Ποτὲ ἄλλοτε δὲν χρειάστηκαν Μακκαβαῖοι ὅσο σήμερα

«Μία δὲ ἀσφάλεια, τῆς ἐντολῆς ἡ τήρησις, καὶ τὸ μὴ ῥαγῆναι τὸν νόμον, ᾧ τετειχίσμεθα».

            

«Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ ἀναστήσει Μακκαβαίους» (ἅγ. Παΐσιος)

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ζοῦμε μία ἐποχὴ γενικῆς κατάπτωσης καὶ παρακμῆς. Μία ἐποχὴ ποὺ τὸ ἐγὼ ἀντικατάστησε τὸ ἐμεῖς, τὸ ἔχω τὸ εἶμαι, ἡ μανία τὴν σωφροσύνη, ἡ ἀνευθυνότητα τὴν εὐθύνη, ἡ σχετικότητα τὴν ἀκρίβεια. Μία ἐποχὴ ποὺ ἡ πίστη, οἱ ἀξίες καὶ τὰ ἤθη βάλλονται ἀπὸ παντοῦ καὶ κυρίως ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὑποτίθεται θὰ τὰ ὑπεράσπιζαν. Μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει ὡς κύριο χαρακτηριστικό της τὴν λειψανδρεία. Δὲν λείπουν οἱ ἄνδρες ἀλλὰ ἡ ἀνδρεία. Δὲν λείπουν τὰ ὑψηλὰ καὶ τ’ ἀγαθά, ἀλλὰ οἱ φύλακες καὶ οἱ ἐπισκοπῶντες. Δὲν λείπουν οἱ διαμαρτυρόμενοι, ἀλλὰ οἱ ἀγωνιστές. Δὲν λείπουν οἱ γνῶμες, ἀλλὰ ἡ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τῶν γνωμῶν.

Εὐθύνη, ἀκρίβεια, ἀγωνιστικότητα, καὶ κυρίως τὸ πνεῦμα θυσίας καὶ ἡ ἀνδρεία εἶναι οἱ πεποιθήσεις ποὺ ἀναδεικνύουν τὰ ἔθνη, ἰσχυροποιοῦν καὶ προστατεύουν τὶς πολιτεῖες, δοξάζουν τοὺς λαούς. Οἱ πρόγονοί μας ὑπεράσπισαν καὶ διαφύλαξαν αὐτὲς τὶς πεποιθήσεις ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πολιτείας καὶ τῶν κοινῶν ἀγαθῶν. Ἐὰν ὅμως αὐτὴ ἡ διαφύλαξη τῶν πεποιθήσεων ἴσχυε γιὰ τοὺς πρόγονούς μας γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα, ἂς ἀναλογιστοῦμε πόσο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Πίστεως καὶ τῆς προσωπικῆς σωτηρίας, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν πρώτη θέση στὴν ζωή μας. Χριστιανὸς καὶ δειλὸς δὲν νοεῖται. Διότι ὁ δειλὸς δὲν ὁμολογεῖ οὔτε ὑπερασπίζεται τὴν πίστη του. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στὴν «Ἀποκάλυψή» του, εἶδε φρικτὸ θέαμα: Εἶδε τοὺς δειλοὺς νὰ καίγονται στὰ κύματα μίας φλεγομένης λίμνης μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς κάθε εἴδους ἁμαρτωλούς (Ἀπ. 21, 8).

Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι μία ἱστορία πλήρης παραδειγμάτων ὁμολογίας, ἀφοβίας, γενναιότητας, σθένους, αὐταπάρνησης, θυσίας καὶ μεγαλείου. Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ συνέχεια πρότρεπαν τοὺς πιστοὺς νὰ εἶναι ἀνδρεῖοι καὶ ἰσχυροί: «Κανεὶς καὶ τίποτα νὰ μὴ σὲ φοβίζει. Κι ἂν ἀκόμη εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ ἐχθροί, δαίμονες καὶ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι, ὁ δικός μας ὑπερασπιστὴς εἶναι ἰσχυρότερος», κήρυττε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Προέτρεπαν καὶ μιλοῦσαν ὅμως σὲ ἕνα ποίμνιο, ποὺ εἶχε ζωντανὰ μέσα του τὰ τόσα παραδείγματα ἀνδρείας, ὑπερασπίσεως καὶ ὁμολογίας τῆς Πίστεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.· ἕνα ποίμνιο ποὺ εἶχε συνείδηση τοῦ καθήκοντος καὶ τοῦ ρόλου του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἦταν ὁμολογουμένως προετοιμασμένο καὶ κατηχημένο νὰ πολεμήσει, νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πατρίδα ἀλλὰ προπάντων γιὰ τὴν Πίστη του. Παράλληλα ἡ πλειοψηφία τῶν ποιμένων τῶν ἐποχῶν ἐκείνων δὲν ἀμελοῦσαν νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο, καὶ τὰ καθήκοντα τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ κυρίως νὰ ὑπενθυμίσουν στοὺς πιστούς, τί ὠφείλουν νὰ πράττουν ὡς ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ καὶ ποιά παραδείγματα πρέπει πάντα νὰ ἔχουν πρὸς μίμηση, δίνοντας οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες πρῶτοι τὸ καλὸ παράδειγμα.

Στὴν ἐποχή μας ὅμως οἱ ὑποτιθέμενοι ποιμένες σιγοῦν. Δὲν προβάλουν τὰ παραδείγματα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τοὺς συμφέρει νὰ μιλοῦν γιὰ ὑπερασπιστὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως, γιατὶ αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴν δική τους ἀδυναμία καὶ ἀμέλεια. Ἀντὶ γιὰ ἀλήθεια, ἀνδρεία, ἀφοβία μπροστὰ στὸν κίνδυνο, ζῆλο καὶ ἀσυμβίβαστη στάση, μιλοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μεμονωμένα γιὰ ἀγάπη, ὑπακοὴ στοὺς ἀνθρώπους κι ὄχι στὸν Θεό, γιὰ ἁμαρτίες καὶ μετάνοια, γιὰ φόβο καὶ ἐνοχές κρύβοντας παράλληλα ἔντεχνα τὸ μέγιστο χριστιανικὸ καθῆκον τῆς ὁμολογίας σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ παραχάραξης τῆς Πίστεως. Πολλοὶ μάλιστα ἀφοπλίζουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτό τους, ὡς τοὺς εἰδήμονες ποὺ θὰ ποῦν τὸ ἂν καὶ πότε πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ κάποιος, κρύβοντας κι αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά τους τὰ παραδείγματα πρὸς μίμηση τῶν Ἁγίων. Ἀποσιωποῦν ὅτι «οὐ γὰρ ἀνθρώπων πρὸς ἀνθρώπους ἡ πάλη, ἀλλ’ ἀνθρώπων πρὸς δαίμονας ἡ μάχη» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Α’ εἰς τοὺς ἁγίους Μακκαβαίους, Migne, P.G., 50).

Τὸ ποίμνιο παραπλανημένο, ἐγκαταλελειμμένο καὶ συγκλονισμένο λυγίζει πιὰ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν κοσμικῶν καὶ πνευματικῶν εὐθυνῶν, καὶ ἐλλείψει κηρύγματος καὶ ἐγκωμίων λαμπρῶν παραδειγμάτων ἔπεσε σὲ λήθαργο καὶ σὲ κατάσταση πνευματικῆς νάρκης καὶ ἀπάθειας. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουν ἀπωλεσθεῖ ὄχι μόνο ὁ ζῆλος καὶ ἡ τόλμη, ἡ διάθεση προσφορᾶς καὶ θυσίας γιὰ τὴν πατρίδα. Ἀκόμα χειρότερα, ἔχουν ἀπωλεσθεῖ γιὰ τὴν Πίστη. Ὁ ἅγ. Παΐσιος διέκρινε ἀπὸ καιρὸ χάριτι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη καὶ ἀφιέρωσε μεγάλο μέρος τοῦ κηρύγματός του στὴν καταπολέμηση αὐτῆς τῆς νοσηρῆς κατάστασης, μιλώντας γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀνδρείας, τῆς ἀφοβίας, τῆς τόλμης, ὑπογραμμίζοντας: «Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ ἀναστήσει Μακκαβαίους».

Οἱ Μακκαβαῖοι, ἀντιπροσωπεύουν γιὰ τὸν Χριστιανό –διότι γιὰ τὸν σημερινὸ κοσμικὸ ἢ οἰκουμενιστὴ ἄνθρωπο ἀντιπροσωπεύουν τὸν φανατισμό– ἴσως τὸ πιὸ τρανὸ παράδειγμα ὁμολογίας καὶ πίστης ἀνθρώπων ποὺ μὲ ἀνδρεία, πορεύθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ διαθήκη καὶ τὶς παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων. «Ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν» (Α΄ Μακ. 2,20). Μακκαβαῖοι ἢ Ἀσμοναῖοι ὀνομάζονταν οἱ ἀπόγονοι τοῦ ἱερέα Ματταθία, ποὺ πολέμησαν γενναῖα τοὺς Σελευκῖδες. Ἡ ὀνομασία «Μακκαβαῖοι» προῆλθε ἀπὸ τὸν τρίτο γυιὸ τοῦ Ματταθία, τὸν Ἰούδα στὸν ὁποῖο ἀποδώθηκε ὁ χαρακτηρισμὸς Μακκαβαῖος, διότι χτύπησε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰσραὴλ ὡς «μακκάμπα» δηλ. σφυρί. Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν πολέμησαν μόνο γιὰ τὴν πατρίδα τους, ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ τὴν πίστη τους.

Ἡ Ἐκκλησία ξεχωρίζει, παρουσιάζει καὶ τιμᾶ (1η Αὐγούστου) ἰδιαίτερα τὸ μαρτύριο ἑπτὰ ἀδελφῶν μὲ τὴν μητέρα τους καὶ τὸν προχωρημένο στὴν ἡλικία πνευματικό τους πατέρα Ἐλεάζαρ. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γνωρίζουμε ὅτι τὸ ὄνομα τῆς μητέρας ἦταν Σολομονή ποὺ σημαίνει εἰρηνική, καὶ τῶν ἑπτὰ παιδιῶν της, Ἀβείμ, Ἀντώνιος, Γουρίας, Ἐλεάζαρ, Εὐσέβωνας, Ἀχεὶμ καὶ Μάρκελλος. Μαρτύρησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ διαδόχου Ἀντιόχου Δ' τοῦ Ἐπιφανοῦς, ποὺ ἤθελε νὰ καταργήσει τὴν ἑβραϊκὴ θρησκεία καὶ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, διώκοντας παράλληλα τοὺς ἀκριβεῖς τηρητὲς τοῦ Νόμου. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τιμᾶ, ὅπως θὰ περίμενε ὁ σημερινὸς ὀρθολογιστὴς (ἀν)άνθρωπος, νέους, στιβαροὺς καὶ μυώδεις ἀθλητές, ἄφοβους πολεμιστὲς ἤ ἰσχυροὺς ἄνδρες. Τιμᾶ ἕναν γέροντα, ἑπτὰ παιδιὰ καὶ μία γριὰ μητέρα «οὐ νέους ἀθλητὰς καὶ σφριγῶντας  πρὸς τὰ παλαίσματα ἤγαγεν, ἀλλὰ μειράκια κομιδῇ, καὶ μετ’ ἐκείνων γέροντα, τὸν Ἐλεάζαρον, καὶ πρὸς τούτοις γυναῖκα γεγηρακυῖαν, τὴν μητέρα τῶν μειρακίων» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Α’ εἰς τοὺς ἁγίους Μακκαβαίους, Migne, P.G., 50).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τοὺς θεωρεῖ τόσο σημαντικοὺς ὡς πρότυπα γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ὥστε στὸν 15ο λόγο του «εἰς τοὺς Μακκαβαίους» λέει:

«Ἀξίζει ὅμως ὅλοι νὰ τοὺς τιμοῦν, διότι ἔδειξαν καρτερία χάριν τῆς πατροπαράδοτης πίστεως. Αὐτοὶ ποὺ ἀναδείχθηκαν μάρτυρες πρὶν ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, τί θὰ κατόρθωναν ἄραγε, ἂν διώκονταν μετὰ τὸν ἐρχομό Του καὶ μιμοῦνταν τὸ θάνατό Του γιὰ μᾶς; Ἀφοῦ καὶ χωρὶς τέτοιο μεγάλο παράδειγμα, φάνηκαν τόσο σπουδαῖοι στὴν ἀρετή, πῶς δὲν θὰ φαίνονταν γενναιότεροι, ἂν ἀντιμετώπιζαν τοὺς κινδύνους, ἔχοντας μπροστά τους τέτοιο παράδειγμα; Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς περιφρονήσουμε γιατὶ μαρτύρησαν πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρό (σσ. ὅπως πράττουν ἀποσιωπώντας τους οἱ οἰκουμενιστές), ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε διότι μαρτύρησαν κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τοὺς θεωρήσουμε ἄξιους ἐγκωμιαστικῶν λόγων. Αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ πάρουν κι ἄλλη δόξα (ποιά; ἀφοῦ οἱ πράξεις τους εἶναι ἤδη ἔνδοξες), ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξασθοῦν οἱ ἐγκωμιαστὲς καὶ νὰ παρακινηθοῦν στὴν ἀρετὴ οἱ ἀκροατές, καθὼς ἡ ἀνάμνηση θὰ τοὺς κεντρίζει σὲ παρόμοια ἀγωνίσματα (πᾶσι δὲ τιμᾶσθαι ἀξίων, ὅτι περὶ τῶν πατρίων ἡ καρτερία· καὶ οἱ πρὸ τῶν Χριστοῦ παθῶν μαρτυρήσαντες, τί ποτε δράσειν ἔμελλον μετὰ Χριστὸν διωκόμενοι, καὶ τὸν ἐκείνου ὑπὲρ ἡμῶν μιμούμενοι θάνατον; Οἱ γὰρ χωρὶς ὑποδείγματος τοιούτου, τοσοῦτοι τὴν ἀρετήν, πῶς οὐκ ἂν ὤφθησαν γενναιότεροι, μετὰ τοῦ ὑποδείγματος κινδυνεύοντες; Οὔκουν, ὅτι πρὸ τοῦ σταυροῦ, τοιοῦτοι περιοπτέοι· ἀλλ᾿ ὅτι κατὰ τὸν σταυρόν, ἐπαινετέοι, καὶ τῆς ἐκ τῶν λόγων τιμῆς ἄξιοι· οὐχ ἵνα προσθήκην ἢ δόξαν λάβοιεν· (τίνα γὰρ ὧν ἡ πρᾶξις ἔχει τὸ ἔνδοξον;) ἀλλ᾿ ἵνα δοξασθῶσιν οἱ εὐφημοῦντες, καὶ ζηλώσωσι τὴν ἀρετὴν οἱ ἀκούοντες, ὥσπερ κέντρῳ τῇ μνήμῃ πρὸς τὰ ἴσα διανιστάμενοι» (P.G., 35, μετάφραση).

Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἕνα εἶδος περιστασιακῶν «ἀγανακτισμένων» ἢ «ψεκασμένων» ποὺ λειτουργοῦν ἢ κάνουν πίσω ἀνάλογα μὲ τὶς συνθῆκες καὶ τὶς ἐπιρροὲς ποὺ δέχονται καὶ τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχουν. Δὲν συμβιβάζονται γιὰ λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς. Κραταιοὶ στὴν πίστη τους οἱ Μακκαβαῖοι μιμοῦνται τοὺς ἀγῶνες τῶν Πατέρων τους καὶ πράττουν ἀναλόγως ὄχι γιὰ τὴν δική τους δόξα, ἀλλὰ εἰς δόξα Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του, ἡ ὁποία τοὺς χαρίζει τὴν αἰωνιότητα: «Μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα αἰώνιον» (Α΄ Μακ. 2,51).

Οἱ πράξεις καὶ ἡ ὁμολογία τους κινεῖται ἀπὸ ἕνα καὶ μόνο κίνητρο, ἕνα κίνητρο ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο γιὰ ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἡ πιστὴ καὶ ἀκριβὴς διαφύλαξη καὶ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ ἀσφάλεια γιὰ τὸν πιστὸ καὶ τὴν σωτηρία του. Ὁ μοναδικὸς φόβος τοῦ πιστοῦ πρέπει νὰ εἶναι, πῶς θὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα Του κι ὄχι τί θὰ ποῦν ἢ τί θὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἑκάστοτε ταγοί

«Μία ἀσφάλεια ὑπάρχει: ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς καὶ τὸ νὰ μὴν ραγίσει ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος μᾶς προστατεύει ὡς τεἶχος. Μία ὑπάρχει δόξα: Νὰ περιφρονήσουμε κάθε ἄλλη δόξα γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε παρόμοια ἔπαθλα (ὅπως οἱ Μακκαβαῖοι). Ἕνας ὑπάρχει πλοῦτος: αὐτὰ ποὺ ὡς Χριστιανοὶ ἐλπίζουμε. Τίποτα δὲν εἶναι φοβερό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ φοβηθοῦμε γιὰ κάτι -ποὺ κάναμε λάθος- μπροστὰ στὸν Θεό (Μία δὲ ἀσφάλεια, τῆς ἐντολῆς ἡ τήρησις, καὶ τὸ μὴ ῥαγῆναι τὸν νόμον, ᾧ τετειχίσμεθα. Μία δὲ δόξα, τὸ δόξης ἁπάσης ὑπεριδεῖν ἐπὶ τηλικούτοις. Εἷς δὲ πλοῦτος, τὰ ἐλπιζόμενα· φοβερὸν δὲ οὐδὲν, ἢ τὸ φοβηθῆναί τι πρὸ Θεοῦ)» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος 15ος «εἰς τοὺς Μακκαβαίους» P.G., 35, μετάφραση).

Καθῆκον τους θεωροῦν τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Ἀσφαλεῖς ὁδηγοί τους εἶναι πάντα οἱ Πατέρες καὶ ἡ διδασκαλία τους «Ἐκείνων ἐσμὲν καὶ γένος καὶ μαθηταί» (Λόγος 15ος «εἰς τοὺς Μακκαβαίους»).

Οἱ Μακκαβαῖοι δὲν φοβοῦνται τὸν ἑκάστοτε Ἀντίοχο, τὸν ἑκάστοτε ἰσχυρό, γνωρίζοντας, ὅτι ἡ ματαιότητα αὐτῆς τῆς δόξας δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν αἰωνιότητα καὶ μακαριότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: «Καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκα» (Α΄ Μακ. 2,62). Εἶναι συγκλονιστικὸς καὶ ἀπόλυτα ἐπίκαιρος ὁ διάλογος μεταξὺ τοῦ Ἀντίοχου (τύπος τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τοὺς Πατέρες) καὶ τοῦ Ἐλεάζαρος. Στὸν Ἀντίοχο ποὺ τὸν εἰρωνεύεται, ἐπειδὴ ὁμολογεῖ ὅτι κατέχει αὐτὸς μόνος τὴν ἀλήθεια· ποὺ τὸν προτρέπει νὰ κοιτάξει τὸ συμφέρον του· ποὺ τὸν κολακεύει νὰ χαρεῖ τὰ γηρατειά του· ποὺ τὸν συμβουλεύει νὰ παρανομήσει χωρὶς ντροπὴ γιατὶ βρίσκεται ὑπὸ πίεση καὶ κανεὶς δὲν θὰ τὸν κατηγορήσει -πόσο ὅμοια εἶναι ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ τυράννου μὲ αὐτὴ τῶν σύγχρονων Ἀντιόχων, τῶν Οἰκουμενιστῶν!- (Μακκαβαίων Δ’, 9-13), ἀπαντᾶ ὁ ἀνδρεῖος Ἐλεάζαρος:

«Ἐμεῖς, Ἀντίοχε, εἴμαστε πεπεισμένοι, ὅτι πρέπει νὰ ζοῦμε σύμφωνα πρὸς τὸν θεῖον νόμο. Καὶ δὲν νομίζουμε, ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἐξωτερικὸς ἐξαναγκασμὸς ἰσχυρότερος ἀπὸ τὴν πρόθυμη ὑποταγή μας σ’ αὐτόν. Ἔτσι καθόλου δὲν θεωροῦμε ἄξιο νὰ παραβαίνουμε τὸν Νόμο... Μὴν νομίζεις, λοιπόν, ὅτι ἐὰν γευθοῦμε μολυσμένη τροφή (σσ. πάλι ὁ μολυσμός, καὶ στὴν Π. Διαθήκη, ὡς ἀδιασάλευτο ἐπιχείρημα γι’ ὅσους τὸν ἀμφισβητοῦν), εἶναι αὐτὸ μικρὴ ἁμαρτία. Διότι τὸ νὰ παρανομεῖ κανεὶς εἴτε στὰ μικρὰ εἴτε στὰ μεγάλα, εἶναι τὸ ἴδιο (σσ. ἀποτελεῖ αἰτία θαυμασμοῦ τὸ πόσο ἐμφανὴς εἶναι ἡ διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία διαστρέφουν τόσο βίαια οἱ Οἰκουμενιστές!)... διότι πιστεύουμε, ὅτι ὁ Νόμος ἔχει θεσπιστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό... Δὲν ἀγαπῶ καὶ δὲν λυποῦμαι τόσο πολὺ τὸ γῆρας μου, ὥστε νὰ καταπατήσω ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν Νόμο τῶν πατέρων μου. Δὲν θὰ σὲ διαψεύσω, ὦ νόμε διδάσκαλε! Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω, ἀγαπητὴ ἐγκράτεια...! Δὲν θὰ σὲ ξεφτελίσω, φιλόσοφε λογισμέ, οὔτε θὰ σᾶς ἀρνηθῶ, σεμνὴ ἱερωσύνη καὶ ἐπιστήμη τῆς νομοθεσίας! Σὺ δὲ στόμα δὲν θὰ μολύνεις τὴν γεροντική μου ἡλικία» (Μακκαβαίων Δ’, 5, 16-36, μετάφραση).

Ὅταν μάλιστα τὰ βασανιστήρια ἔφτασαν στὸν ἀποκορύφωμά τους, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους εἶπαν ἀπὸ συμπάθεια στὸν γέροντα νὰ ὑποκριθεῖ (!), ὅτι δοκιμάζει τὸ χοιρινὸ κρέας γιὰ νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του (Μακκαβαίων Δ’, 6, 13-15), ἐκεῖνος δὲν δέχτηκε οὔτε ἕνα ἀκίνδυνο γι’ αὐτὸν θέατρο νὰ παίξει. Ποιός ἄνθρωπος θὰ τὸν κατηγοροῦσε; Ποιός σημερινὸς «ἀγωνιστής» θὰ τὸν καταδίκαζε. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔχει ἀνθρώπινα μέτρα κρίσης καὶ ἐπίδοσης τιμῶν. Ἀντίθετα μὲ τὶς παραπάνω ἀνθρώπινες προσδοκίες ὁ Ἐλεάζαρος φώναξε μὲ ἀγανάκτηση: «Ἂς μὴ τυφλωθοῦμε τόσο πολύ, ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὥστε ἀπὸ δειλία καὶ μικροψυχία νὰ ὑποκριθοῦμε καὶ νὰ παίξουμε θέατρο, τὸ ὁποῖο δὲν μᾶς ἁρμόζει. Διότι εἶναι ἀπερίσκεπτο καὶ παράλογο, ἀφοῦ ζήσαμε τὴν ζωή μας σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια... νὰ ἀλλάξουμε τώρα συμπεριφορὰ καὶ νὰ γίνουμε οἱ ἴδιοι πρότυπα ἀσεβείας γιὰ τοὺς νέους, δίνοντας τὸ παράδειγμα τῆς βρώσεως μολυσμένων κρεάτων. Εἶναι ντροπὴ νὰ ζήσουμε ἀκόμα λίγο ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἐμπαιζόμενοι ἀπ’ ὅλους γιὰ τὴν δειλία μας καὶ νὰ καταφρονηθοῦμε ὡς ἄνανδροι ἀπὸ τὸν τύραννο καὶ νὰ μὴν ὑπερασπισθοῦμε τὸν θεῖον νόμο μέχρι θανάτου» (Μακκαβαίων Δ’, 6, 17-21, μετάφραση).

Δὲν φοβήθηκαν οἱ Μακκαβαῖοι τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν λίγοι ἀπέναντι στοὺς πολλούς, ἀνίσχυροι ἀπέναντι στοὺς ἰσχυρούς. Δὲν εἶπαν ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ κάνουμε τοὺς αὐστηροὺς καὶ ζηλωτὲς ὑπερορθόδοξους. Δὲν σκέφτηκαν τὸ νεαρὸ ἢ τὸ γηραιὸ τῆς ἡλικίας τους. Δὲν σκέφτηκαν μόνο τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους· τὴν ἐπίδραση ποὺ θὰ τοὺς ἐπιφέρει τὸ παράδειγμά τους. Δὲν δέχτηκαν παραβίαση οὔτε στὸ παραμικρὸ καὶ φαινομενικὰ ἀσήμαντο, γνωρίζοντας αὐτὸ ποὺ διακήρυξαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι μετὰ ἀπὸ αὐτούς, ὅτι σὲ θέματα πίστεως ἡ ἀλλαγὴ ἀκόμα καὶ στὸ μικρὸ καταργεῖ τὸ ὅλον. Αὐτή τους ἡ πεποίθηση τοὺς ἀνδρείωσε καὶ ἀνέδειξε τοὺς φαινομενικὰ ἀδύναμους ἰσχυρούς, μπροστὰ στὸν φαινομενικὰ ἰσχυρὸ ἀλλὰ ἀδύναμο. Διότι ἡ πραγματικὴ ἀνδρεία καὶ ἰσχὺς γι’ αὐτοὺς πηγάζει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «ὅτι οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς»(Α Μακ. 3,19).

Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννιέται φυσικὰ εἶναι: Εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς Μακκαβαῖοι; Ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς σχετικότητας, τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τῆς διαλλακτικότητας, ποὺ ζοῦμε τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, κατέχουμε αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀνδρεία καὶ ἀφοβία; Εἴμαστε ἱκανοὶ καὶ ἕτοιμοι νὰ πολεμήσουμε τὴν ὕστατη ἀποστασία ἀψηφώντας Ἐπισκόπους, πανίσχυρους πολιτικούς, κοινωνικὸ περιβάλλον καί, περιφρονώντας τὸ προσωπικὸ κόστος, νὰ ὑπερασπίσουμε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας; Εἴμαστε ἕτοιμοι, ὡς ἄλλοι τριακόσιοι Λακεδαιμόνιοι τῆς πίστεως, νὰ πολεμήσουμε στὶς πνευματικὲς Θερμοπῦλες τὸν «Ξέρξη» Οἰκουμενισμὸ μὲ τὶς μυριάδες στρατειές του;

Εἴμαστε ἱκανοὶ καὶ πρόθυμοι τώρα, ποὺ τὰ πάντα καταργοῦνται καὶ βλασφημοῦνται, ὡς ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων νὰ ποῦμε στὰ παιδιά μας: «Μὴ φοβηθεῖς, λοιπόν, αὐτὸν τὸν δήμιον (σημ. τὸν ἑκάστοτε κυρίαρχο), ἀλλὰ νὰ φανεῖς ἀντάξιος τῶν ἀδελφῶν σου. Δέξαι ἡρωϊκῶς τὸν μαρτυρικὸν θάνατον, γιὰ νὰ σὲ ἐπαναποκτήσω πάλι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σου στὸν καιρὸν τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως δηλαδὴ τῶν νεκρῶν» (Μακ. Β’ 7, 28-30).

Καὶ εἴμαστε ἱκανοὶ καὶ πρόθυμοι, ὡς τὸ παιδί της, νὰ ἀπαντήσουμε στὸν κάθε οἰκουμενιστὴ διώκτη, στὸν κάθε ὑπηρέτη τῆς παναίρεσης, στὸν κάθε θρασύτατο καὶ τυφλωμένο ἀπὸ τὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση ὑπηρέτη της: «Τί περιμένετε; Δὲν ὑπακούω στὴν προσταγὴ τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ὑπακούω στὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Μωϋσέως στοὺς πατέρες μας. Ὁ βασιλεὺς ὅμως τοῦ κόσμου θὰ μᾶς ἀναστήση εἰς μίαν αἰωνία ζωή, ἐφ' ὅσον ἐμεῖς πεθάνουμε (ὑποφέρουμε, διωχθοῦμε) γιὰ νὰ μείνουμε πιστοὶ στοὺς νόμους Του».

Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίνει ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Αὐτὰ ὅλα σκεπτόμενοι γυναῖκες καὶ ἄνδρες, νέοι καὶ γέροντες καὶ σὰν νὰ ἔχουμε γράψει τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς πάλες (τῶν Μακκαβαίων) στὸν πίνακα τῆς καρδιᾶς μας ὡς συνεχὴ συμβουλὴ ἐνάντια στὴν ὑπεροψία τῶν δεινῶν ποὺ τυχὸν θὰ μᾶς βροῦν, ἂς ἔχουμε τὴν ἀνάλογη καρτερία στὴν ψυχή μας καὶ ἂς μιμηθοῦμε τὴν ἀρετὴ αὐτῶν τῶν ἁγίων γιὰ νὰ μπορέσουμε μὲ τοὺς στεφάνους ποὺ θὰ πάρουμε νὰ γίνουμε κοινωνοί τους... Τί λοιπόν; ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ εἰσφέρουμε ἰσάξια θὰ σιγήσουμε; Μὲ κανένα τρόπο! Διότι Μάρτυρες εἶναι αὐτοὶ ποὺ δέχονται τὰ δῶρα καὶ μιμοῦνται τὸν Δεσπότην τους στὴν κρίση μίας τέτοιας φιλοτιμίας. Πῶς κρίνει Ἐκεῖνος; Ὅταν κάποιος προσφέρει δῶρα, δὲν κοιτάει τὸ μέγεθος τοῦ δοθέντος, ἀλλὰ τὴν προθυμία τοῦ δότη καὶ ἔτσι μετράει τὴν ἀντίδοση. (Ταῦτα δὲ πάντα λογισάμενοι, καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες, καὶ νέοι καὶ γέροντες, τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ παλαίσματα ὥσπερ ἐπὶ πίνακός τινος τῆς καρδίας ἡμῶν ἀπογράψαντες, διηνεκῆ συμβουλὴν πρὸς τὴν τῶν δεινῶν ὑπεροψίαν τὴν ἐκείνης καρτερίαν ἔχωμεν ἐναποκειμένην ἡμῶν τῇ ψυχῇ, ἵνα ἐνταῦθα μιμησάμενοι τὴν ἀρετὴν τῶν ἁγίων τούτων, κἀκεῖ τῶν στεφάνων δυνηθῶμεν αὐτοῖς κοινωνῆσαι... Τί οὖν; Ἐπειδὴ τὰ κατ’ ἀξίαν εἰσενεγκεῖν οὐ δυνάμεθα, σιγήσομεν; Οὐδαμῶς. Μάρτυρες γὰρ εἰσιν οἱ τὰ δῶρα δεχόμενοι, καὶ τὸν ἑαυτῶν Δεσπότην μιμοῦνται ἐν τῇ κρίσει τῆς τοιαύτης φιλοτιμίας. Πῶς δὲ ἐκεῖνος ποιεῖ; Ὅταν τις προσενέγκῃ δῶρα, οὐ τῷ μεγέθει τοῦ προσενεχθέντος, ἀλλὰ τῇ προθυμίᾳ τοῦ προσενέγκαντος προσέχων μετρεῖ τὴν ἀντίδοσιν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Α’ καὶ Β’ εἰς τοὺς ἁγίους Μακκαβαίους).

Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους 222 κινέζους -ὄχι Ἕλληνες- Νεομάρτυρες, ὁ ὀκτάχρονος ἅγιος Ἰωάννης Τσή-Σούνκ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ὑπέφερε τὰ βασανιστήρια τῶν βουδιστῶν κινέζων ἐπαναστατῶν τὸ 1902, εἶπε: «Τὸ νὰ πάσχει κανεὶς γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι βαρὺ πράγμα».

Τόσο σημαντικὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀνδρεία, ἡ σταθερότητα, ἡ συνέπεια, ἡ κατὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη ἀσυμβιβασία γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν σωτηρία μας, ὥστε ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ Παῦλος δίδασκε τὸ ποίμνιο του· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Κορ. Α’ 16,13).

Σήμερα δὲν μᾶς ζητοῦν μόνο νὰ κάνουμε συμβιβασμούς, ἀλλὰ νὰ καταργήσουμε τὰ πάντα. Σήμερα δὲν μᾶς ζητοῦν ἁπλῶς νὰ παίξουμε θέατρο (τὸ ὁποῖο δυστυχῶς κάνουμε) ἀλλὰ νὰ γίνουμε πρωταγωνιστὲς τῆς βλάσφημης τραγωδίας ποὺ παίζεται εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Σήμερα δὲν ἔχουμε μόνο παραδείγματα ἀνάλογα τῶν Μακκαβαίων, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑπάρχουν τὰ καταδικάζουν. Σήμερα δὲν λείπουν μόνο οἱ πράξεις, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὰ λόγια φαντάζουν ὡς ὑπεράνθρωπη προσπάθεια. Σήμερα δὲν ὑπάρχει μόνο ἕνας Ἀντίοχος ἀλλὰ πολλοὶ καὶ ποικίλοι.

Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἦταν τόσο ἀναγκαῖοι οἱ Μακκαβαῖοι ὅσο σήμερα. «Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ ἀναστήσει Μακκαβαίους» (ἅγ. Παΐσιος).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου