Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ …

      Το κακό ούτε είχε ούτε έχει ούτε θα έχη σύμφωνα με μια δική του φύση πραγματική υπόσταση –γιατί δεν έχει και καμμιάν ουσία ή φύση ή υπόσταση ή δύναμη ή ενέργεια στα όντα–, ούτε είναι ποιότητα ούτε ποσότητα ούτε σχέση ούτε τόπος ούτε χρόνος ούτε θέση ούτε ποίηση ούτε κίνηση ούτε έξη ούτε πάθος, που να ενθεωρείται φυσικώς σε κάποιο απ’ τα όντα –κι ούτε είχε βέβαια ουδαμώς σε όλα αυτά σύμφωνα με μια φυσική κλίση πραγματικήν υπόσταση–, και δεν είναι ούτε αρχή ούτε μεσότητα ούτε τέλος, αλλά, για να το πω σαν να το περιλαμβάνω μέσα σε όρια, το κακό είναι η έλλειψη της τελειοποιούς (προς το τέλος) ενέργειας των ενυπαρχουσών στη φύση δυνάμεων, και τίποτα απολύτως άλλο.

Ή πάλι, το κακό είναι η αλόγιστη κίνηση των φυσικών δυνάμεων κατ’ εσφαλμένη κρίση προς κάτι άλλο πλην του τέλους∙ και λέω τέλος την αιτία των όντων, την οποία φυσικώς επιθυμούν όλα, έστω κι αν αφού εκάλυψε στον υπέρτατο βαθμό με την παραποίηση της εύνοιας τον φθόνο ο πονηρός, και παρέπεισε (εξαπάτησε…) με δόλο τον άνθρωπο να κινήση την έφεσή του προς κάτι άλλο απ’ τα όντα πλην της αιτίας, δημιούργησε την άγνοια της αιτίας.

Κι αφού εγκατέλειψε λοιπόν την κίνηση τής προς το τέλος ενέργειας των κατά φύσιν δυνάμεων ο πρώτος άνθρωπος, ενόσησε την άγνοια της ίδιας του της αιτίας, νομίζοντας πως είναι εκείνο θεός με τη συμβουλή του όφεως, το οποίο είχε διατάξει ακριβώς να είναι απαγορευμένο (απώμοτον) ο της θείας εντολής λόγος. Κι αφού έγινε έτσι παραβάτης και αγνόησε τον Θεό, αναμιγνύοντας ισχυρά προς τη σύνολη αίσθηση τη σύνολη νοερή δύναμη, προσκάλεσε τη σύνθετη και ολέθρια και ενεργούσα προς το πάθος γνώση των αισθητών, και «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς», ενεργώντας και ζητώντας και επιθυμώντας τα ίδια κατά πάντα τρόπον μ’ αυτά, κι έχοντας γίνει πια άλογος με την αλλαγή τού κατά φύσιν λόγου απ’ το παρά την φύσιν.

Όσον επιμελείτο λοιπόν κατά μόνη την αίσθηση τη γνώση των ορωμένων ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο σφιχταγκάλιαζε στον εαυτό του την άγνοια του Θεού∙ και όσο συνέσφιγγε τον δεσμό αυτής της άγνοιας, τόσο περισσότερο προσηλωνόταν στην πείρα της αισθητικής απόλαυσης των υλικών πραγμάτων που γνώριζε∙ και όσο γέμιζε απ’ αυτήν την πείρα, τόσο περισσότερο διήγειρε τον έρωτα της φιλαυτίας που γεννάται απ’ αυτήν∙ κι όσο περιποιόταν με φροντίδα τον έρωτα της φιλαυτίας, τόσο περισσότερο επινοούσε πολλούς τρόπους συστάσεως της ηδονής, που είναι και γέννημα και τέλος της φιλαυτίας∙ κι επειδή εκ φύσεως φθείρεται μαζί με τους τρόπους που τη συνιστούν κάθε κακία, κι ανακαλύπτοντας μέσα απ’ αυτήν την πείρα ότι είναι πάντως η οδύνη διάδοχος κάθε ηδονής, κατηύθυνε μεν προς την ηδονή όλη του την ορμή, προς δε την οδύνη όλη του την αποφυγή, υπερασπίζοντας τη μεν με όλη του τη δύναμη, και πολεμώντας τη δε με όλη του την προσπάθεια, νομίζοντας, που ήταν ακριβώς αμήχανο, πως θα τις διαστείλη μ’ αυτό το τέχνασμα τη μια απ’ την άλλη και θα συνδέη μόνο με την ηδονή τη φιλαυτία, χωρίς καμμιάν εμπειρία οδύνης, αγνοώντας απ’ το πάθος, όπως φαίνεται, ότι δεν ενδέχεται να υπάρχη ποτέ ηδονή χωρίς οδύνη  λόγω της κυριαρχίας του πάθους της ηδονής, επειδή διαφαίνεται απ’ τη φύση του πάντα αυτό που επικρατεί, καλύπτοντας την αίσθηση εκείνου που βρίσκεται κοντά του.

Από εδώ εισήλθε φθοροποιός ο πολύς και αναρίθμητος όχλος των παθών στον βίο των ανθρώπων∙ από εδώ έγινε πολυστένακτη η ζωή μας, τιμώντας τις αφορμές της ίδιας της τής αναίρεσης και επινοώντας και φροντίζοντας στον εαυτό της τις προφάσεις της φθοράς λόγω της άγνοιας∙ από εδώ καταμερίσθηκε σε μύρια τμήματα η μια φύση και είμαστε εμείς που έχουμε την ίδια φύση με τον τρόπο των ερπετών και των θηρίων παραναλώματα (καταστρεφόμενοι ματαίως…) ο ένας του άλλου. Γιατί σφετεριζόμενοι την ηδονή λόγω της φιλαυτίας και προσπαθώντας να αποφύγουμε πάλι την οδύνη για τον ίδιον λόγο, επινοούμε τις αμύθητες γενέσεις των φθοροποιών παθών. Όπως, όταν φροντίζουμε μεν τη φιλαυτία με την ηδονή, γεννάμε τη γαστριμαργία, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία, τη φυσίωση, τη φιλαργυρία, την πλεονεξία, την τυραννία, την καύχηση, την αλαζονεία, την απεγνωσμένη εξέγερση, τη μανία, την οίηση, τη ματαιοφροσύνη, την καταφρόνηση, την ύβρη, τη φαυλότητα, τη βωμολοχία, την ασωτία, την ακολασία, τη φαντασία, τον μετεωρισμό, τη βλακεία, την προσποίηση, τον χλευασμό, την πολυλογία, την ακαιρολογία, την αισχρολογία, και όσα άλλα ανήκουν σ’ αυτό το γένος∙ κι όταν βασανίζεται μάλλον με την οδύνη ο τρόπος της φιλαυτίας, γεννάμε τον θυμό, τον φθόνο, το μίσος, την έχθρα, τη μνησικακία, την κακολογία, την καταλαλιά, τη συκοφαντία, τη λύπη, την ανελπιστία, την απόγνωση, τη διαβολή της πρόνοιας, την ακηδία, την ολιγωρία, τη δυσθυμία, την αθυμία, την ολιγοψυχία, το άκαιρο πένθος, τον θρήνο, την κατήφεια, τον οδυρμό, την ζήλεια, την ζηλοτυπία, τη δυσαρέσκεια, και όσα άλλα ανήκουν στη διάθεση που στερήθηκε τις κατά την ηδονή αφορμές. Κι απ’ την ανάμειξη που γίνεται για κάποιες άλλες αιτίες της ηδονής με την οδύνη, απ’ τη μοχθηρία δηλαδή –γιατί έτσι ονομάζουν κάποιοι τη σύνθεση απ’ τα αντίθετα μέρη της κακίας– γεννάμε την υποκρισία, την ειρωνεία, τον δόλο, την προσποίηση, την κολακεία, την ανθρωπαρέσκεια, και όλα τα άλλα επινοήματα της μικτής πανουργίας. Γιατί δεν είναι υποφερτό να τα απαριθμήσουμε τώρα και να τα πούμε όλα μαζί με τα οικεία τους σχήματα και τρόπους και αιτίες και καιρούς, αφήνοντας να ερευνηθή η εξέτασή τους ως ιδιαίτερη υπόθεση, με τη δύναμη που μας χαρίζει ο Θεός.

Το κακό είναι λοιπόν, όπως προείπα, η άγνοια της αγαθής αιτίας των όντων, η οποία, έχοντας ακρωτηριάσει τον ανθρώπινο νου, κι έχοντας διανοίξει τρανώς την αίσθηση, αποξένωσε μεν τον νου παντελώς απ’ τη θεία γνώση, τον επλήρωσε δε με την εμπαθή γνώση των αισθητών∙ την οποίαν αμελώς μεταλαμβάνοντας μόνο με την αίσθηση, με τον τρόπο των αλόγων κτηνών, ο άνθρωπος και βρίσκοντας με την πείρα πως είναι συστατική της ορατής σωματικής του φύσης η μετάληψη των αισθητών, παρεγνώρισε (διέγνωσε σφαλερά…) εύλογα, και καθώς είχε ήδη παραστρατίσει απ’ το νοητό κάλλος της θείας ωραιότητας, τη φαινόμενη κτίση  σε θεό, θεοποιώντας την λόγω της χρησιμότητάς της στη σύσταση του σώματος, και αγάπησε όπως είναι φυσικό το ίδιο του το σώμα, που ήταν οικείο κατά τη φύση προς την κτίση που είχε νομίσει πως είναι θεός, «λατρεύων» με όλη του την προσπάθεια λόγω της φροντίδας και επιμελείας του σώματος μόνο, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Γιατί δεν μπορεί να λατρεύη κανείς με διαφορετικόν τρόπο την κτίση, χωρίς να περιποιείται το σώμα, όπως ακριβώς δεν μπορεί και να λατρεύη κανείς τον Θεό, χωρίς να καθαρίζη πλήρως την ψυχή με τις αρετές∙ επιτελώντας σύμφωνα μ’ αυτό το σώμα  τη φθοροποιό λατρεία ο άνθρωπος και γενόμενος σύμφωνα μ’ αυτό φίλαυτος είχε ατελείωτα ενεργούμενη την ηδονή και την οδύνη, εσθίοντας (τρώγοντας…) πάντοτε το ξύλο της παρακοής, έχοντας έτσι αναμεμιγμένη τη γνώση του καλού και του κακού σύμφωνα με την αίσθηση και μέσω της πείρας. Κι αν πη τυχόν κανείς πως είναι ξύλο που γνωρίζει το καλό και το πονηρό η φαινόμενη κτίση δεν θα αστοχήση ως προς την αλήθεια∙ γιατί δημιουργεί με φυσικό τρόπο την ηδονή και την οδύνη η μετάληψή της.

Ή πάλι∙ επειδή έχει και λόγους πνευματικούς των ορωμένων και που διατρέφουν τον νου η κτίση, και δύναμη πάλι φυσική, που τέρπει μεν την αίσθηση, διαστρέφει δε τον νου,  γι’ αυτό και ονομάσθηκε ξύλο που γνωρίζει το καλό και το κακό, έχοντας  μεν γνώση του καλού, όταν θεωρείται πνευματικά, γνώση δε του κακού, όταν λαμβάνεται σωματικά. Γιατί γίνεται δάσκαλος παθών σ’ αυτούς που τη μεταλαμβάνουν σωματικά, επιφέροντάς τους λήθη των θείων. Γι’ αυτό και απαγόρευσε ίσως στον άνθρωπο αναβάλλοντας για κάποιον χρόνο τη μετάληψή της ο Θεός, ώστε αφού διακρίνει προηγουμένως, όπως ήταν δικαιότατο, με τη μετοχή στη χάρι την ίδια του την αιτία και ενδυναμώσει μ’ αυτήν τη μετάληψη προς απάθεια και ατρεψία τη δοθείσα κατά χάριν αθανασία, γενόμενος ήδη με τη θέωση ως θεός, να σκεφθή αβλαβώς και κατά παραχώρησιν (επ’ αδείας) σε όλη τους την έκταση μαζί με τον Θεό τα κτίσματα του Θεού και να αναλάβη τη γνώση τους ως θεός κι όχι ως άνθρωπος, έχοντας την ίδια με τον Θεό κατά χάριν μετά σοφίας γνώση των όντων  λόγω της προς θέωσιν μεταποίησης του νου και της αίσθησης.

Έτσι πρέπει να αντιληφθούμε λοιπόν εδώ τα περί του ξύλου σύμφωνα με την αναγωγή που μπορεί να είναι κατάλληλη σε όλους, φυλάσσοντας τον μυστικότερο και υψηλότερο λόγο για τους μυστικούς στη διάνοια και τιμώντας τον εμείς με τη σιωπή. Θυμήθηκα δε τώρα παροδικά το ξύλο της παρακοής, θέλοντας να φανερώσω πως η άγνοια του Θεού θεοποίησε την κτίση, της οποίας λατρεία σαφής είναι η κατά το σώμα φιλαυτία του γένους των ανθρώπων, που γύρω απ’ αυτήν υπάρχει όπως ακριβώς μια ανάμεικτη γνώση η πείρα της ηδονής και της οδύνης, για τις οποίες και επεισήλθε στον βίο των ανθρώπων όλος ο βούρκος των κακών συνιστάμενος με διαφορετικό και ποικίλο και, σαν να μη μπορή να τον παρουσιάση κάποιος λόγος, πολύμορφο τρόπο, καθόσον έχει ο καθένας απ’ αυτούς που μεταλαμβάνουν την ανθρώπινη φύση ζωντανή και κατά το ποσόν και κατά το ποιόν στον εαυτό του και πράττουσα τη γύρω απ’ το ορατό (φαινόμενον) του μέρος, και εννοώ το σώμα, φιλία, που τον αναγκάζει δουλοπρεπώς να επινοή λόγω της επιθυμίας της ηδονής και του φόβου της οδύνης πολλές ιδέες παθών, σύμφωνα με τη σύμπτωση των καιρών και των πραγμάτων, και όπως το επιδέχεται ο τρόπος αυτών των παθών, ώστε να μπορέση τη μεν ηδονή να τη λάβη διαπαντός προς συμβίωση, να διαμείνη δε παντελώς ανέπαφος απ’ την οδύνη, διδάσκοντάς τον να επαγγέλλεται το αμήχανο (το ακατόρθωτο…) και να μη μπορή να φτάση στο σύμφωνα με τον σκοπό του πέρας. Γιατί καθώς είναι φθαρτή και διαλυτή η σύνολη φύση των σωμάτων, με όσους τρόπους κι αν επιμελείται να τη συστήση κανείς, καθιστά μάλλον ισχυρότερη τη φθορά της, φοβούμενος και μη θέλοντας πάντοτε εκείνο για το οποίο αισθάνεται στοργή και περιποιούμενος παρά τη γνώμη του ανεπαισθήτως μέσω αυτού για το οποίο αισθάνεται στοργή εκείνο για το οποίο δεν αισθάνεται, εξαρτημένος από εκείνα που απ’ τη φύση τους δεν μπορούν να παυθούν και αλλοιώνοντας (μεταβάλλοντας πλήρως…) γι’ αυτό μαζί με τα διαλυτά και τη διάθεση της ψυχής που διεξέρχεται αστάτως μαζί μ’ αυτά που ρέουν και μη κατανοώντας την ίδια του την απώλεια λόγω της παντελούς προς την αλήθεια τύφλωση της ψυχής.

Απαλλαγή δε απ’ όλα αυτά τα κακά και σύντομη προς σωτηρίαν οδός είναι η αληθινή κατ’ επίγνωσιν αγάπη του Θεού και η καθολική απάρνηση της κατά ψυχήν στοργής και προς το σώμα και προς τον κόσμο αυτόν, κατά την οποία, αφού αποβάλλουμε της μεν ηδονής την επιθυμία, της δε οδύνης τον φόβο, ελευθερωνόμαστε απ’ την κακή φιλαυτία, έχοντας αναβιβασθή προς τη γνώση του κτίσαντος, και, έχοντας ανταλλάξει την πονηρή με την αγαθή και νοερή φιλαυτία, αποχωρισμένη απ’ τη σωματική στοργή, δεν παύουμε να λατρεύουμε τον Θεό μ’ αυτήν την καλή φιλαυτία, ζητώντας συνέχεια απ’ τον Θεό τη σύσταση της ψυχής. Γιατί αυτή είναι η αληθινή και η όντως θεάρεστη λατρεία, η ακριβής δια των αρετών επιμέλεια της ψυχής.

Αυτός που δεν επιθυμεί λοιπόν την ηδονή και δεν φοβάται παντελώς την οδύνη έχει γίνει απαθής σ’ αυτές, φόνευσε ομοθυμαδόν μαζί με τη φιλαυτία που τις γεννάει όλα τα λόγω αυτών και εξ αυτών μαζί με την αρχηγικώτατη των κακών άγνοια πάθη, και γεννήθηκε όλος απ’ το ιστάμενο και μένον και όντας κατά τον ίδιον πάντα τρόπο φύσει καλό, διαμένοντας σε εντελώς όλα ακίνητος μαζί του και «ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν του Θεού κατοπτριζόμενος», θεώμενος απ’ την στον εαυτό του φωτοειδή λαμπρότητα τη θεία και απρόσιτη δόξα.

 

 Αφού μας φανερώθηκε λοιπόν απ’ τον λόγο η ορθή και εύκολη οδός των σωζομένων, ας αρνηθούμε με όση δύναμη έχουμε την ηδονή της παρούσας ζωής και την οδύνη και ας διδάξουμε με πολλή παράκληση τους υφισταμένους μας (τους υφ’ ημάς) να το κάνουν αυτό, και θα έχουμε απαλλαγή και θα έχουμε απαλλάξει παντελώς από κάθε επίνοια (επινόημα…) και δαιμονιώδη κακουργία των παθών∙ και ας εγείρουμε αξίωση μόνο για τη θεία αγάπη, και κανείς δεν θα μπορέση να μας χωρίση απ’ τον Θεό, ούτε θλίψη, ούτε στεναχώρια, ούτε μεγάλη πείνα, ούτε κίνδυνος, ούτε μάχαιρα, ούτε όσα απαριθμήθηκαν απ’ τον άγιον απόστολο στο συγκεκριμένο χωρίο, αφού θα μένη η κατ’ ενέργειαν γνώση, η αγάπη ακίνητη (εδραία…) σε μας, προμηθευόμενοι αιώνια και άρρητη απ’ αυτό ευφροσύνη και σύσταση της ψυχής∙  της οποίας αφού αξιωθούμε, θα έχουμε προς μεν αυτόν τον κόσμο τη σώζουσα άγνοια, χωρίς να βλέπουμε πλέον δίχως σώφρονα λογισμό, όπως προηγουμένως,  «ανακεκαλυμμένω προσώπω» της αισθήσεως ως δόξα την επιφάνεια των αισθητών, γύρω απ’ την οποία γεννώνται προδήλως τα πάθη, αλλά «κατοπτριζόμενοι» μάλλον «ανακεκαλυμμένω προσώπω» της διανοίας, απαλλαγμένου από κάθε αισθητό κάλυμμα, την εν αρεταίς και γνώσει δόξα του Θεού, κατά την οποία (καθ’ ήν) γίνεται εκ φύσεως η κατά χάριν προς τον Θεό ένωση, που αφυπνίζει (διεγείρει) τον νου από κάθε άγνοια και πτώση. Γιατί όπως δραττόμαστε, αφού αγνοήσαμε τον Θεό, την απολαυστικώς με την αίσθηση γνωσθείσα κτίση λόγω της εφικτής με τη νόηση κατ’ ενέργειαν γνώσης του Θεού, ας αγνοήσουμε, λόγω της εξ αυτού συστάσεως και προς το είναι και προς το ευ είναι και προς το αεί είναι της ψυχής, κάθε και κάθε αίσθησης πείρα.

(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής -   Απ’ την εισαγωγή…)                                                                                                                 

Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.   

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

 

 

Τού Αγίου Μαξίμου

Ευεργετινού Δ, σελ 586

Διακόνου λόγον επέχει ο πρός τούς ιερούς αγώνας αλείφων τόν νούν, καί τούς εμπαθείς λογισμούς απελεύνων απ`αυτού. Πρεσβυτέρου δέ ο εις τήν γνώσιν τών όντων φωτίζων. Επισκόπου δέ, ο τώ αγίω μύρω τελειών τής γνώσεως τής προσκυνητής καί Αγίας Τριάδος.

Ερμηνεία

Εκείνος, πού προετοιμάζει τόν νούν του εις πνευματικούς αγώνας καί αποδιώκει από τήν ψυχή του τούς αισχρούς λογισμούς, είναι ως Διάκονος κατά τήν θείαν λατρείαν. Εκείνος, πού διά τής γνώσεως τών όντων φωτίζει τόν νούν του μέ τήν σκέψιν τού Δημιουργού, είναι ώς ο Πρεσβύτερος. Καί τέλος ώς ο Επίσκοπος είναι εκείνος, πού ανάγεται εις τό ύψος τής μυστικής γνώσεως τής προσκυνητής Αγίας Τριάδος, επιστεγάζων ούτω πάσαν γνώσιν καί κατευωδιάζων τήν ψυχήν του μέ τό άγιον μύρον τής τοιαύτης

Προς θαλάσσιον, Περί αποριών, ερώτησις ΝΕ, Σχόλιο 34. Τόμος 14 Γ, Μερετάκης.

 

«Όποιος παρέχει, κατασκευάζει, γιά τήν περί εαυτού γνώσιν, πρόληψιν, φήμην, σ’ αυτούς πού τόν θεωρούν, τόν ακούνε, μέ τήν προφορά δηλ. μέ τήν επανάληψη καί μόνον τών λέξεων από τούς λόγους πού έχει κλεψει από τούς Πατέρες, παραπείθοντας τίς ακοές τών ασυνέτων καί μιαίνοντας μέ συνουσία, σάν να είναι γυναίκες, αυτές οι αμύητες ακοές, τίς καλές καί θεοφιλείς θεωρίες τού πρώτου διδάξαντος, αυτός ελέγχεται δοξομανών, αφού παρατάσσεται μέ αυθάδεια, μαζί μέ τό ανώτερο επίπεδο τών φυσικών θεωρημάτων. Αφού δέν έχει αγγίξει τήν αληθινά υψηλή γνώση καί τήν έξη αυτής. Καί πεθαίνει χτυπημένος στήν καρδιά από τά βέλη πού αντιπροσωπεύουν: τήν θύμηση τής παρανομίας του έναντι τών Πατέρων, τήν ντροπή από τήν έπαρσή του (τήν οίηση), γιά τήν γνώση πού δέν είχε καί τήν αναπόφευκτη αναμονή τής μελλούσης κρίσεως. Διότι συλληφθείς από αυτά τά βέλη ο κενόδοξος, πεθαίνει χτυπημένος από τίς αιχμές τους.»

Πηγή.