Γεώργιος
Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων
Καὶ ἀπέθανε ὁ παπα-Δημήτρης καὶ
προσετέθη στοὺς πατέρες αὐτοῦ.
Ξέρω ὅτι ἡ ψυχή σου, τώρα ποὺ γράφω
αὐτὲς τὶς γραμμές, θὰ μᾶς κοιτάζει ὅλους μὲ θλίψι καὶ χαρά. Τὸ σῶμα σου θὰ
τὄχουν σὲ κάποιο ψυγεῖο οἱ ἁρμόδιοι. Ἄκουσα ὅτι γύρισαν πίσω τὴν ἱερατικὴ στολὴ
ποὺ ἔστειλαν οἱ δικοί σου γιὰ νὰ σέ ντύσουν. Θὰ σὲ κλείσουν σὲ ἕνα
κουτί-φέρετρο σφραγισμένο καὶ ἔτσι θὰ θέλουν αὔριο νὰ γίνει ἡ κηδεία σου.
Κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ δώσει τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ καὶ νὰ λάβει τὴν
τελευταῖα εὐλογία...
Τί φοβοῦνται; Μήπως μολύνεις τοὺς ἀνθρώπους; Μολύνουν οἱ νεκροί; Πῶς; Ἀφοῦ ἡ ἀρρώστια μεταδίδεται μὲ τὴν ὁμιλία καὶ τὸν βήχα. Τοὺς νοιάζει ἡ ὑγεία τῶν ἀνθρώπων; Ὄχι βέβαια. Τοὺς νοιάζει νὰ ἐκτελέσουν τὰ προστάγματα τῶν ἀφεντικῶν τους. Καὶ ὅπως ἤσουν ἐπικίνδυνος γι᾿ αὐτὰ τὰ προστάγματα ζωντανός, εἶσαι καὶ πεθαμένος. Τώρα βέβαια δὲν μιλᾶς, ἀλλὰ μιλάει τὸ ἄψυχο σῶμα σου. Ἡ παρουσία σου. Αὐτὸ φοβοῦνται. Αὐτὸ θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν. Νὰ μὴν φαίνεται τίποτα. Ὅπως στοὺς σημερινοὺς ζωντανούς-νεκροὺς ἄρχισαν νὰ τοὺς ἐξαφανίζουν τὸ πρόσωπο μὲ τὰ μουρόπανα, τὴν ἀνδρεία μὲ τὸν φόβο, τὴν λεβεντιὰ μὲ τον ξεφτιλισμό. Δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχτοῦν οὔτε τὴν θέα τοῦ νεκροῦ. Γιατί; Γιατὶ ξέρουν ὅτι ὁ νεκρὸς αὐτὸς τοὺς ἔχει νικήσει. Ἔχει νικήσει τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀπάτη ποὺ αὐτοὶ ὑπηρετοῦν. Μπορεῖ τὸ σῶμα νὰ κεῖται ἄψυχο. Μπορεῖ νὰ συνήργησαν σὲ αὐτὸ μὲ τὶς μεθόδους καὶ τὶς μεθοδεῖες ποὺ γνωρίζουν, ὅσοι γνωρίζουν καὶ ὅσοι συνεργοῦν, μπορεῖ καὶ ὄχι. Ὅμως τὸ παράδειγμα καὶ ἡ πράξις εἶναι ζωντανά. Αὐτὰ φοβοῦνται.
Ὅπως σὲ κάθε πόλεμο ἄτιμος εἶναι ὁ
δειλὸς καὶ ὁ προδότης εἴτε ζεῖ, εἴτε πεθαίνει, ἔτσι καὶ σ᾿ ἐτοῦτο τὸν πόλεμο –ποὺ
εἶναι ὁ μεγαλύτερος καὶ σκληρότερος ὅλων τῶν πολέμων, γιατὶ εἶναι πόλεμος τοῦ
διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του καὶ
κάθε ἀνθρώπου ἐπί γῆς– τίμιος εἶναι ὁ ἀγωνιστὴς καὶ γενναῖος, εἴτε ζεῖ εἴτε
πεθαίνει. Καὶ σύ στάθηκες γενναῖος ἀνάμεσα στοὺς δειλούς, ἀγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς
συμβιβασμένους, πρόμαχος ἀνάμεσα στοὺς προδότες, φωνὴ ἰσχυρὴ ἀνάμεσα στὴν σιωπὴ
καὶ στὸ φόβο. Γι᾿ αὐτὸ σὲ φοβούνταν, σὲ ζήλευαν καὶ σὲ φθονοῦσαν, ὅπως καὶ τὸν
κάθε ἀσυμβίβαστο, οἱ ἐν σχήματι ἀδελφοί, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα πολέμιοι, οἱ προδότες
τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πίστεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ρουφιανιές καὶ οἱ καταγγελίες
καὶ οἱ ἔρευνες γιὰ τὰ ὅπλα....
Ξέρω ὅτι τώρα ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ὅλα αὐτὰ –οἱ
προδοσίες ἐννοῶ καὶ οἱ δολιότητες– θὰ σοῦ φαίνονται ἀνάξια λόγου. Μπορεῖ τὸ
κορμί σου νὰ τὸ κλείσουν στὸ κουτί καὶ νὰ τὸ σφραγίσουν, ἀλλὰ τὴν ψυχή σου
σίγουρα θὰ τὴν συνοδεύουν Ἄγγελοι Κυρίου στὴν πορεία της πρὸς τὰ πάνω γιὰ νὰ
παραμερίσουν τὰ τελώνια ποὺ θά θέλουν νὰ ζητήσουν λόγο γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς
ἐλλείψεις καὶ τὰ λάθη ποὺ σὰν ἄνθρωπος θὰ εἶχες. Ὅμως οἱ προσευχὲς ὅσων
εὐεργέτησες καὶ ὅσων ὑπηρέτησες, ὡς καλὸς ποιμένας καὶ ὄχι ὡς δειλὸς μισθωτός,
δὲν μπορεῖ νὰ πάνε χαμένες. Ὅλος αὐτὸς ὁ ἀγώνας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μικρότερος
ἀπὸ τὸ «μνήσθητι μου, Κύριε» τοῦ ληστῆ στὸν σταυρό. Τὸ μαρτυρικὸ τέλος σου σὲ
ξένα –καὶ, ἴσως, ἐχθρικά– χέρια, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν συνυπολογιστῇ ἀπὸ τὸν Δίκαιο
Κριτή.
Καὶ ἔτσι, ἐνῷ οἱ δειλοὶ καὶ οἱ
πουλημένοι, οἱ δῆθεν πνευματικοί, ποὺ ἔχουν
διακόψει τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου καὶ κρατοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τοὺς
πιστούς, θὰ νοιώθουν ἀνακουφισμένοι ποὺ γλύτωσαν
ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς παρουσίας σου, θἄρθουν νὰ ποῦν τὰ ψεύτικα συμβατικά λόγια
γιὰ τὴν «ἀπώλεια σου» καὶ τὴν «προσφορά σου». Ἀπόθανε νὰ σ᾿ ἀγαπῶ, καὶ ζηέ νὰ
μὴ σὲ θέλω. Ἤδη ἡ πληρωμένη δημοσιογραφικὴ ἀγέλη ποὺ τόσα χρόνια σὲ λοιδωροῦσε
γαυγίζοντας τὰ διατεταγμένα ἑτοιμάζεται νὰ πῇ γιὰ τὸν ἀνόητο ἀρνητὴ
ποὺ πλήρωσε τὴν ἀπερισκεψία του... στηριζόμενη στοὺς ἐπίσης ἐξωνημένους
«πνευματικοὺς»...
Νοιώθω ὅτι ἡ ἔγνοια σου θὰ εἶναι πλέον
γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶχαν κρεμαστεῖ ἀπὸ σένα καὶ τοὺς στήριζες καὶ τοὺς
ἐνθάρρυνες καὶ τοὺς καθοδηγοῦσες καὶ τώρα ὀρφανεμένοι θὰ ψάχνουν πατέρα καὶ
ὁδηγό. Αὐτὸ εἶναι πλέον τὸ μεγάλο μας πρόβλημα. Δὲν ὑπάρχουν ποιμένες μὲ
ἀνδρεία, θάρρος καὶ τιμιότητα, ἐλάχιστοι ἔμειναν καὶ ὁ θερισμός πολύς. Ὅλοι
φοροῦν μουρόπανα καὶ ὡς φοβισμένοι ἠλίθιοι κάνουν τὰ ἐμβόλια τῶν πολυεθνικῶν
τοῦ φαρμάκου, καὶ ὄχι μόνο προτρέπουν τὸν κόσμο νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ἀπειλοῦν
καὶ καταδίδουν καὶ δὲν κοινωνοῦν ὅσους θέλουν νὰ κρατήσουν τὸ πρόσωπό τους
καθαρό, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Νὰ δέεσαι νὰ στείλῃ ὁ Θεὸς ἀντικαταστάτες τῶν
προδοτῶν αὐτῶν, ὅπως ἀντικατέστησε καὶ τὸν Ἰούδα.
Οἱ ἀνεπαρκεῖς καὶ ὀλίγοι, ποὺ δὲν
μποροῦσαν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῆς εὐθύνης τῆς τελευταίας σου περιπέτειας ἔχουν
σαφῶς τὸ ἀκαταλόγιστο, ὅμως τί ἔχουν τώρα νὰ ποῦν ὅσοι δὲν θεωροῦσαν φρόνιμο νὰ
ὑπάρχει ὑπεύθυνος ἔλεγχος τῶν τεκταινομένων ἐντὸς τοῦ νοσοκομείου; Τὸ μόνο
σίγουρο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἔχουμε ἕναν νεκρό. Ὁτιδήποτε ἄλλο εἶναι τόσο
σίγουρο ὅσο καὶ τὰ καθημέραν διακηρυσσόμενα καὶ μετ᾿ ὀλίγον διαψευδόμενα ἀπὸ
«εἰδικούς» καὶ «ἁρμοδίους» -νὰ μὴν τοὺς χαρακτηρίσω, ὅπως τοὺς χαρακτήριζες
ὅταν ἤσουν ἐδῶ κάτω.
Ἐπειδὴ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς δὲν ὑπάρχει
θάνατος ὡς τέλος –γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβίζουν οὔτε οἱ ἀρρώστιες οὔτε τὰ δεινά– καὶ
ἐπειδὴ κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἀφοῦ αὐτὸς
δέχτηκε νὰ περάσῃς στὴν ἄλλη μεριά, νἆναι εὐλογημένο τὸ θέλημά Του. Σίγουρα
ξέρει τὸ γιατί. Κάνε μόνο κάτι, ὅ,τι περνάει ἀπὸ χέρι σου γιὰ τὸν ὀρφανεμένο
λαό καὶ τὴν δόλια πατρίδα ποὺ στενάζουν κάτω ἀπὸ τὴν μπότα τῶν ἐγχωρίων
τυράννων καὶ προδοτῶν.
Παπα Δημήτρη, καλό δρόμο γιὰ τὴν ἄνω
πατρίδα.
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ συχωρέσει καὶ σύ νὰ
συχωρέσεις ἐμᾶς.
Νὰ μᾶς περιμένῃς. Καλή ἀντάμωσι.
Γεώργιος
Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 11/3/2021