Τω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη των Αγιων επτά Παίδων των εν Εφέσω, Μαξιμιλιανού, Εξακουστωδιανού, Ιαμβλίχου, Μαρτινιανού, Διονυσίου, Αντωνίνου (1), και Κωνσταντίνου.
Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων,
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω.
Τη δε τετάρτη νεκροέγερτοι ξύνθανον επτά.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνβ’ [252], οίτινες αφ’ ου διεμοίρασαν εις τους πτωχούς όλα των τα υπάρχοντα, εμβήκαν μέσα εις ένα σπήλαιον και εκρύφθησαν. Παρακαλέσαντες δε τον Θεόν να λυθούν από τον δεσμόν του σώματος, και να μη παραδοθούν εις τον βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Όταν δε ο βασιλεύς Δέκιος εγύρισεν εις την Έφεσον, εζήτησεν αυτούς δια να έλθουν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, και μαθών, ότι απέθανον μέσα εις το σπήλαιον, επρόσταξε να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Από τότε λοιπόν επέρασαν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, έως εις τους τριανταοκτώ χρόνους της βασιλείας του μικρού Θεοδοσίου, ήτοι εν έτει υμς’ [446] (2). Τότε γαρ εβλάστησε μία αίρεσις, η λέγουσα, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. Ο δε βασιλεύς Θεοδόσιος βλέπωντας τεταραγμένην την Εκκλησίαν του Θεού, με το να επλανήθησαν από την αίρεσιν αυτήν πολλοί Επίσκοποι, απορούσε τι να κάμη. Όθεν ενδυθείς τρίχινον φόρεμα, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, έστρωσε τον εαυτόν του εις την γην και εθρήνει, παρακαλώντας τον Θεόν δια να του φανερώση την λύσιν της αιρέσεως ταύτης. Δεν επαράβλεψε λοιπόν ο Κύριος τα δάκρυά του, αλλ’ επήκουσεν αυτού με τοιούτον τρόπον. Ο οικοκύριος του βουνού εκείνου, εις το οποίον ήτον το σπήλαιον των Αγίων επτά Παίδων, ηθέλησε κατά τον καιρόν εκείνον να κάμη μάνδραν του ποιμνίου του. Εις καιρόν λοιπόν οπού εκύλιε πέτρας από το σπήλαιον δια την οικοδομήν της μάνδρας, ανοίχθη η πόρτα του σπηλαίου, και κατά προσταγήν Θεού, ανέστησαν οι εν τω σπηλαίω αποθανόντες επτά Παίδες, και εσυνωμίλουν ένας με τον άλλον, ωσάν να ήθελαν κοιμηθούν την χθεσινήν ημέραν, χωρίς τελείως να αλλοιωθούν, ώστε οπού ουδέ αυτά τα ενδύματά των εφθάρησαν ολοτελώς από την φυσικήν νοτίδα και υγρασίαν του σπηλαίου. Αναστηθέντες δε, ενθυμούντο, ότι ο βασιλεύς Δέκιος ζητεί να τους βασανίση, όθεν και εσυνωμίλουν περί τούτου. Ο δε Μαξιμιλιανός έλεγεν εις τους άλλους, ανίσως, αδελφοί, πιασθώμεν από τον Δέκιον, ας σταθούμεν ανδρείως, και ας μη προδώσωμεν την ευγένειαν της πίστεώς μας. Συ δε αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσης ψωμία, πλην αγόρασον περισσότερα, επειδή εχθές το βράδυ αγόρασες ολίγα ψωμία, και δια τούτο εκοιμήθημεν πεινασμένοι. Μάθε δε και τι βουλεύεται ο Δέκιος δια λόγου μας.
Πηγαίνωντας λοιπόν ο Ιάμβλιχος εις την πόλιν της Εφέσου, είδε το σημείον του τιμίου Σταυρού εις την πόρτα και εθαύμασε. Βλέπωντας δε αυτό και εις άλλους τόπους, και στοχαζόμενος τα κτίρια των οσπητίων αλλαγμένα, και τους ανθρώπους διαφορετικούς, ενόμιζεν, ότι βλέπει όραμα, ή πως ήλθεν εις έκστασιν. Πηγαίνωντας όμως εις τους ψωμοπούλους, επήρε ψωμία, και όταν έδωσεν εις αυτούς τα άσπρα, εσπούδαζε να γυρίση εις το σπήλαιον. Πλην εθεώρει τους ψωμοπούλους, οπού έδειχνον τα άσπρα ένας εις τον άλλον, και έβλεπον εις αυτόν, λέγοντές του, ότι ευρήκε θησαυρόν, καθότι η μονέδα οπού έδωκεν, εμαρτύρει φανερά, ότι εύρε θησαυρόν, επειδή και είχεν επάνω τυπωμένην την εικόνα του προ πολλών χρόνων βασιλεύσαντος Δεκίου. Ο δε Ιάμβλιχος τούτο ακούσας, ετρόμαξε, και από τον φόβον δεν εδύνετο να ομιλήση, νομίζωντας ότι εγνωρίσθη από αυτούς, και παρεδόθη δια μέσου αυτών εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παρεκάλει αυτούς λέγων, σας παρακαλώ κύριοί μου, έχετε και τα άσπρα μου, λάβετε και τα ψωμία σας, και αφήσατέ με να αναχωρήσω. Οι δε ψωμοπούλοι του έλεγον, δείξον μας τον θησαυρόν οπού εύρες, και κάμε και ημάς κοινωνούς του ευρέματος, είτε μη, έχομεν να σε παραδώσωμεν εις θάνατον. Βλέποντες δε τον Άγιον να στέκη συλλογισμένος, έβαλαν αλυσίδα εις τον λαιμόν του, και ετράβιζον αυτόν εις το παζάρι. Πηγαίνοντες δε αυτόν εις τον ανθύπατον της Εφέσου, τον επαράστησαν εις εξέτασιν. Βλέπωντας δε τούτον ο ανθύπατος, διηγήσου, είπεν, ω νεανία, πώς εύρες τον θησαυρόν, και πόσος είναι, και πού. Ο δε Ιάμβλιχος απεκρίνατο, ότι ποτέ δεν ευρήκεν εύρεμα, αλλά την μονέδα οπού έδωκε, την έχει από τους γονείς του. Τι δε, έλεγεν, είναι το συμβεβηκός τούτο, οπού ηκολούθησεν εις εμέ, δεν ηξεύρω.
Ο δε ανθύπατος πάλιν ερώτησεν αυτόν, από ποίαν πόλιν είσαι; Ο Άγιος απεκρίθη· από ταύτην είμαι, εάν αυτή ήναι η Έφεσος. Και ο ανθύπατος· ποίοι είναι οι γονείς σου; ας έλθουν εις ημάς, και όταν φανερωθή η αλήθεια, τότε θέλομεν σε πιστεύσει. Ο Ιάμβλιχος απεκρίθη· ο δείνα είναι πατήρ μου, ο δείνα είναι πάππος μου, και ο δείνα συγγενής μου. Και ο ανθύπατος προς αυτόν, ξένα και ανυπόστατα είναι τα ονόματα οπού είπες, και έξω των λεγομένων κατά την τωρινήν συνήθειαν. Όθεν με αυτά δεν δύνασαι να πιστευθής. Ο Ιάμβλιχος είπεν· εάν εσύ δεν πιστεύης εμέ λέγοντα την αλήθειαν, εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι άλλο να ειπώ. Ο ανθύπατος απεκρίθη· ασεβέστατε, η μονέδα σου μαρτυρεί από την επιγραφήν της, ότι ετυπώθη προ τριακοσίων χρόνων και επέκεινα, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, και συ νεώτερος ώντας σπουδάζεις να μας γελάσης; Τότε ο Ιάμβλιχος πεσών εις τους πόδας των παρευρεθέντων, τους επαρακάλει λέγων. Σας παρακαλώ κύριοί μου, να μου ειπήτε, πού είναι ο βασιλεύς Δέκιος, οπού ήτον εις την πόλιν ταύτην; Οι δε είπον εις αυτόν, εις τους χρόνους τούτους δεν είναι ο Δέκιος, επειδή αυτός εχρημάτισε προτίτερα από πολλούς χρόνους. Και ο Ιάμβλιχος· δια τούτο κύριοί μου εξεπλάγητε; αλλ’ όμως ακολουθήσατέ μοι να υπάγωμεν εις το σπήλαιον, και από αυτά τα σημεία, θέλουν πιστωθούν οι λόγοι μου. Διότι εγώ ηξεύρω, ότι εφύγαμεν εξ αιτίας του Δεκίου, και ότι χθες ερχόμενος δια να αγοράσω ψωμία, είδον, ότι ο Δέκιος εμβήκεν εις την πόλιν ταύτην.
Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος. Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου Μαρίνος ονόματι, ακούσας ταύτα, λέγει εις τον ανθύπατον· εγώ νομίζω, ότι θαυμάσιον πράγμα ηκολούθησεν εις την υπόθεσιν ταύτην, όθεν ας ακολουθήσωμεν εις αυτόν. Ηκολούθησαν λοιπόν ο ανθύπατος και ο Επίσκοπος και πολλοί λαϊκοί, και όταν έφθασαν εις το σπήλαιον, πρώτος ο Ιάμβλιχος εμβήκεν εις αυτό, έπειτα ο Επίσκοπος. Ο οποίος γυρίσας εις τα δεξιά μέρη της πόρτας του σπηλαίου, είδεν ένα σεντούκι βουλλωμένον με δύω βούλλας, το οποίον σεντούκι έβαλον εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος οι Χριστιανοί, οίτινες εστάλθησαν από τον Δέκιον μαζί με άλλους, δια να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Όθεν οι αυτοί έγραψαν και τα Συναξάρια των Αγίων, και εσημείωσαν τα ονόματά των εις πλάκας μολυβένας. Όταν λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατον, άνοιξαν το σεντούκι, και ευρήκαν εις αυτό τας μολυβένας πλάκας. Και αναγνώσαντες δε τα γράμματα αυτών, εξέστησαν άπαντες. Εμβαίνοντες δε εις το ενδότερον μέρος του σπηλαίου, ευρήκαν τους Αγίους, και έπεσον εις τους πόδας αυτών. Είτα καθίσαντες, ερώτουν αυτούς. Οι δε Άγιοι εδιηγήθηκαν, πρώτον μεν, την εδικήν τους υπόθεσιν. Έπειτα δε, και τα ανδραγαθήματα του βασιλέως Δεκίου. Όθεν εξίσταντο άπαντες και εδόξαζον τον των θαυμασίων Θεόν. Τότε ο ανθύπατος μαζί με τον Επίσκοπον, έγραψαν αναφοράν εις τον βασιλέα Θεοδόσιον, και ανήγγειλαν εις αυτόν όλα τα ανωτέρω. Ο δε βασιλεύς λαβών τα γράμματα, επλήσθη από χαράν δια την τοιαύτην είδησιν, και με σπουδήν πολλήν επήγεν εις την Έφεσον. Εμβαίνωντας δε μέσα εις το σπήλαιον, έπεσεν εις την γην και έπλυνε τους πόδας των Αγίων με τα δάκρυά του. Και έχαιρε και ηγαλλιάτο η ψυχή του, ότι δεν επαράβλεψε Κύριος την δέησίν του, αλλ’ έδειξεν εις αυτόν οφθαλμοφανώς την των νεκρών ανάστασιν. Εις καιρόν δε οπού εσυνωμίλει ο βασιλεύς με τους Αγίους, και οι Επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, ενύσταξαν ολίγον οι Άγιοι, και ούτως έμπροσθεν πάντων, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
Τότε ο βασιλεύς έδωκε φορέματα πολύτιμα, και χρυσίον και αργύριον ικανόν, και επρόσταξε να γένουν επτά σεντούκια, δια να βαλθούν μέσα εις αυτά τα λείψανα των Αγίων. Εις εκείνην όμως την νύκτα, εφάνηκαν οι Άγιοι εις τον βασιλέα και είπον. Άφες μας, ω βασιλεύ, εις το σπήλαιον τούτο, μέσα εις το οποίον ανεστήθημεν. Γενομένης λοιπόν συνάξεως πολλής Επισκόπων και αρχόντων, έβαλεν ο βασιλεύς τα λείψανα των Αγίων μέσα εις την γην του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι’ οπτασίας του εφανέρωσαν. Και ποιήσας χαρμόσυνον εορτήν, εφιλοξένησε με φιλοξενίαν μεγάλην τους πτωχούς της Εφέσου, και εχαροποίησεν όλον τον λαόν, φιλοτιμήσας αυτόν πολυτελώς και βασιλικώς. Ελύτρωσε δε και από τας φυλακάς τους φυλακωμένους Επισκόπους, διατί εκήρυττον την ανάστασιν των νεκρών. Και ακολούθως έγινεν εις όλους κοινή εορτή, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν (3).
(1) Εν άλλοις δε αντί Αντωνίνου γράφεται Ιωάννου.
(2) Σημειούμεν εδώ, ότι κατά την χρονολογίαν του Μελετίου Αθηνών, δεν ευγαίνουν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, κατά τους οποίους εκοιμήθησαν οι Άγιοι επτά Παίδες, αλλά μόνον εκατόν εννενήντα οκτώ. Ευγάνοντες γαρ τους διακοσίους πενηνταδύω, καθ’ ους εκοιμήθησαν, από τους τετρακοσίους σαρανταέξι, καθ’ ους ανέστησαν, μένουν εκατόν εννενήντα οκτώ.
(3) Σημείωσαι, ότι ο ελληνικός Βίος τούτων σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Ο των πάντων Δεσπότης και Δημιουργός».
*
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.