Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ἕνα περιστατικό ἀπό τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς Θείου Βρέφους: ὅταν ἡ ἁγία οἰκογένεια διέφυγε ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη καὶ πορευόταν στὴν Αἴγυπτο, ἐμφανίστηκαν καθ’ὁδόν κάποιοι ληστὲς, μὲ πρόθεση νὰ κατακλέψουν τοὺς ὁδοιπόρους. Ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ ὁδηγοῦσε τὸ γαϊδουράκι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν φορτωμένα τὰ λίγα ὑπάρχοντά τους καὶ ὅπου ἐπέβαινε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, κρατώντας στὸ στῆθος της τὸν Υἱό της. Οἱ ληστὲς ἅρπαξαν τὸ γαϊδουράκι μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ὁδηγήσουν μακριὰ, καὶ ἕνας ἀπ’αὐτοὺς πλησίασε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ δεῖ τὶ κρατοῦσε κατάστηθα. Μόλις ἀντίκρυσε τὸν Χριστό-νήπιο, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν ἀσυνήθιστη ὀμορφιά Του καὶ τότε, μέσα στὴν ἔκπληξή του, ἀναφώνησε: «Καὶ ὁ Θεὸς ἄν ἔπαιρνε σάρκα ἀνθρώπινη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πιὸ ὄμορφος ἀπ’ αὐτὸ τὸ Παιδί!». Κατόπιν ὁ ληστὴς πρόσταξε τοὺς συνεργοὺς του νὰ μὴν ἁρπάξουν τίποτα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ὁδοιπόρους.
Ἔμπλεως εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν γενναιόδωρο αὐτὸ ληστή, ἡ Παναγία Θεοτόκος τοῦ εἶπε: «Γνώριζε ὅτι τὸ Παιδὶ αὐτὸ θὰ σὲ ἀνταμείψει μὲ ἀνταμοιβὴ μεγάλη, ἐπειδὴ ἐσὺ σήμερα Τὸν προστάτευσες».
Τριάντα τρία χρόνια ἀργότερα ὁ ἴδιος ἄνθρωπος κρεμόταν στὸν Σταυρὸ, γιὰ τὰ παραπτώματά του, ἐσταυρωμένος ἐκ δεξιῶν τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δυσμᾶς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἐξ ἀριστερῶν, ληστῆ ἦταν Γεστᾶς. Βλέποντας ὁ Δυσμᾶς τὸν Δεσπότη, τὸν ἀθῶο καὶ ἀναμάρτητο Ἰησοῦ Χριστὸ, ἐσταυρωμένο, μετανόησε γιὰ κάθε κακὸ ποὺ εἶχε κάνει στὴ ζωὴ του. Ὅταν ὁ Γεστᾶς βλασφήμησε ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ὁ Δυσμᾶς Τὸν ὑπερασπίστηκε λέγοντας: οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε (Λουκ. 23, 41).
Ὁ Δυσμᾶς ἑπομένως ἦταν ὁ σοφὸς ληστὴς στὸν ὁποῖον εἶπε ὁ Χριστός μας: ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (Λουκ. 23, 43). Ὁ Κύριος χάρισε τὸν Παράδεισο σ’ αὐτὸν ποὺ Τοῦ χάρισε τὴ ζωὴ ὅταν ἦταν Παιδί!
(Ἀπό τὸν Πρόλογο τῆς Ἀχρίδος, τόμ. Δεκεμβρίου, σ. 248)
Ἐπιμέλεια: Νῖκος Κυριακίδης