Ἔκνομος ἡ ἀνάμειξις τοῦ Πατριάρχου εἰς τὴν Κρήτην

σσ. Καί όσο δεν αντιδρούμε δεν θα είναι η τελευταία φορά.

 

Ἔκνομος ἡ ἀνάμειξις τοῦ Πατριάρχου εἰς τὴν Κρήτην

Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος, Θεολόγος

   Τὸ Νοέμβριον καὶ Δεκέμβριον τοῦ 2019 ὁ Πατριάρχης Κων/λεως καὶ ἡ ὑπ’ αὐτοῦ διοριζομένη Σύνοδος εἰς τὸ Φανάρι ἐξέλεξαν καὶ ἐχειροτόνησαν τὸν Ἡγούμενον τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων Ἀρχιμανδρίτην Δαμασκηνὸν (Λιονάκην) ὡς Ἐπίσκοπον Δορυλαίου καὶ τὸν Ἡγούμενον τῆς Ἱ. Μ. Γουβερνέτου Ἀρχιμανδρίτην Εἰρηναῖον (Βερυκάκην) ὡς Ἐπίσκοπο Εὐμενείας. Τὴν 17ην Νοεμβρίου 2023 κατέστη γνωστὸν ἀπὸ ἀνακοινωθὲν τῆς αὐτῆς Συνόδου ὅτι «εὐρείας συζητήσεως γενομένης, ἐπέβαλεν εἰς αὐτοὺς ὁμοφώνως τὴν ποινὴν τοῦ περιορισμοῦ ἄχρι καιροῦ εἰς τὰς οἰκείας αὐτῶν Ἱερὰς Μονάς». Διατὶ ὁ Πατριάρχης ἀναμειγνύεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης; Οἱ «προβιβασμοὶ» καὶ «ὑποβιβασμοὶ» ποῖον ἐκθέτουν καὶ ποῖα προβλήματα δημιουργοῦν;

Ἔχει δικαίωμα τὸ Φανάρι νὰ ἐκλέγη Ἐπισκόπους εἰς Κρήτην;

  Ἅπασαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι διοικοῦνται ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τοῦ ἑκασταχοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου. Εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν ἡ ἐκλογή, χειροτονία καὶ ἐγκατάστασις Ἐπισκόπων ἦτο ἀντικανονικὴ ἀλλὰ καὶ παράνομος διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:

1) Δὲν ὑφίστανται Βοηθοὶ Ἐπίσκοποι, δηλ. Ἐπίσκοποι ἄνευ ποιμνίου, τῶν Ἱ. Κανόνων ἀπαγορευόντων αὐτοὺς (Κανὼν ΣΤ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς, Θ΄ τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς κ.ἄ.).

2) Ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἑκασταχοῦ Ἐπισκόπου ὀφείλει νὰ γίνεται κατὰ τοὺς Ἱ. Κανόνας μὲ τὴν συμμετοχὴν τοῦ πληρώματος ὑπὸ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (Κανὼν A΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, Δ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, Γ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς κ.ἄ.).

3) Κατ’ ἐξαίρεσιν καὶ ἀκρωτάτην οἰκονομίαν ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης (ΚΧΕΚ) προβλέπει τὴν ἐκλογὴν βοηθοῦ Ἐπισκόπου, ὡστόσον:

α) ἐτοποθετήθησαν δύο βοηθοὶ Ἐπίσκοποι ἀντὶ ἑνός, καταλύοντας τὸ ἄρθρον 41 τοῦ ΚΧΕΚ,

β) οἱ βοηθοὶ δὲν προσελήφθησαν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, ἀλλὰ κατεστάθησαν εἰς Ἱ. Μονάς, καταλύοντας τὸ ἄρθρον 41 τοῦ ΚΧΕΚ,

γ) ἀμφότεροι δὲν ἐξελέγησαν ἀπὸ τὴν Ἱ. Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον τῆς Κρήτης ἀλλὰ ἐκ τῆς τοῦ Φαναρίου, καταλύοντας τὸ ἄρθρον 43 τοῦ ΚΧΕΚ,

δ) δὲν κατηρτίσθη διὰ τὴν ἐκλογὴν τὸν «τριπρόσωπον» προτεινόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, καταλύοντας τὸ ἄρθρον 43 τοῦ ΚΧΕΚ.

Ἔχει δικαίωμα τὸ Φανάρι νὰ κρίνη Ἐπισκόπους εἰς Κρήτην;

Ἡ Συνοδικὴ κρίσις καθὼς καὶ ἡ ἐπιβολὴ ποινῆς εἰς τοὺς ἐν λόγῳ Βοηθοὺς Ἐπισκόπους εἶναι ἐξίσου ἀντικανονικὴ καὶ παράνομος διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:

1) Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἐπίσκοποι εἰς Κρήτην δικάζονται ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν Δικαστήριον τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης κατὰ τὸ ἄρθρον 65 τοῦ ΚΧΕΚ, τὸ ὁποῖον παρέβη τὸ Φανάρι ἀντιποιούμενον ἑτέραν ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν.

2) Οἱανδήποτε ποινὴν ἀπὸ τὴν ἁπλῆν μομφὴν ἕως τὴν ἑξάμηνον ἀργίαν εἰς Ἐπισκόπους ἐπιβάλλει ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὸ ἐνταῦθα Συνοδικὸν Δικαστήριον κατὰ τὸ ἄρθρον 66 τοῦ ΚΧΕΚ, τὸ ὁποῖον ὁμοίως κατεπάτησε τὸ Φανάρι ὁρίζον ποινὴν ἐγκλεισμοῦ.

3) Ἡ Ἱ. Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως δύναται νὰ λειτουργήση ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ὡς δευτεροβάθμιον δικαστήριον Ἐπισκόπων διὰ τὰς ὑποκειμένας εἰς αὐτὴν Ἱ. Μητροπόλεις κατὰ τοὺς Ἱ. Κανόνας, ἀλλὰ καὶ ὡς προβλέπει τὸ ἄρθρον 67 τοῦ ΚΧΕΚ, τὸ ὁποῖον κατεπατήθη.

Ἔχει δικαίωμα τὸ Φανάρι νὰ ἀναμειγνύεται εἰς τὰς Ἱ. Μονὰς εἰς Κρήτην;

  Ἡ ἀνάμειξις τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως εἰς οἱασδήποτε Ἱ. Μονὰς πλὴν τῆς περιφερείας τῆς Πόλεως εἶναι προδήλως ἀντικανονική. Τὸ Φανάρι ὅμως ἐγείρει τὴν ἔνστασιν ὅτι αἱ Ἱ. Μοναὶ Γουβερνέτου καὶ Τζαγκαρόλων ἀποτελοῦν «Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια» καὶ ἀξιώνει δικαιώματα ἐπεμβάσεως. Διὰ τὰς συγκεκριμένας, ὡστόσον, Ἱερὰς Μονὰς καὶ πάλιν προκύπτει ὅτι κάθε ἐνέργεια τοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ παράνομος, διότι:

  1) Τὸ ἄρθρον 89, παράγραφος 2, (πρβλ. καὶ ἄρθρον 111) τοῦ ΚΧΕΚ ὁρίζει σαφῶς ὅτι εἰς τὰς Σταυροπηγιακὰς Μονὰς διατηρεῖται μόνον ἡ μνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Κων/λεως,  ἐνῷ «ἡ διοίκησις τῶν Μονῶν καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ἐπ’ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπὸ τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐφαρμοζούσης καὶ ἐπὶ τῶν Μονῶν τούτων τὰς ἰσχυούσας διὰ τὰς λοιπὰς ἐν Κρήτῃ Μονὰς διατάξεις». Τὰ Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια τῆς Κρήτης ἐξισώνονται πλήρως μὲ τὰς ὑπολοίπους Ἱ. Μονάς, εἰς τὰς ὁποίας τὰ κανονικὰ καὶ ἀπαράγραπτα δικαιώματα κατέχει μόνον ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης συμφώνως καὶ πρὸς τοὺς Ἱ. Κανόνας. Ἑπομένως, ἡ πρᾶξις τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου νὰ διοικήση καὶ νὰ ἐλέγξη αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀντικανονική, οὔτε μόνον παράνομος, ἀλλὰ καὶ πασιφανῶς ἀθέτησις τῶν συμπεφωνημένων μεταξὺ Πατριαρχείου Κων/λεως – Κράτους – Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.

  2) Τὸ σταυροπηγιακὸν καθεστὼς τῶν ἐν λόγῳ Ἱ. Μονῶν, ὅπως τὸ θεωρεῖ τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως, εἶναι ὅλως ἀντικανονικόν:

α) Οἱ Ἱ. Κανόνες ἀναγνωρίζουν πάντοτε καὶ ἀποκλειστικῶς τὸν ἑκασταχοῦ οἰκεῖον Ἐπίσκοπον ὡς ὑπεύθυνον διὰ τὰς Ἱ. Μονὰς τῆς Ἐπαρχίας του (Κανὼν ΛΑ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κ.ἄ.), τῶν Σταυροπηγίων εὑρισκομένων ἐκτὸς κανονικότητος.

β) Διαπρεπεῖς Κανονολόγοι ἔχουν ἐπανειλημμένως τονίσει ὅτι εἶναι ἀντικανονικά, ὡς ὁ βυζαντινὸς Ἀγκύρας Νικήτας (γράφων χαρακτηριστικὰ «τὸ διὰ σταυροπηγίων ἐπικτᾶσθαι μοναστήρια, καὶ γὰρ ὀκνῶ λέγειν ὡς καὶ παρὰ τοὺς θείους κανόνας ἐστὶ καὶ ὡς ἀθέτησις μᾶλλον καὶ πλεονεξίας ὑποτύπωσις», βλ. Darrouzes J., Dosuments Inedits D’ Ecclesiologie Byzantine, Paris 1966, σ. 222), ὁ Τρανσυλβανίας Ἀνδρέι Σαγκούνα (Compendium des Kanonischen Rechts, Hermannstadt 1868, σ. 199-203), κ.ἄ. Ἦσαν ἄλλωστε βασιλικαί ἀπαιτήσεις.

γ) Εἰς τὸ Ἱ. Πηδάλιον (σ. 33) ἀναφέρεται ὅτι: «ὅπου δὲ σταυρὸς Πατριαρχικὸς δὲν ἐβάλθη ἀπὸ τὴν ἀρχὴν εἰς τὰ θεμέλια, ἐκεῖ ὁ κατὰ χώραν Ἀρχιερεὺς ἐξουσιάζει… δὲν πρέπει νὰ γίνωνται Πατριαρχικὰ Σταυροπήγια τὰ ὄντα οἰκοδομημένα Μοναστήρια μετὰ τὴν οἰκοδομήν, ἀλλὰ πρὸ τῆς οἰκοδομῆς. Καὶ ἀπὸ αὐτά, μερικὰ μόνον, κατὰ φιλοτιμίαν…». Ὅστις μελετήση προσεκτικῶς τὴν ἱστορίαν τῶν Ἱ. Μ. Γουβερνέτου καὶ Τζαγκαρόλων θὰ διαπιστώση ὅτι δὲν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς Σταυροπήγια ,ἀλλὰ κατέστησαν πολὺ μεταγενέστερα ἕνεκα προστασίας ἐκ τῶν ἀλλοφύλων κατακτητῶν. Παραλλήλως, ἡ Ἱ. Μητρόπολις Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου, ὅπου ὑπάγονται, ἔχει ἕξι Ἱ. Μονάς, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ τρεῖς (Γουβερνέτου, Τζαγκαρόλων, Χρυσοπηγῆς) ἔχουν μοναχοὺς καὶ εἶναι Σταυροπήγια, ἐνῶ αἱ ἕτεραι τρεῖς τυπικῶς εἶναι Ἱ. Μοναί. Δὲν εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ἐμπίπτουν εἰς ὅσα ἀναφέρει τὸ Πηδάλιον; Ἀφ’ ἑνὸς ἔγιναν Σταυροπήγια «μετὰ τὴν οἰκοδομὴν» καὶ ἀφ’ ἑτέρου δὲν πρόκειται διὰ «μερικὰ κατὰ φιλοτιμίαν», ἀλλὰ διὰ τὸ κραταιῶν ἥμισυ τῶν μοναστηρίων!

δ) Εἰς Σιγίλλιον τοῦ 1235 μ.Χ. ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γερμανὸς γράφει: «κἄν τι ποὺ ἴσως ὁ χρόνος διέκοψε καὶ ἀφείλετο προφάσει τῶν πρωτοτύπων, καὶ αὐτοῖς ὑποκείμενα, πατριαρχικὰ λογίζεσθαι κακεῖνα πεποίηκε τὰ μηδὲ τὴν ἀρχὴν ἐσχηκότα πατριαρχικὸν σταυροπήγιον, ἀλλ’ ἡ μετριότης ἡμῶν τοῖς ἐγχωρίοις ἀρχιερεῦσι τῶν τοιούτων παραχωρεῖ, κἄν γὰρ ἐξόχως ἀντέχηται τῶν ὅσα τῇ πατριαρχικῇ προσήρμοσεν ἐξουσίᾳ, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τῶν ἀλλοτρίων ἐρᾶ, ὥστε τὰ μηδὲν αὐτῇ προσήκοντα σφετερίζεσθαι». Εἰς αὐτὰς τὰς γραμμὰς θεωροῦμεν ὅτι ἀποτυπώνεται ἡ αὐθεντικὴ παράδοσις, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ὅσα μοναστήρια ἢ ναοὶ εἴτε ἐσφαλμένως ἐθεωρήθησαν Σταυροπήγια εἴτε αἱ περιστάσεις ὡδήγησαν δι’ ἱκανοῦ μεσολαβήσαντος χρόνου νὰ λησμονηθῆ ἡ πατριαχικὴ τιμὴ πρέπει νὰ παραχωροῦνται εἰς τὴν διοίκησιν τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου. Αἱ Ἱ. Μ. Γουβερνέτου καὶ Τζαγκαρόλων, ὡς γνωστόν, κατὰ ἱστορικὰ διαστήματα περιέπεσον εἰς τελείαν παρακμὴν ἢ ἐρημώθησαν καὶ αὐτὸ μόνον ἀρκεῖ, διὰ νὰ δικαιολογήση τὴν ὀρθὴν ἀπόφασιν νὰ ὑπάγωνται εἰς τὸν κυριάρχην Τοπικὸν Ἐπίσκοπον. Αἱ πρόσφατοι ἀξιώσεις ἀπὸ τὸ Φανάρι προσκρούουν εἰς τὴν σοφὴν ἀρχὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ νὰ παραχωρῆ καὶ ὄχι νὰ διεκδικῆ.

ε) Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμὼν ἀναφερόμενος εἰς τὰ Σταυροπήγια, ἑρμηνεύων τὸν ΛΑ΄ Ἀποστολικὸν γράφει: «οἱ κατὰ χώραν μητροπολῖται, καὶ ἐπίσκοποι, γογγύζουσι κατὰ τῶν ζητούντων σταυροπήγια, πατριαρχικὰ εἰς τὰς ἐνορίας αὐτῶν. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ πολλάκις τινὲς ὤχλησαν τὰς βασιλικὰς καὶ πατριαρχικὰς ἀκοάς, ζητοῦντες περιαιρεθῆναι τὴν δόσιν τῶν πατριαρχικῶν σταυροπηγίων… ἀλλ’ οὐκ εἰσηκούσθησαν…». Διαφαίνεται ὅτι διαχρονικῶς τὸ ζήτημα αὐτὸ προεκάλει τριβὰς μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων καὶ τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως καὶ ὅτι ἂν ἐξέλειπε θὰ ἐξωμαλύνοντο αἱ σχέσεις. Ὁ τρόπος καταργήσεως ἦτο ἡ συγκατάθεσις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ ἡ συμφωνία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς. Πράγματι, εἰς τὴν σύγχρονον ἐποχὴν «εἰσηκούσθησαν» οἱ Μητροπολῖται ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος καὶ διὰ τοῦτο ὑφίσταται τὸ παρὸν καθεστὼς εἰς τὰ Σταυροπήγια τῆς Μεγαλονήσου, ἔπειτα ἀπὸ τὴν συμφωνίαν Πατριαρχείου Κων/λεως – Κράτους – Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καὶ δὲν δύναται νὰ διαταραχθῆ ἐπ’ οὐδενί, καθὼς θὰ ἀποβῆ εἰς βάρος τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας.

  Δὲν γράφονται αὐτὰ τὰ κανονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ τεκμήρια, διὰ νὰ ὑπάρξη ἀναστάτωσις τοῦ παραδεδομένου θεσμικοῦ πλαισίου, ὡς αὐτὸ ἀποτυπώνεται εἰς τὸν ΚΧΕΚ, ἀλλὰ τουναντίον διὰ νὰ φωτισθοῦν αἱ πραγματικαὶ διαστάσεις τῶν σχετικῶν ἄρθρων τοῦ Χάρτου. Ἂν κατ’ ἀκρωτάτην οἰκονομίαν ἁπλῶς ἀνέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν καταχώρησιν τῶν Ἱ. Μ. Γουβερνέτου καὶ Τζαγκαρόλων ὡς Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων, πόθεν πηγάζει ἡ ἐκ μέρους τοῦ Φαναρίου ἐπιβολὴ ἀσκήσεως δικαιωμάτων κρίσεως καὶ χειροτονίας Ἐπισκόπων; Ἀντὶ νὰ εἶναι εὐγνῶμον τὸ Φανάρι ὅτι χάριτος ἕνεκεν μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Κων/λεως εἰς Ἱ. Μονὰς τῆς Κρήτης, διεκδικεῖ ὡς μὴ ὤφειλε τὴν πλήρη κυριότητα; Κατὰ τὸ λαϊκὸν «ἐκεῖ ποὺ μᾶς χρωστοῦσαν, μᾶς πῆραν καὶ τὸ βόδι»;

Ἔκνομος καὶ μὴ Κανονικ ἡ «παρ’ ἐνορίᾳ» πρᾶξις τοῦ Φαναρίου

  Μὲ τὰς ἀποφάσεις της διὰ τὰς Ἱ. Μονάς, ἡ διορισμένη Ἱ. Σύνοδος τοῦ Φαναρίου παραβιάζει κατάφορα καὶ ἐξακολουθητικῶς τοὺς Ἱ. Κανόνας, οἱ ὁποῖοι εἶναι κατωχυρωμένοι ἀπὸ τὸ Σύνταγμα, καθὼς καὶ τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος εἶναι νόμος τοῦ Κράτους! Ἡ Δικαιοσύνη αὐτεπαγγέλτως ὀφείλει νὰ ἐπιληφθῆ τοῦ ζητήματος.

  Προσέτι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κρήτης ὀφείλει νὰ ἀναλογισθῆ: τί θὰ συμβῆ ἂν τὸ Φανάρι ἀποφασίση νὰ ἐπεκτείνη αὐθαιρέτως τὰ Σταυροπήγια καὶ νὰ χειροτονήση ὅλους τοὺς Ἡγουμένους Ἐπισκόπους; Θὰ ὑπάρχη μία παράλληλος σκιώδης Ἱεραρχία ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας ἢ εὐτελισμὸς τῆς Ἀρχιερωσύνης;

  Ἐπὶ αἰῶνας ἡ λεβεντογέννα Κρήτη, αὐτόνομος καὶ αὐτάρκης, διετέλεσεν εὐδοκίμως καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διακονίαν της. Εἰς περίοδον γεωπολιτικῶν ἀναθεωρήσεων, τὸ ἐλάχιστον τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ διαφυλάξη ἡ Πολιτεία διὰ τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοικήσεως εἶναι ἡ διατήρησις τοῦ ἀπερισπάστου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ ἀλλοτρίων ἐπεμβάσεων ἔξωθεν.

  Οἱ Ἱεράρχαι τῆς Κρήτης νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὔρυθμον λειτουργίαν τῆς Ἐκκλησίας των, καθὼς κατέχουν τὸ ἰσχυρότερον ὅπλον: τὸ δίκαιον, τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἠθικόν. Οἱαδήποτε ἀντικανονικότης καὶ παρανομία πρέπει νὰ παύση ἄμεσα.

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος