Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ Θεός γιά μένα εἶναι δόξα, πλοῦτος καί καύχημα. Εἶναι τό γλυκύτατο καί πιό εὐχάριστο πράγμα. Εἶναι ἡ φροντίδα καί τό ἐντρύφημά μου. Ἡ ψυχή μου εἶναι δημιούργημα τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα μου εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Θείᾳ χάριτι εἶμαι γένος τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ τό Θεό ἔλαβα τήν ὕπαρξη ἀλλά καί τή δυνατότητα νά κινοῦμαι, ν᾿ ἀναπνέω καί νά μιλάω.
Στό Θεό καθημερινά ἐμπιστεύομαι τό πνεῦμα μου. Στό Θεό προσεύχομαι. Ζῶ μέ τό Θεό, δουλεύω καί βρίσκομαι μέ τό Θεό»…
Εἶμαι εὐτυχισμένος μέ τό μεγάλο, ἰσχυρό καί ζῶντα Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πάροχος βοηθός καί τελειωτής τῶν καλῶν. Εἶναι ἐπόπτης τῶν ὅσων σκέφτομαι, λέω καί κάνω. Δέχομαι τό Θεό ὡς φοβερό κριτή τῶν ὅσων ἔχω κάνει. Ἔχω Θεό ἤπιο καί συγχωρητικό, μακρόθυμο καί πολυέλεο, σωτήρα καί λυτρωτή.
Γνωρίζω Θεό πού εἶναι ἡ ἀρχή τῶν πάντων, πού δίνει τά ἀγαθά, πού εἶναι προνοητής, ἐπόπτης, πάνσοφος, παντογνώστης, πού γνωρίζει καί τά μέλλοντα καί τά παρόντα καί τά παρελθόντα. Ὑμνῶ, δοξάζω, εὐλογῶ καί ὑπερυψώνω τόν ἀγαθό, ἅγιο, δίκαιο καί ἀληθινό Θεό».
Προσκυνῶ καί λατρεύω τό φιλάνθρωπο Θεό. Πιστεύω στό Θεό, ἐλπίζω στό Θεό, ἀγαπῶ τό Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης. Ἡ ψυχή μου καί ἡ διάνοιά μου ἀνυψώνονται στό Θεό καί βρίσκουν ἀνάπαυση. Ἡ καρδιά μου ποθεῖ πολύ τό Θεό.
Ὁμολογῶ ἕνα Τρισήλιο καί Τρισυπόστατο Θεό. Κηρύττω ἕνα Θεό ἄναρχο, ἀΐδιο, ἁπλό, ὑπερούσιο καί ἀμέριστο. Τήν αὐτήν Μονάδα καί Τριάδα. Αὐτά ὁμολογῶ, πιστεύω καί κηρύττω».
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.