Η ιστορικότητα του Ιησού μέσα από το βιβλικό και εξωβιβλικό περιβάλλον
Ιωάννη Βελιτσιάνου, Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Εκκινώντας από σύγχρονα δημοσιεύματα, που αφορούν στην αμφισβήτηση της “ιστορικότητας του Ιησού”, θα αναφερθούμε στο
θέμα αυτό, με κάθε δυνατή συντομία, αντλώντας στοιχεία από βιβλικές και εξωβιβλικές πηγές, μέσα από τις οποίες αποδεικνύεται με ξεκάθαρο τρόπο η ιστορική και θεολογική πλευρά του προσώπου και του έργου του Ιησού.
Οι όποιες αμφιβολίες υπήρξαν ή υπάρχουν, περί της ιστορικής υπάρξεως του Ιησού, εμφανίστηκαν μετά τον 17ο αιώνα μ.Χ., όταν στα τέλη του 18ου αιώνα μερικοί Ευρωπαίοι διαφωτιστές και διανοούμενοι άρχισαν να εφαρμόζουν τη φιλολογική και ιστορική κριτική στα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Οι πιο σημαντικές έρευνες, ξεκίνησαν κατά τις αρχές του 20ού αιώνα από τους δυτικούς καινοδιαθηκολόγους, ενώ αργότερα και
από Έλληνες ερμηνευτές, όπως ενδεικτικά παρακάτω αναφέρω: R. Bultmann, Jesus Christus und die Mythologie : das Neue Testament im Licht der Bibelkritik, 1964. E. Käsemann, Das Problem des historischen Jesus, 1964. E. P. Sanders, Jesus and Judaism, 1985 και Τhe Historical Figure of Jesus, 1993. A. Schweitzer, Die Geschichte der Leben - Jesus – Forschung, α΄ έκδ. 1906. Σ. Αγουρίδη ,” Η αναζήτηση του ιστορικού Ιησού από τη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη”, στο Δελτίο Βιβλικών Μελετών 1986. Ι. Καραβιδόπουλου, «Η τρίτη αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού», Δελτίο Βιβλικών Μελετών 21-22 (2002-2003. Π. Ανδριόπουλου, Το πρόβλημα του «ιστορικού Ιησού» εν τη συγχρόνω ερμηνευτική της Κ. Δ. υπό το φως της θεολογίας Κυρίλλου του Αλεξανδρείας, 1975. Γ. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, 1991, κ. ά.
Η αρχική άποψη του R. Bultmann, “ότι τα ευαγγέλια μας οδηγούν πίσω στην πρώτη εκκλησία, στην πίστη της Ανάστασης, όχι όμως και στον ιστορικό Ιησού”, σηματοδοτεί και την έναρξη μιας νέας αναζήτησης και έρευνας για τον Ιστορικό Ιησού. Αργότερα, ο E. Käsemann, όπως υποστηρίζει, δεν βλέπει τόσο στεγανή ασυνέχεια μεταξύ του Ιησού της ιστορίας και του Χριστού της πίστης, θεωρώντας ότι χωρίς τη συνέχεια ανάμεσα στον Ιησού της ιστορίας και στον Χριστό του χριστιανικού κηρύγματος η πίστη και το κήρυγμα δεν θα είχαν κανένα απολύτως νόημα”, (Βλ. περισσότερα, Ι. Καραβιδόπουλου, “Η έρευνα του «Ιστορικού Ιησού» στην Ορθόδοξη Θεολογία”, https://www.academia.edu/).
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να αναθερμάνει το ενδιαφέρον των ερευνητών, σχετικά με το θέμα της έρευνας του “Ιστορικού Ιησού”. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρχαιολογικές έρευνες, συνέβαλαν σημαντικά στη γνώση για τον ιστορικό Ιησού και την εποχή του. Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας μας έδωσαν αρκετές πληροφορίες σχετικά με το ιουδαϊκό περιβάλλον του Ιησού (Βλ. Δ. Καϊμάκη, Τα χειρόγραφα του Κουμράν και η θεολογία τους, 2004. C. H. Kraft, «Cultural Anthropology : its Means for Christian Theology», Theology Today 41 (1985). Β. Malina, Christian Origins and Cultural Anthropology, Atlanta 1986, κ.ά.).
Στην Ορθόδοξη Θεολογία δεν τέθηκε ποτέ θέμα ασυνέχειας μεταξύ ιστορικού Ιησού και Ιησού της πίστης της Εκκλησίας. Οι θεολόγοι – ερευνητές έγραψαν για τον ιστορικό Ιησού, αφού μελέτησαν το όλο θέμα μόνον από πλευράς απολογητικής, προσπάθησαν να απαντήσουν σ’ αυτούς που αμφέβαλλαν για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού και να ενισχύσουν την πίστη του Ορθοδόξου λαού, παραθέτοντας μαρτυρίες εθνικών συγγραφέων των πρώτων χριστιανικών αιώνων. (Βλ. Γρ. Παπαμιχαήλ, Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικόν πρόσωπον, 1921 και Π. Τρεμπέλα, Ιησούς ο από Ναζαρέτ, 1928).
Πολύ ενδεικτικά παραθέτουμε κάποιες αναφορές από το πλούσιο υλικό που μας παρέχουν οι εξωβιβλικές πηγές.
Η πρώτη πηγή, είναι το έργο «Αρχαιολογία των Ιουδαίων» (περίπου 93 μ.Χ.) του Εβραίου ιστορικού Φλάβιου Ιώσιπου. Μεταξύ άλλων, αναφέρει: “Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ, εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο: ὁ χριστὸς οὗτος ἦν. καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ' ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες: ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον”.
[ Μετάφραση: Έτσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άντρας, -αν είναι θεμιτό να τον αποκαλείς άνθρωπο, διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα- ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαβαίνουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Έλκυσε κοντά του και πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους Εθνικούς. Αυτός ήταν ο Χριστός και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρόταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στο σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκατέλειψαν αρχικά, διότι εμφανίστηκε σε εκείνους και πάλι την τρίτη μέρα, όπως τα είχαν προείπει οι θεϊκοί προφήτες και δέκα χιλιάδες άλλα θαυμάσια πράγματα σχετικά με αυτόν και η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα].
Η δεύτερη πηγή, είναι το έργο με τον τίτλο "Annales" (όπου καταγράφει την ιστορία της Ρώμης από το 14 έως το 68 μετά Χριστόν), του Ρωμαίου ιστορικού Πόπλιου Κορνήλιου Τάκιτου (π. 56-π. 117 μ.Χ), ο οποίος αναφέρει, τον Χριστιανισμό και το όνομα "Christus", μία λατινοποιημένη μορφή της ελληνικής λέξης "Χριστός" και έχει ως εξής: “ergo abolendo rumori Nero subdidit reos et quaesitissimis poenis adfecit, quos per flagitia invisos vulgus Chrestianos appellabat. auctor nominis eius Christus Tibero imperitante per procuratorem Pontium Pilatum supplicio adfectus erat; repressaque in praesens exitiablilis superstitio rursum erumpebat, non modo per Iudaeam, originem eius mali, sed per urbem etiam, quo cuncta undique atrocia aut pudenda confluunt celebranturque“. [ Μετάφραση: Ο Νέρων υπέδειξε άλλους ως ενόχους και υπέβαλε σε ιδιαίτερες τιμωρίες εκείνους τους οποίους ο λαός, μισώντας τους για τις ανομίες τους ονόμαζε χριστιανούς. Εκείνος από τον οποίον προήλθε το όνομα είναι ο Χριστός, ο οποίος θανατώθηκε επί της βασιλείας του Τιβέριου, όταν Έπαρχος ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Η προς καιρόν κατασταλείσα ολέθρια δεισιδαιμονία εμφανίστηκε πάλι όχι μόνο στην Ιουδαία, την εστία αυτού του κακού, αλλά και στην Πόλη (Ρώμη), όπου από παντού μαζεύονται και ακούγονται όλα τα κακά και τα αισχρά].
Η τρίτη πηγή είναι η επιστολή του Πλίνιου νομικού και ρήτορα, προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό, η οποία είχε ως θέμα την αντιμετώπιση μιας ομάδας Χριστιανών, που αρνούνταν να προσκυνήσουν τον αυτοκράτορα, αλλά προσκυνούσαν κάποιον "Christus". Ο Πλίνιος στην επιστολή, μεταξύ άλλων, γράφει τα εξής:
[...] Quod essent solid stato die ante lucem convenire, carmenque Christo quasi deo dicere secum invicem seque sacramento non in scelus aliquod obstringere, sed ne furta ne latrocinia ne adulteria commiterent, ne fidem fallerent, ne depositum adpellati, abnegarent. Quibus peractis morem sibi discendendi fuisse rursusque coeundi ad capiendum cibum, promiscuum tamen et innoxium [...]
— Επιστολή 10,96, Πλίνιος
Μετάφραση: [...] συνήθιζαν να συνέρχονται καθορισμένη μέρα πριν την ανατολής του ήλιου και να αναπέμπουν ύμνο στον Χριστό, όπως σε θεό και να προσεύχονται, δίνοντας όρκο, όχι για κάποιο έγκλημα, αλλά ότι δεν θα διέπρατταν απάτη, ληστεία ή μοιχεία, δεν θα παρέβαιναν την πίστη τους, ούτε θα αρνούνταν την ιερή τους παρακαταθήκη, ακόμη κι αν τους δίκαζαν [...]
Η τέταρτη πηγή είναι του έργο "Αληθής λόγος" του Κέλσου Αλεξανδρείας (β’ μισό 2ου αι. μ.Χ) . Ο Κέλσος ήταν επικούρειος φιλόσοφος, που μελέτησε την Αγία Γραφή και τα έργα των χριστιανών συγγραφέων, ο οποίος επιτέθηκε κατά της χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τα θαύματα του Ιησού και την πίστη γενικά των χριστιανών. Στο έργο του δεν αμφισβητεί την ιστορικότητα του Ιησού ως υπαρκτού προσώπου, αλλά απορρίπτει τη θεϊκή του υπόσταση χαρακτηρίζοντάς τον μάγο. Το έργο του "Αληθής Λόγος" δεν έφτασε ποτέ σε μας στην αρχική του μορφή, αλλά η ανασύνθεσή του σε ποσοστό άνω του 80% έγινε δυνατή, μέσα από τη διεξοδική ανασκευή των επιχειρημάτων του Κέλσου, που ετοίμασε ο Χριστιανός θεολόγος Ωριγένης στο απολογητικό του έργο "Κατά Κέλσου" (Contra Celsum).
Εν κατακλείδι, ιστορικά, γνωρίζουμε τον Ιησού Χριστό, αφενός, μέσα από την μαρτυρία των πρώτων μαθητών του, δηλαδή τα Ευαγγέλια και, αφετέρου, μέσα από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, η οποία βίωσε διαχρονικά και ζωντανά το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το μήνυμά του στην ανθρωπότητα.
Άλλωστε, η πρώτη χριστιανική Εκκλησία αποτελεί και θεωρείται για την σύγχρονη έρευνα τεκμήριο μεγίστης σημασίας, έναντι των άλλων διαφόρων ιστορικών ευρημάτων περί της “ιστορικής ύπαρξης” του Ιησού. Η λειτουργική εμπειρία της πρώτης Εκκλησίας, η οποία μεταδίδεται μέσω των Ευαγγελίων, μαρτυρεί τη συνέχεια μεταξύ ιστορικού Ιησού και Ιησού της πίστης της Εκκλησίας.
Είναι γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε και έδρασε στον κόσμο, ενώ οι μαθητές και οι μαθήτριές του και όσοι άλλοι τον είδαν και τον άκουσαν διέσωσαν αυτή την εμπειρία, στην αρχή προφορικά και, μετέπειτα, σε γραπτή μορφή. Ωστόσο, οι χριστιανοί που είναι κάτοχοι της παράδοσης αυτής, οφείλουν να την ερευνούν προσεκτικά με τη βοήθεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, έτσι ώστε να μην επηρεάζονται από μη επιστημονικές ειδήσεις και πληροφορίες.