Ἐξῆγεν ὁ πρὶν ἐκ γνάθου Σαμψὼν πόμα.
Ὁ νῦν δὲ Σαμψὼν μύρον ἐκ τάφου βρύει.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Σαμψὼν θάνε, βλῦσέ τε μύρα.
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Μια κατηγορία αγίων της Εκκλησίας μας είναι και οι Ανάργυροι και Ιαματικοί, οι οποίοι ανάλωσαν τη ζωή τους στην ανακούφιση των πασχόντων και ενδεών ανθρώπων. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος.
Γεννήθηκε στη Ρώμη το 511 από πλούσιους γονείς. Έλκε δε την καταγωγή του από βασιλική γενιά. Ήταν απόγονος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν πιστοί άνθρωποι και γι’ αυτό τον μεγάλωσαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Χάρις στην οικονομική τους ευμάρεια έδωσαν στο γιό τους σπουδαία μόρφωση. Σπούδασε πολλές επιστήμες, αλλά μία τον κατέκτησε, η ιατρική. Κι’ αυτό διότι θα του έδινε την δυνατότητα να ασκεί την αγάπη του στους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε ως εικόνες του Θεού.
Όταν αποφοίτησε ασκούσε το επάγγελμα του ιατρού, όχι για βιοπορισμό ή για πλουτισμό, αλλά ως προσφορά στον πάσχοντα άνθρωπο δωρεάν. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως για τους αρχαίους λαούς και ιδιαίτερα τους Ρωμαίους, το ιατρικό επάγγελμα, θεωρούνταν παρακατιανό και γι’ αυτό το ασκούσαν κυρίως οι δούλοι και οι πληβείοι, οι φτωχοί και άσημοι. Η ιατρική αναδείχτηκε ως υψηλό λειτούργημα από το Χριστιανισμό. Μια πληθώρα αγίων της Εκκλησίας μας υπήρξαν ονομαστοί γιατροί και θεράπευαν τους πάσχοντες δωρεάν και γι’ αυτό ονομάζονταν Ανάργυροι.
Ο Σαμψών εκτός από την καλή γνώση της ιατρικής επιστήμης έλαβε από το Θεό και το χάρισμα από το Θεό να θαυματουργεί με την επίκληση του αγίου ονόματος του Ιησού Χριστού. Χιλιάδες ενδεείς άνθρωποι έτρεχαν σ’ αυτόν να θεραπευτούν και να ελεηθούν.
Μετά τον θάνατο των γονέων του ένοιωσε ώριμος να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο φιλανθρωπικό του έργο. Μοίρασε τη μεγάλη πατρική του περιουσία στους φτωχούς, ώστε πλήθος αναξιοπαθούντων να ανακουφιστούν, να βρουν τροφή και στέγη. Η φήμη του φιλάνθρωπου γιατρού Σαμψών βγήκε και έξω από τη Ρώμη. Ακόμα και από μακρινά σημεία της Ιταλίας έφταναν στη Ρώμη για να βρουν γιατρειά και ελεημοσύνη από εκείνον.
Όμως η μεγάλη κοσμοσυρροή τον ενοχλούσε, όπως και η φήμη, από ταπείνωση. Δε θεωρούσε ότι έκανε κάτι σπουδαίο, αλλά το χριστιανικό του καθήκον, το οποίο είναι καθήκον κάθε χριστιανού. Ήθελε να είναι αφανής και άσημος και να μην επαινείται από τους ανθρώπους. Γι’ αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει εκεί το φιλανθρωπικό του έργο.
Όταν έφτασε στη Βασιλεύουσα εγκαταστάθηκε σε κάποιο σπίτι, ανάμεσα στους ναούς της Αγίας Σοφίας και Αγίας Ειρήνης, το οποίο μετέβαλε σε νοσοκομείο, με όσα χρήματα του είχαν απομείνει και άρχισε να επιτελεί το θεάρεστο έργο του. Παράλληλα επιδόθηκε στην άσκηση, στην προσευχή και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Την ημέρα ασκούσε δωρεάν την ιατρική και το βράδυ αφιέρωνε στο δικό του πνευματικό αγώνα. Το σπίτι του το είχε μεταβάλλει σε άμισθο ιατρείο. Η φήμη του ως Ανάργυρος ιατρός διαδόθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα και για τούτο χιλιάδες ασθενείς έτρεχαν εκεί για να βρουν θεραπεία και να πάρουν ψυχική δύναμη από αυτόν. Μοίραζε αφειδώς στους φτωχούς και πεινασμένους της πόλεως ό, τι άφηναν προαιρετικά οι θεραπευμένοι.
Η φήμη του έφτασε και στους άρχοντες της Βασιλεύουσας. Ο Πατριάρχης Μηνάς (536-552) κάλεσε τον Σαμψών να τον γνωρίσει και να τον επαινέσει για το σπουδαίο και θεάρεστο έργο του. Βλέποντας τα σπάνια χαρίσματά του και τη βαθειά πίστη του στο Θεό, του πρότεινε να γίνει κληρικός. Ο Σαμψών υπάκουσε και έγινε ιερέας στην ηλικία των τριάντα ετών.
Η είσοδός του στον κλήρο του έδωσε ακόμα περισσότερο ζήλο για τον καλό του αγώνα και την προσφορά του στους συνανθρώπους του. Παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα συνέχιζε να ασκεί την ιατρική του διακονία εντελώς δωρεάν. Πλήθος ασθενών συνέρρεαν στο ίδρυμά του για να λάβουν σωματική και ψυχική θεραπεία.
Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος κάποτε αρρώστησε από ανίατη ασθένεια. Ζήτησε διάσημους γιατρούς από όλη την αυτοκρατορία να τον θεραπεύσουν. Όμως δεν κατάφεραν τίποτε και ο αυτοκράτορας στράφηκε στο Θεό. Με δάκρυα στα μάτια και ολόθερμη προσευχή παρακαλούσε το Θεό να τον γιατρέψει. Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο του διάφορους γιατρούς. Ένας από αυτούς του υπέδειξε έναν ταπεινό και σεμνό νέο ιατρό, ο οποίος, μόνος αυτός, μπορούσε να τον θεραπεύσει. Όταν ξύπνησε έδωσε διαταγή να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι γιατροί της Κωνσταντινουπόλεως.
Δεν έμοιαζε όμως κανένας με εκείνον που είχε δει στο όνειρό του και γι’ αυτό λυπήθηκε πολύ. Άρχισε να τον αναζητεί σε όλη την πόλη. Κάποιος γιατρός τον πληροφόρησε για τον Σαμψών και τη δύναμη να θεραπεύει στο όνομα του Χριστού. Διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Όταν τον αντίκρισε, τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ολόιδιος με τον νεαρό γιατρό του ονείρου του. Ο άγιος γιατρός προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, ο Θεός άκουσε τις ικεσίες του και θεράπευσε τον ασθενή αυτοκράτορα.
Ο Ιουστινιανός από ευγνωμοσύνη θέλησε να του δώσει χρήματα. Ο ταπεινός και αφιλοχρήματος Σαμψών δεν τα δέχτηκε, αλλά τον συμβούλεψε να κτίσει μεγάλο νοσοκομείο για τη θεραπεία και ανακούφιση των φτωχών ασθενών. Εκείνος δέχτηκε την πρότασή του και ανακαίνισε έναν μεγαλοπρεπή ξενώνα, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά του 532 και οργάνωσε σ’ αυτό νοσοκομείο, δίνοντας την ονομασία: «Σαμψών ο ξενοδόχος». Ο άγιος υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο πρότυπο αυτό ευαγές ίδρυμα, ευεργετώντας χιλιάδες ανθρώπους. Το ίδρυμα αυτό επέζησε 600 χρόνια προσφέροντας ανεκτίμητο φιλανθρωπικό έργο.
Κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθύ γήρας και το ιερό του λείψανο τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Μάρτυρα Μωκίου. Αξιώθηκε και μετά την κοίμηση του να ευεργετεί τους πάσχοντες, θαυματουργώντας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Ιουνίου.