Σχολιασμός τοῦ ἀπαράδεχτου ἄρθρου τοῦ αὐτοανακηρυχθέντος ἱεροεξεταστῆ/δημοσιογράφου Ἀνδρέα Λουδάρου



    «Γιὰ νὰ εἶσαι πειστικός, πρέπει νὰ εἶσαι πιστευτός. Γιὰ νὰ εἶσαι πιστευτός, πρέπει νὰ εἶσαι ἀξιόπιστος. Γιὰ νὰ εἶσαι ἀξιόπιστος, πρέπει νὰ εἶσαι ἀληθινός»   (Εdward R. Murrow)

                               

                                 Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ἡ δημοσιογραφία ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ πολλοὺς τέταρτη ἐξουσία. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς ταιριάζει ὄχι μόνο στὴν σημασία τοῦ δημοσιογραφικοῦ ἐπαγγέλματος σὲ μία δημοκρατικὴ κοινωνία, ἀλλὰ καὶ στὴν κατάχρηση καὶ αὐθαίρεσία του σὲ μία διεφθαρμένη κοινωνία. Ἡ κατάχρηση ἐξουσίας καὶ ἡ αὐθαίρεσία τοῦ δημοσιογραφικοῦ χώρου, ἰδιαίτερα στὴν Ἑλλάδα, ἔχει πάρει τεράστιες διαστάσεις καὶ ἀποτελεῖ πληγὴ γιὰ τὴν δημοκρατία, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Διότι ἡ σωστὴ δημοσιογραφία ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἀποκάλυψη καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας καὶ ὄχι τὴν ἀπόκρυψή της καὶ τὴν συγκάλυψη τοῦ ψεύδους.

Γιὰ νὰ ἀποκαλύψει ὅμως καὶ νὰ ὑπερασπίσει ἕνας δημοσιογράφος τὴν ἀλήθεια πρέπει κατὰ τὸν γνωστὸ ἀμερικανὸ δημοσιογράφο Edward R. Murrow (ἕναν πραγματικὸ δημοσιογράφο, ποὺ τὰ ἔβαλε ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρομερὸ καταπιεστικὸ Μακαρθισμὸ τῆς ἐποχῆς του) ὁ ἴδιος νὰ τὴν ἀγαπάει: «Γιὰ νὰ εἶσαι πειστικός, πρέπει νὰ εἶσαι πιστευτός. Γιὰ νὰ εἶσαι πιστευτός, πρέπει νὰ εἶσαι ἀξιόπιστος. Γιὰ νὰ εἶσαι ἀξιόπιστος, πρέπει νὰ εἶσαι ἀληθινός».

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς παραπάνω διαπιστώσεις ἀποτελεῖ τὸ κατάπτυστο ἄρθρο τοῦ ἐπαγγελματία δημοσιογράφου περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ διπλωματικά (τί θαυμάσιος συνδυασμός) Ἀνδρέα Λουδάρου μὲ τίτλο: «Tης Εκκλησίας ημών εμπιπραμένης ημείς ψάλλομεν. Σκέψεις απέναντι σε μία δύσκολη εκκλησιαστική πραγματικότητα» (Πηγὴ ἐδῶ).

Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁ κ. Λουδάρος οὔτε λίγο οὔτε πολὺ καταδικάζει μὲ ἀπαράδεκτους χαρακτηρισμοὺς καὶ ἀπαιτεῖ τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅσων διαφωνοῦν μὲ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἐνέργειες καὶ τὴν συνεργία μὲ τὰ μέτρα τῆς κυβέρνησης κατὰ τοῦ κορονοϊοῦ τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ὅμως τὸ ἄρθρο αὐτὸ τοῦ κ. Λουδάρου δὲν ἀποτελεῖ τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς γιὰ νὰ δανειστῶ πάλι τὰ λόγια τοῦ Edward R. Murrow ἀπιστίας, ἀναξιοπιστίας καὶ τοῦ ψεύδους τοῦ δημοσιογράφου αὐτοῦ (ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ τὸν στηρίζουν γιὰ νὰ γράφει τέτοια αἴσχη), καθὼς εἶναι παντελῶς γυμνὸ ἀπὸ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἀποδείξεις τῶν κατηγοριῶν του καὶ καταργεῖ ἀκόμα καὶ τὸν κώδικα δεοντολογίας τοῦ ΕΣΗΕΑ τοῦ ὁποίου ὁ κ. Λουδάρος εἶναι μέλος.

Θὰ παραθέσω παρακάτω κάποια ἀπὸ τὰ ἄρθρα τοῦ κώδικος αὐτοῦ καὶ τὴν ἀντίθεση τους μὲ τὸ κατάπτυστο κείμενο τοῦ «εἰδικοῦ» περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἐπαγγελματία αὐλικοῦ/κόλακος κ. Λουδάρου (Δεῖτε ἐδῶ).

«Άρθρο 1

Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:

α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.

β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών…».

Ἐδῶ διαπιστώνουμε τὴν πρώτη καὶ χειρότερη παράβαση τοῦ δημοσιογράφου κ. Λουδάρου, ὁ ὁποῖος καὶ προπαγανδίζει ὑπὲρ τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ ἐκκοσμικευμένων ἐργοδοτῶν του δεσποτάδων καὶ τὴν ἀλήθεια κρύβει. Καὶ γίνομαι πιὸ σαφής:

Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου του ὁ κ. Λουδάρος παρουσιάζει καταστάσεις/παραδείγματα (ἑνὸς προπονητὴ μπάσκετ καὶ τῆς ὁμάδος του, ἑνὸς στρατηγοῦ καὶ τοῦ ἐπιτελείου του, ἑνὸς ὑπουργικοῦ συμβουλίου καὶ ἑνὸς δασκάλου) στὰ ὁποία περιγράφεται ἡ ἀνάγκη ὑπακοῆς στὴν πλειοψηφία ἢ στὴν αὐθεντία καὶ ὁ παραλογισμὸς σὲ περίπτωση ἀνυπακοῆς ἀπέναντί τους. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ χρησιμοποιοῦνται ὡς δῆθεν ἀκράδαντο ἐπιχείρημα, ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται καὶ στὴν Ἐκκλησία.

Ἐδῶ ὅμως βλέπουμε καὶ τὴν δημοσιογραφικὴ προπαγάνδα ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ ἀσκεῖ καὶ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἀλήθειας ποὺ ὑποτίθεται ἔπρεπε νὰ ὑπερασπίζει ὁ κ. Λουδάρος. Διότι πρῶτον ἡ Ἑκκλησία δὲν εἶναι οὔτε ὁμάδα μπάσκετ, οὔτε ὑπουργικὸ συμβούλιο. Στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀποφασίζει ὁ προπονητὴς ἢ ὁ στρατηγὸς, οὔτε ἡ πλειοψηφία. Στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει παπικὴ κληρικοκρατία, οὔτε προτεσταντικὴ λαϊκοκρατία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινο σῶμα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστὸ καὶ σῶμα ὅλους τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν γέννησή Της.

Οἱ ποιμένες, οἱ κληρικοί, ἔχουν τὸν ρόλο τους καὶ οἱ λαϊκοὶ τὸν δικό τους: «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί», γράφει ὁ  Παῦλος πρὸς Κορινθίους, «καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσί... τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος, ἀλλὰ πολλά... Εἰ ὅλον τὸ σῶμα ὀφθαλμός, ποῦ ἡ ἀκοή; Εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις;» (Α' Κορ. 12, 4-17). «Καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ... ἔχοντες χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα» (Ρωμ. 12, 4-6). Ὅλοι ὅμως ἀποτελοῦν «βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον καὶ λαὸν εἰς περιποίησιν» (Πέτρου Α΄, 53). Καὶ ὅπως γράφει ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος (ὅταν ἀκόμα φοροῦσε τὴν δορὰ τοῦ προβάτου): «Στο χωρίο αυτό το "βασίλειον ιεράτευμα" –βασιλικό και ιερατικό χάρισμα– που συνδέεται με το "γένος εκλεκτόν, έθνος άγιον" αναφέρεται στην εν Χριστώ ζωή, της οποίας μετέχουν όλοι οι Χριστιανοί και στις δυνατότητες τις οποίες έχουν να περάσουν από το σκότος "εις το θαυμαστόν αυτού φως...". Επομένως, το "βασίλειον ιεράτευμα" είναι η όλη πορεία της αναγεννήσεως του ανθρώπου, Κληρικών και λαϊκών, όπως την ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας» (Τὸ «βασίλειο ἱεράτευμα» καὶ ἡ ἱερωσύνη. Ἀπάντηση στὸν κ. Πέτρο Βασιλειάδη καὶ τὸν π. Βασίλειο Θερμό).

Φυσικὰ ὑπάρχει μία ὄχι ἐπιφανειακὴ ἀλλὰ οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ ποιμένων καὶ ποιμαινομένων, διαφορὰ ἡ ὁποία καθορίζεται καὶ ἀπὸ τὸν ρόλο καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχει τὸ κάθε μέλος. Ὅμως παρόλες τὶς διαφορετικὲς ἱεραρχικὲς διαβαθμίσεις καὶ εὐθῦνες, ὅλες οἱ πράξεις καὶ ἐνέργειες θεωροῦνται καὶ ἐννοῦνται ὡς ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς σώματος: «Πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις ἔστω κοινή, εἷς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς εἷς, εἰς τὸν ναὸν Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου Θεοῦ» (Ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Πρὸς Μαγνησίους, 7, 1-2).

Κριτήριο αὐθεντίας σ’ αὐτὸ τὸ θεανθρώπινο σῶμα εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἀπὸ ὅποιον κι ἂν Αὐτὴ ἐκφράζεται καὶ πάντα σὲ συμφωνία μὲ τὸν εὐαγγελικό, τὸ ἐκκλησιαστικὸ δόγμα καὶ τὴν συμφωνία τῶν Πατέρων. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν γνωρίζει ἀπαίτηση ἀξιώματος καὶ θέση πρὸς ὑπεράσπιση τῆς Ἀλήθειας. Λέγει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Oὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων ἐστίν, ὀφείλει διαγωνίζεσθαι λαλῶν καὶ διδάσκων τὸν τῆς Ὀρθοδοξίας λόγον. Ἀλλὰ γὰρ εἰ καὶ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παρρησιάζεσθαι τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἐλευθεροστομεῖν» (P.G. 99, 1120).

Ὁ καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, εἶχε δηλώσει σὲ ἀντιαιρετικὸ σεμινάριο τῆς Ἱ. Μ. Γλυφάδας: «Ο ρόλος των λαϊκών μελών του εκκλησιαστικού σώματος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις περιπτώσεις εκείνες, που οι επίσκοποι που συγκροτούν Τοπικές, ή Οικουμενικές Συνόδους, δεν ακολουθούν στις συνοδικές τους αποφάσεις τους Αγίους Πατέρες, δεν είναι δηλαδή «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι»: «Οι αποφάσεις όλων ανεξαιρέτως των Συνόδων υπόκεινται στην αγιοπνευματική κρίση της δογματικής συνειδήσεως του πληρώματος της ανά τον κόσμο Εκκλησίας. Ως πλήρωμα της Εκκλησίας νοούνται όλοι οι πιστοί, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, [άρα και οι γυναίκες], οι οποίοι, δυνάμει του Αγίου Χρίσματός τους, επικυρώνουν, ή και απορρίπτουν τις δογματικές αποφάσεις των Συνοδικών Επισκόπων, που τους εκπροσώπησαν, στην περίπτωση που αυτοί δεν ήσαν «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι», διαχρονικώς. Έτσι, η δογματική συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος αποτελεί την ανώτατη αυθεντία στην Εκκλησία, την οποία -Εκκλησία- εκφράζει θεσμικά και αλαθήτως η όντως Οικουμενική Σύνοδος, και εύλογα τότε αυτή έχει δεσμευτικές αποφάσεις για το σύνολο των πιστών όλων των επιμέρους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όλων των εποχών» (Πηγὴ ἐδῶ).

Αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξη πραγματικότητα ἐπέτρεψε στὸν Μ. Ἀθανάσιο, στὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, στὸν ἅγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, στὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, στὸν ἅγ. Μάρκο τὸν Εὐγενικό (καὶ ἄλλους πολλοὺς Ἁγίους) νὰ διαφωνήσουν μὲ τὴν πλειοψηφία καὶ μὲ τὸν στρατηγό, προπονητή, πρωθυπουργό/αἱρετικὸ ἐπίσκοπο καὶ πατριάρχη ἢ μὲ τὴν ἑκάστοτε ληστρικὴ σύνοδο καὶ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξη πραγματικότητα ποὺ ὀνομάζεται ὁμολογία ἐπιτρέπει στὸν κάθε πιστό, νὰ ἀντιδρᾶ, ὅταν οἱ ποιμένες (οἱ στρατηγοί, συνταγματάρχες, προπονητές τοῦ κ. Λουδάρου) προδίδουν τὴν πίστη καὶ καταργοῦν τοὺς Ἱ. Κανόνες ποὺ τὴν διασφαλίζουν.

Ἀποδείχτηκε (ἂν καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν τόμοι ὁλόκληροι) τὸ πρῶτο σοβαρὸ ἀτόπημα/παράπτωμα τοῦ κ. Λουδάρου, ποὺ θεωρεῖται μάλιστα (φεῦ) καὶ εἰδικὸς στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ διπλωματικὰ θέματα, ἀλλὰ διαφαίνεται ὅτι εἶναι εἰδικὸς στὴν ὕβρη μὲ ἐκφράσεις τύπου «ἀλαφροΐσκιωτος, ἐπηρμένος, ὑπερφύαλος» κλπ.

Συνεχίζουμε τὴν παρουσίαση κι ἄλλων παραβιάσεων τοῦ κώδικα δεοντολογίας τοῦ ΕΣΗΕΑ ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ δημοσιογράφο:

«δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του.

ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει.

στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου».

Καὶ ἐδῶ ἐμφανίζεται ἔνοχος καὶ μέγας παραβάτης ὁ κ. Λουδάρος ποὺ κατηγορεῖ ἄλλους καὶ ζητεῖ τὴν κεφαλή τους ἐπὶ πίνακι, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει ἴχνος ντροπῆς: Ὁ κ. Λουδάρος ἐμφανίζει μὲ δημοσιογραφικὴ τέχνη ποὺ θὰ ζήλευε ὁ κάθε συκοφάντης νὰ ἐννοηθεῖ, ὅτι οἱ ἀντιδροῦντες καὶ μὴ ὑπακούοντες στοὺς οἰκουμενιστὲς ἐκκοσμικευμένους ἐκκλησιαστικοὺς ταγοὺς εἶναι ἐφάμιλλοι τοῦ Ἀρείου, τοῦ Νεστορίου καὶ ὅλων τῶν μεγάλων αἱρετικῶν ποὺ ταλανίζουν τὴν Ἐκκλησία. Μεταδίδει ὁ κ. Λουδάρος «την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του»; Μά φυσικὰ ὄχι! «Ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει»; Μά φυσικὰ ὄχι! «Επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη»; Μά φυσικὰ ὄχι! Ὁ πολὺς κ. Λουδάρος πρῶτον δὲν παραθέτει κανένα στοιχεῖο ποὺ νὰ καθιστᾶ τοὺς μὴ ὑπακούοντες ἔνοχους καὶ μάλιστα αἱρετικούς, παρὰ μόνο τὴν ἀνυπακοή τους. Ἀλλὰ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ ζητάει τὴν καταδίκη καὶ τὸν διωγμό τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ πολλοὺς Ἁγίους, ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στοὺς κακόδοξους πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους τους.

Ὁ πολὺς κ. Λουδάρος δὲν παραθέτει «ἀνεπηρέαστα», μὲ «ἀκρίβεια τῆς πληροφορίας» χωρὶς «ἀνακρίβειες», τί πρεσβεύουν οἱ ἀνυπάκουοι κατ’ αὐτὸν κληρικοὶ καὶ πιστοί. Γιατὶ τὸ πρεσβεύουν καὶ γιατὶ δὲν ὑπακούουν. Ὁ πολὺς κ. Λουδάρος δὲν ἀσχολεῖται καθόλου μὲ τὸ αἰτία τῆς ἀνυπακοῆς καὶ τὸ ἐρώτημα, ἂν οἱ ἀποφάσεις τῶν συνταγματαρχῶν, στρατηγῶν, προπονητῶν οἰκουμενιστῶν καὶ ἐκκοσμικευμένων ἐπισκόπων εἶναι σύμφωνες μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Ἱ. Παράδοσή της. Διότι ἂν εἶχε ἀσχοληθεῖ θὰ ἔπρεπε, ὅπως κάθε ἀληθινὰ ὀρθόδοξος πιστός, νὰ ζητάει τὴν ἱεροκανονικὴ καταδίκη τῶν ταγῶν αὐτῶν καὶ ὄχι τῶν ἀνυπάκουων πιστῶν.

Ἂν εἶχε ἀσχοληθεῖ καὶ ἂν γνώριζε ἔστω καὶ λίγο τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ δογματικὴ θὰ εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς ξεπερνοῦν τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Νεστόριο σὲ βλασφημία καὶ κακοδοξία, θὰ εἶχε ἀνακαλύψει τὸν λόγο ποὺ ὅλοι οἱ Ἅγιοι (ἀπὸ τὸν ἅγ. Νικόλαο Βελιμίροβιτς μέχρι τὸν ἅγ. Παΐσιο καὶ ἅγ. Ἰάκωβο Τσαλίκη) ἀπὸ τὸ 1930 καὶ μετὰ καταδίκασαν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς τὴν μεγίστη αἵρεση.

Ὁ κ. Λουδάρος ὅμως, ὡς στρατευμένος δημοσιογράφος, ὡς πρώην «ἔγκριτος» τοῦ ΣΚΑΪ, τίποτα ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν πράττει καὶ πετάει στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων καὶ τὰ ἀκόλουθα σημεῖα δεοντολογίας τοῦ ΕΣΗΕΑ, τοῦ ὁποίου εἶναι, ἐπαναλαμβάνω, μέλος:

Άρθρο 2

Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:

α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης.

β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο, στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.

γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις...

Ὁ κ. Λουδάρος φαίνεται ὅτι δὲν σέβεται τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐπαγγέλματός του, τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἀγῶνες τους θὰ σεβαστεῖ;

Δὲν ἀντιμετωπίζει ἰσότιμα καὶ χωρὶς διακρίσεις τοὺς πολίτες ἀλλὰ τοὺς χωρίζει σὲ στρατηγούς, προπονητὲς καὶ ἐπισκόπους ποὺ διατάσσουν ἀπὸ τὴν μιὰ μεριά, καὶ σὲ ἄβουλους καὶ ἄσχετους βόες (αὐτὸ ποὺ δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε κατὰ τὸν ἅγ. Παΐσιο) ποὺ πρέπει νὰ ὑπακοῦν ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Δὲν σέβεται οὔτε τὴν προσωπικότητα οὔτε τὴν ἀξιοπρέπεια τῶν ἀνθρώπων στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται, ἀφοῦ καὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐναντίον τους εἶναι τὸ λιγότερο ὑποτιμητικοὶ καὶ ὁ τρόπος ποὺ τοὺς παρουσιάζει νὰ λειτουργοῦν εἶναι προσβλητικός.

Δὲν σέβεται τὸ τεκμήριο τῆς ἀθωότητας τους, τοὺς παρουσιάζει ὡς ἀναρχικοὺς καὶ βίαιους, ἐξ οὗ καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν «Ἐξαρχείων» καὶ ἤδη ἔχει προεξοφλήσει τὴν καταδίκη τους, θέτοντας τους εἴδει συνόδου ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ὁ παραλληλισμὸς μάλιστα τῶν βίαιων ἀναρχικῶν τῶν «Ἐξαρχείων» μὲ τοὺς ἀντιδροῦντες πιστοὺς γιὰ θέματα Πίστεως, ἀποτελεῖ χείριστο εἶδος προπαγάνδας μὲ συγκεκριμένη προσδοκία ἐπίδρασης στὸν ἀναγνώστη ποὺ θὰ τὴν ζήλευε ὁ κάθε δημοσιογράφος τῆς σοβιετικῆς «Πράβδα» ἢ τῆς ἐθνικοσοσιαλιστικῆς «Völkischer Beobachter»καὶ ἀποδεικνύει τὸ ποιόν τοῦ κ. Λουδάρου.

Ὡς ἐπίλογο θὰ χρησιμοποιήσω τὰ λόγια τοῦ κ. Λουδάρου: «Όμως αυτό δεν είναι κάτι νέο στην Εκκλησία». Ναι πράγματι, κάθε αἵρεση εἶχε τὴν ὑποστήριξη ἀτόμων σὰν τὸν κ. Λουδάρο, στρατευμένους ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας, ὑποταγμένους στὰ γεωπολιτικὰ συμφέροντας, ποὺ σταυρώνουν τὸν Χριστὸ κάθε φορὰ ὡς νέοι Φαρισαῖοι. Κάθε αἵρεση εἶχε τὸν δημοσιογράφο της. Όμως αυτό δεν είναι κάτι νέο στην Εκκλησία.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου