Απόρριψη της Παραδόσεως από Εικονομάχους και Οικουμενιστές.

            

Σχολιασμός αειμνήστου Παναγιώτη Σημάτη
Μιὰ καταπληκτικὴ ὁμοιότητα ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Εἰκονομαχίας, μᾶς παρουσιάζει ὁ καθηγητὴς Κων/νος Κορναράκης, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Μόνο ποὺ αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα μᾶς τὴν παρουσιάζει ἀκαδημαϊκὰ καὶ θεωρητικά, ἀφοῦ οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε οἱ Ποιμένες ποὺ γνωρίζουν τὴν σχετικὴ διδασκαλία (καὶ φυσικὰ οὔτε ἐκεῖνοι οἱ πολλοὶ Ποιμένες ποὺ ἀδιαφοροῦν καὶ νὰ τὴν μάθουν) τὴν ἐφαρμόζουν!
Τὴν παραθέτουμε γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ πιστοὶ ποὺ τὴν ἐφαρμόζουν, γιατὶ τὰ ἔσχατα τοῦτα χρόνια βάλθηκαν ὅλοι νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση· ἄλλοι ὡς ἀκόλουθοι ἢ ἐγκάθετοι τῆς Παναιρέσεως, ἄλλοι ὡς συνοδοιποροῦντες ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ δειλία, κι ἄλλοι ὡς ἀγωνιζόμενοι μέν, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸν τρόπο τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἄρα ὄχι ὡς "ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι".


Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι Παναίρεση. Ἰσχύουν λοιπὸν γι’ αὐτόν –κατὰ μείζονα λόγο– ὅσα οἱ Ἅγιοι ἔχουν διδάξει γιὰ τὶς ἄλλες αἱρέσεις.
Ὁ καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Κορναράκης στὸ θαυμάσιο ἔργο του «Ἡ Θεολογία τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη», παρουσιάζει μὲ σαφήνεια τὶς σοβαρότατες ἐπιπτώσεις ποὺ εἶχε στὸ Δόγμα καὶ στὸ Ἦθος τῆς Ἐκκλησίας ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ κάνει ἐντύπωση εἶναι ἡ διαπίστωσή του ὅτι, οἱ οὐσιαστικὲς παρατηρήσεις τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου –ὅπως τὶς παρουσιάζει ὁ καθηγητὴς Κορναράκης– ταιριάζουν ἀπόλυτα στὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμό. Ὡσὰν ὁ ὅσιος νὰ ἔγραφε ἀκριβῶς γιὰ τοὺς σύγχρονους Οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς ψευτο-ἀντι-Οἰκουμενιστές! Ἂν ἀλλάξουμε τὴ λέξη «Εἰκονομάχοι» καὶ βάλουμε στὴ θέση της τὴ λέξη «Οἰκουμενιστές», θὰ νόμιζε ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἀντιμετωπίζει τὴ σύγχρονή μας αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
                        
Συγκεκριμένα ὁ κ. Κορναράκης γράφει:
Ὁ βίος καὶ τὰ ἔργα τῶν αἱρετικῶν (Εἰκονομάχων τότε καὶ Οἰκουμενιστῶν σήμερα) διαψεύδουν τὴν διαβεβαίωσή τους ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ ἀπορρίπτουν πτυχὲς τῆς Πίστεως (ὅπως π.χ. τὸ ἔνατο καὶ δέκατο ἄρθρο τοῦ «Πιστεύω» οἱ Οἰκουμενιστές). Αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη καταδεικνύει τὴν ἀποκοπῆς τῆς σχέσεως κάθε αἱρετικοῦ μὲ τὸ Θεό (τῶν Εἰκονομάχων καὶ Οἰκουμενιστῶν). Ἀποτελεῖ δὲ προϊὸν «ἐσκοτισμένηςκαρδίας».
Οἱ ὁμοιότητες τῶν ἀντιΠαραδοσιακῶν μεθοδεύσεων τῆς Εἰκονομαχίας μὲ αὐτὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἐκπληκτικές. Γράφει ὁ Ὅσιος ὅτι παραμερίζονται ἀπὸ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὕμνοι «θεοπαράδοτοι» «ἡ Εὐχαριστία ἀναθεωρουμένη, συντομεύεται· τροπάρια ἁγίων, ἀγρυπνίαι καί τινες τῶν ἀκολουθιῶν παύονται· πολλαὶ δὲ τῶν ἑορτῶν νηστειῶν καὶ παραμονῶν καταργοῦνται ἐν τῷ Τυπικῷ τῆς Ἐκκλησίας»! (Ἀκριβῶς ὅπως σήμερα μὲ τὸν Οἰκουμενισμό).
Στὸν ἀντίποδα τοῦ αἱρετικοῦ βίου τοῦ εἰκονομάχου εὑρίσκεται ὁ βίος τοῦ ὀρθοδόξου! Μεγάλο βάρος δίνει ὁ Ὅσιος στὸν ἀγῶνα τῶν ἀληθινὰ ὁμολογητῶν μοναχῶν γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως. Οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦν τὰ «νεῦρα τῆς Ἐκκλησίας», καὶ εἶναι ἐπιφορτισμένοι μὲ τὴν εὐθύνη τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν «ὁμολογία» καὶ τὸ «μαρτύριο», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἔσχατη ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς (κι ὄχι μὲ ἐμφανῆ προσπάθεια νὰ ἀποφύγουν καὶ τὰ δύο, ἀρκούμενοι σὲ δημόσιες σχέσεις καὶ χαρτοπόλεμο). Ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου βίου δὲν ἐξαντλεῖται στὴν προσκύνηση καὶ τιμὴ πρὸς τὶς εἰκόνες (ἢ στὶς ὁμιλίες, τὰ Ἀνακοινωθέντα καὶ τὸν χαρτοπόλεμο τῶν συγχρόνων ἀντι-Οἰκουμενιστῶν), ἀλλὰ στὸ μαρτύριο ὑπὲρ τῆς Πίστεως, τὴν θυσία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θέσεων ποὺ κατεῖχαν, ἀκόμα καὶ τοῦ λειτουργήματός τους ὑπὲρ τῆς Πίστεως.
Π.Σ.

Κων/νος Κορναράκης

«Ἡ Θεολογία τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων
κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη»

(Ἀπόσπασμα, σελ. 307-318)

Ὁ βίος τῶν Εἰκονομάχων ὡς ἀπόρριψη
τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.

Κατὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο, ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως δὲν ἀποτελεῖ αὐτονόητο ἰδίωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πίστη εἶναι μία ἀλλά, γιὰ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη, ὡς ἔκφραση τῆς πνευματικῆς του βιωτῆς καὶ ἀναλόγως πρὸς τὴν βιωτὴ αὐτή, "μεγαλύνεται" ἢ "σμικρύνεται"...
Στὴν περίπτωση (τῆς "σμικρύνσεως") τῆς ἐκπτώσεως σὲ πλάνη, ὑπάγονται οἱ Εἰκονομάχοι.
Ἐφ’ ὅσον δὲν νοεῖται ὀρθὴ πίστη ἄνευ ὀρθοῦ βίου, εἶναι προφανές, ὅτι οἱ Εἰκονομάχοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρὸς τὴν τιμὴ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὶς εἰκόνες, συγχρόνως ἀρνοῦντο τὰ δόγματα ἐκεῖνα, ποὺ θεμελιώνουν χριστολογικῶς τὴν εἰκονογράφηση τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ... Κατὰ τὴν σχετικὴ ἐπισήμανση τοῦ ἱεροῦ πατέρα, ὁ βίος καὶ τὰ ἔργατῶν εἰκονομάχων διαψεύδουν τὴν ὁμολογία τους γιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἰδιαιτέρως στὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
...Οἱ εἰκονομάχοι, ἂν καὶ διακήρυτταν τὴν ἐμμονή τους στὴν Παράδοση, ἐντούτοις, ἀρνούμενοι βασικὲς διδασκαλίες αὐτῆς... ἀπεδείκνυαν κακότροπη βίωση αὐτῆς τῆς Παραδόσεως... Ἡ ἀποδοχὴ ἢ μὴ τῆς εἰκονογραφήσεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐνδεικτικὴ καταφατικῆς ἢ ἀρνητικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος καὶ ἑπομένως κριτήριο διατηρήσεως ἢ ἀποκοπῆς τῆς σχέσεως μὲ τὸ Θεό.
Αὐτὸ ποὺ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὑπογραμμίζει στὶς συγγραφές του, εἶναι ἡ ἀσυμφωνία βίου καὶ πίστεως ἐκ μέρους τῶν εἰκονομάχων. Ἡ ἀσυμφωνία αὐτή, κατὰ τὸν ὅσιο, ἦταν λογικὴ ἀκολουθία τῆς προσπάθειας τῶν εἰκονομάχων νὰ ὑποστηρίξουν μὲ τρόπο θεωρητικὸ μιὰ πρακτική (αὐτὴ τῆς ἀρνήσεως τῶν ἱερῶν Εἰκόνων) καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Kατ' αὐτὸ τὸν τρόπο, οἱ εἰκονομάχοι ἐμφάνιζαν ἀντιφατικὴ συμπεριφορά, καθὼς τὴ στιγμὴ ποὺ ἰσχυρίζονταν, ὅτι αὐτοὶ μόνοι ἀκολουθοῦν τὴν Παράδοση, ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ θεμελιώδη δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἐπιχειροῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο, πολλὲς φορὲς διαφορετικὸ σὲ σχέση μὲ ὅσα φρονοῦσαν ἀρχικῶς. (Τοῦτο ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τοὺς σύγχρονους Οἰκουμενιστές, ἐν μέρει δὲ καὶ μὲ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, καὶ ἀναφερόμαστε πάντα στὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ἀνοχῆς ἢ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις τους καὶ "Ὁμολογίες Πίστεως"!).
Κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ ἀντιφατικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀποτελεῖ προϊὸν "ἀδοκίμου νοῦ" καὶ "ἐσκοτισμένης καρδίας" καὶ ἀποκαλύπτει τὴ σύγχυση, στὴν ὁποία εἶχαν περιέλθει οἱ Εἰκονομάχοι...
Κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο. Ὁ τρόπος τοῦ βίου τῶν Εἰκονομάχων προσδιορίζει τὸ εἶδος τῆς πίστεώς τους, ὅπως καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι "τῶν λόγων σου τὰ ἔργα ἐμοὶ πιστότερα" "συνῆκται οὖν ἐξ ἀληθείας ἰουδαΐζειν τοὺς εἰκονομάχους". Εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ "ἐξ ἀληθείας" ἀντιπροσωπεύει τὸν τρόπο βίου τῶν εἰκονομάχων, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὸ εἶδος τῆς πίστεώς τους.
Ἡ παρερμηνεία τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους ἐπηρέαζε ἐπίσης ἀντιστρόφως τὸν τρόπο τοῦ βίου τους, οὕτως ὥστε νὰ προκαλεῖται μία ἀδιέξοδη ἀνακύκληση, ποὺ ἐπέτεινε τὸ μέγεθος τῶν κακοδοξιῶν αὐτῶν.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος προχωρεῖ καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἀξιόλογη παρατήρηση. Πὼς ἀκόμα κι ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔχει καταδικάσει τὶς εἰκονομαχικὲς κακοδοξίες, ἐντούτοις τὰ "ψυχόλεθρα διδάγματα", ποὺ ἀποτελοῦν προϊὸν ἀσεβείας δὲν ἔχουν ἐκλείψει παντελῶς. Ἀντιθέτως λειτουργοῦν πλέον ὡς παραδιδόμενες διδασκαλίες στὶς ἑπόμενες γενεές.
Πρόκειται γιὰ μιὰ νέα μορφὴ Παραδόσεως ἀπόρριψη τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ "μεταστοιχείωσιν τῶν ἁπάντων ἀθεωτάτην". Μὲ τὴν ἀπόρριψη αὐτὴ παραμερίζονται ἀπὸ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὕμνοι "θεοπαράδοτοι" ...μὲ συνέπεια τὴν παγίωση ἑνὸς τρόπου θρησκευτικοῦ βίου ἀντιθέτου ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ χαρακτῆρα τῆς γνήσιας Παραδόσεως.
"Ἐλεεινὰ τὰ πάντα ἡμῖν καὶ ὀδυρμῶν ἄξια· παραστέλλονται ψαλμῳδίαι ἀρχαιοπαράδοτοι, ἐν αἷς περὶ εἰκόνων ᾄδεταί τι, ἀντᾴδεται τὰ νέα δόγματα, ἀσεβῆ εἰς προῦπτον κείμενα, ἄλλα τοῖς παισὶ πρὸς τῶν διδασκάλων παραδιδόμενα· καὶ μεταστοιχείωσις τῶν πάντων ἀθεωτάτη. ἐγενόμεθα κυρίως εἰπεῖν ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν...".
"Ἡ Εὐχαριστία ἀναθεωρουμένη, συντομεύεται· τροπάρια ἁγίων, ἀγρυπνίαι καί τινες τῶν ἀκολουθιῶν παύονται· πολλαὶ δὲ τῶν ἑορτῶν νηστειῶν καὶ παραμονῶν καταργοῦνται ἐν τῷ Τυπικῷ τῆς Ἐκκλησίας".
Ἀπὸ τὶς ἐπισημάνσεις αὐτὲς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου, καθίσταται σαφές, ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του εἶχε παγιωθεῖ μία μορφὴ παραδόσεως τῆς διδασκαλίας τῶν εἰκονομάχων, ἡ ὁποία, ἐνῶ ἀπέρριπτε οὐσιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐντούτοις διεκδικοῦσε τὴν αὐθεντικότητα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἡ μορφὴ αὐτὴ τῆς Παραδόσεως, τὴν ὁποία ὁ ἱερὸς πατέρας ὁρίζει ὡς "μεταστοιχείωσιν τῶν ἁπάντων ἀθεωτάτην", ἐπειδὴ στὴν οὐσία ἀντιμαχόταν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν φυσικὸ ὅτι δὲν ἀνῆκε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Σύμφωνα μὲ πληροφορίες συγγραφέων τῆς ἐποχῆς οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν ἐπαναφέρει στὴ Θ. Λειτουργία τὸ ἁρμόνιο καὶ ἄλλα ὄργανα, καθιστώντας την κοσμικὸ θέαμα.
β) Τὸ μαρτύριο ὡς ἡ ἐσχάτη ἔκφραση τῆς συμφωνίας πίστεως καὶ βίου τοῦ ὀρθοδόξου, μὲ κύρια ἀναφορὰ στὸ μοναχισμό.
Στὸν ἀντίποδα τοῦ αἱρετικοῦ βίου τοῦ εἰκονομάχου εὑρίσκεται ὁ βίος τοῦ ὀρθοδόξου. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο βίων προκύπτει ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τὴς στάσεως τοῦ ὀρθοδόξου ἔνανατι τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς, ποὺ διορίζει καὶ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ στάση αὐτή. Ὁ ὀρθόδοξος θεωρεῖ τὴ συμφωνία πίστεως καὶ βίου ὡς θεμέλιο λίθο αὐθεντικῆς πνευματικῆς ζωῆς. 
Οἱ βασικὲς ἀρχὲς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἱεροῦ πατέρα, κατὰ πρῶτο λόγο, ἀφοροῦν στοὺς μοναχούς. Σὲ μιὰ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὰ "νεῦρα τῆς Ἐκκλησίας", ἦσαν ἐπιφορτισμένοι ἰδιαιτέρως μὲ τὴν εὐθύνη τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας... Ὁ ἀγωνιστὴς μοναχός, πρέπει νὰ τηρεῖ, ὡς πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, τὴ συμφωνία πίστεως καὶ βίου, τὴν ὁποία ἀστόχησαν νὰ ἐφαρμόσουν οἱ εἰκονομάχοι. Ἡ συμφωνία ὅμως πίστεως καὶ βίου λειτουργεῖ ὡς πλαίσιο μίας γνησιότερης πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας ἡ ὕψιστη ἀρχὴ εὑρίσκεται στὴν "ὁμολογία" καὶ τὸ "μαρτύριο"..., ποὺ ἀποτελεῖτὴν ἔσχατη ἔκφρασή της. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ ὅσιος προβάλλει πλέον μιὰ ἄλλη ἀντίληψη γιὰ τὴ δυναμικὴ τῆς ἀντιδράσεως τῶν ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν κακοδοξιῶν τῶν εἰκονομάχων. Γιὰ τὸν ὁμολογητὴ μοναχό, ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου βίου δὲν ἐξαντλεῖται στὴν προσκύνηση καὶ τιμὴ πρὸς τὶς εἰκόνες ἀλλὰ στὸ μαρτύριο ὑπὲρ αὐτῶν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά τὸ μαρτύριο ὑπὲρ τῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ "ἐνέχυρο" ὀρθῆς πίστεως.