Τί είναι η Παλαιά Διαθήκ





- π. Δημητρίου Μπόκου 


Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
Η Παλαιά Διαθήκη, είναι το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής (το άλλο είναι η Καινή Διαθήκη). Αρχίζει με «την Μωσέως κοσμογένεσιν». Ο προφήτης Μωυσής, συγγραφέας των πέντε πρώτων βιβλίων της (της Πεντατεύχου, όπως λέγεται), περιγράφει την αγιογραφική κοσμογονία. Εξιστορεί ότι ο κόσμος όλος ήλθε στην ύπαρξη εκ του μηδενός με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού, που εκφράσθηκε διά του παντοδυνάμου του λόγου: «Αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός έδωσε εντολή και εκτίσθησαν». Οι αναφορές της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής υμνολογίας στο κοσμογονικό γεγονός είναι πάμπολλες. «Κατ’ αρχάς συ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί» (Ψαλμ. 101, 26). «Ο κατ' αρχάς τους ουρανούς, παντοδυνάμω σου Λόγω στερεώσας, Κύριε Σωτήρ…». «Ο στερεώσας κατ' αρχάς τους ουρανούς εν συνέσει» κ.λ.π.
Δύο απολύτως σημαντικά στοιχεία προκύπτουν αμέσως από τη διήγηση για την αρχέγονη προέλευση του κόσμου. Το πρώτο είναι ότι ο κόσμος δεν είναι άναρχος. Έχει χρονική αρχή. Δεν προϋπήρχε προαιωνίως. Προήλθε από το μηδέν. Υπήρχε εποχή που ήταν ανύπαρκτος. Ο μόνος άναρχος είναι ο Θεός στην τριαδική του μορφή, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Αυτός, με τρόπο ακατάληπτο σε μας, προϋπάρχει από πάντοτε. Δεν υπήρξε στιγμή που ο Θεός δεν υπήρχε. Είναι ο Ων, αυτό είναι το όνομά του που μπορούμε να γνωρίσουμε εμείς, όπως λέγει ο ίδιος στον Μωυσή. Αυτός που πραγματικά και πάντοτε υπάρχει (στα εβραϊκά: Γιαχβέ). «Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος».
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο κόσμος δεν προέκυψε από μόνος του. Δεν ήρθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με δική του δύναμη, βούληση και ενέργεια. Δεν είναι δηλαδή αυθύπαρκτος. Η αιτία της γένεσής του βρίσκεται έξω από αυτόν. Προήλθε από το δημιουργικό πρόσταγμα, από συγκεκριμένη ενέργεια του Θεού. Επειδή μόνο ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, πηγή ζωής και έχει, συνεπώς, τη δυνατότητα, όποτε θελήσει, να παρέχει το είναι και σε άλλα όντα.
Η δημιουργία λοιπόν είναι καρπός της ελεύθερης βούλησης και της αγάπης του Θεού. Ο Θεός δεν έκαμε τον κόσμο πιεζόμενος από κάποια δύναμη έξω και πάνω από τη θέλησή του, ούτε αισθανόμενος κάποια έλλειψη (μοναξιά) από την απουσία του. Ήταν πλήρης εν εαυτώ, έχοντας τέλεια ενδοτριαδική αγαπητική κοινωνία, περιχώρηση αγάπης των τριών θεϊκών προσώπων μεταξύ τους.
Η θεία ουσία δηλαδή έχει ως φυσική της ενέργεια την αγάπη. Με αυτήν κινείται προς τα έξω, έρχεται σε κοινωνία με άλλα όντα έξω από τον εαυτό της. Είναι μια κίνηση εντελώς φυσική, χωρίς να υπαγορεύεται από καμμιά εξωτερική δύναμη. Μπορούμε να το καταλάβουμε λίγο αυτό, αν πάρουμε για παράδειγμα τον ήλιο. Ο ήλιος έχει την ουσία του και από αυτήν παράγεται ενέργεια. Δεν είναι δυνατόν η ουσία του ήλιου να υπάρχει χωρίς την ενέργειά της, αλλά είναι απολύτως φυσικό της ιδίωμα να θερμαίνει και να φωτίζει.
Έτσι ακριβώς και η θεία φύση έχει ως ενέργεια την αγάπη. Γι’ αυτό και «ο Θεός αγάπη εστί». Από τη θεϊκή ουσία πηγάζει με εντελώς φυσικό τρόπο η θεία αγάπη, μια ανέκφραστη ερωτική φορά, με την οποία ο Θεός έλκει τα πάντα προς τον εαυτό του, ώστε να γίνουν όλα μια ενότητα, ένα σώμα. Παρήγαγε τον κόσμο με τη θέλησή του, κινούμενος μόνο από την απέραντη αγάπη του. Σκοπός του ήταν να δώσει τη δυνατότητα και σε άλλα όντα να μετάσχουν στην ανέκφραστη ποιότητα της δικής του ζωής. Να γίνουν μέλη του, κομμάτι του, «μοίρα» του.

Η ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Μέσα στὸν κόσμο ὁ Θεός, κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τοποθέτησε τὸν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» του δημιουργηθέντα ἄνθρωπο, μὲ σκοπὸ νὰ ἄρχει, νὰ εἶναι βασιλεὺς καὶ κύριος ὅλων τῶν ἄλλων κτιστῶν πλασμάτων. «Κατ’ εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχεινσου τῶν κτισμάτων». Ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε «ἀθανασίαν ζωῆς καὶ ἀπόλαυσιν αἰωνίων ἀγαθῶν», ἂν ὁ ἄνθρωπος τηροῦσε τὶς ἐντολές του. Προκόπτοντας στὸ ἀγαθὸ καὶ ὁμοιούμενος πρὸς τὸν Δημιουργό του ὁ ἄνθρωπος, θὰ ὁδηγοῦσε ταυτόχρονα καὶ τὴνὑπόλοιπη κτίση στὸν προορισμό της.
Ἀντὶ νὰ φτάσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴ θέωση, πραγματοποιώντας τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» μὲ τὴ δύναμη τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ποὺ ἔβαλε ἐντός του ὁ Θεός, ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν ἀρχικό του σκοπό. Ἀποδέχθηκε ὡς ἀλήθεια τὴν ἀπάτη τοῦ ὄφεως-διαβόλου, ἀθέτησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κτίστου του καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο «εἰς γῆν ἐξ ἧςἐλήφθη». Ἔτσι, «διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆςἁμαρτίας ὁ θάνατος». Μὲ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος συμπαρέσυρε στὴ φθορὰ καὶ τὴνκτίση ὁλόκληρη, ποὺ «συστενάζει καὶ συνωδίνει» πλέον μαζί του περιμένοντας τὴ μέλλουσα ἀποκατάστασή της (Ρωμ. 8, 19-22).
Ἔτσι, μετὰ τὴν περιγραφὴ τῆς κοσμογένεσης (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 407, Ἰούν. 2017), ἡ Παλαιὰ Διαθήκη παρουσιάζει τὶς ἐνέργειες καὶ τὸ σχέδιο τοῦΘεοῦ γιὰ τὴν παλινόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, καθόσον δὲν ἦταν δυνατὸννὰ ξεχάσει ὁ Θεὸς «τὸ ἔργον τῶν χειρῶν» του. Τὸ σχέδιο αὐτὸ ὀνομάζεται Θεία Οἰκονομία. Περιλαμβάνει ὅλα ὅσα ἔκαμε ὁ Θεὸς «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» γιὰτὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ «ἀρχαῖον κάλλος», στὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς, μὲ τὴν κατάργηση τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ, τοῦ θανάτου. «Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰςτέλος ὃ ἐποίησας, ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπωςδιὰ σπλάγχνα ἐλέους σου», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος.
Τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας ἔχει σὰν κεντρικὸ ἄξονα τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ. Τὸ προαναγγέλλει συνεσκιασμένα ὁ Θεὸς κατὰ τὴνἔξωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο, κινούμενος ἀπὸ τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία του, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει χωρὶς ἐλπίδα τὸ ἀγαπημένο του πλάσμα. Ἐν συνεχείᾳ, τὸ φανερώνει διὰ μέσου τῶν γενεῶν ὅλο καὶ πιὸ καθαρά, φροντίζει ἐπιμελῶς γιὰ τὴ σταδιακή του ὑλοποίηση μέσα στὸ ἀνθρώπινο ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ προετοιμάζει τὸν κόσμο γιὰτὴν ἀποδοχή του. Ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ τὰ πράγματα πρὸς τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ κλίνει τοὺς οὐρανούς, νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του καὶ νὰ ἔλθει στὸν τόπο καὶ τὸνχρόνο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι λοιπόν, ἐνῶ οἱ πάντες ἔχουν ἐκκλίνει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ἐξαχρειωθεῖ ὡς πρὸς τὰ ἤθη τους, ὁ Θεὸς διαλέγει ἕναν ἄνθρωπο πιστό, τὸν Ἀβραάμ. Τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ χώρα του καὶ ἀπὸ τὴ συγγένειά του γιὰ νὰ τὸν κάνει «πατέρα πλήθους ἐθνῶν». Τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ πληθύνει τὸ σπέρμα του «ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦκαὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης». Καὶ ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν «ἐν τῷ σπέρματί» του, δηλαδὴ ἀπὸ κάποιον ἐξαιρετικὸ ἀπόγονό του, τὸν Χριστό, «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 22, 17-18). 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Δείχνοντας πίστη στον Θεό που τον κάλεσε, ο Αβραάμ αποβαίνει γενάρχης, μέσω του Ισαάκ, του Ιακώβ και των λοιπών πατριαρχών, ενός ολόκληρου λαού, που θα είναι στο εξής ο εκλεκτός Ισραήλ, ο περιούσιος λαός του Θεού (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 408, Ιούλ. 2017). Από αυτόν θα γεννηθεί κατά σάρκα, ως άνθρωπος, ο Χριστός. Ο Θεός συνάπτει Διαθήκη με τον λαό αυτόν, τον αναλαμβάνει με ρητή συμφωνία υπό την προστασία του, για να τον διαφυλάξει στην ορθή πίστη μέχρι να έλθει η ευλογημένη όλων των γενεών, αυτή που ανατέλλει σαν αυγή και είναι ωραία «ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος» (Άσμ. Ασμ. 6, 10), «η αξιωθείσα γενέσθαι μήτηρ Χριστού του Θεού».
Ο εκλεκτός λαός του Ισραήλ εν συνεχεία περιέρχεται σε κατάσταση σκληρής δουλείας υπό τους Αιγυπτίους για τετρακόσια περίπου χρόνια. Ο Θεός αναδεικνύει τον μεγάλο προφήτη Μωυσή αρχηγό τους και τους εξάγει από τη δουλεία στην ελευθερία. Δια μέσου θαυμαστών γεγονότων τους οδηγεί ασφαλώς και τους εγκαθιστά στη Γη της Επαγγελίας, όπως είχε υποσχεθεί στον Αβραάμ. Στο όρος Σινά λαμβάνουν τις πλάκες της Διαθήκης με τις δέκα εντολές, τον θεϊκό νόμο πάνω στον οποίο θα διαμορφωνόταν στο εξής η όλη πνευματική, πολιτική και κοινωνική τους ζωή.
Η σχέση του λαού αυτού με τον Θεό περνάει από ποικίλες διακυμάνσεις. Άλλοτε υπακούει, άλλοτε απειθεί. Ο Θεός πασχίζει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει μέσα στη θάλασσα της ειδωλολατρείας μια ανθρώπινη μαγιά που θα παραμείνει πιστή στο όνομά του και στον νόμο του, για να αποτελέσει την ευλογημένη αλυσίδα των αγίων Θεοπατόρων, «εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα». Την άγρυπνη αυτή μέριμνα του Θεού εξυμνεί ο άγιος Βασίλειος στη Θεία Λειτουργία του: «Προφήτας εξαπέστειλας· εποίησας δυνάμεις δια των αγίων σου, των καθ’ εκάστην γενεάν ευαρεστησάντων σοι· ελάλησας ημίν δια στόματος των δούλων σου των προφητών, προκαταγγέλλων ημίν την μέλλουσαν έσεσθαι σωτηρίαν· νόμον έδωκας εις βοήθειαν· αγγέλους επέστησας φύλακας».
Μετά τον προφήτη Μωυσή ο Θεός, με μια ατέλειωτη σειρά αγίων και δικαίων, υπομιμνήσκει συνεχώς τα όρια, μέσα στα οποία οφείλει να κινηθεί ο εκλεκτός λαός του, για να διαφυλάξει αλώβητη την πίστη των πατέρων του. Επιστρατεύονται γι’ αυτό κριτές (Γεδεών, Σαμψών, Ιεφθάε κ.λ.π.), βασιλείς (Δαυΐδ, Σολομών, Εζεκίας κ.λ.π.), προφήτες (Σαμουήλ, Ηλίας, Ελισαίος, Ησαΐας, Ιερεμίας, Δανιήλ, Ιεζεκιήλ κ.λ.π.). Ακόμα και άνθρωποι που δεν είναι κατά πάντα άμεμπτοι, υπηρετούν τη θεία βουλή. «Ο Θεός των πατέρων ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών», εργάζεται με όλους αυτούς και με κάθε τρόπο αδιαλείπτως για να φέρει εις πέρας το έργο της σωτηρίας του «βασιλείου πλάσματος», του ανθρώπου.
Όλα αυτά, ο νόμος και οι προφήτες, άλλοτε σκιωδώς με υπαινιγμούς, και άλλοτε φανερά, προκαταγγέλλουν τον μέλλοντα να έλθει Λυτρωτή και Μεσσία και περιγράφουν τα όσα μέλλουν να διαδραματισθούν κατά την έλευσή του. Χωρίς αυτόν τον κεντρικό εσωτερικό νοηματικό προσανατολισμό τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένα από πολλούς συγγραφείς σε μήκος χρόνου δέκα πέντε σχεδόν αιώνων, θα ήταν ασύνδετα και ακατανόητα.
«Ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» είναι το μυστικό κλειδί της ερμηνείας τους. Ο Χριστός είναι «το πλήρωμα του νόμου και των προφητών». Στο πρόσωπό του εκπληρώνονται όσα από των αιώνων προφητεύθηκαν γι’ αυτόν. Ο Υιός του ανθρώπου πολιτεύεται επί γης όχι εική και ως έτυχε, αλλά «καθώς γέγραπται περί αυτού». Ποιεί τα πάντα «ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί».

Η ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Λένε μερικοί: Τί μας ενδιαφέρει η εβραϊκή μυθολογία; Δεν έχουμε δική μας ιστορία και μυθολογία και μάλιστα πολύ ανώτερη από την εβραϊκή;
Όλα τα γεγονότα του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, οι παρεμβάσεις δηλαδή του Θεού για την αναδημιουργία και σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, πραγματοποιούνται εν τόπω και χρόνω. Λαμβάνουν χώρα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Η Παλαιά Διαθήκη είναι «της σωτηρίας ημών η προκήρυξις». Εμφανίζει μεθοδικά τη σταδιακή φανέρωση «του απ’ αιώνος μυστηρίου» του Θεού. Καταγράφει διαχρονικά την ιερά ιστορία, δηλαδή την απ’ αρχής κόσμου βαθμιαία αποκάλυψη του Θεού και όλων των επί μέρους ενεργειών του κατά την διά μέσου των αιώνων εξέλιξη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας.
Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή, χωρίς να είναι βιβλίο ιστορίας, παραθέτει όσα ιστορικά δεδομένα αποτελούν τον περίγυρο των γεγονότων της Θείας Οικονομίας. Ενδιαφέρεται για τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές μέσα στην πανανθρώπινη ιστορία, στις οποίες εγκιβωτίσθηκαν τα θεία γεγονότα. Είναι τεράστιο λάθος να νομίζει κανείς ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιστορία ή η μυθολογία ενός λαού, εν προκειμένω του Ισραηλιτικού, και ότι δεν ενδιαφέρει συνεπώς τους άλλους λαούς.
Όντως η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι η λεπτομερής ιστορία ενός λαού. Σκοπός της είναι να προσδιορίζει μόνο το απαραίτητο ιστορικό πλαίσιο (χρόνος, τόπος, πρόσωπα, γεγονότα), εντός του οποίου κάθε φορά λαμβάνουν χώρα οι παρεμβάσεις του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Το ιστορικό αυτό πλαίσιο δεν είναι παρμένο από την ιστορία του ίδιου πάντοτε λαού. Ενίοτε ο Θεός ενεργεί και μέσα στην ιστορία άλλων λαών, γι’ αυτό και αναφέρονται στοιχεία από την ιστορία και αυτών των λαών (Βαβυλωνίων, Περσών, Σύρων, Αιγυπτίων, Ελλήνων κ.λ.π.). Τα υπόλοιπα στοιχεία της ιστορικής πορείας των συγκεκριμένων λαών (και του Ισραηλιτικού), που δεν έχουν άμεση σχέση με το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, είναι παντελώς αδιάφορα για την Παλαιά Διαθήκη. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν παραβλέπονται εντελώς από την Αγία Γραφή.
Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η τακτική της Παλαιάς Διαθήκης, αφού παραθέσει τα σχετιζόμενα με την ιερά ιστορία γεγονότα της ζωής κάθε ιστορικού προσώπου (Σαούλ, Δαυΐδ κ.λ.π.), να επαναλαμβάνει στερεότυπα ότι η υπόλοιπη ιστορία τους, για κάποιον που θα ήθελε να την αναδιφήσει, να την ερευνήσει λεπτομερέστερα, είναι καταχωρημένη σε άλλα βιβλία η εθνικά αρχεία. Π. χ.: «Ιδού, τα άλλα έργα του (βασιλέως) Ασά, τα πρώτα και τα τελευταία, είναι γραμμένα στο “βιβλίο των βασιλέων” του Ιούδα και του Ισραήλ» (Β΄ Παραλ. 16, 11) και όχι στην Αγία Γραφή (πρβλ. και Βασ. Γ΄ 11, 41· 22, 39· 22, 46 κ.λ.π.).
Την πιο χαρακτηριστική ίσως αναφορά για το θέμα αυτό αποτελεί ο επίλογος του βιβλίου Α΄ Παραλειπομένων, όπου, αφού αναφερθεί ο θάνατος του βασιλέως Δαυΐδ, παραπέμπονται σε άλλες πηγές όσοι ενδιαφέρονται για τα λεπτομερή γεγονότα της βασιλείας του. «Οι δε λοιποί λόγοι του βασιλέως Δαυίδ, οι πρότεροι και οι ύστεροι, γεγραμμένοι εισίν εν λόγοις Σαμουήλ του βλέποντος και επί λόγων Νάθαν του προφήτου και ἐπί λόγων Γαδ του βλέποντος, περί πάσης της βασιλείας αυτού και της δυναστείας αυτού, και οι καιροί, οι εγένοντο επ᾿ αυτώ, και επί τον Ισραήλ και επί πάσας βασιλείαςτης γης» (Α΄ Παραλ. 29, 29-30).
Δηλαδή: «Όλα τα άλλα έργα του βασιλέως Δαυίδ, προηγούμενα και επόμενα, είναι γραμμένα στο βιβλίο του Σαμουήλ του προφήτου, στο βιβλίο Νάθαν του προφήτου και στο βιβλίο Γαδ του προφήτου. Εκεί είναι γραμμένα τα πάντα περί της βασιλείας του Δαυίδ, περί των κατορθωμάτων του, όπως επίσης και περί των διαφόρων περιστάσεων και συνθηκών, υπό τις οποίες έζησε αυτός και ο ισραηλιτικός λαός και όλες οι βασιλείες των άλλων χωρών, με τις οποίες ήλθε σε κάποια σχέση ο Δαυίδ».
Συμπέρασμα: Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει μόνο την ιερά ιστορία, δηλαδή την πνευματική πορεία (και όχι την κάθε δραστηριότητα) του ανθρώπου από τη στιγμή της δημιουργίας του και εξής. Αφορά συνεπώς όλη την ανθρωπότητα. Έχει πανανθρώπινο χαρακτήρα. Είναι η πνευματική προϊστορία όλων των λαών της γης.
Δεν είναι η πλήρης ιστορία του εβραϊκού η κάποιου άλλου λαού, αλλά μόνο εκείνα τα γεγονότα από την ιστορία τους όπου παρεμβαίνει ο Θεός κατά την προϊούσα ανάπτυξη του σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου.
Τα γεγονότα αυτά οδηγούν στο πλήρωμα του χρόνου, προετοιμάζουν δηλαδή τον κόσμο για τον ερχομό ενός παγκόσμιου Λυτρωτή και όχι κάποιου εθνικού ήρωα-μεσσία-απελευθερωτή που θα ηγηθεί των εθνικιστικών ελπίδων και τάσεων ενός μόνου λαού.

ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ;
«Ερευνάτε τας γραφάς, …εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού… Εάν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ιω. 5, 39· 46).
Χωρίς περιστροφές ο Χριστός ξεκαθαρίζει μια για πάντα ότι οι Γραφές έχουν ως αντικείμενο το πρόσωπό του. Και όταν ο Χριστός ομιλεί για Γραφές, εννοεί την Παλαιά Διαθήκη, εφόσον μόνο αυτή υπήρχε τότε. Ο Μωυσής λοιπόν και οι λοιποί προφήτες δείχνουν σταθερά και αταλάντευτα προς μια και μόνο κατεύθυνση, προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, προς τον προσδοκώμενο Μεσσία, τον ευλογημένο ερχόμενο «εν ονόματι Κυρίου» (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 410, Σεπτ. 2017). Στις τελευταίες υποθήκες του προς τους Ισραηλίτες ο Μωυσής προσανατολίζει το βλέμμα τους προς το πρόσωπο του θείου αυτού απεσταλμένου, επισημαίνοντας: «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναδείξει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε» (Δευτ. 18,15).
Την πίστη αυτή και προσδοκία του Ισραήλ εκφράζει, επικροτεί και επισφραγίζει η Καινή Διαθήκη. Επικυρώνει έτσι πανηγυρικά τον προεισαγωγικό χαρακτήρα της Παλαιάς Διαθήκης. Ότι δηλαδὴ είναι αυτή που αποκαλύπτει σταδιακά το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου (Θεία Οικονομία), οδηγώντας και παιδαγωγώντας τους ανθρώπους στο να αποδεχθούν τον Χριστό. «Γνωρίζω, λέγει η Σαμαρείτιδα Φωτεινή στον Χριστό, ότι “Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έλθη Εκείνος”, θα μας ειπεί τα πάντα. Της λέγει ο Χριστός: “Εγώ ειμι” (ο Μεσσίας), που μιλάω τώρα μαζί σου» (Ιω. 4, 25-26).
Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή είχε αποβεί για τη Σαμαρείτιδα «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3, 24). Και ο Χριστός ταυτίζει τον εαυτό του με τον Μεσσία που προαναγγέλλεται στην Παλαιά Διαθήκη. Όλοι οι ιεροί συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, αλλά και ο ίδιος ο Χριστός, επιβεβαιώνουν ρητά, ότι στο πρόσωπό του εκπληρώνονται «πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωυσέως και Προφήταις και Ψαλμοίς περί αυτού» (Λουκ. 24, 44). Γι’ αυτό η κάθε ενέργεια του Χριστού επισφραγίζεται με φράσεις, όπως: «Ούτω γέγραπται», «ίνα η γραφή πληρωθή», «ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα», «τότε επληρώθη το ρηθέν υπό των προφητών», κ. λ. π. Και αποτρέπει ο Χριστός οποιονδήποτε επιχειρεί να τον εκτρέψει από τον σκοπό του, ακόμα και τον κορυφαίο απόστολό του Πέτρο, ονομάζοντάς τον «σατανά», με το απλό επιχείρημα: «Πώς ουν πληρωθώσιν αι γραφαί;» (Ματθ. 26, 54).
Ο Χριστός είναι που ενεργεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Αυτός ο ίδιος αυτοπροσώπως δρα διαχρονικά στην Ιερά Ιστορία. Όσα προανήγγειλε ως άσαρκος Λόγος του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, τα εκπληρώνει ως ένσαρκος Λόγος (Θεάνθρωπος) στην Καινή Διαθήκη. Η αμετακίνητη θέση της Αγίας Γραφής, η ατράνταχτη πίστη της Εκκλησίας είναι, ότι «ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας επί του όρους Σινά διά συμβόλων», λέγοντας «εγώ ειμι ο Ων», είναι ο ίδιος που ανέλαβε κατόπιν επάνω του «την ανθρωπίνην ουσίαν» (=σαρκώθηκε) και διά του Σταυρού και της Αναστάσεως εργάσθηκε τη σωτηρία του ανθρώπου (Απόστιχα της Μεταμορφώσεως).
«Δαυϊτικήν προφητείαν εκπληρών Χριστός», αποκαλύπτει στους μαθητές του το αληθινό μεγαλείο του, δείχνοντας τον εαυτό του «δοξαζόμενον αεί, συν Πατρί τε και Πνεύματι αγίω, πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον, ύστερον δε δι’ ημάςσεσαρκωμένον, και νεκρωθέντα ως άνθρωπον, και αναστάντα κατ’ εξουσίαν ωςφιλάνθρωπον» (Παρακλητική, Ήχος βαρύς, Σαββάτω εσπέρας). Επί του ξύλου του Σταυρού δηλαδή οι Εβραίοι θανάτωσαν τον δικό τους νομοθέτη, «τον κριτήν τον αθάνατον, τον νόμον χαράξαντα εν ερήμω πάλαι Μωσεί τω θεόπτη, … την ζωήν την των απάντων», αυτόν που είναι ο «μόνος Κύριος και Δεσπότης της κτίσεως» (Παρακλητική, Ήχος δ΄, Πέμπτη εσπέρας).
Παρομοίως και οι ύμνοι της εορτής της Υπαπαντής εμφανίζουν «βρέφος γενόμενον, νόμω υποταττόμενον», τον ίδιο τον Νομοδότη Κύριο, «ον υπό τον γνόφον Μωσής νομοθετούντα προεώρα εν Σινά». Με ιδιαίτερη έμφαση τονίζουν, ότι το βρέφος που αναδέχεται ο γηραιός Συμεών «εν αγκάλαις», δεν είναι ένα βρέφος απλό, αλλά ο θείος Νομοθέτης του Ισραήλ, ο υπό των προφητών αναγγελλόμενος Μεσσίας. «Ούτος εστίν ο δια νόμου λαλήσας, …ον ο Δαυίδ καταγγέλλει, ο εν προφήταις λαλήσας, ο σαρκωθείς δι' ημάς και σώσας τον άνθρωπον».
Ο Θεός που κηρύττεται στην Παλαιά Διαθήκη, ο Κύριος, ο Ων (ο Γιαχβέ των Εβραίων), είναι ο μετά ταύτα φανερούμενος Τριαδικός Θεός της Καινής Διαθήκης και ιδιαιτέρως ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός. Αυτό προείδαν «άνωθεν οι προφήται», αυτό δίδαξαν οι απόστολοι, αυτό παρέλαβε η Εκκλησία. «Αύτη η πίστις των Ορθοδόξων».
Αυτό αποδέχεται και ο Χριστός για τον εαυτό του, όταν διασφαλίζει το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης και διακηρύττει με τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, ότι δεν έχει σκοπό να καταργήσει «τον νόμον η τους προφήτας», αλλά μόνο να προσθέσει ό,τι λείπει.
Όταν λέγει «ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις…, εγώ δε λέγω υμίν…» (Ματθ. 5, 21-22 εξ.), δεν ομιλεί αντιθετικά προς την Παλαιά Διαθήκη, αλλά συμπληρωματικά. Αυτός που είχε δώσει τότε το γάλα, αυτός ο ίδιος προσθέτει τώρα και τη στερεά τροφή. Ο νόμος που ήταν το μέτρο για τις δυνατότητες του τότε ανθρώπου, του αρχαίου, του προ Χριστού κόσμου, παραμένει το θεμέλιο, πάνω στο οποίο χτίζει τώρα το υπόλοιπο οικοδόμημα, καλώντας μας στην τελειότητα, σε αυτό που ο προ Χριστού άνθρωπος αδυνατούσε να φτάσει. Δεν καταργεί, συμπληρώνει. Επιπλέον ο Χριστός επισημαίνει ότι η ισχύς του νόμου του, παλαιού και καινού, θα είναι αδιατάρακτη και ακλόνητη. «Έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου» (Ματθ. 5, 18).
Όταν λοιπόν ο ίδιος ο Χριστός περιβάλλει με την απόλυτη έγκρισή του την Παλαιά Διαθήκη και λέγει απερίφραστα ότι εκείνη ομιλεί και μαρτυρεί αποκλειστικά για το δικό του πρόσωπο, είναι τουλάχιστον θρασεία η ανθρώπινη λογική που αποτολμά να θέτει υπό αμφισβήτηση τα λεγόμενά του και να απορρίπτει την Παλαιά Διαθήκη ως, άσχετη με την αλήθεια, μυθολογία. Αλλά και όταν τυχόν ταυτίζει τον Θεό που καταγγέλλεται σ’ αυτήν με κάποιον θεό του κακού ή και με τον ίδιο τον σατανά, απορρίπτοντας έτσι ευθέως τον ίδιο τον Χριστό, η λογική αυτή γίνεται όχι απλώς θρασεία, αλλά και βλάσφημη. 
Όποιος σκέφτεται έτσι βλασφημεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά του Αγίου Πνεύματος, και παραμένει ασυγχώρητος κατά τον λόγο του Κυρίου, εάν και εφόσον εμμένει πεισματικά και αμετανόητα μέχρι τέλους στη διαστροφή της αλήθειας, ονομάζοντας τον Θεό διάβολο, αποδίδοντας δηλαδή τα (ανερμήνευτα και ακατανόητα ίσως σε μας, πλην) θαυμαστά και υπέρλογα έργα του Υψίστου Θεού σε δαιμονικές ενέργειες (Μαρκ. 3, 29).
Ο Χριστός λοιπόν είναι ο αδιαμφισβήτητος εσωτερικός κρίκος των δύο Διαθηκών, το ενιαίο διαχρονικό περιεχόμενο της μιας Αγίας Γραφής.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ)