«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος· ἅγιος»!
(1)
(Ἀφιερωμένο στά 12 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση ἑνός Ἁγίου)
«Μοναδική ὑπῆρξε στά ἑλληνικά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἡ περίπτωση τοῦ μητροπολίτη Φλώρινας Αὐγουστίνου Καντιώτη...»[1]. Πράγματι, ὁ μακαριστός πατήρ Αὐγουστίνος Καντιώτης ἄφησε «ἐποχή» στά ἑλληνικά ἐκκλησιαστικά χρονικά. Τό ἀκέραιο τοῦ χαρακτῆρος του, τό θυσιαστικό του πνεῦμα καί ἡ ἀγάπη του γιά Χριστό καί Εὐαγγέλιο, τόν ὁδήγησαν σέ πολλές περιπέτειες ἐπί γῆς. Τό ἀγωνιστικό του φρόνημα, οἱ ἐνέργειές του γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως, τῆς Πατρίδος καί τοῦ ἀνθρώπου καί γενικότερα ὅλος ὁ βίος του, ἀποτέλεσαν μέ βεβαιότητα τήν ἀπόδειξη, γιά τούς μέν πιστούς ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος ἅγιος, γιά δέ ὅλους τούς ἄλλους ὅτι εἶναι «φονταμενταλιστής»[2], ὁ «Χομεϊνί τῆς Μακεδονίας»[3]!
«Αὐτός ὁ ἱεράρχης στηλίτευσε ἔντονα, ἔως εἰσαγγελικοῦ βαθμοῦ, τά κακῶς κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ζωῆς τῆς χώρας. Φάνηκε στήν περίοδο τῆς δικτατορίας περισσότερο νά ἐνδιαφέρθηκε γιά θέματα ‘‘ἠθικῆς’’ καί πιστῆς τήρησης τῶν Ἱερῶν Κανόνων, παρά γιά τήν καταπίεση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Οἱ ὀργανώσεις τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη καί ὁ ἴδιος ἐκδήλωσαν τίς πλέον ἐμφανεῖς τάσεις φονταμενταλισμοῦ στά πλαίσια τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας...»[4].
Ἐξ ἀρχῆς θά παρατηρήσουμε ὅτι τό «κατηγορητήριο» ὅλων αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν μας, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στήν ἐνοχοποιητική, γιά φονταμενταλισμό ἤ φανατισμό, ἀπόφαση, δέν ἔχει ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά κριτήρια. Εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου» τούτου. Συμπαρασύρει, μαζί μέ τόν μακαριστό Αὐγουστῖνο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο μέ τό «οὐκ ἔξεστί σοι» στόν βασιλιά Ἠρώδη πού ἐνυμφεύθη τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του· τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο μέ τό ἀνάλογο «οὐκ ἔξεστί σοι» πρός τήν Αὐτοκράτειρα Εὐδοξία πού πῆρε τό κτῆμα τῆς φτωχῆς χήρας· τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη πού ἔλεγξε τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΣΤ΄ ὁ ὁποῖος χώρισε τή σύζυγό του καί ἐνυμφεύθη ἄλλη γυναίκα· τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων πού ἔλεγξε τόν Μέγα Θεοδόσιο, κ.ο.κ. Ἐπομένως, ὄχι μόνο δέν εὐσταθεῖ ὡς κατηγορία, ἀλλά ὅποιος τιμᾶ τούς Ἁγίους τῆς Εκκλησίας μας, θά ἔπρεπε νά τιμᾶ καί τόν π. Αὐγουστῖνο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν πιστή τήρηση «τῶν Ἱερῶν Κανόνων». Ἀκριβῶς γιά τό ἴδιο ἐνδιαφέρθηκε καί ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης στό «Πηδάλιό» του: «τό Πηδάλιον ὅσον εἶναι ἀναγκαῖον εἰς τάς Ναῦς, τόσον εἶναι χρειώδης καί ἡ συλλογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων... Καί ὄντως Πηδάλιον ἄλλο καί Πυξίς πνευματική ἡ Κανονική αὔτη Βίβλος ἐστίν· ἐπειδή αὐτή μόνη, κατά ἀλήθειαν, ἀκριβῶς καί ἀπαρεγκλίτως ἀφορᾷ εἰς τόν Πόλον, εἰς αὐτόν δηλαδή τόν Οὐρανόν· καί μέ αὐτήν, ὡσάν μέ Πηδάλιον, εἰμπορεῖ ἀσφαλέστατα, καί ἀκινδυνώτατα πᾶσα ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νά διευθύνῃ τόν δρόμον τοῦ πλοός της, εἰς ἐκεῖνον τόν ὄντως γαλήνιον Λιμένα τῆς μακαρίας καί ἀκηράτου λήξεως. Τοῦτο δέ τό νοητόν Πηδάλιον ἐτεκτήνατο μέν πάλαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά τῶν Θεοσόφων Ἀποστόλων καί τῶν κατά καιρούς ἁγίων Συνόδων, Οικουμενικῶν τε καί Τοπικῶν, καί τῶν κατά μέρος μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας Ἱεραρχῶν.». Ὑπάρχει κάποιος πού δέν θέλει «ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» νά ὁδηγηθεῖ στόν «γαλήνιον Λιμένα τῆς μακαρίας καί ἀκηράτου λήξεως»; Πρέπει (αὐτός) νά καταργήσει τούς Ἱερούς Κανόνες! «Οἱ ἱεροὶ κανόνες συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τοὺς θεοφόρους πατέρας, ὅπως οἱ ποταμοὶ μὲ τὶς πηγές τους. Ἢ παραδέχεσαι τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτοὺς δέχεσαι καὶ τοὺς πατέρες, ἢ ἀπορρίπτεις τοὺς κανόνες καὶ μαζί τους συναπορρίπτεις καὶ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ “ἔξω οἱ κανόνες” εἶνε ταυτόσημο μὲ τὸ “ἔξω οἱ πατέρες”»,[5] κηρύττει ὁ μακαριστός Γέρων Αὐγουστῖνος.
Κατηγορεῖται ἐπίσης, ὅτι δέν ἐνδιαφέρθηκε «γιά τήν καταπίεση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ» κατά τήν περίοδο τῆς δικτατορίας. Ἀνάλογη κατηγορία δέχθηκε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι κήρυττε ὑπέρ τοῦ καθεστῶτος τῆς δουλείας. «Δούλους ἰδίοις δεσπόταις ὑποτάσσεσθαι, ἐν πᾶσιν εὐαρέστους εἶναι, μὴ ἀντιλέγοντας» (Τιτ. 2, 9). Αὐτό ὅμως πού ἐνδιέφερε τόν ἀπ. Παῦλο καί τόν μακαριστό Αὐγουστῖνο ἦταν ἡ θανάσιμη δουλεία στήν ἁμαρτία καί τά πάθη ἤ ἡ καταπίεση ἀπό αὐτά· διότι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος» (Γαλ. 3,28). Ἡ ὁποιαδήποτε καθεστωτική δουλεία ἤ καταπίεση, τό πολύ πολύ νά ὁδηγήσει σέ σωματικό θάνατο καί ὄχι στόν αἰώνιο πού ὁδηγεῖ ἡ ὑποδούλωση στήν ἁμαρτία.
«Ἕνα περιστατικό φανερώνει τήν ἀντίληψη περί Ὀρθοδοξίας τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη: ὁ τότε μητροπολίτης Χαλκηδόνος (τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) Μελίτων, ὁμιλώντας τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου 8/4/1970 στό μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν, χρησιμοποίησε τό ἐπίκαιρο ἔθιμο τοῦ καρνάβαλου γιά νά ἐπισημάνει τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία τοῦ κάθε ἀνθρώπου γιά μεταμόρφωση. Ἐπίσης θέλησε νά καταδείξει ὅτι οἱ μᾶσκες πού φοροῦν οἱ καρναβαλιστές, ὑποκρινόμενοι κάτι ἄλλο παρά τόν πραγματικό ἑαυτό τους, εἶναι πιό ἀκίνδυνες ἀπό τά προσωπεῖα πού μπορεῖ νά φορέσει κάποιος, ἀκόμα καί χριστιανός, γιά νά κρύψει ἀπό τό Θεό καί τόν ἑαυτό του τή προσωπική ὑπαρξιακή του πραγματικότητα. Ὅμως, μεταμόρφωση δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει μέ ἀφετηρία μιά πλαστή πραγματικότητα.»[6]. Σύμφωνα λοιπόν, μέ τόν τότε μητροπολίτη Χαλκηδόνος, πίσω ἀπό τό ἔθιμο τοῦ καρνάβαλου, κρύβεται ἡ «ὑπαρξιακή ἀγωνία τοῦ κάθε ἀνθρώπου γιά μεταμόρφωση». Στήν πραγματικότητα ὅμως, τό καρναβάλι εἶναι ἡ ἀντιπρόταση τοῦ σατανᾶ, ἡ προτροπή του γιά ἀνυπακοή (ὅπως καλά γνωρίζει νά κάνει ἀπό δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου) στόν εὐαγγελικό λόγο: «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.» (Ρωμ. 13, 12-14). Εἶναι ἡ χαρά τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καλά πώς ἔτσι μπορεῖ νά παρασύρει στό ἀδηφάγο στόμα τῆς κόλασης πολλούς χριστιανούς. «Κατ’ ἀλήθειαν ἠμπορεῖ νά εἰπῇ τινάς, ὅτι τότε οἱ Χριστιανοί δαιμονίζονται ὅλοι· διά τί χορεύουν, παίζουν, τραγῳδοῦν ἀσυνειδήτως, ἕως καί αὐτοί οἱ πλέον γέροντες· καί ὅποιος δέν χορεύσῃ, ἤ δέν τραγῳδήσῃ, νομίζεται διά τρελός· διά τί φοροῦν οἱ ἄνδρες γυνακεῖα φορέματα, καί οἱ γυναῖκες ἀνδρίκεια· διά τί ἐνδύονται ἕκαστος ἱμάτια ἀλλοιώτικα, καί προσωπεῖα, τά κοινῶς καλούμενα μουτζούνας. Τότε δέν ἔχει διαφοράν ἡ ἡμέρα ἀπό τήν νύκτα. Διατί ἐπίσης μέ τήν ἡμέραν καί ὅλη ἡ νύκτα ἐξοδεύεται εἰς χορούς, καί παίγνια, καί ἀταξίας καί μασκαριλίκια. ... Τότε, διά νά εἰπῶ ἔτζι, πανηγυρίζει ἡ ἀσέλγεια· ἑορτάζει ἡ ἀκολασία· εὐφραίνεται ἡ μέθη· ἀγάλλεται ἡ τρυφή καί ἀσωτία· χορεύει ὁ διάβολος μέ δέκα μανδύλια· καί συγχορεύει μέ αὐτόν ὅλον τό πλῆθος τῶν δαιμόνων· διά τί ὅσον κέρδος κάμνουν εἰς μόνας τάς Ἀποκρέας, δέν ἠμποροῦν νά τό κάμουν εἰς ὅλον τόν χρόνον. ... διώκεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καί ὁ φόβος τῆς κολάσεως, καί τῆς κρίσεως. Πενθεῖ ὁ Χριστός... ἵλεως νά γίνῃ ὁ Θεός. Καί αὐτός εἴθε νά φωτίσῃ τούς Ἁγίους Ἀρχιερεῖς, καί Πνευματικούς, καί Διδασκάλους νά ἐμποδίσουν τά τοιαῦτα κακά, μέ ἀφορισμούς καί ἐπιτίμια, καθώς προστάζει καί ὁ ξβ΄ Κανών[7] τῆς Ἁγίας καί οἰκουμενικῆς ΣΤ΄ Συνόδου»[8]. Αὔτη εἶναι ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Πίστη τῶν Πατέρων καί αὐτήν ὑπερπασπίστηκε ὁ Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος. Ἄρα, Τιμή τοῦ πρέπει καί ὄχι μομφή!
(Συνεχίζεται)
……………………………………………………………
[1] Κωνσταντῖνος Ἀ. Μυγδάλης, «Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Προβλήματα καί προοπτικές στήν μεταπολεμική Ἑλλάδα», Διατριβή ἐπί διδακτορίᾳ πού ὑποβλήθηκε στό Τμῆμα Θεολογίας τοῦ Ἀ.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2003, (Κεφ. 2.3. «Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ») σελ. 256-257.
[2] Ὅ.π. σελ. 257
[3] «Αὐγουστῖνος Καντιώτης ὁ ‘‘Χομεϊνί της Μακεδονίας’’», https://www.tanea.gr/2010/08/30/greece/aygoystinos-kantiwtis-o-xomeini-tis-makedonias/
[4] ὅ.π. σελ. 256-257
[5] Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, «Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΗΘΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ», https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=52114#more-52114
[6] Κωνσταντῖνος Ἀ. Μυγδάλης, «Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Προβλήματα καί προοπτικές στήν μεταπολεμική Ἑλλάδα»... σελ. 257.
[7] Ἑρμηνεία ΞΒ΄ Κανόνος ἀπό ἅγ. Νικόδημο Ἁγιορείτη: «...Μήτε χοροί ἁπλῶς δημόσιοι γυναικῶν, νά γίνωνται, οὔτε ἑορταί, καί χοροί ἀπό ἄνδρας ἤ γυναῖκας εἰς ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ψευδοθεῶν. Ὁρίζει δέ πρός τούτοις, ὅτι μήτε ἄνδρας νά φορῇ ῥοῦχα γυναικεῖα οὔτε γυναίκα ῥοῦχα ἀνδρίκια· ἀλλά μήτε νά μουρόνωνται μέ μουτσούνας καί προσωπίδας Κωμικάς, ἤτοι παρακινούσας εἰς γέλωτας, ἤ τραγικάς, ἤτοι παρακινούσας εἰς θρήνους καί δάκρυα, ἤ Σατυρικάς, ἤτοι ἰδίας τῶν Σατύρων καί Βάκχων, οἴτινες εἰς τιμήν τοῦ Διονύσου, ὡς ἐκστατικοί καί δαιμονισμένοι ἐχόρευον· ... Λοιπόν ὅποιος ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς, ἀφ' οὖ ἔμαθε περί τούτων, ἐν γνώσει, ἐπιχειρήσοι νά κάμῃ κἀνένα ἀπό τά προρρηθέντα ταῦτα δαιμονιώδη καί Ἑλληνικά, εἰ μέν εἶναι Κληρικός, ἄς καθαίρεται, εἰ δέ λαϊκός, ἄς ἀφορίζεται», «Ἱερόν Πηδάλιον».
[8] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» (Τί κακά ποιοῦσιν οἱ Χριστιανοί εἰς τάς Ἀποκρέας).