βέβαια αυτό ήταν δυνατόν. Μη νομίσεις, ακροατή, ότι έμαθες τα πάντα ακούγοντας ότι αυτά συνέβησαν από το Άγιο Πνεύμα, γιατί πολλά αγνοούμε ακόμη κι αν πληροφορούμασταν πως ο Άπειρος βρίσκεται στη μήτρα, πως Αυτός που συγκρατεί το σύμπαν κυοφορείται από γυναίκα, πως γεννά η Παρθένος και παραμένει παρθένος. Πες μου, πώς δημιούργησε το Άγιο Πνεύμα αυτόν τον ναό, δηλαδή τον Χριστό; Πώς έλαβε ο Κύριος ένα μέρος της σάρκας Του από τη μήτρα και το αύξησε αυτό και το μορφοποίησε; Το ότι προήλθε από τη σάρκα της Παρθένου, το δήλωσε λέγοντας: «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν (:το παιδί που συνέλαβε μέσα της)»· και ο  απόστολος Παύλος είπε: «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός γενόμενον ὑπὸ νόμον(:όταν όμως συμπληρώθηκε ο χρόνος που είχε ορίσει η πανσοφία του Θεού, απέστειλε ο Θεός στον κόσμο τον Υιό Του, ο οποίος έγινε άνθρωπος από γυναίκα και υποτάχθηκε στο Μωσαϊκό νόμο)» [Γαλ. 4,4], αποστομώνοντας αυτούς που ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός εμφανίστηκε σαν να πέρασε από κάποιο σωλήνα.

Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί χρειαζόταν η μήτρα; Αν συνέβαινε αυτό, τότε δεν θα είχε τίποτε κοινό με μας ο Χριστός, θα είχε κάποια άλλη σάρκα κι όχι όμοια με τη δική μας. Πώς όμως θα καταγόταν από την οικογένεια του Ιεσσαί; Πώς θα ήταν η ράβδος; Πώς θα ονομαζόταν υιός ανθρώπου; Πώς θα είχε μητέρα τη Μαριάμ; Πώς θα καταγόταν από το σπέρμα του Δαβίδ; Πώς πήρε τελικά μορφή δούλου; Πώς «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (:ο Θεός Λόγος έγινε μέσα στον χρόνο άνθρωπος)»; Πώς γράφει στους Ρωμαίους ο Παύλος: «Ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεός; (:από αυτούς τους μακαριστούς πατέρες κατάγεται ο Χριστός ως προς την ανθρώπινη φύση Του, ο οποίος είναι Θεός εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνείται στους αιώνες)» [Ρωμ. 9,5]. Το ότι όμως κατάγεται από μας και από το δικό μας φύραμα και από την παρθενική μήτρα, αποδεικνύεται κι απ’ αυτά και από άλλα πολύ περισσότερα. Το πώς συνέβησαν αυτά, δεν είναι καθόλου γνωστό. Λοιπόν μην ερευνάς και εσύ, αναγνώστη, αλλά δέξου την αποκάλυψη και μην περιεργάζεσαι αυτό που αποσιώπησε ο Θεός.

 «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν (:ο Ιωσήφ, ο μνηστήρας αυτής, όταν αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη, (πήρε την απόφαση να διαλύσει την μνηστεία)·επειδή όμως ήταν ενάρετος και εύσπλαχνος και δεν ήθελε να την διαπομπεύσει προς δημόσιο παραδειγματισμό, σκέφτηκε να τη διώξει μυστικά χωρίς να ανακοινώσει σε κανένα τις υποψίες  του)» [Ματθ. 1,19].

Αφού ανέφερε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και χωρίς να λάβει χώρα σαρκική ένωση, ολοκληρώνει ο Ματθαίος την διήγησή του και από μια άλλη σκοπιά. Για να μη δώσει το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να ερωτά: «Πώς αποδεικνύεται αυτό; Ποιος είδε ή άκουσε ότι συνέβη ποτέ κάποιο παρόμοιο γεγονός;» Επίσης, για να μην υποπτευθείς ότι ο μαθητής από εύνοια προς τον Διδάσκαλο επινοεί όλα αυτά, εμφανίζει ο Ματθαίος τον Ιωσήφ να συνηγορεί, με όσα έπαθε με τις υποψίες του που διαλύθηκαν από τον άγγελο, στο να γίνουν πιστευτά τα λεχθέντα, σαν να μας λέγει σχεδόν με αυτά που γράφει ότι «εάν δεν πιστεύεις σε εμένα και θεωρείς ύποπτη τη μαρτυρία μου, να πιστέψεις στον  ίδιο τον μνηστήρα της Μαρίας».

Διότι λέγει: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν (:και ο Ιωσήφ, ο αρραβωνιαστικός της, επειδή ήταν ενάρετος)» [Ματθ. 1,19]. «Δίκαιο» εδώ ονομάζει τον σε όλα ενάρετο.  Βέβαια, δικαιοσύνη είναι το να αποφεύγει κανένας την πλεονεξία, αλλά δικαιοσύνη ονομάζεται και η αρετή στο σύνολό της. Και μάλιστα η Γραφή χρησιμοποιεί με αυτή τη σημασία την έννοια της δικαιοσύνης, όπως όταν λέγει· «Ἄνθρωπος δίκαιος, ἀληθινός» [Ιώβ, 1,1] και αλλού: «Ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι (:Ήσαν και οι δύο δίκαιοι)» [Λουκ. 1,16].Ώστε «επειδή ήταν δίκαιος» δηλαδή καλοκάγαθος και επιεικής και σε όλα ενάρετος, «σκέφθηκε να της δώσει διαζύγιο μυστικά». Γι’ αυτόν τον λόγο αναφέρει το γεγονός πριν ο Ιωσήφ γνωρίσει την αλήθεια, για να μη δείξεις απιστία προς όσα συνέβησαν ύστερα από την γνώση της αλήθειας. Βέβαια, μια τέτοια γυναίκα δεν ήταν άξια να υποστεί μόνο τη διαπόμπευση, τον δημόσιο εξευτελισμό προς παραδειγματισμό, αλλά ο νόμος διέτασσε να τιμωρηθεί κιόλας .

Όμως ο Ιωσήφ όχι μόνο τη μεγαλύτερη εκείνη τιμωρία αλλά και τη μικρότερη δεν επέτρεψε, δηλαδή τη διαπόμπευση. Γιατί όχι μόνο να την τιμωρήσει δεν ήθελε, αλλά ούτε και να τη διαπομπεύσει προς παραδειγματισμό. Βλέπεις, λοιπόν, άνθρωπο ευσεβή και απαλλαγμένο από το τυραννικότατο πάθος της ζήλειας; Γνωρίζετε, βέβαια, πόσο μεγάλο πάθος είναι η ζήλεια. Για τον λόγο αυτό και εκείνος ο οποίος γνώριζε καλά αυτά τα θέματα, λέγει: «Μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρός· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως (:Είναι γεμάτος από ζηλότυπη εκδίκηση ο θυμός του άνδρα της μοιχαλίδας γυναίκας. Δεν θα δείξει έλεος, όταν θα δικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου)» [Παροιμ. 6,34]· και «Σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος (:η ζήλεια είναι σκληρή σαν τον Άδη)» [ Άσμ.8,6] .

   Και εμείς, όμως, γνωρίζουμε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι θα προτιμούσαν να χάσουν τη ζωή τους, παρά να κυριευτούν από ζηλότυπη καχυποψία. Εδώ βέβαια δεν επρόκειτο απλά περί υποψίας, εφόσον έγινε αντιληπτός ο όγκος της κοιλιάς. Ήταν όμως τόσο πολύ απαλλαγμένος από τη ζήλεια ο Ιωσήφ, ώστε δε θέλησε να προξενήσει λύπη στην Παρθένο, ούτε και με την πλέον ασήμαντη τιμωρία. Επειδή όμως αφενός μεν ήταν απόδειξη ότι παραβαίνει τον νόμο, εάν την κρατούσε στο σπίτι του, αφετέρου δε το να την διαπομπεύσει και να την οδηγήσει στο δικαστήριο σήμαινε σαν να την ανάγκαζε να υποστεί την ποινή του θανάτου, γι’ αυτό δεν έκανε τίποτε από αυτά, αλλά συμπεριφέρεται πλέον κατά τρόπο ανώτερο από εκείνο που ορίζει ο νόμος.

Έπρεπε, βέβαια, να υπάρχουν πολλά δείγματα υψηλής, ανώτερης συμπεριφοράς, εκεί που παρουσιάστηκε η χάρη του Θεού. Δηλαδή, όπως ακριβώς ο ήλιος, χωρίς ακόμη να ανατείλει, καταυγάζει με το φως του το μεγαλύτερο μέρος της γης, κατά όμοιο τρόπο και ο Χριστός, όταν επρόκειτο να ανατείλει από την μήτρα εκείνη και προτού να γεννηθεί, φώτισε ολόκληρη την οικουμένη. Γι’ αυτό τον λόγο οι προφήτες σκιρτούσαν από χαρά πριν να γεννηθεί, οι γυναίκες προέλεγαν τα μέλλοντα [Λουκ.1,42-43: «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; (:είσαι ευλογημένη από τον Θεό εσύ περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Και είναι ευλογημένο και το έμβρυο που βλάστησε στην κοιλιά σου ως καρπός άχραντος και παρθενικός. Και πώς μου έγινε αυτή η τιμή; Ποια αρετή ή αξία έχω εγώ, ώστε να έλθει να με επισκεφτεί η μητέρα του Κυρίου μου;)»] και ο Ιωάννης πριν να εξέλθει από την κοιλιά της μητέρας του της Ελισάβετ αναπήδησε από αγαλλίαση [Λουκ. 1,44: «ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου(:και είσαι πραγματικά η μητέρα του Κυρίου μου, διότι να, μόλις ήλθε στα αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, αναπήδησε μέσα στα σπλάχνα μου το βρέφος με ασυγκράτητη χαρά)»].

Έτσι και ο Ιωσήφ συμπεριφέρθηκε με μεγάλη λεπτότητα, αφού ούτε την κατήγγειλε, ούτε την διαπόμπευσε, παρά αποπειράθηκε μονάχα να την απομακρύνει από το σπίτι του. Ενώ λοιπόν τα πράγματα είχαν φθάσει σ’ αυτό το σημείο και όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία, εμφανίζεται ο άγγελος για να λύσει όλες τις απορίες.

     Αξίζει, όμως, να εξετάσουμε για ποιο λόγο δεν μίλησε προηγουμένως ο άγγελος, δηλαδή, προτού να σκεφθεί αυτό ο Ιωσήφ, αλλά, όταν το σκέφθηκε, τότε εμφανίζεται. «Ταῦτα γὰρ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος (:ενώ όμως σκεπτόταν αυτά)», λέγει ο ευαγγελιστής, «ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου» [Ματθ. 1,20] έρχεται. Βέβαια, ο ίδιος άγγελος είχε αναγγείλει την ευχάριστη είδηση προς την Θεοτόκο, πριν ακόμη συλλάβει. Το γεγονός όμως αυτό δημιουργεί νέα απορία. Δηλαδή εάν ο άγγελος δεν το έλεγε στον Ιωσήφ, για ποιο λόγο το αποσιώπησε η Παρθένος, όταν το πληροφορήθηκε από τον άγγελο και ενώ έβλεπε τον μνηστήρα της να κατέχεται από σύγχυση, δεν του έλυσε την απορία; Ακόμη, για ποιο λόγο δεν μίλησε ο άγγελος προτού να θορυβηθεί ο Ιωσήφ;

Είναι ωστόσο ανάγκη να επιλύσουμε πρώτα την προγενέστερη απορία. Γιατί λοιπόν δεν το είπε από την αρχή ο άγγελος στον Ιωσήφ, ώστε να μη βρεθεί σε τέτοια αμηχανία; Για να μη δείξει απιστία και πάθει ό,τι έπαθε ο Ζαχαρίας [Λουκ. 1,8-20]. Πραγματικά, όταν βρισκόμαστε μπροστά στο θαυμαστό γεγονός και το βλέπουμε, τότε λοιπόν είναι εύκολο να πιστέψουμε σε αυτό. Όταν όμως δεν έχει καν αρχίσει να πραγματοποιείται ακόμη, τότε δεν γίνεται εξίσου εύκολα παραδεκτό αυτό που λέγεται. Συνεπώς, γι΄αυτό τον λόγο δεν το ανήγγειλε από την αρχή ο άγγελος στον Ιωσήφ και για την ίδια αιτία το αποσιώπησε και η Παρθένος. Νόμισε δηλαδή ότι δεν θα γινόταν πιστευτή από τον μνηστήρα, όταν θα ανήγγειλε είδηση παράδοξη· αντιθέτως, θα τον εξόργιζε περισσότερο, εάν του γεννιόταν η υποψία ότι προσπαθούσε να καλύψει μια αμαρτία που είχε διαπραχθεί.  Διότι όταν ακόμα κι αυτή η οποία επρόκειτο να δεχθεί τόσο μεγάλη χάρη, δεικνύει ανθρώπινη αδυναμία και ερωτά: «Πῶς ἔσται τοῦτο ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; (:πώς θα γίνει το πρωτοφανές και πρωτάκουστο τούτο μυστήριο, και πώς θα συλλάβω και θα γεννήσω αφού δεν έχω συζυγική σχέση με άντρα;)» [Λουκ. 1,34], πολύ περισσότερο θα εξέφραζε αμφιβολίες εκείνος (:ο Ιωσήφ) δεδομένου μάλιστα ότι θα πληροφορείτο την παράδοξη είδηση από τη γυναίκα η οποία μπορούσε να εγείρει κάθε υποψία.

Αυτή είναι λοιπόν η αιτία για την οποία η Παρθένος δεν λέγει τίποτε στον Ιωσήφ για τον ευαγγελισμό του αγγέλου. Όταν όμως έφθασε η κατάλληλη ευκαιρία, εμφανίζεται ο άγγελος. Γεννάται όμως το ερώτημα: Γιατί δεν έκανε το ίδιο και στην Παρθένο και δεν επανέλαβε τον ευαγγελισμό μετά την κύηση; Αναμφίβολα, για να μην βρισκόταν σε ταραχή και μεγάλη ανησυχία καθ’ όλο το διάστημα της κυοφορίας. Ήταν, βέβαια, φυσικό, αφού δεν θα γνώριζε την πραγματική σημασία του γεγονότος, να σκεφθεί κάτι άτοπο για τον εαυτό της και να αποπειραθεί να θέσει τέλος στη ζωή της με απαγχονισμό ή  με ξίφος, μην υποφέροντας τη μεγάλη ντροπή· διότι η Παρθένος ήταν θαυμαστή και φανερώνει την αρετή της ο ευαγγελιστής Λουκάς, όταν λέγει ότι όταν άκουσε τον χαιρετισμό του αγγέλου, δεν άφησε τον εαυτό της να κυριευθεί από χαρά, ούτε δέχτηκε αδιαμαρτύρητα αυτό που της ειπώθηκε, αλλά αντιθέτως καταλήφθηκε από ταραχή και προσπαθούσε να αντιληφθεί ποια σημασία και ποιο σκοπό να είχε ο χαιρετισμός αυτός [Λουκ. 1,28-29: «καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν. ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος (:μόλις μπήκε ο άγγελος στο δωμάτιό της, της είπε: “Χαίρε εσύ, που είσαι προικισμένη από τον Θεό με πολλής και εξαιρετικές χάριτες. Ο Κύριος είναι μαζί σου και Αυτός σε γέμισε με τις χάριτές Του. Έχεις ευλογηθεί εσύ όσο καμία άλλη γυναίκα”. Αυτή όμως, όταν είδε τον άγγελο, ταράχτηκε πολύ απ΄ τον λόγο που της είπε και σκεπτόταν μέσα της ποια σημασία και ποιο σκοπό να είχε άραγε ο χαιρετισμός αυτός)»]. Συνεπώς, αυτή η οποία ήταν τόσο γνωστή για την αρετή της, ασφαλώς, θα έχανε τα λογικά της από την λύπη της, όταν θα σκεπτόταν την ντροπή, αφού μάλιστα δεν πίστευε ότι ήταν δυνατό όσα και αν έλεγε, να πείσει κάποιον από όσους την άκουγαν ότι το γεγονός δεν ήταν πράξη μοιχείας.

Για να μη συμβούν λοιπόν όλα τα παραπάνω, εμφανίστηκε ο άγγελος προ της συλλήψεως· διότι έπρεπε οπωσδήποτε να είναι απαλλαγμένη ταραχής η κοιλιά εκείνη στην οποία εισήλθε ο Δημιουργός του σύμπαντος, και ακόμη, να είναι ελεύθερη από κάθε σύγχυση η ψυχή, η οποία κρίθηκε άξια να υπηρετήσει τόσο μεγάλα μυστήρια.

Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ομιλεί ο άγγελος στην Παρθένο προ της συλλήψεως, ενώ στον Ιωσήφ εμφανίζεται κατά τις ημέρες της γεννήσεως περίπου. Το γεγονός αυτό πολλοί οι οποίοι από μεγάλη αφέλεια δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα, το θεώρησαν ότι είναι διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών. Επειδή, δηλαδή, ο Λουκάς γράφει ότι ο άγγελος έφερε τη χαρμόσυνη είδηση στη Μαρία, ενώ ο Ματθαίος στον Ιωσήφ( γι’ αυτό δημιουργούν την υποτιθέμενη διαφωνία),χωρίς να γνωρίζουν ότι έλαβαν χώρα και οι δύο εμφανίσεις. Την περίπτωση αυτήν πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και σε ολόκληρη τη διήγηση, διότι έτσι θα δώσουμε απάντηση σε πολλές φαινομενικές διαφωνίες.

Εμφανίζεται λοιπόν ο άγγελος, όταν ο Ιωσήφ καταλήφθηκε από ταραχή. Ασφαλώς αναβάλλει την εμφάνισή του και για όσα είπαμε παραπάνω, αλλά και για να αποδειχθεί η ευσέβεια του Ιωσήφ. Όταν όμως επρόκειτο να ολοκληρωθεί το έργο, έρχεται πλέον ο άγγελος.

 «Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων (:ιδού, ένας άγγελος του Κυρίου φάνηκε στο όνειρό του και του είπε)». Βλέπεις την επιείκεια του ανδρός; Όχι μόνο, διότι δεν την τιμώρησε, αλλά και διότι σε κανένα δεν είπε τίποτε, ούτε και στην ίδια που θεωρούσε ως ύποπτη. Αντίθετα, σκεπτόταν μυστικά μέσα του, στην προσπάθειά του να κρύψει την αιτία και από την ίδια την Παρθένο. Πραγματικά, δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι ο Ιωσήφ ήθελε να την εκδιώξει βίαια από τα σπίτι του, παρά ότι ήθελε να της δώσει κρυφά διαζύγιο. Τόσο πολύ ήρεμος και επιεικής ήταν ο άνθρωπος αυτός.

 «Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος, ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ (:Καθώς λοιπόν  ο Ιωσήφ συλλογιζόταν αυτά, ένας άγγελος φάνηκε στο όνειρό του)». Αλλά γιατί δεν έρχεται φανερά ο άγγελος, όπως στους ποιμένες, τον Ζαχαρία και την Παρθένο, αλλά έρχεται στο όνειρο του Ιωσήφ; Ήταν τόσο πολύ πιστός ο  Ιωσήφ, ώστε δεν χρειαζόταν την εμφάνιση αυτή ενώπιόν του για να πιστέψει την αλήθεια των λόγων του αγγέλου.  Αντίθετα, η Παρθένος επειδή ευαγγελιζόταν πολύ σπουδαιότερη είδηση και από αυτήν ακόμη που άκουσε ο Ζαχαρίας, χρειαζόταν και προ του γεγονότος παράδοξη εμφάνιση. Επίσης, οι ποιμένες βρίσκονταν σε περισσότερο πνευματικά ακαλλιέργητη και  απολίτιστη κατάσταση (και γι’ αυτό είχαν ανάγκη από πιο έντονη και πιο θαυμαστή εμφάνιση). Ο Ιωσήφ όμως δέχεται εύκολα την αποκάλυψη διότι του έγινε μετά την εκδήλωση της εγκυμοσύνης και ενώ η ψυχή του είχε πλέον κυριευθεί από την πονηρή καχυποψία, αλλά ήταν και έτοιμη να δεχθεί τις αγαθές ελπίδες, υπό την προϋπόθεση ότι θα εμφανιζόταν κάποιος που θα τον οδηγούσε με ευκολία προς αυτές. Γι’ αυτό και μαθαίνει την ευχάριστη πληροφορία μετά την υποψία που άρχισε να τον βασανίζει, για να του χρησιμεύσει το γεγονός αυτό ως απόδειξη των λεγομένων.

Πραγματικά, ενώ τα σκέφθηκε κατ’ ιδίαν όλα αυτά, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν άλλον, και άκουσε τον άγγελο να του ομιλεί για τις σκέψεις του αυτές, του πρόσφερε πλέον μια αδιάσειστη απόδειξη ότι είχε έλθει απεσταλμένος από τον Θεό· διότι μόνο ο Θεός έχει την ικανότητα να γνωρίζει τις απόκρυφες επιθυμίες της καρδιάς. Κοίταξε, λοιπόν, πόσα πράγματα λαμβάνουν χώρα και αφενός μεν αποδεικνύεται η ευσέβεια του Ιωσήφ, αφετέρου δε ενισχύει την πίστη του το γεγονός ότι η αναγγελία έγινε στην κατάλληλη στιγμή, αλλά επιπλέον και το όλο περιστατικό δεν γεννά υποψίες αναληθείας, διότι φανερώνει ότι έπαθε ό,τι ήταν φυσικό να πάθει ένας άντρας.

Με ποιο τρόπο όμως τον οδηγεί προς την πίστη ο άγγελος; Άκουσε και θαύμασε τη σοφία της αφηγήσεως. Όταν ήλθε, λοιπόν, ο άγγελος λέγει «Ἰωσὴφ υἱὸς ∆αυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου (:Ιωσήφ, απόγονε του Δαυίδ, μη διστάσεις και μη φοβηθείς να παραλάβεις στον οίκο σου την Μαριάμ, την αγνή και πιστή μνηστή σου)» [Ματθ. 1,20]. Αμέσως δηλαδή του υπενθυμίζει τον Δαβίδ, από το γένος του οποίου έμελλε να προέλθει ο Χριστός και δεν τον αφήνει να ταραχθεί, αφού του υπενθύμισε την υπόσχεση, η οποία είχε δοθεί προς ολόκληρο το γένος, με το να τον προσφωνήσει από τους προγόνους του. Διότι για ποιο άλλο λόγο τον ονόμασε «υιό του  Δαυίδ»;

 «Μὴ φοβηθῇς (:Να μη δοκιμάσεις κανένα φόβο)», λέγει. Βέβαια, ο Θεός σε άλλες περιπτώσεις δεν κάνει το ίδιο, αλλά όταν κάποιος όπως π.χ. ο Αβιμέλεχ έκανε απρεπείς σκέψεις για κάποια γυναίκα, χρησιμοποίησε προς αυτόν ο Θεός αυστηρότερες λέξεις και τις συνόδευσε από απειλή, μολονότι και εκεί η συμπεριφορά ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας. Δηλαδή, και εκείνος ο ίδιος ο βασιλιάς των Γεράρων, ο Αβιμέλεχ, χωρίς να γνωρίζει ότι η Σάρα είναι σύζυγος και όχι αδελφή του Αβραάμ όπως νόμιζε, έλαβε τη Σάρα για να την έχει ως σύζυγό του, αλλά παρά ταύτα τον επέπληξε ο Θεός [Γέν. 12,10-20 και 20, 1-18· ειδικότερα, βλ. Γέν.20, 3 : «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι συνῳκηυῖα ἀνδρί (:Ο Θεός όμως παρουσιάστηκε στον Αβιμέλεχ κατά την νύκτα στο όνειρό του και του είπε· “ιδού εσύ πεθαίνεις αμέσως μετά  ως τιμωρία, εξαιτίας της γυναικός, την οποία έλαβες, διότι αυτή είναι σύζυγος άλλου ανδρός, του Αβραάμ”)»]. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Θεός φέρεται με μεγαλύτερη επιείκεια, διότι είναι μεγίστη η σπουδαιότητα των γεγονότων που επιτελούνται, αλλά και η μεταξύ των δύο ανδρών διαφορά, ώστε δεν θεωρείται απαραίτητη η επίπληξη.

Με το να πει «μη δοκιμάσεις κανένα φόβο» αποδεικνύει ότι ο Ιωσήφ είχε κυριευθεί από φόβο μήπως έλθει αντιμέτωπος προς το θέλημα του Θεού, εάν την εκλάμβανε ως μοιχαλίδα· διότι διαφορετικά δεν θα σχεδίαζε να την απομακρύνει από το σπίτι του. Με όλα αυτά λοιπόν, αποδεικνύει ότι ο άγγελος ήλθε εκ μέρους του Θεού, αφού του αποκαλύπτει και του φανερώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, τα οποία δοκίμασε.

Αφού λοιπόν αναφέρεται  το όνομα της Παρθένου, δεν σταμάτησε εκεί, αλλά πρόσθεσε: «τη γυναίκα σου». Βέβαια, δεν θα την αποκαλούσε με τέτοιο τρόπο, εάν είχε διαφθαρεί και είχε φερθεί με ανήθικο τρόπο προδίδοντάς τον. Μάλιστα όταν λέγει «γυναίκα», εννοεί τη μνηστή, όπως ακριβώς συνηθίζει η Γραφή να ονομάζει «γαμπρούς» τους μνηστήρες και προ του γάμου.

Τι σημαίνει όμως η λέξη «να παραλάβει»; Να την κρατήσει στο σπίτι του, επειδή με τη σκέψη του της είχε δώσει πλέον διαζύγιο. «Συνεπώς αυτήν την οποία έχεις απομακρύνει ήδη με τα σχέδιά σου», λέγει, «να την κρατήσεις κοντά σου. Σου την παραδίδει ο Θεός, όχι οι γονείς της. Σου την παραδίδει, όμως, όχι ως σύζυγο, αλλά απλώς για να κατοικείς μαζί της, και σου την παραδίδει διαμέσου της δικής μου φωνής». Όπως δηλαδή, αργότερα, ο Χριστός παρέδωσε τη Μητέρα Του στον μαθητή [ Ιωάν. 19, 26-27: «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου ·εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια(:ο Ιησούς λοιπόν,όταν είδε τη μητέρα Του και τον μαθητή που αγαπούσε να στέκεται εκεί κοντά, λέει στη μητέρα του: ‘’ Γυναίκα, να ποιος από τώρα θα είναι γιος σου’’. Έπειτα λέει στον μαθητή:’’ Να η μητέρα σου’’. Και από εκείνη την ώρα την πήρε ο μαθητής στο κατάλυμά του)»], έτσι και τώρα την παραδίδει στην προστασία του Ιωσήφ.

Στη συνέχεια, αφού έθιξε το θέμα της γεννήσεως του Υιού του Θεού με τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν ανέφερε την πονηρή υποψία που ως τότε βασάνιζε τον Ιωσήφ για τη Μαρία, αλλά κατά τρόπο περισσότερο ευγενή και διακριτικό ο άγγελος την εξαφάνισε, με το να δώσει την εξήγηση του επικείμενου τοκετού. Έτσι αποδείκνυε ότι εκείνη η αιτία, η οποία τον έκανε να νιώσει φόβο και ήθελε να απομακρύνει την Παρθένο από το σπίτι του, αυτή ακριβώς ήταν που θα τον έκανε να ενεργήσει σωστά, εάν έπαιρνε την Παρθένο κοντά του και της πρόσφερε την προστασία του κάτω από τη στέγη του σπιτιού του. Με αυτόν τον τρόπο διέλυσε πλήρως την αγωνία του Ιωσήφ, με την αφθονία της πειστικότητας των λόγων του· διότι δεν λέγει μόνο ότι η Παρθένος είναι απαλλαγμένη από την υποψία της παράνομης συνευρέσεως, αλλά επιπλέον εξηγεί ότι κυοφορεί κατά τρόπο υπερβαίνοντα τους φυσικούς νόμους. «Συνεπώς, όχι μόνο να διώξεις τελείως τον φόβο σου, αλλά και να χαίρεσαι υπερβολικά».

 «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου (:διότι το παιδί που κυοφορείται μέσα της έχει συλληφθεί από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)» [Ματθ. 1,20]. Παράδοξο είναι το περιεχόμενο των λόγων αυτών και υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση και τους νόμους της φύσεως. Πώς λοιπόν μπορούσε να το πιστέψει ο άνθρωπος αυτός, ο Ιωσήφ δηλαδή, ο οποίος δεν είχε πείρα από παρόμοια λόγια; «Μα φυσικά από την αποκάλυψη των προηγούμενων γεγονότων», λέγει. Διότι γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό του φανέρωσε ο άγγελος όλες γενικώς τις σκέψεις του, δηλαδή, τα συναισθήματά του, τους φόβους του και ό, τι διανοήθηκε να πράξει, για να τον κάνει να πιστέψει και αυτό από τις αποκαλύψεις αυτές. Και όχι μόνο από τα γεγονότα του παρελθόντος τον οδηγεί προς την πίστη, αλλά μάλλον από τα μέλλοντα να ακολουθήσουν: «Τέξεται  υἱόν»(:θα γεννήσει ένα γιο)»,λέγει,«καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦ(:και εσύ που από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αναγνωρίζεσαι ως προστάτης του, θα του δώσεις το όνομα “Ιησούς”, το οποίο σημαίνει “σωτήρας”)» [Ματθ. 1,21].

 «Επομένως, να μην έχεις την ιδέα ότι είσαι απαλλαγμένος από την υποχρέωση να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου στην τακτοποίηση των ζητημάτων τα οποία σχετίζονται με το νεογέννητο, επειδή η γέννησή Του έχει ως αιτία την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος· διότι, μολονότι δεν έπαιξες κανένα ρόλο στη γέννηση και παρέμεινε ανέπαφη η Παρθένος, εντούτοις σου αναθέτω το εξής καθήκον, το οποίο αποτελεί γνώρισμα του πατέρα, χωρίς βέβαια να καταστρέφει την ιδιότητα της παρθενίας,δηλαδή να δώσεις το όνομα στο παιδί. Εσύ, λοιπόν, θα το ονομάσεις. Έστω κι αν δεν είναι δικό σου το παιδί, θα εκτελέσεις χάριν αυτού τα καθήκοντα που ανήκουν στον πατέρα. Γι’ αυτό αμέσως σου δίδω τη θέση του πατέρα για το παιδί που γεννιέται, με το να σου αναθέσω να δώσεις το όνομα σε αυτό».

Έπειτα για να μη δημιουργηθεί η υποψία στον οποιονδήποτε ότι είναι πραγματικός πατέρας, άκουσε με πόση προσοχή ομιλεί στη συνέχεια: «Θα γεννήσει», λέγει, «υιό». Δεν είπε: «Θα σου γεννήσει γιο», αλλά απλώς «θα γεννήσει» χωρίς να προσδιορίσει τη φράση· διότι δεν γεννούσε τον Ιησού χάριν του Ιωσήφ, αλλά Τον χάριζε στην οικουμένη ολόκληρη.

Γι’ αυτό τον λόγο ήλθε ο άγγελος από τον ουρανό φέροντας το όνομα, για να αποδείξει και με το γεγονός αυτό ότι η γέννηση ήταν άξια θαυμασμού, διότι ο Θεός από υψηλά έστειλε με τον άγγελο το όνομα στον Ιωσήφ. Αλλά και το ίδιο το όνομα δεν στερείτο περιεχομένου. Αντίθετα, περιέκλειε ένα θησαυρό, από τον οποίο πήγαζαν αναρίθμητα καλά. Γι’ αυτό και ερμηνεύει αυτό ο άγγελος και συντελεί στο να δημιουργηθούν αγαθές ελπίδες. Έτσι οδηγεί τον Ιωσήφ προς την πίστη. Βέβαια, συνηθίζουμε να δείχνουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αυτά τα θέματα, γι’ αυτό και πιστεύουμε ευκολότερα στα ευχάριστα.

Αφού λοιπόν με όλα αυτά οδήγησε τον Ιωσήφ προς την πίστη, δηλαδή, με την αποκάλυψη των γεγονότων του παρελθόντος, την εξαγγελία των μελλοντικών αγαθών, την περιγραφή της παρούσης καταστάσεως και τη γνωστοποίηση της τιμής που αποδιδόταν σ’ Εκείνον που επρόκειτο να γεννηθεί, στην κατάλληλη στιγμή εμφανίζει και τον προφήτη να διακηρύττει όλα αυτά γενικώς [Ματθ. 1,21: «Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (:και θα γεννήσει υιό, και εσύ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο θεωρείσαι προστάτης και πατέρας Του) θα Τον ονομάσεις Ιησού (δηλαδή Θεό-Σωτήρα), διότι Αυτός θα σώσει πράγματι τον λαό Του από τις αμαρτίες τους)»]. Προτού όμως να επικαλεσθεί ο ευαγγελιστής τη μαρτυρία του προφήτη Ησαΐα για να επικυρώσει όλα αυτά, προλέγει ο άγγελος στον Ιωσήφ τα αγαθά, τα οποία θα προέλθουν από τον Ιησού για ολόκληρη την οικουμένη. Και ποια είναι  αυτά; Η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις αμαρτίες του και η τέλεια απάλειψη αυτών. «Αὐτὸς γὰρ (:διότι Αυτός)», λέγει, «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (:θα σώσει τον λαό Του από τις αμαρτίες του)».

Και στο σημείο αυτό αποδεικνύεται ο θαυμαστός και παράδοξος χαρακτήρας της σωτηρίας αυτής· διότι δεν υπόσχεται την απαλλαγή από αισθητούς πολέμους ή την απελευθέρωση από βαρβάρους λαούς, αλλά κάτι που είναι πολύ σπουδαιότερο από αυτά, δηλαδή, τη λύτρωση από τις αμαρτίες, πράγμα το οποίο δεν μπόρεσε κανείς να κάνει στο παρελθόν. Θα ρωτήσει, βέβαια, κάποιος: «Και για ποιο λόγο είπε ‘’τον λαό Του’’ και δεν πρόσθεσε και τα άλλα έθνη;». Για να μην προξενήσει αμέσως φόβο στον ακροατή του. Αλλά σε εκείνον που με προσοχή άκουγε τα λόγια, υπέδειξε ότι συμπεριέλαβε και τους άλλους λαούς· διότι λαός του Ιησού δεν ήσαν μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά όλοι όσοι πήγαιναν να μαθητεύσουν κοντά Του και δέχονταν τη σωτηριώδη γνώση που πήγαζε από Αυτόν.

Πρόσεξε ακόμη με ποιο τρόπο μας παρουσίασε και το αξίωμα του Ιησού, όταν ονόμασε «λαὸν αὐτοῦ» τον ιουδαϊκό λαό· διότι αυτό δεν υποδεικνύει τίποτε άλλο, παρά ότι είναι του Θεού Υιός αυτός που γεννιέται και ότι εδώ ο άγγελος ομιλεί για τον Βασιλέα του ουρανού, δεδομένου ότι καμία άλλη δύναμη δεν είναι σε θέση να συγχωρεί τις αμαρτίες, παρά μόνο η δύναμη του Θεού.

Συνεπώς, αφού μας προσφέρθηκε από τον Θεό μία τόσο μεγάλη δωρεά, ας πράττουμε το παν για να μην φανούμε αχάριστοι για μια τόσο μεγάλη ευεργεσία. Διότι ενώ και προτού να μας δοθεί η τιμή αυτή ήσαν άξιες τιμωρίας οι διαπραττόμενες αμαρτίες, πολύ περισσότερο θα είναι μετά την προσφορά της ανέκφραστης αυτής Δωρεάς. Και την σκέψη αυτή δεν τη λέγω τυχαία τώρα, αλλά οδηγούμαι προς αυτήν, επειδή βλέπω πολλούς να περνούν τον καιρό τους, μετά το βάπτισμα με μεγαλύτερη αμεριμνησία από αυτούς που δεν έχουν γνωρίσει ακόμη την χριστιανική αλήθεια και δε διαθέτουν κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου της ζωής τους. Στην αιτία αυτήν οφείλεται το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει εύκολα κάποιος, ούτε στην αγορά, ούτε στην Εκκλησία, ποιος είναι πιστός και ποιος ο άπιστος, εκτός εάν παρευρίσκεται κανένας κατά τη στιγμή της τελέσεως των μυστηρίων και δει άλλους μεν να εξέρχονται, άλλους δε να παραμένουν εντός του ναού.

Έπρεπε βέβαια να διακρινόμαστε όχι από τον τόπο, αλλά από τον τρόπο της ζωής μας. Πραγματικά, ενώ τα αξιώματα των ευρισκομένων εκτός της πίστεώς μας διακρίνονται, όπως είναι φυσικό, από τα ανάλογα εξωτερικά γνωρίσματα, τα δικά μας πρέπει να ξεχωρίζουν από την ψυχική μας ανωτερότητα· διότι ο πιστός δεν πρέπει να ξεχωρίζει μόνο από το όνομα, αλλά και από τον νέο τρόπο ζωής. Ο πιστός πρέπει να είναι φως και αλάτι του κόσμου. Όταν όμως δεν είσαι σε θέση να φωτίζεις τον εαυτό σου και να συγκρατείς τη δική σου σήψη, από πού θα μπορέσουμε να σε γνωρίσουμε; Μήπως επειδή βαπτίστηκες; Όταν όμως δεν ζεις και ανάλογη ζωή, το βάπτισμα είναι ένα εφόδιο που σε οδηγεί στην τιμωρία. Διότι το μέγεθος της τιμής συντελεί στην αύξηση της τιμωρίας εκείνων, οι οποίοι δεν έχουν την διάθεση να ζουν αντάξια προς την τιμή που τους προσφέρθηκε. Ασφαλώς, ο πιστός δεν είναι δίκαιο να διακρίνεται μόνο από όσα του έδωσε ο Θεός, αλλά και από όσα ο ίδιος πρόσφερε. Επίσης, πρέπει να ξεχωρίζει από πάσης απόψεως, δηλαδή από τον τρόπο του βαδίσματος, από το βλέμμα του, από την ενδυμασία του και από την ομιλία του. Αυτά βέβαια δεν τα είπα για να ρυθμίσουμε τη ζωή μας αποβλέποντας στην επίδειξη, αλλά τα είπα για την ωφέλεια αυτών, οι οποίοι προσέχουν τον εαυτό τους[…].

«Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός(:με όλο αυτό το θαύμα της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως και επαληθεύτηκε εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος πριν από πολλούς αιώνες είχε πει: “Να, η παρθένος, που δεν γνώρισε άνδρα, θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και όσοι θα πιστεύουν σε Αυτόν, θα Τον ονομάσουν Εμμανουήλ, όνομα εβραϊκό που σημαίνει ’’ο Θεός είναι μαζί μας”)» [Ματθ. 1,22-23].

Όταν λέγει «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν» ομιλεί, όσο του είναι δυνατό, όπως αξίζει στο θαύμα. Επειδή δηλαδή είδε όλο το πλάτος και το βάθος της φιλανθρωπίας του Θεού και ότι έγινε πραγματικότητα ό,τι δεν ήταν δυνατό ούτε να φανταστούμε και ότι καταλύθηκαν οι φυσικοί νόμοι και επήλθε συμφιλίωση και κατέβηκε ο ανώτερος από όλους προς τον κατώτερο από όλους και εξαφανίστηκε το χάσμα και εξουδετερώθηκαν τα εμπόδια και συνέβησαν και άλλα πολύ περισσότερα, μας παρουσίασε με μία μικρή φράση το θαύμα. Είπε: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος (:με όλο αυτό το θαύμα της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως και επαληθεύτηκε εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη Ησαΐα)» [Ματθ. 1,22]. «Δεν πρέπει», λέγει, «να νομίσεις ότι τούτο αποφασίστηκε τώρα. Σχεδιάστηκε από πολύ παλαιά». Αυτό φρόντισε να το δείξει παντού ο Παύλος. Παραπέμπει επίσης ο άγγελος τον Ιωσήφ στον Ησαΐα, ώστε και αν δυσπιστήσει όταν σηκωθεί από τον ύπνο, προς τα λόγια του, επειδή λέχτηκαν τώρα, να θυμηθεί τα λόγια του προφήτη τα οποία άκουγε σε όλη του τη ζωή και να τα κατανοήσει. Στην Παρθένο δεν είπε τίποτε από αυτά διότι ήταν νεαρή και δεν είχε την απαιτούμενη πείρα. Απευθύνεται προς τον άνδρα με αυτόν τον τρόπο επειδή ήταν ευσεβής και μελετούσε τους προφήτες.

Προ ολίγου είπε: «Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου» [Ματθ. 1,20]. Στο σημείο αυτό αφού ανέφερε τον προφήτη, του εμπιστεύεται την λέξη «παρθένος». Διότι αν δεν άκουγε πρώτα τα λόγια του Ησαΐα, δε θα παρέμενε ατάραχος στο άκουσμα της λέξεως  «παρθένος». Ενώ τώρα θα άκουγε όχι κάτι το παράξενο· αλλά κάτι με το οποίο είχε εξοικειωθεί και το είχε μελετήσει προ πολλού στο βιβλίο του προφήτη. Για τούτο αναφέρει τον Ησαΐα ο άγγελος, για να γίνει ευπρόσδεκτος ο λόγος. Και δεν αρκείται σε αυτό αλλά αναφέρει ως πηγή της προφητείας τον Θεό· διότι δεν λέγει ότι τα λόγια είναι του Ησαΐα, αλλά του Θεού του παντός. Για τούτο δεν είπε για να πραγματοποιηθεί το ρηθέν από τον Ησαΐα, αλλά : «τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου» · διότι μόνο το στόμα ήταν του Ησαΐα. Πηγή της προφητείας ήταν ο ουρανός.

 Λέγει ο Θεός μέσω του Ησαΐα: «διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον (:Γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύμα μέγα και καταπληκτικό)» και έπειτα αναφέρει τη συγκεκριμένη προφητεία. Τι λέγει λοιπόν αυτή η προφητεία; «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ (:Ιδού, η παρθένος θα συλλάβει με υπερφυσικό τρόπο και θα γεννήσει υιό και το όνομα του υιού της αυτού θα είναι Εμμανουήλ, που σημαίνει “ο Θεός μαζί μας”)» [Ησ.7,14].

Τίθεται όμως το ερώτημα: Γιατί λοιπόν δεν ονομάστηκε Εμμανουήλ, αλλά Ιησούς Χριστός; Διότι δεν είπε θα ονομάσεις, αλλά θα ονομάσουν, οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή και η απλή πραγματικότητα. Εδώ δηλαδή δίνει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η Αγία Γραφή έχει αυτή τη συνήθεια, να δίνει ως όνομα εκείνα που θα συμβούν στην πραγματικότητα. Το «καλέσουσιν Ἐμμανουήλ» δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο παρά ότι θα δουν τον Θεό μεταξύ των ανθρώπων. Πάντοτε βέβαια βρισκόταν μεταξύ των ανθρώπων, ουδέποτε όμως τόσο φανερά.

 Αν αυθαδιάζουν οι Ιουδαίοι, θα τους ερωτήσουμε: «Πότε ονομάστηκε το παιδί “Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον (:ταχέως λαφυραγώγησε, πλήρως και τελείως λεηλάτησε’’»; [Ησ.8,3].Και ασφαλώς δεν θα μπορέσουν να δώσουν απάντηση. Αλλά τότε γιατί ο προφήτης έλεγε «κάλεσον τὸν ὄνομα αὐτοῦ “Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον’’»; Διότι η γέννησή Του προκάλεσε αρπαγή και διανομή λαφύρων. Για τούτο του δίνει ως όνομα εκείνο που συνέβη στην πραγματικότητα[ο Θεός δικαιολογεί το όνομα ως εξής: «διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως Ἀσσυρίων (:διότι πριν ακόμη το παιδί μάθει να λέγει την λέξη “πατέρα” και “μητέρα”, θα κυριεύσει ενώπιον του βασιλέως των Ασσυρίων τον στρατό της Δαμασκού και θα πάρει τα λάφυρα της Σαμάρειας)»: Ησ. 8,3].

 «Καὶ μετὰ ταῦτα κληθήσῃ πόλις δικαιοσύνης, μητρόπολις πιστὴ Σιών(:και έτσι εσύ θα ονομαστείς πόλη δικαιοσύνης, η Σιών η πρωτεύουσα του ισραηλιτικού λαού, η πιστή στον Θεό)», λέγει ο Θεός μέσω του προφήτη Ησαΐα [Ησ. 1,26]. Δεν βρίσκουμε όμως πουθενά ότι η πόλη ονομάστηκε «δικαιοσύνη», αλλά εξακολούθησε να λέγεται Ιεροσόλυμα. Αλλά επειδή ήταν αυτό το αποτέλεσμα, διότι βελτιώθηκε πράγματι ηθικώς η πόλη αυτή, για τον λόγο αυτόν είπε ότι θα της δοθεί αυτό το όνομα· διότι, όταν συμβεί πράγματι κάτι, το οποίο κάνει σαφέστερα γνωστό εκείνο που το έκανε ή που το απόλαυσε, από όσο τον κάνει το σύνηθες όνομά του, τότε λέγει ότι αυτός έχει ως όνομα εκείνο που συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Και αν μετά την αποστόμωσή τους στο ζήτημα αυτό αναζητούν άλλο, αυτό π.χ. που λέγεται περί της παρθενίας, και παρουσιάζουν προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους  κάποιους άλλους ερμηνευτές, και μας λέγουν ότι αυτοί δεν ομιλούν για ‘’παρθένο’’, αλλά για ‘’νεαρή κόρη’’, θα απαντήσουμε πρώτα ότι είναι ορθό να είναι περισσότερο αξιόπιστοι από όλους τους άλλους οι Εβδομήκοντα· διότι οι δικοί τους ερμηνευτές [εκτός από την μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, που αποκαλείται μετάφραση των Εβδομήκοντα, που ολοκληρώθηκε στα μέσα περίπου του 2ου αιώνα π.Χ., έχουμε και άλλες στην ελληνική, την αραμαϊκή και τη συριακή γλώσσα, οι οποίες έγιναν κατά τον 2ο κυρίως αιώνα μ.Χ.] ερμήνευσαν μετά την ενανθρώπηση του Χριστού και επιπλέον παρέμειναν πιστοί στην ιουδαϊκή θρησκεία. Δικαίως λοιπόν πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστοι, επειδή ομίλησαν μάλλον με μίσος και επειδή παραποιούν σκόπιμα τις προφητείες. Οι Εβδομήκοντα αντιθέτως συγκεντρώθηκαν εκατό ή και περισσότερα χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού τόσοι πολλοί άνθρωποι, και επομένως είναι απαλλαγμένοι από κάθε υποψία και είναι δίκαιο να τους εμπιστευόμαστε περισσότερο και εξαιτίας του χρόνου της συγκεντρώσεως και εξαιτίας του πλήθους και της ομοφωνίας αυτών που είχαν συγκεντρωθεί και είχαν αναλάβει τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης.

Αλλά η νίκη είναι οπωσδήποτε δική μας, έστω και αν επιμένουν να παρουσιάζουν τη μαρτυρία των δικών τους. Διότι και η λέξη «νεάνις» χρησιμοποιείται  με την έννοια της “παρθένου’’ [Σε άλλες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης αντί της φράσεως «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει», έχουμε: «ἰδοὺ ἡ νεάνις ἐν γαστρὶ ἕξει». Ο Ιερός Χρυσόστομος αποδεικνύει στη συνέχεια ότι η λέξη ‘’νεάνις’’ αντιστοιχεί προς τη λέξη ‘’παρθένος’’. Όμως δεν αρκείται βέβαια στο επιχείρημα αυτό. Παρουσιάζει, όπως θα δούμε παρακάτω, και άλλα ισχυρότατα]. Η Αγία Γραφή τη χρησιμοποιεί συχνά όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες. Λέγει π.χ. «Νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων (:Οι νέοι άνδρες και οι παρθένοι, οι γεροντότεροι μαζί με τους νεότερους)» [Ψαλμ. 148,12].

Και όταν ομιλεί σε άλλο σημείο για μία κοπέλα, που ζήτησε κάποιος να τη βιάσει και λέγει: «καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδέν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεύσῃ αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ εὗρεν αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ. Ἐὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ, δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον (:Στην κόρη που πέφτει θύμα βιασμού δεν θα επιβάλετε καμία τιμωρία. Δεν διέπραξε αυτή αμάρτημα συνεπαγόμενο τον θάνατο· διότι το πάθημα της νεανίδας είναι, ως εάν ένας οπλισμένος άνθρωπος επιτεθεί εναντίον αόπλου και τον φονεύσει. Στον αγρό βρήκε εκείνος την μνηστευμένη κόρη. Φώναξε εκείνη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να σπεύσει σε βοήθειά της. Εάν κάποιος άντρας συναντήσει κόρη παρθένο, η οποία δεν είναι μνηστευμένη και αφού κοιμηθεί μαζί της την βιάσει, και ανακαλυφθεί αυτός που διέπραξε το αδίκημα αυτό, θα δώσει ο άνθρωπος αυτός στον πατέρα της παρθένου κόρης πενήντα δίδραχμα αργυρίου και θα λάβει αυτήν ως σύζυγό του, διότι την διέφθειρε. Και δεν θα δυνηθεί αυτός ποτέ να την διαζευχθεί)» [ Δευτ. 22,27]· επομένως η λέξη «νεάνις» και εκεί είναι ταυτόσημη με τη λέξη «παρθένος».

   Και οι προφητείες επικυρώνουν τη λογική αυτή σκέψη. Δεν είπε δηλαδή ο προφήτης απλώς: «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει», αλλά είπε πρώτα: «διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον (:γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύμα μέγα και καταπληκτικό)» και συμπλήρωσε κατόπιν: «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει (:ιδού, η παρθένος θα συλλάβει με υπερφυσικό τρόπο)». Αν λοιπόν δεν ήταν παρθένος εκείνη που επρόκειτο να μείνει έγκυος, αλλά θα συνέβαινε αυτό με τη μεσολάβηση κάποιου άντρα, ποιο θα ήταν τότε το θαυματουργικό σημείο;

 «Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου(:όταν λοιπόν ο Ιωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο, έκανε όπως τον διέταξε ο άγγελος του Κυρίου)» [Ματθ. 1,24]. Βλέπεις την υπακοή του και τον πειθαρχικό χαρακτήρα του; Βλέπεις την εκλεκτή και πάντοτε ορθώς σκεπτόμενη ψυχή του; Ούτε όταν είχε υποψίες για κάτι το δυσάρεστο και το ανήθικο δέχτηκε να κρατήσει την Παρθένο, ούτε υπέμεινε να την αποπέμψει, όταν έπαψε να τον βασανίζει η υποψία αυτή, αλλά την κράτησε και έγινε υπηρέτης του σχεδίου αυτού. «Καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ(:και παρέλαβε τη μνηστή του στο σπίτι του)». Βλέπεις ότι ο Ευαγγελιστής, επειδή δεν θέλει να αποκαλύψει ακόμη εκείνο το μυστήριο και επειδή θέλει να εξαφανίσει την καχυποψία εκείνη, χρησιμοποιεί συνεχώς αυτή τη λέξη;

 «Παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον (:παρέλαβε τη μνηστή του στο σπίτι του και δεν ήρθε σε σχέση συζυγική μαζί της ποτέ, άρα και έως ότου γέννησε τον πρώτο και μονάκριβο υιό της)» [Ματθ. 1,24-25]. Χρησιμοποίησε εδώ ο Ευαγγελιστής τη λέξη «ἕως» όχι για να νομίσεις ότι είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της αργότερα, αλλά για να σε βεβαιώσει ότι η Παρθένος εξάπαντος δεν ήλθε σε επαφή μαζί του πριν από τη γέννηση. Τίθεται όμως το ερώτημα:  «Γιατί χρησιμοποίησε τη λέξη “ἕως’’»; Διότι η Αγία Γραφή τη χρησιμοποιεί συχνά, χωρίς όμως να της δίνει την έννοια ορισμένου χρονικού ορίου. Για τον λόγο αυτόν λέγει και στη διήγηση περί της κιβωτού ότι ο κόρακας που έστειλε ο Νώε για να ελέγξει αν είχαν πια αποσυρθεί τα νερά από την επιφάνεια της γης μετά τον κατακλυσμό, είναι γνωστό ότι δεν επέστρεψε ούτε αργότερα: «καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς (:έπειτα από σαράντα ημέρες άνοιξε ο Νώε την θυρίδα της κιβωτού, την οποία είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, για να δει εάν έπαψε να υπάρχει νερό στην ξηρά. Ο κόρακας αφού βγήκε έξω από την κιβωτό δεν επέστρεψε πλέον, ούτε και όταν εξατμίστηκε εντελώς το νερό από την επιφάνεια της γης. Έπειτα από τον κόρακα που δεν επέστρεψε, έστειλε ο Νώε την περιστερά, για να δει εάν είχε πάψει το νερό να σκεπάζει την επιφάνεια της γης)» [Γέν. 8,6-8].

Και για τον Θεό λέγει επίσης ο Ψαλμωδός: «Πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ (:Πριν γίνουν τα όρη και πριν διαμορφωθεί η γη και η οικουμένη, προ πάντων των αιώνων Εσύ υπήρχες, υπάρχεις και θα υπάρχεις [Ψαλμ. 89,2]. Ασφαλώς δεν θέτει χρονικά όρια στο σημείο αυτό. Και όταν προφητεύει και λέγει: «ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη (:από την πνευματική αυτή γλυκεία άρδευση θα αναβλαστήσει και θα ανθίσει επί των ημερών Του δικαιοσύνη και ειρήνη πλούσια και ατελείωτη, μέχρις ότου κατά τη συντέλεια του κόσμου λάβει τέλος η σελήνη)» [Ψαλμ. 71,7], δεν περιορίζει χρονικά την ύπαρξη του ωραίου τούτου ουρανίου σώματος.

Έτσι λοιπόν χρησιμοποίησε και εδώ το «ἕως», για να βεβαιώσει για το χρονικό διάστημα μέχρι της γεννήσεως, και σε άφησε να συμπεράνεις για τα κατόπιν. Ο Ευαγγελιστής είπε εκείνο το οποίο έπρεπε να μάθεις απαραιτήτως από αυτόν, ότι δηλαδή η Παρθένος δεν είχε συζυγικές σχέσεις μέχρι τον χρόνο της γεννήσεως. Άφησε κατόπιν να συμπεράνεις εσύ εκείνο που ήταν λογικό συμπέρασμα των λόγων του και απολύτως ευνόητο, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ, που ήταν ευσεβής, δεν θα αποφάσιζε να συνάψει συζυγικές σχέσεις με τη γυναίκα που έγινε μητέρα κατά θαυμάσιο τρόπο και που κρίθηκε άξια για πρωτοφανή τοκετό και θαυμαστή εγκυμοσύνη. Εάν είχε συζυγικές σχέσεις με αυτήν και αν την θεωρούσε νόμιμη σύζυγό του, τίθεται το ερώτημα: «Πώς την παρέδωσε ο Ιησούς στον μαθητή Του σαν να στερούνταν προστάτη και να μην είχε κανένα δικό της, και πώς του έδωσε την εντολή να την πάρει στο κατάλυμά του;».

Γιατί όμως θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανένας, ονομάζονται αδελφοί Του οι περί τον Ιάκωβο; [Ο Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ από την πρώτη του γυναίκα, η οποία είχε πεθάνει. Επίσκοπος Ιεροσολύμων έγινε το 33 μ. Χ. Λιθοβολήθηκε και πέθανε το 62 μ.Χ. Άλλοι αδελφοί του Κυρίου θεωρούνταν ο Ιωσής, ο Σίμων και ο Ιούδας: βλ. Ματθ. 12,46-50]. Απαντώ: όπως ακριβώς θεωρείτο και ο Ιωσήφ σύζυγος της Μαρίας· διότι επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι, για να καλυφτεί για ορισμένο χρόνο το μυστήριο της Γεννήσεως. Για τούτο και ο Ιωάννης τούς είπε “αδελφούς του Κυρίου’’ με τα εξής λόγια: «οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν(:ακόμη και τα αδέρφια Του δεν πίστευαν σε Αυτόν ότι είναι ο Μεσσίας)» [Ιω. 7,5].

Αλλά αυτοί που δεν πίστευαν προηγουμένως σε Αυτόν, έγιναν αργότερα αξιοθαύμαστοι και λαμπροί για την πίστη τους· διότι όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα [μετά την πρώτη αποστολική περιοδεία του ο Παύλος ήλθε στα Ιεροσόλυμα, διότι οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί απαιτούσαν να εκτελούν και οι εξ εθνικών Χριστιανοί τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Ο Παύλος, ο Πέτρος και ο Βαρνάβας τακτοποίησαν και έθεσαν τότε τέρμα στο όλο ζήτημα: βλ. Πραξ. 15,1-35], ο Παύλος και η συνοδεία του για να τακτοποιήσουν ζητήματα της εκεί εκκλησίας, πήγαν αμέσως στο σπίτι του. Και ήταν τόσο εκλεκτός, ώστε πρώτος αυτός έγινε επίσκοπος εκεί. Λέγουν μάλιστα ότι ο Ιάκωβος σκληραγωγούσε τον εαυτό του τόσο πολύ, ώστε νεκρώθηκαν όλα τα μέλη του σώματός του και ότι το μέτωπό του έγινε τόσο σκληρό από τη συνεχή προσευχή και την αδιάκοπη επαφή του με το έδαφος, ώστε έγινε για αυτόν τον λόγο εξίσου σκληρό με τα γόνατα καμήλου.

Αυτός συμβούλευσε ακόμη και τον Παύλο, όταν αργότερα ήλθε για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα, και του είπε: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι(:βλέπεις, αδελφέ, πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει στον Κύριο και έγιναν Χριστιανοί. Και όλοι αυτοί με ζήλο υπερασπίζονται το κύρος του νόμου)» [Πράξ. 21,20]. Τόση ήταν η σύνεση και ο ζήλος του. Ή μάλλον, τόση ήταν η δύναμη του Χριστού. Απόδειξη αποτελεί και αυτό: τόσος ήταν μετά τον θάνατό του ο θαυμασμός εκείνων οι οποίοι τον κατεδίωξαν, ώστε να θυσιάσουν  γι΄ Αυτόν με πολλή προθυμία και τη ζωή τους ακόμη. Πράγμα που μαρτυρεί αναμφισβήτητα τη δύναμη της αναστάσεως. Για τον λόγο αυτόν διατηρήθηκαν μετά από αυτήν τα σημαντικότερα, ώστε να αποτελέσουν αναμφισβήτητη απόδειξη. Ενώ δηλαδή λησμονούμε, όταν πεθάνουν, ακόμη και εκείνους που θαυμάζαμε όταν ζούσαν,πώς στην περίπτωση αυτήν,αν ήταν κάποιος συνηθισμένος άνθρωπος ο Χριστός, θα τον θεωρούσαν μετά τον θάνατό Του ότι είναι Θεός; Πώς θα δέχονταν ακόμη και να θανατωθούν με μαρτύρια για Αυτόν, εάν δεν είχαν σαφείς αποδείξεις για την ανάστασή Του;

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος