Γέροντα, μερικὲς φορὲς οἱ δυσκολίες τῶν ἐκπαιδευτικῶν στὸ σχολεῖο προέρχονται πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς συναδέλφους.
Θέλει πολλὴ διάκριση καὶ φωτισμὸ στὴν ἐποχή μας, γιὰ νὰ κινηθῇ σωστὰ ὁ καθένας ἀνάμεσα στοὺς συναδέλφους του. Γιὰ τὴν κάθε περίπτωση χρειάζεται πολλὴ σύνεση καὶ θεῖος φωτισμός.
Ἀκόμη καὶ νὰ μὴ δείχνη μερικὲς φορὲς ὅτι πιστεύει. Νὰ κινῆται ἀθόρυβα καὶ πιὸ πολὺ νὰ τοὺς μιλάη μὲ τὴν σωστὴ ὀρθόδοξη ζωή του. Ἔτσι θὰ βοηθήση, χωρὶς νὰ ἐρεθίση. Ἰδίως στὴν ἐκπαίδευση μερικὰ πράγματα εἶναι σὰν ἕνας ὄγκος, ποὺ ἄλλοτε εἶναι καλοήθης καὶ ἄλλοτε κακοήθης. Ἂν πάρουμε μιὰ θέση μὲ μιὰ λογική, θὰ κάνουμε πολὺ κακὸ ἀντὶ γιὰ καλό. Ἂν γίνη ἐπέμβαση καὶ ὁ ὄγκος εἶναι κακοήθης, θὰ κάνη μετάσταση. Θέλει λίγη καυτηρίαση προσεκτικά.
Πάντως, Γέροντα, καὶ οἱ ἐκπαιδευτικοὶ ποὺ θέλουν νὰ κάνουν δουλειὰ δυσκολεύονται, γιατί εἶναι δεσμευμένοι.
Ἅμα θέλη κανείς, μπορεῖ νὰ βρῇ τρόπο νὰ κάνη δουλειά. Μπόρεσαν καὶ βρῆκαν τρόπο στὰ ἄθεα καθεστῶτα καὶ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν ἐδῶ; Στὴν Βουλγαρία πῆγε κάποιος ἀπὸ ‘δῶ καὶ μοίρασε σταυρουδάκια στὰ παιδιὰ ἑνὸς σχολείου. Ἕνας ὅμως τοῦ κόμματος ποὺ στεκόταν ἐκεῖ κοντὰ τὸν εἶδε. Ἡ δασκάλα, μόλις τον ἀντιλήφθηκε, πῆγε καὶ πῆρε τα σταυρουδάκια ἀπὸ τὰ χέρια τῶν παιδιῶν καὶ τὰ μάλωσε ποὺ τὰ πῆραν. Ἀλλὰ ὅταν ἔφυγε ἐκεῖνος ὁ ἄθεος, ἡ δασκάλα τὰ μοίρασε μόνη της στὰ παιδάκια.
Εἶδες πῶς ἡ δασκάλα ἦταν ἐντάξει καὶ μὲ τὸν νόμο καὶ μὲ τὸν Θεό;
Βλέπεις καὶ οἱ δάσκαλοι στὴν Μικρὰ Ἀσία, μέσα σ’ ἐκεῖνα τὰ δύσκολα χρόνια, πόσα πρόσφεραν! Γιατί δούλευαν μὲ τὴν καρδιά τους. Πονοῦσαν, εἶχαν εὐλάβεια, θυσιάζονταν.
Νά, καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης πόσο σοφὰ φερόταν στὰ Φάρασα! Εἶχε ἑτοιμάσει αἴθουσα γιὰ σχολεῖο καὶ ἀντὶ γιὰ θρανία εἶχε βάλει δέρματα ἀπὸ κατσίκες ἢ ἀπὸ πρόβατα μὲ τὸ τρίχωμά τους. Πάνω σ’ αὐτὰ γονατισμένα τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦσαν τὰ μαθήματα.
Μὲ αὐτὸν τὸν σοφὸ τρόπο δὲν ἐρέθιζε τοὺς Τούρκους, ἀκόμη καὶ ὅταν τύχαινε νὰ τὰ δοῦν, γιατί νόμιζαν ὅτι προσεύχονταν. Ὅταν πάλι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἤθελε νὰ βγάλη ἐκδρομὴ τὰ παιδιά, τὰ πήγαινε σὲ ἕνα δικό του χωράφι ποὺ ἦταν σὰν κῆπος, δῆθεν γιὰ νὰ κάνουν δουλειά, καὶ τοὺς ἔλεγε: – Ἂν τυχὸν δῆτε Τοῦρκο, νὰ κάνετε κανένα κουτσοδούλι. Κόψτε κανένα κλαρί, γιὰ νὰ νομίζη ὅτι καθαρίζετε τὸν κῆπο.
Καὶ ἔτσι ἔκαναν τὰ καημένα. Γιατί, ἂν καταλάβαιναν οἱ Τοῦρκοι ὅτι τὰ πῆγε ἐκδρομή, θὰ εἶχε ἱστορίες.
Κρυφὸ σχολειὸ βλέπεις!
Ὅταν ἔφευγε ὁ Τοῦρκος, ἔπαιζαν πάλι τὰ παιδιά. Καὶ τὸ καλοκαίρι, στὶς διακοπές, τὰ συγκέντρωνε πάλι τὰ παιδιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, γιὰ νὰ τὰ βοηθάη, γιὰ νὰ μὴν ξεκόβωνται καὶ ξεχνοῦν ὅσα τοὺς δίδασκε.
Γέροντα, γιατί ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔγραφε τὰ μαθήματα στὰ τουρκικὰ μὲ ἑλληνικὰ γράμματα;
Γιὰ νὰ ξέρουν καὶ τουρκικὰ τὰ παιδιά, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τὰ βγάλουν πέρα. Καὶ ἂν τυχὸν τὸν ἔπιαναν οἱ Τοῦρκοι ποὺ μάθαινε γράμματα στὰ παιδιά, καὶ νὰ ἔβλεπαν ἑλληνικὰ γράμματα, ἄκουγαν ὅτι τὰ διάβαζε τουρκικὰ καὶ δὲν ἐξαγριώνονταν. Ὁπότε τὰ παιδιὰ μάθαιναν καὶ τα τουρκικά, ἀλλὰ καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐρεθίζονταν.
Ὅλα ὅσα ζοῦσε ὁ Ἅγιος, τὴν ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν εὐλάβεια, τὰ μετέδιδε στοὺς μαθητές του.
Γι’ αὐτὸ λέω, ἅμα θέλη κανείς, μπορεῖ νὰ κάνη δουλειὰ στὰ παιδιά, ὅπου καὶ ἂν βρεθῇ. Ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα ὡραῖο βιβλίο ποὺ ἔγραψε μιὰ δασκάλα γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο. Αὐτὴ γιὰ πεντακόσιους ἄνδρες κάνει. Πῶς μιλοῦσε στοὺς ξεναγούς! Σβούρα τους ἔφερνε. Μπράβο της!
Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση ὁ σωστὸς δάσκαλος, ἰδίως στὶς μέρες μας! Τὰ παιδιὰ εἶναι ἄγραφες κασέτες· ἢ θὰ γεμίσουν βρώμικα τραγούδια ἢ βυζαντινὴ μουσική. Τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου εἶναι ἱερό. Ἔχει μεγάλη εὐθύνη καί, ἂν προσέξη, μπορεῖ νὰ πάρη μεγάλο μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ φροντίζη νὰ διδάσκη στὰ παιδιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ βροῦν τρόπο οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ περνᾶνε κάποια μηνύματα στὰ παιδιὰ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα. Ἂς σπείρουν αὐτοὶ τὸν σπόρο, καὶ ἂς μὴν τὸν δοῦν νὰ βλαστάνη.
Τίποτε δὲν πάει χαμένο· κάποια στιγμὴ θὰ πιάση τόπο.
Καὶ πάντα μὲ τὸ καλό, μὲ ἐπιείκεια, μὲ ἀγάπη νὰ φέρωνται στὰ παιδιά. Νὰ προσπαθοῦν νὰ ξυπνᾶνε τὸ φιλότιμό τους. Τὸ παιδὶ θέλει ἀγάπη, ζεστασιά. Πολλὰ παιδιὰ τὴν στεροῦνται τελείως στὸ σπίτι. Ἂν οἱ δάσκαλοι ἀγαπήσουν τὰ παιδιά, θὰ τοὺς ἀγαπήσουν καὶ ἐκεῖνα, καὶ τότε θὰ κάνουν πιὸ εὔκολα τὸ ἔργο τους.
Ἐμᾶς ὁ δάσκαλος μὲ τὴν βέργα μᾶς χτυποῦσε, ὅταν ἔβλεπε ἀταξία, ἀλλὰ ἀγαποῦσε τὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ τὸν ἀγαποῦσαν. Δὲν εἶχε δικά του παιδιὰ καὶ τὰ ἀγαποῦσε τὰ παιδιὰ πολύ.
Γι’ αὐτὸ λέω ὅτι καλοὶ εἶναι οἱ γονεῖς ποὺ γεννοῦν πολλὰ παιδιὰ καὶ γίνονται πολύτεκνοι, ἀλλὰ καλύτεροι εἶναι οἱ σωστοὶ ἐκπαιδευτικοὶ ποὺ ἀναγεννοῦν τοῦ κόσμου τὰ παιδιὰ καὶ γίνονται ὑπέρ-ὑπέρ-πολύτεκνοι! Δίνουν ἀναγεννημένους ἀνθρώπους στὴν κοινωνία, καὶ ἔτσι γίνεται καλύτερη.