Μητρ. Ηλείας Γερμανός (+): "Τό γεγονός τοῦτο, δηλαδή τῆς ἐν τάχει καί σωρηδόν ἁγιοποιήσεως ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, θεωρῶ ὡς «σημεῖον τῶν καιρῶν»"

Τι έγινε από την προειδοποίηση του μητρ. Ηλείας Γερμανού (+); Εισακούσθηκε; "Μήπως ἡ Ἐκκλησία μας ἐπηρεασμένη ἀπό τήν μόδα τοῦ συγχρονισμοῦ ἤ τῆς νέας ἐποχῆς, ἀναζητεῖ νά προβάλη στούς χριστιανούς μας νέα ἅγια πρότυπα, ἐγκαταλείποντας τά ὑπάρχοντα σπουδαῖα καί μεγάλα τοιαῦτα;"



1. Ὡς γνωστόν ἕνα ἀπό τά 4 ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι τό «ΑΓΙΑ», ἀφοῦ κεφαλή αὐτῆς εἶναι ὁ ΠΑΝΑΓΙΟΣ Θεάνθρωπος Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Ἀλλά καί ὁ γλυκύτερος καρπός τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ ἁγιασμός τῶν μελῶν της, ἀφοῦ «τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ὑμῶν» (Α΄ Θεσ. δ΄ 3), ἐνῶ ὁ Θεάνθρωπος εἰς τήν ἀρχιερατικήν του προσευχήν ἔλεγεν· «ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» καί παρεκάλει τόν Οὐράνιον Πατέρα του· «ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου» (Ἰω. ιζ´ 17–19). Διά τοῦτο καί ἡ θεϊκή παραγγελία· «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πέτρ. α΄ 16).
Ἔπειτα βασική πίστις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκλησίας μας εἶναι, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος βαπτιζόμενος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἑνοῦται μέ τό μυστικό Σῶμα τοῦ Κυρίου καί ὡς τοιοῦτος εἶναι ἅγιος. Διότι κατά τόν Ἀπ. Παῦλον «εἰ ἡ ἀπαρχή ἁγία καί τό φύραμα· καί εἰ ἡ ρίζα ἁγία καί οἱ κλάδοι» (Ρωμ. ια´ 16 ). Ἐξ οὗ καί ὁμιλοῦμεν περί «ἁγίων ἀδελφῶν», ὅταν ἀπευθυνόμεθα σέ χριστιανούς συνανθρώπους μας (Ρωμ. α΄ 7, ιε΄ 25 – 26, Β΄ Κορ. α΄ 1, Ἐφ. α΄ 1, κ.λπ.).
2. Παρά ταῦτα ἡ Ἐκκλησία μας ἐκ πάντων τῶν ἁγίων μελῶν της ἐξεχώρισε κάποια μέλη της, τά ὁποῖα ἐχαρακτήρισε μέ τό ἰδιαίτερο προσωνύμιο τοῦ «ἁγίου», διά τήν μεγίστην τους προσφορά στήν ᾿Εκκλησίαν (ἱεραποστολική, ὁμολογιακή, θυσιαστική, ἀσκητική, θεολογική, θαυματουργική κ.λπ.), ἀλλά καί διά τήν ἰδιαιτέραν χάριν καί τήν τιμήν, πού ἔλαβαν ἀπό τόν Θεόν καί τήν παρρησίαν, πού ἀπέκτησαν παρά τῷ Θεῷ (Θεοτόκος, Πρόδρομος, Ἀπόστολοι, Πρωτομάρτυς Στέφανος, Ἀποστολικοί Πατέρες, Μάρτυρες, Μεγάλοι ἱεράρχες κ.λπ.). Τοῦτο ἀποτελοῦσε κοινή πεποίθησι, καθολική συνείδησι τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδή οἱ πιστοί ἀπελάμβαναν καί ζοῦσαν τά διά τοῦ ἁγίου προσώπου ἐκπεμπόμενα θεῖα χαρίσματα (ἐμφανίσεις του, θαύματα, θεραπείας, εὐωδία λειψάνων, ἱκανοποίησι διαφόρων αἰτημάτων κ.λπ.) στήν καθημερινή τους ζωή. Ἔτσι, ὅταν ἡ συνείδησις τῶν πιστῶν μαρτυροῦσε διά τήν ἁγιότητα ἑνός συγκεκριμένου προσώπου, τότε, χωρίς καμμίαν ἐπίσημον πρᾶξιν συνήρχοντο οἱ πιστοί διά τήν ἐπέτειον τῆς μνήμης του, ἀνεγείροντο Ναοί ἐπ᾿ ὀνόματί του, ἐποιοῦντο τροπάρια, κ.λπ. Τότε καί ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὡμολόγει ἐπισήμως τήν ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν (Συνοδικό Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), ἀπεδέχετο τίς ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς ἐνσωμάτωνε στά ἐν χρήσει λειτουργικά της βιβλία. Πολύ ἀργότερα δέ ἄρχισε νά ἐκδίδη καί ἐπισήμους Πράξεις ἀναγνωρίσεως ἁγίων (Γρηγόριον Παλαμᾶ, Ἅγιον Διονύσιον Ζακύνθου, ὅσιον Γεράσιμον κ.λπ. ).
Τέλος θέλω νά ὑπογραμμίσω καί τοῦτο, ὅτι ἡ τιμή τῶν ἁγίων, γίνεται ΜΟΝΟΝ διά νά δοξάζεται δι᾿ αὐτῶν ὁ Θεός καί νά ἐνισχύωνται στόν πνευματικόν τους ἀγῶνα οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, ἐπικαλούμενοι τίς πρεσβεῖες των. Διά ΚΑΝΕΝΑΝ ἄλλον λόγον.
3. Στίς ἡμέρες μας, ὅμως, βλέπω μιάν ἄλλου εἴδους προσπάθεια τινῶν. Δηλαδή σήμερα ἐπιδιώκεται ἀπό τινας ὄχι ἡ ἀναγνώρισις ἐπισήμως τῆς ἤδη ὑπαρχούσης ἐκκλησιαστικῆς πεποιθήσεως, ἡ ὁποία ἀντικειμενικά καί ἐκκλησιολογικά ἔχει σχηματισθῆ καί βιώνεται ἐπί μακρόν ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πρῶτα νά γίνη ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἁγιότητος κάποιων προσώπων ἀπό τά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔπειτα ἡ ἀποδοχή αὐτῶν ἀπό τά μέλη της. Κατά ἕνα τρόπον δηλαδή γίνεται προσπάθεια ἐπιβολῆς ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν Διοίκησιν τῶν ὑπʼ αὐτῆς θεωρουμένων ἁγίων προσώπων στό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή ὠφελῆται τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῆς ἁγιοποιήσεως τούτων καί νά ἀποβαίνη ἄσκοπος ἡ ἐπίσημος ἀναγνώρισίς των, κάποτε δέ καί ἐπιζήμιος, ἀφοῦ ἀκούονται καί γράφονται δυσμενῆ σχόλια καί διά τά ἁγιοποιημένα πρόσωπα (Χρυσόστομος Σμύρνης) καί διά τήν σπουδήν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας μας, ὡς εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ ἰατροῦ Λέκκα, ὥστε τινές νά ὁμιλοῦν περί «βιομηχανίας ἁγίων». Διότι πράγματι τά τελευταῖα 30 χρόνια ἔχουν ἁγιοποιηθῆ τόσα πρόσωπα, ὅσα δέν ἁγιοποιήθηκαν αἰῶνες!
4. Διά τοῦτο διερωτᾶται κανείς· Τί συμβαίνει; Εἶναι μεγάλη ἡ ἁγιότητα σήμερα καί τόσοι πολλοί στήν ἐποχή μας εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ, ὥστε Ἐκεῖνος τούς ἐθαυμάστωσε καί ἀποδεδειγμένως δημοσίως τούς ἐνεφάνισε ἤ ἐμεῖς ἔχομε χάσει τά ἁγιοπνευματικά κριτήρια ἀναγνωρίσεως ἑνός ἁγίου; Μήπως στήν σημερινή ἀπιστία καί τήν ἀδιαφορία τῶν ἀνθρώπων, οὗτοι ζητοῦν «σημεῖα», ὡς ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Ἕλληνες τῶν χρόνων τοῦ ᾿Ιησοῦ (Ἴδε σχετικά περιστατικά: Ματθ. ιβ΄ 38-45, ιστ΄ 1-4, κζ΄ 42-44, Λουκ. δ΄ 23-30, ια΄ 29, Ἰω. στ΄ 30-41, Α΄ Κορ. 22-26), καί ἡ Ἐκκλησία, ἀντιθέτως ἀπʼ ὅ,τι ἔπραξεν ὁ Κύριος, προσπαθῆ νά ἱκανοποιήση τό αἴτημα μέ τήν ἁγιοποίησι νέων προσώπων; Μήπως ἡ Ἐκκλησία μας ἐπηρεασμένη ἀπό τήν μόδα τοῦ συγχρονισμοῦ ἤ τῆς νέας ἐποχῆς, ἀναζητεῖ νά προβάλη στούς χριστιανούς μας νέα ἅγια πρότυπα, ἐγκαταλείποντας τά ὑπάρχοντα σπουδαῖα καί μεγάλα τοιαῦτα; Μήπως εἶναι τοῦτο κάτι «πού πουλάει» κατά τήν σημερινήν ὁρολογίαν, καί κάποια μέλη της δέν θέλουν νά στερηθοῦν τῶν ὠφελημάτων του; 
Πάντως ὅ,τι καί ἄν συμβαίνη, ἔχω τήν αἴσθησιν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς λάθος δρόμο.
5. Ἀκόμη θέλω νά ὑπογραμμίσω, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά λαμβάνωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ἀποφάσεις ἀναγνωρίσεως ἁγίων, γιατί τό θέλουν, τό ἐπιδιώκουν καί πιέζουν πρός τοῦτο κάποιοι συμπατριῶτες τους (Σμυρνιοί, Χιῶτες, Ἁγιορεῖτες, Ἀρμπουναῖοι, κ.λπ.). Τό γεγονός τῆς ὑποβολῆς πολλῶν αἰτήσεων διαφόρων μή ἐκκλησιαστικῶν φορέων, Συλλόγων, Σωματείων, ἀκόμη καί ἰδιωτῶν διά τήν ἁγιοποίησι προσώπων εἶναι κατά τήν ἄποψί μου ἕνα ἀκόμη σημεῖον κοσμικοποιήσεως τοῦ ζητήματος, φανερώνει τό ἀντικανονικόν τοῦ πράγματος καί τό ἀπαράδεκτον τῆς ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς. Εἶναι ὄντως ἀνεπίτρεπτον νά λαμβάνωνται ἀπό τήν ᾿Εκκλησίαν τοιαῦται ἀποφάσεις μέ κοσμικά κριτήρια. Τό γεγονός τοῦτο, δηλαδή τῆς ἐν τάχει καί σωρηδόν ἁγιοποιήσεως ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, θεωρῶ ὡς «σημεῖον τῶν καιρῶν» καί μέ καταλαμβάνει φόβος καί τρόμος, ὅταν βλέπω λαϊκούς καί Κληρικούς, νά ἐπιδιώκουν τήν ἁγιοποίησι κάποιων μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Διά τοῦτο πιστεύω, ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικοί, ὅταν πρόκειται νά λαμβάνουν ἀποφάσεις διά τό τόσον σοβαρόν τοῦτο ἐκκλησιαστικό ζήτημα.