(Στάσις
Β΄- Οίκος Θ΄)
Τοῦ Ν.
ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Βαθύς
σε Χριστολογικό και Θεομητορικό περιεχόμενο είναι ο στίχος (του Ακαθίστου
Ύμνου): «Χαίρε
αυγή μυστικής ημέρας». Ο ι. Υμνωδός, χωρίς υπαρξιακό φόβο–άγχος,
αναφέρεται στον αδυσώπητο γραμμικό χρόνο, που τρέχει ασταμάτητα.
Ανθρωπίνως,
απλή η διαπίστωση ότι της ημέρας προηγείται η αυγή, ως ξετύλιγμα της ζωής ή ως
αρχή συμπτυγμένης αιωνιότητος.
Θεολογικά,
ο υμνογράφος επενδύει τον χρόνο, τον μέγα αυτό φυσικό πόρο, στο Μυστήριο της
ένσαρκης παρουσίας του Χριστού.
Είναι
αλήθεια ότι η αίσθηση του χρόνου και του χώρου στον άνθρωπο, αποτελεί βαθειά
φυσική βιωματική εμπειρία–κατάσταση.
Για αιώνες ολόκληρους η ανθρώπινη ζωή, η ανθρώπινη δραστηριότητα και ο πολιτισμός, βίωναν χώρο και χρόνο σε προοπτική φθοράς, σε προοπτική θανάτου. «Άνθρωπος ματαιότητι ομοιώθη∙ αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι» (Ψαλμ. 143,4), τονίζει ο ι. Ψαλμωδός.
Στην
εννοιακή–θεολογική συγκρότηση του Ακαθίστου Ύμνου, ο υμνογράφος έχει επιλέξει
τις λέξεις με πολλή προσοχή και προσευχή, σαν πολύτιμες πέτρες. Γι’ αυτό και οι
στίχοι αναβλύζουν υψηλά θεολογικά νοήματα–βιώματα, καθώς και αγιοπνευματικά
συναισθήματα αγάπης και τιμής προς την Κυρίαν Θεοτόκον.
Ο
π. Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, γράφει:
«Ως πύλη της θείας ανατολής, άνοιξόν μοι πύλας,
μετανοίας και προς ζωήν, αγίαν οδήγησόν με Κόρη, ως του φωτός του αδύτου
γεννήτρια»
(ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ, ΗΧΟΣ πλ. Δ΄, Πέμπτη εσπέρας).
Ο
υμνογράφος του Ακαθίστου Ύμνου (τότε) και ο π. Γεράσιμος (σήμερα),
υπογραμμίζουν την «παράδοξον ιατρείαν», που χορήγησε ο Άγιος Τριαδικός Θεός
στον άνθρωπο μέσα στη ροή του χρόνου, παράλληλα προς τις φυσικές ημέρες.
Δημιούργησε δηλ. την «μυστική ημέρα», μια νέα χρονική περίοδο, μια νέα
πνευματική ημέρα, που εγκαινίασε ο Χριστός με τη Σάρκωσή Του και συνέχισε με
την Ανάστασή Του. Είναι μια ημέρα που τρέχει ευθύγραμμα στην αιωνιότητα, ως
πραγματικότητα της Εκκλησίας Του. Αυτής ακριβώς της ημέρας υπήρξε «αυγή» η
Κυρία Θεοτόκος.
Στα
θεολογικά όρια της Εκκλησίας, αυτή η γνώση του Θεού και η κοινωνία με τον Ιησού
Χριστό, λέγεται αιώνια ζωή.
«Αυτή
δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον
απέστειλας Ιησούν Χριστόν», υπογραμμίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Κατά Ιωάννη,
κεφ. 17, 3).
Τονίσαμε
(ανωτέρω), ότι η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η αυγή–αρχή της μυστικής ημέρας του
Κυρίου, διότι ο Αμήτωρ εκ Πατρός Λόγος ανέτειλε στον κόσμο μέσα από το
ολοκάθαρο σώμα της, το μεγάλο αυτό δημιούργημα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Τώρα,
πλέον, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το θεολογικό νόημα της ζωής και του θανάτου
καθώς και τον πραγματικό σκοπό του χώρου και του χρόνου, όλους τους «λόγους–αιτίες»
των όντων.
Με
τη γέννηση του Σωτήρος Χριστού, η ανθρώπινη σάρκα ενώθηκε μυστικά και
πραγματικά με το Θεό.
Ευεργετήθηκε
η ανθρώπινη φύση, διότι απέκτησε (οντολογικά) τη δυνατότητα νίκης επί της
φθοράς και της αμαρτίας μέσα στα δεσμά του χώρου και του χρόνου.
«Ο άνθρωπος, όταν ενσωματωθεί με όλην την υπόστασίν του
εις τον χριστόν και πληρωθή όλος δι’ Αυτού, τότε αποκτά την θεανθρωπίνην
αίσθησιν και συνείδησιν της πανενότητος του μικροκόσμου» (Αγ. Ιουστίνος
Πόποβιτς – Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 27).
Τα
φιλότιμα παιδιά του Θεού, που κρατούν την Ορθοδοξία–Ορθοπραξία, μακρυά από κάθε
νόθευση, πολλές φορές γεύονται τη χαρά της προσωπικής τους «μυστικής ημέρας»,
που σημαδεύεται από φανερές και έκτακτες επεμβάσεις της Παναγίας στη ζωή τους,
όπως:
Οικογενειακές
και προσωπικές πνευματικές αναγεννήσεις, ξεπέρασμα βιωτικών αναγκών, ιάσεις
νοσημάτων και απαλλαγή από σφοδρούς πειρασμούς.
Ο
Μ. Φώτιος σε μία ομιλία του, λέγει:
«Χαίρε
Παρθένε, βοώ, της εμής ασθενείας και απορίας το καταφύγιον».
Η
Θεοτόκος σηματοδοτεί, διαχρονικά, την έμφαση των Ορθοδόξων αξιών και την
απόρριψη των νοητικών αιρετικών μοντέλων σκέψης και ζωής.
Μέσα
στον θεολογικό–βιωματικό χώρο της «μυστικής ημέρας» η Παναγία εγκωμιάζεται από
τους Αγίους Πατέρες όχι μόνο ως «αυγή», αλλά και ως η Ορθόδοξη αμεσότητα ήθους
και ζωής, γι’ αυτό και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, τονίζει: «Χαίροις παρ’ ημών, Μαρία Θεοτόκε, το σεμνόν κειμήλιον
απάσης της Οικουμένης, η λαμπάς η άσβεστος, ο στέφανος της παρθενίας, το
σκήπτρον της Ορθοδοξίας…» (Migne 77, σελ. 992 - 996).
Απαντά
η Θεοτόκος στο μεγάλο πρόβλημα του καιρού μας, που είναι η αίρεση του
οικουμενισμού, με τη διαχρονική διαφοροποίησή της από την αίρεση του Παπισμού: «Έρχονται οι εχθροί του Υιού μου κι Εμού» (Από το
μαρτύριο των 26 Ζωγραφιτών μοναχών).
Οι
26 Οσιομάρτυρες δεν άνοιξαν τις πόρτες του Μοναστηριού στους Λατινόφρονες, όπως
γίνεται –δυστυχώς– στις ημέρες μας!
Σήμερα,
με τη μεσιτεία της και την στοργική προστασία της, αντιμετωπίζουμε την δύσκολη
περίοδο του μεγάλου πειρασμού–διωγμού, ο οποίος αποτελεί σύνθεση ενός ευρέος φάσματος
αντορθοδόξων ενεργειών, εκκλησιολογικών (οικουμενισμός) και λοιμοξιολογικών
(δίωξη λατρείας).
«Τις γαρ επεκαλέσατο την οξείαν αυτής βοήθειαν και αρωγήν,
και ουκ έτυχε της παρ’ αυτής επικουρίας και χάριτος;
Ου μόνον δε εν παρωχημέναις γενεαίς η Υπερύμνητος
δέσποινα, η Παναγία “Ελεούσα” ενήργει παραδόξως εν τοις θαύμασιν, αλλά και εν
τοις καθ’ ημάς χρόνοις και καιροίς, ου παύεται εφαπλούσα τας ευεργετικάς αυτής
δυνάμεις, σώζουσα τους εν ανάγκαις, και λύουσα συμφορών και κινδύνων επιφοράς,
και ιωμένη ψυχάς και σώματα, και συνελόντι φάναι, φερωνύμως ελεούσα και
περισκέπουσα ως οικείον κλήρον και περιούσιον λαόν πάσαν την αγίαν και
ορθόδοξον του εξ αυτής αφράστως προελθόντος αγίαν Εκκλησίαν» (Εκ της ακολουθίας
Παναγίας Ελεούσης).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ