Άλλη μια απόδειξη της αγιοπατερικής διδασκαλίας, την οποία σήμερα αρνούμαστε να εφαρμόσουμε.

Ἡ Ἁγιοπατερική στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν

 

Φοιτητές Θεολογικῆς Α.Π.Θ. Τέκνα τοῦ Ἁγ. Δημητρίου

 

Κάθε φορά πού συζητοῦμε περί αἱρετικῶν καί αἱρέσεων, πρέπει νά ἀποδεικνύουμε στούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας, ὅτι δέν εἴμαστε ἐξωγήινοι, διότι ὡς τέτοιους μᾶς βλέπουν! Μᾶς θεωροῦν ὀπισθοδρομικούς καί φανατικούς. Ἡ αὐστηρότητα ὅμως, πού προκαλεῖ στά ἐκκοσμικευμένα ὦτα ἀρνητική ἔκπληξη, δέν προέρχεται ἀπό ἑμᾶς,  ἀποπνέεται ἀπό τήν Ἱερά Παράδοσή μας! Δυστυχῶς, ἡ προβολή τῆς ἀγαπολογίας μεταξύ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς καί τούς ὀπαδούς τῶν ψευτοθρησκειῶν, καθώς καί ἡ προσπάθεια στιγματισμοῦ ὅσων ἀγαποῦν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δέν βοηθοῦν στή γνώση τῆς Ἀλήθειας· ἀντιθέτως, δημιουργοῦν κλίμα συνειδησιακοῦ σκοτισμοῦ καί πλάνης!

Ὁ εὐαγγελικός λόγος ὅμως, πάνω στό θέμα αὐτό, εἶναι τόσο σαφῆς καί καθάριος, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ διαχρονικός λόγος τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, πού δέν δικαιολογεῖ παρερμηνεῖες. Αὐτή ἡ διαχρονικότητα θά παρουσιαστεῖ ἐνδεικτικά, παρακάτω. Θά ἀναδειχθεῖ ἡ πλήρης συμφωνία τῶν Πατέρων μας μέ τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἔως καί τίς ἡμέρες μας,  καθώς καί ἡ στάση τους ἀπέναντι στούς αἱρετικούς.

Ξεκινοῦμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος λέγει: «Καθένας, πού ἐκτρέπεται καί δέν μένει στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, Θεό δέν ἔχει. Ὅποιος μένει στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, αὐτός καί τόν Πατέρα καί τόν Υἱό ἔχει. Ὅποιος ἔρχεται πρός ἐσᾶς (ὡς διδάσκαλος) καί δέν φέρει αὐτή τή διδασκαλία, νά μή τόν δέχεσθε στό σπίτι, καί ‘‘Χαίρετε’’ σ’αὐτόν νά μή λέγετε. Διότι, ὅποιος λέγει σ’ αὐτόν ‘‘Χαίρετε’’, γίνεται συμμέτοχος στά πονηρά του ἔργα.»[1]

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος προειδοποιεῖ: «…καί σέ σᾶς θά παρουσιασθοῦν ψευδοδιδάσκαλοι. Αὐτοί μέ τρόπο δόλιο θά εἰσαγάγουν αἱρέσεις πού ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, θά ἀρνοῦνται καί αὐτόν τόν Δεσπότη (τόν Κύριο) πού τούς ἀγόρασε, καί ἔτσι θά ἐπιφέρουν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους γρήγορη ἀπώλεια. Τίς δέ ἀσέλγειές τους θά ἀκολουθήσουν πολλοί, καί ἐξ αἰτίας των ἡ ὁδός τῆς ἀληθείας (ἡ χριστιανική πίστι) θά δυσφημηθῇ. Ἀπό ἄπληστη δέ ἰδιοτέλεια θά σᾶς ἐκμεταλλευθοῦν μέ πλαστούς λόγους.»[2]. «Ἦταν δέ καλλίτερο γι’ αὐτούς», λέει ὁ ἴδιος ἀπόστολος, «νά μήν εἶχαν γνωρίσει τήν ὁδό τῆς εὐσεβείας παρά ἀφοῦ τή γνώρισαν νά ἐγκαταλείψουν τήν ἁγία διδασκαλία, πού παραδόθηκε σ’αὐτούς. Συνέβη δέ σ’ αὐτούς ὅ,τι λέγεται στήν ἀληθινή παροιμία, Σκύλος πού ἐπέστρεψε στόν ἔμετό του, καί, Γουρούνα πού λούσθηκε γιά νά κυλισθῇ πάλι στό βόρβορο.»[3]. Ἐπίσης, τούς ἀποκαλεῖ «Θρασεῖς, ἀλαζόνες[4]», «ἀνθρώπους καταραμένους[5]»!

Ὁ Μέγας Βασίλειος[6] σημειώνει: «Σκέφτηκα τήν τέχνη τοῦ διαβολικοῦ πολέμου, πῶς δηλαδή, ἐπειδή ὁ διάβολος εἶδε ὅτι μέ τούς διωγμούς ἐκ μέρους τῶν ἐθνικῶν ἡ Ἐκκλησία πληθύνεται καί ἀκμάζει περισσότερο, μετέστρεψε τή βουλή του καί δέν πολεμάει πλέον φανερά, ἀλλά μᾶς τοποθετεῖ κρυφές ἐνέδρες, καλύπτοντας τίς κακές προθέσεις τους διά τοῦ ὀνόματος τό ὁποῖο περιφέρουν (δηλ. τοῦ ὀνόματος Χριστιανοί πού ἔχουν καί οἱ Ἀρειανοί)[7], οὕτως ὥστε καί τά ἴδια μέ τούς πατέρες μας νά πάθουμε καί νά μή φανοῦμε ὅτι πάσχουμε ὑπέρ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον καί οἱ διῶκτες ἔχουν τό ὄνομα τῶν Χριστιανῶν.»[8] Ἐπίσης, «Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀνατράφηκε μέ κακόδοξες διδασκαλίες, ἐκβάλλει ἀπ’ τήν καρδιά λόγο πονηρό. Δέν βλέπεις τί λόγια ξερνοῦν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν; Πόσο ἀπαίσια καί βρωμερά εἶναι, τά ὁποῖα μαρτυροῦν ὅτι κάποια πολύ σοβαρά ἀσθένεια ὑπάρχει στό βάθος αὐτῶν τῶν ἀθλίων; Γιατί ‘‘ὁ πονηρός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδιᾶς του προσφέρει τό πονηρό’’»[9]. Καί, «Ἄν εἶναι τόσο μεγάλη ἡ βλάβη πού προέρχεται σ’ αὐτούς πού πέφτουν σέ ἠθικά παραπτώματα, τί πρέπει νά ποῦμε γι’ αὐτούς πού κακοδοξοῦν περί τοῦ Θεοῦ; Γιατί αὐτούς ἡ κακοδοξία δέν τούς ἀφήνει νά γίνουν καλά οὔτε στά ἄλλα, ἀφοῦ ἐξ αἰτίας της παραδίδονται γιά πάντα στά πάθη τῆς ἀτιμίας[10]»!

Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος[11] «ἐργάστηκε γιά δέκα περίπου χρόνια, συντάσσοντας κι ἐκδίδοντας πολλά βιβλία καί κηρύττοντας στούς ἀνθρώπους πολύ συχνά μέσα στό ναό ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν Πελαγιανῶν, αὐτῶν τῶν νέων αἱρετικῶν τοῦ καιροῦ μας. Πανοῦργοι συζητητές, πού ἔγραφαν μέ λεπτή κι ἐπιβλαβή τέχνη καί μιλοῦσαν ὅπου μποροῦσαν, δημοσίως ἀλλά καί σέ σπίτια. Ἐπειδή ἐκείνοι οἱ μοχθηροί μέ τήν κενοδοξία τους προσπαθοῦσαν νά προσελκύσουν στήν ἀπάτη τους καί τήν ἀποστολική ἔδρα, ἐργάστηκε μέ μεγάλο ζῆλο καί στις ἀφρικανικές συνόδους τῶν ἁγίων ἐπισκόπων, ὥστε νά πειστεῖ, ἀρχικά ὁ σεβάσμιος πάπας τῆς Ῥώμης Ἰννοκέντιος καί μετά ὁ διάδοχός του ἅγιος Ζώσιμος, ὅτι ἐκείνη ἡ αἵρεση ἔπρεπε νά ἀπορριφθεῖ καί νά καταδικαστεῖ ἀπό τήν καθολική πίστη. Ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσκοποι, μίας  τόσο σημαντικῆς ἔδρας σέ διάφορους χρόνους, καταδίκασαν τους Πελαγιανούς καί τούς διαχώρισαν ἀπ’ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἐπιστολές πού ἀπέστειλαν στίς ἀφρικανικές ἐκκλησίες, ἀλλά καί σέ ἐκεῖνες τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης, σύστηναν ὅτι ἐκεῖνοι ἔπρεπε νά ἀναθεματιστοῦν καί νά ἀποφεύγονται ἀπ’ ὅλους τούς Καθολικούς[12]. Ἀνάλογη ἀπόφαση μ’ ἐκείνη τῆς καθολικῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἐξέδωσε καί ὁ εὐσεβέστατος αὐτοκράτορας Ὀνώριος, ὅταν ἄκουσε γι’ αὐτήν τήν κρίση. Τούς καταδίκασε μέ νόμους του κι ἀποφάνθηκε ὅτι ἐκείνοι ἔπρεπε νά καταταχθοῦν μεταξύ τῶν αἱρετικῶν. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὅσοι ἀπ’ αὐτούς εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’τούς κόλπους τῆς ἁγίας μητέρας Ἐκκλησίας ἐπέστρεψαν. Ἄλλοι συνεχίζουν νά ἐπιστρέφουν, ἐνῶ ἀποκαλύπτεται κι ἐπικρατεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς πίστης ἐνάντια σ’ ἐκείνη τήν ἀπεχθή πλάνη. Ἐκεῖνος ὁ ἀξιομνημόνευτος ἄνδρας ἦταν ἕνα ἐξέχων μέλος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πάντα πρόθυμος κι ἄγρυπνος γιά ὅλα ὅσα μποροῦσαν νά εἶναι ὡφέλιμα γιά τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία»[13]

Ὁ ὅσιος Πέτρος τῆς Ἀτρώας[14], ζῶντας τήν ἐποχή τῆς εἰκονομαχίας, συμβούλευε τούς ὑποτακτικούς του: «Νά μή συναθροίζεσθε μέ τούς αἱρετικούς γιά φαγητό ἤ γιά ποτό ἤ προσευχή ἤ ψαλμωδία οὔτε νά τούς χαιρετᾶτε· γιατί ὅποιος τούς χαιρετᾶ συμμετέχει στα ἄκαρπα ἔργα τους». [15] Ἔλεγε ἐπίσης: «Ἀποφεύγετε λοιπόν τίς φιλίες καί τίς συναντήσεις μέ τούς ἀκάθαρτους αἱρετικούς καί φεύγετε μακρυά ἀπό τίς κοσμικές συνεστιάσεις καί τίς εὐγένειες και τά μέρη ὅπου αὐτοί συχνάζουν»[16], καί «Τούς αἱρετικούς πού δυσφημοῦν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ οὔτε νά τούς χαιρετᾶτε· τό ὅτι δέν πρέπει νά τρῶτε ἤ νά πίνετε μαζί τους εἶναι περιττό ἀκόμη καί νά τό ἀναφέρω· γιατί αὐτός πού τρώει μαζί τους συμμετέχει στήν πίστη τους.»[17]

Ἡ μεγάλη πατερική μορφή τοῦ 9ου αἰ., ὁ ἅγιος Φώτιος, γράφει σέ ἐπιστολή του στό μοναχό Θεοφάνη: «…ποιοί εἶναι οἱ καινούργιοι δράκοντες πού σάν τήν Χάρυβδη καταπίνουν ψυχές πού δέν εἶναι στηριγμένες στό λόγο τῆς ἀλήθειας; Ἐσύ βέβαια ὁ ἴδιος δέν μᾶς τόν κατονόμασες, ἐγώ ὅμως, καί πρίν ἀπό τήν ἀναφορά τῶν γραμμάτων σου ἀναστέναξα πικρά, καί μάλιστα γιά ἕνα ἄνδρα αἱρετικό καί μᾶλλον στήν πραγματικότητα βλάσφημο κατά τοῦ Θεοῦ, πού ὁρίσθηκε ἀπό τό κράτος ἀρχειοφύλακας ἐκεῖ, καί εἶπα τοῦτο, ὅτι ἔφτασε ἡ καταστροφή τῆς ξακουστῆς Σικελίας. Αὐτή ἡ συμφορά δέν ἔχει κατασκευασθεῖ ἀπό βαθειά γνώση τῶν δογμάτων (γιατί εἶναι ἄπειρο σ’ αὐτά τό ἀνθρωπάριο), γεμᾶτο ὅμως ἀπό ἀσεβῆ γνώμη, καί γιά νά λεχθεῖ τό πιό ἀληθινό, γεννημένο ἀπό τήν ἀρχή γιά τήν ἀσέβεια, μαζί μέ δύο ἄλλους συγγενεῖς. Ἀλλ’ αὐτούς ἡ Τριάδα, γνωρίζω καλά, ὅτι μέ ἔνθεα στόματα θά τούς πετάξει μακριά ἀπό ἐσένα καί ἀπό τούς ἐκεῖ ὑπέρμαχους τῆς ἀλήθειας, ἐσένα ὅμως καί τόν σάν κι ἐσένα νά μή σᾶς παραξενεύει καθόλου ἡ αἵρεση πού ἀκόμα φέρεται σάν λυσσασμένη. Γιατί δέν ἔσβησε ἀκόμα τό κακό οὔτε δοκιμάσθηκε ἀρκετά ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν πρός τόν Θεό· καί τρίτον, δέν εἴμαστε ἱκανοί νά εἰσέλθομε στήν ἄβυσσο τῶν σκέψεων τοῦ Θεοῦ, μέ ποιούς τρόπους ἀνέχεται ἀκόμα νά κλυδωνίζεται ὁ λαός του ἀπό τό σάλο τῆς ἀπιστίας. Τό συμπέρασμα βέβαια αὐτοῦ πού λέχθηκε εἶναι, γιά νά γίνουν φανεροί οἱ δοκιμασμένοι στήν ἀρετή, ὅπως ἔχει πεῖ ὁ ταμίας τῆς σοφίας Παῦλος.

Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ καί σέ ἱκετεύω, νά μήν δειλιάσεις νά ἐλέγχεις μέσα ἀπό τά ἄδυτα ταμεῖα τῆς καρδιᾶς σου τούς ἀντιπάλους, προτείνοντας τά θεῖα διδάγματα καί ἀποδεικνύοντας ἀπό αὐτά ὁλοφάνερα, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Χριστός ἄν δέν περιγραφόταν σύμφωνα μέ τή δική μας μορφή…»[18]

Ὅταν ἀρρώστησε ὁ ὅσιος Ἀγαπητός (11ο αἰ.), ὁ ἰαματικός καί ἀνάργυρος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας Ἀρμένιος γιατρός· μόλις ὁ ὅσιος ἔμαθε ποιά εἶναι ἡ πίστη τοῦ γιατροῦ, τοῦ φώναξε μέ ἱερή ὀργή:    

  « – Ἀρμένιος! Καί πῶς τόλμησες, προδότη τῆς Ὀρθοδοξίας, νά μπῆς ἐδῶ μέσα; Πῶς τόλμησες νά βεβηλώσης τό κελλί μου καί νά πιάσης στά αἱρετικά σου χέρια τό δικό μου ἁμαρτωλό χέρι; Φύγε ἀπό δῶ πλανεμένε, ἀσεβέστατε!»[19]… Τελικῶς, ὁ γιατρός ἀσπάσθηκε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη…

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[20], τονίζει στήν, «Εἰς τήν σεπτήν Μεταμόρφωσιν», ὁμιλία του: «Ἄς ἀποφύγωμε λοιπόν ὅσους δέν παραδέχονται τίς πατερικές ἐξηγήσεις, ἀλλά προσπαθοῦν νά εἰσαγάγουν τά ἀντίθετα μόνοι τους, καί τίς μέν λέξεις τοῦ κειμένου προσποιοῦνται ὅτι μεταχειρίζονται, τό δέ εὐσεβές νόημα ἀπορρίπτουν· ἄς τούς ἀποφύγωμε μάλιστα περισσότερο ἀπό ὅσο φεύγει κανείς ἀπό φίδι. Διότι τό μέν φίδι, ὅταν δαγκώσῃ, θανατώνει πρόσκαιρα τό σῶμα, χωρίζοντάς το ἀπό τήν ἀθάνατη ψυχή· ἐκεῖνοι ὅμως, πιάνοντας μέ τά δόντια τήν ἴδια τήν ψυχή, τήν χωρίζουν ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι αἰώνιος θάνατος τῆς ἀθάνατης ψυχῆς. Ἄς ἀποφεύγωμε λοιπόν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς ἀνθρώπους μέ κάθε τρόπο καί ἄς προσφεύγουμε σέ ὅσους διδάσκουν τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, διότι συμφωνοῦν μέ τίς πατερικές παραδόσεις.»[21]

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός[22], κηρύττει: «Ἐγώ ἐδιάβασα καί περί ἱερέων, καί περί ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καί ἀθέων· τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα· ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες· τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλή καί ἁγία, τό νά πιστεύωμεν καί νά βαπτιζώμεθα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τό τέλος· νά εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καί νά κλαίετε διά τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς ὁπού περιπατοῦν εἰς τό σκότος[23]». Ὁ Πατροκοσμᾶς εἶπε καί τήν περίφημη ρήση: «τόν Πάπαν νά καταρᾶσθε, διότι αὐτός θά εἶναι ἡ αἰτία[24]», ἡ ὁποία ἀμφισβητεῖται στίς μέρες μας, ἀπ’ αὐτούς πού ἐνοχλοῦνται, ὅμως, μέ μή ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα!

Ὅταν ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[25]  «ἀγωνιζόταν στήν Καψάλα, κλήθηκε μία μέρα ἀπό τούς προεστῶτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους νά συζητήσει μέ κάποιους παπικούς γιά τά δόγματα τῆς πίστεως. Τήν στιγμή πού ἐμφανίστηκε ὁ Νικόδημος στήν αὐλή τοῦ Πρωτάτου, στις Καρυές, μέ κουρελιασμένο ράσο, μέ μισοχαλασμένα ὑποδήματα, οἱ παπικοί διαμαρτυρήθηκαν θεωρώντας τήν παρουσία τοῦ παράξενου μοναχοῦ ὡς προσβολή. Ὅμως τούς εἶπαν ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ διδάσκαλος μέ τόν ὁποῖον θά συζητήσουν. Κάθε λέξη τοῦ φωτισμένου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη ἦταν γιά τούς αἱρετικούς σάν βροντή, σάν ἀστραπή πού καίει τά ξερά καί τά ἄχρηστα. Οἱ παπικοί ρώτησαν ἄν ὑπάρχουν καί ἄλλοι σάν τόν Νικόδημο στό Ἅγιον Ὄρος καί ὁ Νικόδημος ἀπάντησε πρῶτος: ‘‘Πλῆθος ὁμολογητῶν μοναχῶν ὑπάρχει καί ἐγώ εἶμαι ὁ μικρότερος!’’»[26].

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος[27], στόν λόγο πού ἔγραψε γιά τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ «Μᾶρκος ὁ Ἀντίπαπας Ἅγιος», προτρέπει: «Ἄς κρατοῦμε λοιπόν στερεή τήν πατρική μας εὐσέβεια. Ἄς μένουμε στά ἔθιμα καί τά ὅρια τῆς ἁγίας μας Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία γεννηθήκαμε κι ἀναγεννηθήκαμε κι ἀνατραφήκαμε, μέ τόν θεϊκό της λόγο καί μέ τ’ ἄχραντα μυστήριά της. Ἄς ἀποφεύγουμε τούς παπιστές ὡς μιάσματα καί, γιά νά τό ποῦμε ἀπλά, ὡς στ’ ἀλήθεια αἱρετικούς, γιά ν’ἀξιωθοῦμε κι ἑμεῖς, ἀπό τήν καθαρότητα τῆς πίστης μας, νά ἔχουμε μερίδιο, μ’ αὐτόν τόν θεῖο δάσκαλο καί Πατέρα μας[28] καί μέσω αὐτοῦ καί μαζί μ’ αὐτόν, μέ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό[29]».

«Πρέπει νά ξέρεις», λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς[30], «ὅτι πάντοτε ἦταν τέτοιοι οἱ τρόποι τῶν αἱρετικῶν καί ὅσων ἔπεφταν: νά δείχνουν ἐμφανῶς πιο ἐλεήμονες ἀπό τούς ὀρθοδόξους. Ἀκόμα καί ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, πού ἔπεσε ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί γύρισε στήν εἰδωλολατρία, μοίραζε ἐλεημοσύνη πρός  ὅλες τίς κατευθύνσεις κομπάζοντας ὅτι εἶναι πιο ἐλεήμων ἀπό τούς χριστιανούς. Ἀλλά οἱ πραγματικοί χριστιανοί δέν δέχονταν νά λάβουν τήν ἐλεημοσύνη του ἐπειδή τόν ἔβλεπαν ὡς παγανιστή. Εἶναι καθῆκον ὅλων τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν νά εἶναι πιό ἐλεήμονες ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά μην ἐπιτρέπουν στούς ἀλλόπιστους καί στούς αἱρετικούς νά τούς ὑπερβαίνουν στήν ἐλεημοσύνη. Ἀλλά πρέπει νά φυλαγόμαστε ἀπό τά αἱρετικά καί σεκταριστικά δῶρα σάν ἀπό πυρκαγιά. Αὐτοί προσφέρουν λάσπη γιά νά πάρουν χρυσό, πού σημαίνει δίνουν στό σῶμα γιά νά πάρουν τήν ψυχή. … Ἐσύ νά προσέχεις, νά φυλάξεις τήν ψυχή σου ἀπό ἐκείνους πού παρουσιάζονται ὡς ἀμνοί ἀλλά μέσα τους εἶναι ἁρπακτικοί λύκοι.[31]».[32]

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης[33], ὡς «’’καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ’’ ὑπῆρξεν ὄχι μόνον ὑποδειγματικός Μοναχός, ἀλλά καί πολέμιος τῶν παρεκκλίσεων τῶν ἰσχυρῶν εἰς τά θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὅπως καί ὁ σύγχρονός του Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Φιλούμενος, τό νέο κλέος τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγιοταφιτῶν. Ἀμφότεροι ἐξεδήλωσαν τήν ἀντίθεσίν τους πρός τήν ἤδη τότε ηὐξημένην προσέγγισιν μεταξύ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, ἡ ὁποία δέν ἐτέθη ἐπί τήν βάσιν τῆς εἰλικρινοῦς ἀναζητήσεως τῆς ἑνώσεως καί τῆς ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων εἰς τήν ἀλήθειαν.[34]»

Ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος[35], γράφει: «…Οἱ δέ πολεμοῦντες τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν εἶναι πολλοί καί κινδυνεύει τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας νά καταποντισθῆ, διά τό μή ἔχειν καλούς ποιμένας καί φύλακας. Μερικοί τῶν ποιμένων καί ἐπισκόπων, τούς ὁποίους ἔταξαν ποιμένειν καί φυλλάττειν τήν λογικήν Σου ποίμνην, τήν Ἅγίαν Ἐκκλησίαν, ἔγιναν προβατόσχημοι λύκοι, τέλειοι καταφρονηταί καί παραβάται τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί Ἀποστολικῶν Παραδόσεων, ζητοῦντες ἀποβολήν αὐτῶν καί ἀντικατάστασι. Ἄλλοι ἄνοιξαν τίς πόρτες καί καλοῦν καί δέχονται τούς λύκους Παπιστάς, Διαμαρτυρομένους καί πάντας τούς αἱρετικούς γιά νά εἰσέλθουν ἀκωλύτως καί νά θύσουν, ἀπολέσουν καί κατασπαράξουν τά λογικά πρόβατα… Καί ἀντί νά ἀγωνίζονται καί νά φροντίζουν νά ἐνώσουν τήν Ἐκκλησία, ἀγωνίζονται νά τήν διαιρέσουν ἀκόμη σέ περισσότερες καί τήν καταστήσουν παναιρετική…»[36]

Ὁ σύγχρονος ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «…Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση. Σήμερα, δυστυχῶς, μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκή εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικά πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. ‘‘Μία θρησκεία, σοῦ λένε, νὰ ὑπάρχη’’ καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα. Ἦρθαν καὶ σ’ ἐμένα μερικοί καὶ μοῦ εἶπαν: ‘‘Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία’’. ‘‘Τώρα εἶναι σάν νὰ μοῦ λέτε, τούς εἶπα, χρυσό καὶ μπακίρι, χρυσό τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστό νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: ‘Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;’ Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα’’. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: ‘‘Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικό ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδδιστή καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία’’. Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογική καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκό πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικά θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινή Ἀγορά.

Μερικοί ἀπὸ τούς Ὀρθοδόξους ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, ‘‘Ἱεραποστολή’’, συγκαλοῦν συνέδρια μὲ ἑτεροδόξους, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος καὶ νομίζουν ὅτι θὰ προβάλουν ἔτσι τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ γίνουν δηλαδή ταραμοσαλάτα μὲ τούς κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετά οἱ ὑπέρ‐ζηλωτές καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο∙ λένε καὶ βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λπ. καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχές ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐαισθησία. Οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔρχονται στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι καλό ὑλικό πνευματικό βρίσκουν στούς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα καὶ φίρμα καὶ τὸ παρουσιάζουν σάν πρωτότυπο. Καὶ ὁ παράξενος σημερινός κόσμος ἀπὸ κάτι τέτοια παράξενα συγκινεῖται, καὶ καταστρέφεται μετά πνευματικά. Ὁ Κύριος ὅμως, ὅταν θὰ πρέπη, θὰ παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καὶ τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, ποὺ θὰ συγκεντρώσουν ὅλα τὰ κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ στερεώσουν τὴν παράδοση καὶ νὰ δώσουν χαρὰ μεγάλη στὴν Μητέρα μᾶς Ἐκκλησία.

Ἐὰν ζούσαμε πατερικά, θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματική ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες τούς πλάνες καὶ θὰ σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ἁγία μας πατερική παράδοση, γιατί θέλουν νὰ δοῦν καὶ τὴν πατερική μας συνέχεια, τὴν πραγματική μας συγγένεια μὲ τούς Ἁγίους μας. Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νὰ βάζη τὴν καλή ἀνησυχία καὶ στούς ἑτερόδοξους, νὰ καταλάβουν δηλαδή ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μήν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτήν τὴν ζωή τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωή τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Ἔρχονται ἐκεῖ στὸ Καλύβι μερικά παιδιά Καθολικά μὲ πολύ καλή διάθεση, ἕτοιμα νὰ γνωρίσουν τὴν Ὀρθοδοξία. ‘‘Θέλουμε κάτι νὰ μᾶς πῆς, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε πνευματικά’’, μοῦ λένε. ‘‘Κοιτάξτε, τούς λέω∙ πάρτε τὴν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία καὶ θὰ δῆτε ὅτι κάποτε ἤμασταν μαζί καὶ μετά ποῦ φθάσατε. Αὐτὸ πολύ θὰ σᾶς βοηθήση. Κάντε αὐτό, καὶ ἄλλη φορὰ θὰ συζητήσουμε πολλά’’.[37]

Εἶναι συγκλονιστική ἡ ἐπικαιρότητα καί ἡ ἐφαρμογή τῶν λεγομένων τῶν Πνευματοφόρων Πατέρων μας καί στήν ἐποχή μας· γιά τήν ἀκρίβεια, σέ κάθε ἐποχή. Κι ἄς εἰπώθηκαν πρίν ἀπό εἴκοσι, ἑκατό, πεντακόσια, χίλια ἤ δυό χιλιάδες χρόνια! Οἱ ἅγιοι Πατέρες, χωρίς ἀνόητους ψευτο-συναισθηματισμούς, ἀντιμετώπιζαν ἀποτελεσματικά τήν αἴρεση, ἔχοντας πλήρη συναίσθηση ὅτι αὐτή ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια. Δέ δίσταζαν νά χρησιμοποιήσουν σκληρούς χαρακτηρισμούς γιά νά θεραπεύσουν τόν ἄρρωστο, καί νά ἀποκόψουν ἀκόμη, ἐάν ἦταν ἀπαραίτητο, τά νεκρά μέλη! Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς πραγματικῆς ἀγάπης!

Ὅλοι αὐτοί, πιστοί στόν λόγο τοῦ Κυρίου, χαριτώθηκαν ἀπό τόν Θεό καί ἀναδείχτηκαν οἰκουμενικοί ἅγιοι· ὅσοι νόθευσαν καί μόλυναν τήν πίστη, ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ἄμπελο, ἔπεσαν «ἀπό τό καράβι, τοῦ ὁποίου τό πηδάλιο κρατᾶ ὁ Χριστός», καί «βρίσκονται στη βάρκα τήν ὁποία φροντίζει ὁ σατανᾶς»[38]. Ὅσοι ἀκολουθοῦμε τά χνάρια τῶν Πατέρων, βαδίζουμε ἀσφαλῶς τήν μοναδική Ὁδό πού ὁδηγεῖ στη Ζωή· ὅσοι θεωροῦνται «προοδευτικοί» καί αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν περισσότερη ἀγάπη ἀπό τούς Πατέρες διαστρέφοντας τήν θεία διδασκαλία, βαδίζουν τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ «εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ Διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλλοις αὐτοῦ»[39]. Ἑμεῖς ποιόν δρόμο θά ἀκολουθήσουμε;

Πηγη