17 Ιανουαρίου - Εορτή Μ. Αντωνίου - Από τον Όρθρον της εορτής - Συνοπτικός και αναλυτικός βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

                                            

ΜΕΣΩΔΙΑ ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ
Κά­θι­σμα τοῦ Ὁ­σί­ου.
Ἦ­χος πλ. δ´. Τὴν Σο­φί­αν καὶ Λό­γον.
Τὸν Σταυ­ρὸν τοῦ Κυ­ρί­ου ἄ­ρας σο­φέ, καὶ αὐ­τῷ μέ­χρι τέ­λους ἀ­κο­λου­θῶν, τὸν νοῦν οὐχ ὑ­πέ­στρε­ψας, ἐν τῷ κό­σμῳ θε­ό­σο­φε· ἀλλ᾿ ἐγ­κρα­τεί­ας πό­νοις, τὰ πά­θη ἐ­νέ­κρω­σας, καὶ να­ὸν ἡ­τοί­μα­σας, σαυ­τὸν τῷ Κυ­ρί­ῳ σου· ὅ­θεν χα­ρι­σμά­των, ἀ­μοι­βὴν ἐ­κο­μί­σω, ἰ­ᾶ­σθαι νο­σή­μα­τα, καὶ δι­ώ­κειν τὰ πνεύ­μα­τα, θε­ο­φό­ρε Ἀν­τώ­νι­ε. Πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, τῶν πται­σμά­των ἄ­φε­σιν δω­ρή­σα­σθαι, τοῖς ἑ­ορ­τά­ζου­σι πό­θῳ, τὴν ἁ­γί­αν μνή­μην σου.
Δό­ξα... Καὶ νῦν... Θε­ο­το­κί­ον.
Ὡς πα­νά­μω­μος Νύμ­φη τοῦ Ποι­η­τοῦ, ὡς ἀ­πεί­ραν­δρος Μή­τηρ τοῦ Λυ­τρω­τοῦ, δο­χεῖ­ον ὡς ὑ­πάρ­χου­σα, τοῦ Πα­ρα­κλή­του πα­νύ­μνη­τε, ἀ­νο­μί­ας με ὄν­τα, αἰ­σχρὸν κα­τα­γώ­γι­ον, καὶ δαι­μό­νων παί­γνι­ον, ἐν γνώ­σει γε­νό­με­νον, σπεῦ­σον καὶ τῆς τού­των, κα­κουρ­γί­ας με ῥῦ­σαι, λαμ­πρὸν οἰ­κη­τή­ρι­ον, δι᾿ ἀ­ρε­τῆς ἀ­παρ­τί­σα­σα, Φω­το­δό­χε ἀ­κή­ρα­τε· δί­ω­ξον τὸ νέ­φος τῶν πα­θῶν, καὶ τῆς ἄ­νω με­θέ­ξε­ως ἀ­ξί­ω­σον, καὶ φω­τὸς ἀ­νε­σπέ­ρου πρε­σβεί­αις σου.
Απὸ τὶς ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ
Τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς.

(ᾨ­δὴ α´. Ἦ­χος γ´.
Χέρ­σον ἀ­βυσ­σο­τό­κον πέ­δον * ἥ­λι­ος ἐ­πε­πό­λευ­σέ πο­τε· * ὡ­σεὶ τεῖ­χος γὰρ ἐ­πά­γη * ἑ­κα­τέ­ρω­θεν ὕ­δωρ * λα­ῷ πε­ζο­πον­το­πο­ροῦν­τι * καὶ θε­α­ρέ­στως μέλ­πον­τι· * ᾌ­σω­μεν τῷ Κυ­ρί­ῳ, * ἐν­δό­ξως γὰρ δε­δό­ξα­σται.

ᾨ­δὴ γ´.
Τὸ στε­ρέ­ω­μα * τῶν ἐ­πὶ σοὶ πε­ποι­θό­των, * στε­ρέ­ω­σον, Κύ­ρι­ε, * τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν, * ἣν ἐ­κτή­σω τῷ τι­μί­ῳ σου αἵ­μα­τι.
Θε­ο­τό­κε, ἡ ἐλ­πὶς *
πάν­των τῶν Χρι­στι­α­νῶν, *
σκέ­πε, φρού­ρει, φύ­λατ­τε *
τοὺς ἐλ­πί­ζον­τας εἰς σέ.
Ἐν νό­μου σκι­ᾷ καὶ γράμ­μα­τι * τύ­πον κα­τί­δω­μεν οἱ πι­στοί· * πᾶν ἄρ­σεν τὸ τὴν μή­τραν δι­α­νοῖ­γον * ἅ­γι­ον Θε­ῷ· * δι­ὸ πρω­τό­το­κον Λό­γον, * Πα­τρὸς ἀ­νάρ­χου Υἱ­όν, * πρω­το­το­κού­με­νον Μη­τρὶ * ἀ­πει­ράν­δρῳ, με­γα­λύ­νο­μεν.


Από τοὺς ΑΙΝΟΥΣ
Ἦ­χος πλ. δ´.
Ἦ­χος πλ. δ´. Ὢ τοῦ πα­ρα­δό­ξου θαύ­μα­τος.
Ὅ­σι­ε Πά­τερ Ἀν­τώ­νι­ε, σὺ τὸν ζυ­γὸν τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­πὶ ὤ­μων ἀ­ρά­με­νος, τῷ Σταυ­ρῷ τὴν ἔ­παρ­σιν, τοῦ Σα­τᾶν κα­τα­βέ­βλη­κας, καὶ τὰς ἐ­ρή­μους, πό­λεις ἀ­νέ­δει­ξας, δι­ὰ τοῦ τρό­που τῆς πο­λι­τεί­ας σου. Ὦ παμ­μα­κά­ρι­στε, ἀ­σκη­τῶν τὸ καύ­χη­μα, δι­ὸ Χρι­στόν, ἀ­παύ­στως ἱ­κέ­τευ­ε, ἐ­λε­η­θῆ­ναι ἡ­μᾶς.
Ὅ­σι­ε Πά­τερ Ἀν­τώ­νι­ε, δι­ὰ τὴν ὄν­τως ζω­ήν, ἐν τῷ μνή­μα­τι κέ­κλει­σαι, μη­δό­λως πτο­ού­με­νος, προ­σβο­λὰς τοῦ ἀ­λά­στο­ρος, τὰς με­τὰ κτύ­πων καὶ κρό­των Ὅ­σι­ε· ταῖς δὲ εὐ­χαῖς σου, ταύ­τας ἠ­δά­φι­σας. Ὦ καρ­τε­ρό­ψυ­χε, τῆς ἐ­ρή­μου πρώ­ταρ­χε, δι­ὸ καὶ νῦν, πάν­τες σε γε­ραί­ρο­μεν, καὶ μα­κα­ρί­ζο­μεν.

Πά­τερ Πα­τέ­ρων Ἀν­τώ­νι­ε, τῇ ἀ­κο­ρέ­στῳ στορ­γῇ, τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῷ ἔ­ρω­τι, τὴν ψυ­χὴν κι­νού­με­νος, ἐν ἐ­ρή­μοις ἐ­ζή­τη­σας, αὐ­τὸν θο­ρύ­βους, ἐκ­κλί­νας ἅ­παν­τας· καὶ μό­νος τού­τῳ, μό­νῳ ὡ­μί­λη­σας, νο­ῒ ἑ­νού­με­νος, καὶ φω­τὸς πλη­ρού­με­νος· ᾧ καὶ ἡ­μῶν, τὰς ψυ­χὰς κα­ταύ­γα­σον, τῶν ἀ­νυ­μνούν­των σε.


Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Στίχ. Ἔχει τι μεῖζον οὐρανὸς καὶ τῶν Νόων,
Ἔξαρχον Ἀντώνιον, Ἀσκητῶν ἔχων.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν.


Συνοπτικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 στὴν πόλη Κόμα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους. Ἔζησε στὰ χρόνια των αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305) καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἶς εὕρισκεν ἡρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὰ ἡλικία, περίπου 18 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο: «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴ ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ ἐφύλαξε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.
Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρυνὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες μέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντὰ στὰ ἐρείπια ἑνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕνα γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικῆς τελείωσης ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμη ἐν ζωῇ, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὴ στιγμὴ ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μιὰ τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερᾶς καὶ ἀσώματης φύσεως.
Τὸ 311, κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307-313) κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ὑψηλὸ κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευε δὲ τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ᾿ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς τόσο, ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σ᾿ αὐτόν, σὰν νὰ ἦταν πατέρας τους, καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείω ἅλατι καὶ χαρίεντα». Ἐδίδασκε τοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγσθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μιὰ δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος συγκρινόμενος πρὸς τὸν μέλλοντα αἰώνα. Γὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰωνίων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356. Ἂν καὶ ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἐμόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο, ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ (561), κατατέθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 565, μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.


Ἀναλυτικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου
Σὲ κανέναν Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἔκανε τόσες καὶ τέτοιες ἄγριες ἐπιθέσεις πειρασμῶν ὁ διάβολος, ὅσες στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Μεταχειρίστηκε ὁ δόλιος ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ τὸν γκρεμίσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Πάμπλουτος ἀλλὰ ἀγράμματος Τὸ 251 μ.Χ. γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο ἕνα μεγάλο καὶ φωτεινὸ ἀστέρι τῆς χριστιανοσύνης: Ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ἰδιαίτερη πατρίδα του ἤτανε ἕνα μικρὸ χωριό, Κόμα ὀνομαζόμενο, ποὺ βρισκόταν ἀνατολικὰ τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Νείλου, στὴν Νότιο Μέμφιδα.
Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Μπορούσανε νὰ δώσουμε μεγάλη μόρφωση στὸν μικρό τους Ἀντώνιο καὶ νὰ τὸν ἀναδείξουν μεγάλο ἐπιστήμονα, ἀλλὰ τοὺς φόβιζε ἡ συναναστροφὴ στὸ σχολεῖο μὲ τὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν. Δὲν θέλανε νὰ χάσει τὴν πίστη του τὸ παιδί τους, ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Προτιμούσανε νὰ δοῦνε τὸ παιδί του στὸν Παράδεισο ἀγράμματο, παρὰ γραμματισμένο στὴν Κόλαση. Ἔμεινε, λοιπόν, ἐξαιτίας αὐτοῦ, τελείως ἀγράμματος ὁ Ἀντώνιος. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀναδειχθεῖ Μέγας. Οἱ γονεῖς του, ὅμως, ἐφρόντισαν πολὺ γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή του. Τὸν μεγάλωσαν μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἔδειξαν τοὺς δύο δρόμους, ποὺ θὰ τὸν γλύτωναν ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου: τὸν δρόμο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸν δρόμο τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ἔμεινε ὀρφανὸς μὲ μιὰ ἀδελφή. Ὁ θάνατος τῶν γονέων του, τὸν ἔβαλε στὴν ἀρχὴ σὲ λύπη καὶ σὲ βαθὺ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο μάταιος εἶναι τοῦτος ὁ κόσμος καὶ πόσο γρήγορο εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ ἄνθρωπου ἀπὸ τὴν προσωρινὴ αὐτὴ ζωή.

Ἀναχωρεῖ στὴν ἔρημο
Μιὰ Κυριακὴ ἀκούει στὴν Ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή, στὴν ὁποία συζητάει ὁ Χριστὸς μ᾿ ἕνα πλούσιο νεαρὸ καὶ τοῦ δείχνει, τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του.
Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀκούει τὸν νεαρὸ πλούσιο, νὰ τοῦ λέγει, ὅτι ἔχει ζήσει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὑπογραμμίζει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ διάδος πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοὶ καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Εὐαγγελίου, κάνουν βαθειὰ ἐντύπωση στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου. Γυρίζει στὸ σπίτι του σκεφτικὸς καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἀγωνία.
Νομίζει, ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου τὸν καλεῖ κι αὐτόν, ὅπως ἐκεῖνον τὸν νέον, νὰ τὸν ἀκούσει καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὑπακούει ἀμέσως καὶ χωρὶς ἀναβολή.

Πουλάει ὅλα του τὰ κτήματα
Ἀπὸ τὴν πώλησή τους, πῆρε πολλὰ χρήματα. Τὸ χρυσάφι ὅμως, δὲν τοῦ τράβηξε τὴν καρδιά. Τὸ ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία, τὸ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς δυστυχισμένους. Αὐτὸς κράτησε μόνο γιὰ τὴν ἀδελφή του ἐλάχιστα χρήματα. Ἔπειτα ἐμπιστεύεται τὴν ἀδελφή του σ᾿ ἕνα κοινόβιο παρθένων, σ᾿ ἕναν παρθεώνα. Ἐκεῖ, ζούσανε ἐνάρετες γυναῖκες μαζὶ καὶ ἐπεδίδοντο σὲ ἔργα ἀγάπης. Φεύγει κι᾿ αὐτός, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του κι᾿ ἄρχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Δὲν ὑπάρχουν ἀκόμη μοναστήρια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συγκροτημένα, ὅπως εἶναι σήμερον. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγει σ᾿ ἕνα ἐρημητήριο τῶν περιχώρων. Ἐκεῖ, βρίσκει, ἕνα γέροντα ἀσκητή, ὁ ὁπο[οος ἀναλαμβάνει νὰ τὸν καθοδηγήσει στὴν ἀρετή. Γιὰ νὰ φτιάξει τὴν ψυχή του ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται ἄσκηση. Τὰ πάθη δὲν βγαίνουν, χωρὶς ἀγώνα. «Ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ἔλεγε ὁ Παῦλος, «μήποτε ἄλλοις κηρύξας ἐγὼ αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι». Προσεύχεται στὸ Θεό. Τοῦ ζητάει νὰ τὸν βοηθήσει στὸν ἀγώνα του, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλὲς φορὲς στὴν ἄσκηση καὶ στὴν προσευχή. Τρώγει ἐλάχιστα. Ἡ τροφή του εἶναι ἕνα ξερὸ κομμάτι ψωμὶ καὶ νερό. Τρώγει μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα. Μερικὲς μάλιστα ἡμέρες, περνοῦν, χωρὶς νὰ βάλει τίποτε στὸ στόμα του. Ἄλλοτε, πάλι γεύεται τὸ ξεροκόμματο, ἀφοῦ περάσουν τρεῖς καὶ τέσσερες μέρες ἐξαντλητικῆς νηστείας.

Οἱ πρῶτοι πειρασμοί
Ὁ διάβολος ὅμως, βλέπει τὴν μεγάλη πρόοδο τοῦ Ἀντωνίου, στὴν ἁγιοσύνη, ταράζεται καὶ στεναχωριέται. Βάζει ἀμέσως τότε σὲ ἐνέργεια τὶς παγίδες του καὶ τὰ φοβερὰ σχέδιά του. Τὸν χτυπάει λοιπόν, πρῶτα μὲ τὰ πλούτη καὶ τὶς ἀνέσεις: -Εἶσαι κουτός, τοῦ λέγει μέσα του, στὴν σκέψη του. Ἄφησες τόσα πλούτη καὶ ἦρθες ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ νὰ πεθάνεις ἀπὸ τὴν πείνα καὶ ἀπὸ τὸ κρύο! Δὲν βλέπεις τὴν δυστυχία, ποὺ σὲ πνίγει; Ἕνα στρῶμα δὲν ἔχεις νὰ στρώσης. Ζεστασιὰ δὲν ὑπάρχει πουθενά. Δὲν εἶναι γιὰ σένα ὁ τόπος αὐτός. Θὰ πεθάνεις καὶ εἶναι ἁμαρτία. Ἔπειτα μὴ ξεχνᾶς: Ἔχεις καὶ ἀδελφή! Πῶς τὴν ἄφησες μόνη της; Εἶναι σωστὸ αὐτό; Τί εὐτυχισμένος εἶσαι τώρα ἐδῶ, σὲ μιὰ ὑγρὴ σπηλιά! Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε στὸν κόσμο, θὰ χαθοῦμε καὶ σὺ μόνο θὰ σωθεῖς; Εἶναι ἄραγε σωστὸ αὐτὸ ποῦ κάνεις; Ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις τὶς βάζει στὸν νοῦ τοῦ Ἀντωνίου ὁ σατανᾶς καὶ περιμένει μ᾿ ἀγωνία τὸ ἀποτέλεσμα. Τί θὰ γίνει; Θὰ τὶς δεχτεῖ; Θὰ ὑποκύψει ἢ ὄχι; Ἄλλα στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς τοῦ πειρασμοῦ, ὁ ἅγιος δὲν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεῖ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει. Ἡ προσευχή του, ἡ νηστεία του καὶ ἡ θέλησή του, νικοῦν τὸν διάβολο καὶ τὸν τρέπουν σὲ φυγή. Δὲν πρόκειται ὅμως, νὰ ἡσυχάσει. Ὁ διάβολος βάζει μπροστὰ νέο σχέδιο, πιὸ τολμηρὸ αὐτὴ τὴν φορά. Τὸν πολεμάει μὲ τὴν σάρκα. Ἐκμεταλλεύεται γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄθλιος τὴν νεότητά του. Παρουσιάζει στὴν φαντασία του αἰσχρὰ θεάματα. Μεταμορφώνεται ὁ τρισάθλιος σὲ γυμνὴ γυναίκα καὶ προσπαθεῖ ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, νὰ τὸν σκανδαλίσει καὶ νὰ τὸν νικήσει.

Ἀγωνίζεται μέρα νύχτα νὰ τὸν γκρεμίσει
Τοῦ παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων καὶ σκηνὲς ὀργίων. Κάνει ὅτι μπορεῖ, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τοὺς δόλιους σκοπούς του. Ὁ Ἅγιος, ὅμως συνεχῶς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη ν᾿ ἀντέξει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγρια ἐπίθεση τῶν πειρασμῶν τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ ἐπιτύχει μέχρι τὸ τέλος στὴν ἄμυνά του, δὲν τρώγει ἐντελῶς τίποτε. Κόβει κι᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο ξερὸ ψωμί, ποὺ ἔτρωγε κάθε βράδυ, καὶ μένει μέρες ὁλόκληρες νηστικός. Ὁ Σατανᾶς δὲν ἐγκαταλείπει ὅμως τὸν ἀγώνα.-Να τὸ δόλωμα! Ἡ ὑπερηφάνεια. Τώρα, εἶναι ἡ ὥρα νὰ τὸν κάμω νὰ ὑπερηφανευτεῖ. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ὁ δαίμονας στὸν Ἅγιο μὲ μορφὴ μαύρου παιδιοῦ καὶ τοῦ λέγει: -Ἄχ! Ἀντώνιε. Πολλοὺς πλάνεψα, πολλοὺς ἔβαλα κάτω καὶ τοὺς νίκησα, ἀλλὰ ἐσένα κουράστηκα νὰ σὲ πολεμῶ! Νομίζω, πῶς δὲν θὰ ἐπιτύχω. Εἶσαι δυνατός. Σὲ παραδέχομαι. -Και ποιὸς εἶσαι ἐσύ; τὸν ρώτησε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. -Εγώ εἶμαι τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας καὶ γαργαλίζω τοὺς νέους στὴν πράξη αὐτή. Ὁ Ὅσιος, δὲν ὑπερηφανεύεται, ὅπως περίμενε ὁ σατανᾶς. Δὲν εἶπε ἀπὸ μέσα του: Τί εἶμαι ἐγώ!, Μπράβο μου!, Τὰ κατάφερα, ἀλλὰ δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὴν δύναμη νὰ νικήσει καὶ εἶπε στὸν σατανᾶ: -Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ. Δὲν σὲ φοβᾶμαι.

Ἡμέρες ἀθλήσεως
Μετὰ τοὺς πειρασμούς, ὁ Ἅγιος προσεύχεται μὲ πολλὴ πίστη. Ἡ νηστεία καὶ ἡ σκληραγωγία γινότανε πιὸ αὐστηρή. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ψωμί, ποὺ ἔτρωγε κάθε δύο, τρεῖς, ἢ καὶ τέσσερες μέρες, οὔτε λάδι, οὔτε κρασί, οὔτε καμιὰ ἄλλη τροφὴ ἔβαζε στὸ στόμα του. Κοιμότανε δὲ πάνω σε μιὰ παλιὰ ψάθα ἢ καὶ ἐντελῶς κάτω στὸ χῶμα. Γιὰ ν᾿ ἀνεβάσει, λοιπόν, ἀκόμη πιὸ ψηλὰ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἄθλησή του τὴν χριστιανική, καταφεύγει σ᾿ ἕνα παλαιὸ τάφο κι᾿ ἀπομονώνεται. Ἐκεῖ τοῦ φέρνει τὴν λίγη τροφή του, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, κάποιος εὐσεβὴς χριστιανός. Ὁ τάφος αὐτὸς ἦταν εὐρύχωρος, σὰν δωμάτιο.

Ὁ σατανᾶς ἐπιτίθεται καὶ πάλι
Γεμάτος ὀργὴ καὶ μίσος γιὰ τὴν ἀποτυχία του ὁ διάβολος, ξανακτυπάει τὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ γυρίσει πίσω στὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν ρίξει στὴν ἁμαρτία. Πηγαίνει τὴν νύκτα καὶ κάνει χαλασμό.
Τοῦ παρουσιάζεται μὲ μορφὲς φιδιῶν, σκορπιῶν, λύκων, τίγρεων, ποὺ τὸν δαγκώνουν καὶ τοῦ σχίζουν τὶς σάρκες. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος λέει μὲ γενναιότητα: -Δὲ θὰ μὲ νικήσετε! ὁ ἀριθμός σας καὶ ὁ θόρυβός σας δείχνουν τὴν ἀδυναμία σας. Οἱ δαίμονες τὸν κτυποῦν τότε μανιασμένα καὶ τὸν ἀφήνουν ἐκεῖ μὲ πληγὲς ἀναίσθητο καὶ μισοπεθαμένο. Ἔτσι ἀναίσθητο τὸν βρίσκει ὁ χριστιανός, ποὺ τοῦ πῆγε τὸ πρωὶ τὸ ψωμί του. Τὸν νομίζει γιὰ νεκρό. Τὸν μεταφέρει στὸ σπίτι του, κοντὰ στοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γνωστούς του. Συνέρχεται ὅμως, ὁ Ἅγιος τὴν νύκτα καὶ γυρίζει πάλι στὸν τάφο τοῦ μαρτυρίου του. - Ἐδῶ εἶμαι! φωνάζει ὁ ὅσιος. Δὲν μὲ φοβίζουν τὰ ψεύτικα μαστίγιά σας. Κανένα μαρτύριο δὲν θὰ μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Δεσπότη μου Χριστό. Ἀγριεύουν οἱ δαίμονες, στὴ συνέχεια τῆς μάχης, ποὺ δίνουν. Παρουσιάζονται σὲ χίλιες δύο μορφὲς ἑρπετῶν καὶ θηρίων. Καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος, χωρὶς νὰ τὰ χάσει, εἶπε: -Ἐὰν εἴχατε δύναμη, ἕνας καὶ μόνο ἀπὸ σᾶς, μποροῦσε νὰ μὲ ἐξοντώσει. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος σᾶς ἔχει κόψει τὰ νεῦρα καὶ σᾶς ἔχει ἀφήσει χωρὶς δύναμη, γι᾿ αὐτὸ προσπαθεῖτε μὲ τὸ πλῆθος, μὲ τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ὑποκρισία, νὰ μὲ φοβίσετε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ μεταμορφώνεστε σὲ τόσα θηρία! Ἐμπρὸς λοιπόν! Ἐὰν ὅμως δὲν πήρατε ἄνωθεν ἐξουσία ἐναντίον μου, μὴ στέκεστε. Ἐὰν ὅμως δὲν πήρατε, τί ταράζεσθε; Οἱ δαίμονες ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ὅσίου, ἔτριζαν τὰ δόντια τους, μιὰ ἀκτίνα μὲ θεϊκὸ φῶς κατέβηκε ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ τάφου. Γαλήνη κι ἡσυχία ἁπλώθηκε παντοῦ. Τὸ κορμὶ τοῦ Ἀντωνίου δὲν πονοῦσε πλέον καὶ δὲν ὑπῆρχαν πληγὲς στὸ σῶμα του. Θεραπεύτηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὁ μεγάλος ἀσκητής, καταλαβαίνει τὴν θεία ἐπίσκεψη καὶ ρωτάει: -Ποῦ ἤσουνα, γλυκύτατέ μου Θεὲ καὶ δὲν φανερωνόσουνα ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ σταματήσεις τοὺς πόνους τοῦ κορμιοῦ μου; Δεκαέξι χρόνια, μὲ ἕψησε ὁ σατανᾶς. Ἀκούστηκε τότε, μιὰ φωνή, ποὺ τοῦ ἔλεγε: -Ἀντώνιε, ἐδῶ ἤμουνα καὶ σὲ παρακολουθοῦσα ἀοράτως. Ἀλλὰ πρόσμενα νὰ ἰδῶ τὸν ἀγώνα σου. Ἀφοῦ, λοιπόν, δὲν νικήθηκες, ἀλλὰ ὑπέφερες μὲ πίστη, θὰ εἶμαι πάντοτε κοντά σου καὶ θὰ κάνω τὸ ὄνομά σου ξακουστὸ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Σηκώθηκε τότε ὁ Ἀντώνιος καὶ προσευχήθηκε θερμά.

Γιὰ πιὸ αὐστηρὴ ἄσκησηΚατὰ τὸ 285 μ.Χ., θέλει ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Ἀντώνιος ξεκινάει, γιὰ τὸ σκληρὸ καὶ δύσκολο δρόμο τῆς ἀσκήσεως. Περνάει τὸν Νεῖλο ποταμὸ καὶ προχωράει πρὸς τὰ βουνὰ τῆς δεξιᾶς ὄχθης του, ποὺ προεκτείνονται πρὸς τὴν Ἀραβία. Ὁ σκοτεινὸς διάβολος πλημμυρίζει ἀπὸ μίσος κατὰ τοῦ Ἀντωνίου. Καθὼς τὸν βλέπει νὰ προχωρεῖ, γιὰ πιὸ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ πρόοδο ἁγιοσύνης, ταράζεται. Δὲν τὸ βάζει ὅμως κάτω. Ἑτοιμάζεται νὰ τὸν σκανδαλίσει, γιὰ τὰ τὸν ρίξει στὴν ἁμαρτία.

Ὁ ἀργυρένιος δίσκοςΤοῦ πετάει, λοιπόν, στὸν δρόμο του ἐκεῖ ποὺ βάδιζε στὴν ἔρημο, ἕνα μεγάλο, ἀστραφτερό, ἀργυρένιο δίσκο! Ὁ Μέγας Ἀντώνιος κοντοστέκεται γιὰ λίγο καὶ λέγει ἐκεῖνο, ποὺ κατάντησε παροιμιῶδες: Πόθεν δίσκος ἐν τῇ ἐρήμῳ;. Ἀπὸ ποῦ βρέθηκε ὁ δίσκος στὴν ἔρημο; Δική σου τέχνη εἶναι τοῦτο, διάβολε! εἶπε τότε ὁ Ἅγιος. Θέλεις νὰ μὲ ἐμπαίξεις. Δὲν θὰ σοῦ κάνω ὅμως τὴν χάρη. Χάρισμά σου, λοιπόν. Πάρε τὸν δίσκο μαζί σου στὴν ἀπώλεια, στὸ σκοτάδι τῆς κολάσεως, τοῦ φρικτοῦ βασιλείου σου… Μόλις, ὅμως, εἶπε αὐτὰ ὁ ὅσιος, ὁ δίσκος ἔγινε ἄφαντος! Ὁ δαίμονας εἶχε νικηθεῖ καὶ πάλι. Σὲ λίγο ὁ Μέγας Ἀντώνιος συναντάει μπροστά του ἄφθονο χρυσάφι, ποὺ ἄστραφτε καὶ γυάλιζε μὲ τὴ λάμψη του. Γιὰ τὸ χρυσάφι αὐτό, δίνονται δύο ἐξηγήσεις.
Ἡ μία εἶναι, ὅτι τὸ παρουσίασε ὁ διάβολος στὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ τὸν ἐμποδίση ἀπὸ τὸν θεάρεστο δρόμο του, γιὰ νὰ τοῦ ἀνάψει τὴν φλόγα τῆς φιλαργυρίας καὶ τοῦ πλούτου καὶ ἔτσι νὰ τοῦ ἀλλάξει τὰ μυαλά. Ἡ ἄλλη ἐξήγηση εἶναι, ὅτι τὸ χρυσάφι αὐτό, παρουσίασε ὁ Θεὸς στὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ δείξει στὸν διάβολο, ὅτι ὁ Ἀντώνιος, οὔτε ἀπὸ τὸ χρυσάφι παρασύρεται, οὔτε μὲ τίποτε ἄλλο ἀλλάζει τὴν εὐτυχία τῆς πίστεώς του, ποὺ νοιώθει. Εἶναι στὴ Λυβικὴ ἔρημο Πισπίρι, ποὺ βρίσκεται τὸ σημερινὸ Δὰρ -Ἐλ -Μεϊμοῦν. Φθάνει, λοιπόν, ὁ μεγάλος ἀσκητὴς βαθειὰ στὴν ἔρημο. Ἐδῶ, ἀρχίζει ὁ Μέγας Ἀντώνιος νὰ ζεῖ σὲ πιὸ αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἀπομονωμένος ἀπὸ τὸν κόσμο ἐντελῶς, βαθαίνει στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τῆς Δημιουργίας.
Εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια, προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει καὶ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου. Οἱ ἐπισκέπτες, ποὺ πηγαίνουν νὰ τὸν δοῦν, ἀκοῦνε στὸ φρούριο ἄγριες κραυγές: -Φύγε ἀπὸ τὸν τόπον μας. Ἡ ἔρημος εἶναι δική μας. Δὲν θὰ μπορέσεις ν᾿ ἀντέξεις στὶς μηχανές μας.
Θὰ σὲ πιάσουμε στὶς παγίδες μας καὶ στὶς ἐνέδρες μας! Οἱ ἐπισκέπτες νομίζουνε στὴν ἀρχή, ὅτι οἱ φωνὲς εἶναι ἀνθρώπινες. Διαπιστώνουν ὅμως ἔπειτα, ὅτι πουθενὰ δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν γενναῖο ἀσκητή. Καταλαβαίνουν τότε τί ὑπεράνθρωπη πάλη κάνει ὁ Ἅγιος μὲ τὴν πανουργία τοῦ διαβόλου καὶ θαυμάζουν. Τότε ὁ Ἅγιος τοὺς πλησιάζει γαλήνιος. Ἀνοίγει τὴν ἐξώπορτα τοῦ φρουρίου καὶ τοὺς λέγει: -Μὴ φοβᾶστε, ἀγαπητοί μου. Ἀφῆστε τὸν δαίμονα νὰ χτυπιέται. Ἐσεῖς νὰ κάνετε τὸν σταυρόν σας καὶ νὰ βαδίζετε ἄφοβα στὸν δρόμο σας.

Ὁδηγὸς καὶ διδάσκαλος
Τὸ ὄνομα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου γίνεται ξακουστό. Ὁ θαυμασμός, γιὰ τὴν αὐστηρὴ ζωή, παρακινεῖ πολλοὺς νὰ πᾶνε νὰ τὸν δοῦνε. Πολλοὶ μοναχοί, τὸν βλέπουνε σὰν φωτεινὸ παράδειγμα ἁγίας ζωῆς καὶ θέλουν νὰ τὸν μιμηθοῦν. Ὅταν, λοιπόν, μαθαίνουν ποὺ βρίσκεται, τρέχουν πολλοὶ μὲ χαρὰ κοντά του. Κοιτάζουν μὲ ἀπορία τὸ κοκαλιάρικο σῶμα του καὶ τὰ χάνουν. Ἀρκετοί, ποὺ πάσχουν ἀπὸ ἀρρώστιες, μόλος τὸν βλέπουν, γιατρεύονται. Πολλοὶ δαιμονισμένοι λυτρώνονται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅλους τους δίδασκε. Δὲν ἤξερε βέβαια γράμματα, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ ἤτανε «ἅλατι ἠρτυμένος». Ὅσοι τὸν ἄκουγαν, ἔνοιωθαν ἀμέσως γαλήνη στὴν καρδιά του. Μεγάλωνε ὁ ἔρωτάς τους γιὰ τὴν ἀρετή. Ἔφευγε ἀπὸ τὸ σῶμα τους ἡ τεμπελιά, γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀγώνας καὶ ἀπὸ τὴν ψυχή τους ὁ καταστρεπτικὸς ἐγωισμός. Μάθαιναν ὅλοι τους, πῶς νὰ καταφρονοῦν τοὺς πειρασμοὺς τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ πῶς νὰ πλησιάζουν περισσότερο τὸν Χριστό.

Στὴν Ἀλεξάνδρεια κοντὰ στοὺς μάρτυρεςΚατὰ τὸ 311 μ.Χ. ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου, ξεσπάει ἄγριος διωγμὸς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν στὴν Αἴγυπτο. Τότε ὁ ἅγιος ἀφήνει τὴν ἔρημο. Παίρνει μαζί του καὶ μερικοὺς ἄλλους μοναχοὺς καὶ κατεβαίνει στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἕτοιμος νὰ μαρτυρήσει, γιὰ τὸ Χριστό. Στερεώνει τοὺς μάρτυρες στὴν πίστη. Τοὺς δίνει κουράγιο. Τοὺς βοηθάει στὶς δύσκολες στιγμές τους. Καί, ὅταν δόθηκε ἐντολή, νὰ μὴν πατήσει μοναχὸς στὰ δικαστήρια, ὁ μεγάλος ἀσκητής, δὲν ὑπάκουσε. Μπῆκε στὸ δικαστήριο καὶ κάθισε σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ τὸν βλέπουν. Μέσα του κρυφόκαιγε ὁ πόθος νὰ μαρτυρήσει, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Κυρίου, διότι γνώριζε, ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἄλλη, ὅμως ἤτανε ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ.

«Ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς εἶμαι»
Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἡσύχαζε στὸ κελί του, προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ, ἕνας ἀνώτατος ἀξιωματικὸς ὀνόματι Μαρτινιανὸς καὶ τοῦ κτυπάει τὴν πόρτα, λέγοντας: -Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, σὲ παρακαλῶ βοήθησέ με. Ἔχω μιὰ θυγατέρα, ποὺ τὴν ἐνοχλεῖ ὁ διάβολος. Ἀρρωσταίνει φοβερά. Ζητῶ τὴν βοήθειά σου… Ὁ Ἅγιος ἀπαντάει τότε: -Ἄνθρωπε, τί, θέλεις; Ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγὼ ὅπως εἶσαι κι ἐσύ. Ἐὰν ὅμως πιστεύεις στὸν Χριστό, πήγαινε, κάνε τὴν προσευχή σου καὶ θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου. Ἐκεῖνος πίστεψε τότε ὁλόψυχα στὸ Θεό. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ζήτησε τὴν βοήθειά του. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ θυγατέρα του θεραπεύτηκε θαυματουργικά.

Στὴ μακρινὴ ἔρημο
Ἀποφασίζει, λοιπόν, νὰ προχωρήσει, γιὰ ἄλλο μέρος. Σκέφτεται νὰ πάει στὴν Θηβαίδα. Παίρνει, λοιπόν, δύο καρβέλια ψωμὶ καὶ κατεβαίνει στὸ ποτάμι. Ἐκεῖ, περιμένει νὰ φανεῖ κανένα πλοιάριο ἢ καμιὰ βάρκα γιὰ νὰ τὸν περάσει ἀπέναντι. Ξαφνικὰ ἀκούει μιὰ φωνή, νὰ τοῦ λέγει: -Ποῦ πήγαινες, Ἀντώνιε; -Οι ὄχλοι μοῦ ζητοῦν νὰ κάνω θαύματα παραπάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου. Φεύγω, λοιπόν, γιὰ νὰ ἡσυχάσω στὴν ἄνω Θηβαΐδα, εἶπε ὁ Ἅγιος. -Και στὴ Θηβαΐδα νὰ πᾶς θὰ ἔρθουν νὰ σὲ βροῦνε. Γιὰ νὰ ἡσυχάσεις, λοιπόν, προχώρησε βαθύτερα στὴν ἔρημο. -Και ποιὸς θὰ μοῦ δείξει τὸν δρόμο, ἀφοῦ δὲν τὸν ξέρω; ρώτησε ὁ Ἀντώνιος. Τότε, ἡ ἀόρατη φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδειξε ν᾿ ἀκολουθήσει μερικοὺς Σαρακηνούς, ποὺ περνούσανε ἐκείνη τὴν στιγμὴ κοντά του, γιὰ νὰ φτάσει ἔτσι στὸν τόπο, ποὺ θὰ εὕρισκε ἡσυχία καὶ γαλήνη. Οἱ Σαρακηνοὶ δέχτηκαν μὲ χαρὰ νὰ τὸν καθοδηγήσουν. Περπάτησε μαζί τους στὴν ἔρημο τρία μερόνυχτα.
Ἔφτασε τελικά, κοντὰ σ᾿ ἕνα ψηλὸ βουνό, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Ἐρυθραίας, Ἐκεῖ, βρῆκε ἄφθονο γάργαρο καὶ κρύο νερό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Ὑπῆρχαν δὲ καὶ ἀρκετοὶ φοίνικες. Τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἦταν ἀρκετὰ εὔφορο. Ἐκεῖ τὸν ἄφησαν οἱ Σαρακηνοί, κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν προηγουμένως μερικοὺς ἄρτους. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό, μαθαίνουν οἱ μαθητές του, ποὺ βρίσκεται. Μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη τρέχουν κοντά του. Τὸν συμβουλεύονται στὶς δυσκολίες, ποὺ συναντοῦν καὶ πιὸ πολὺ τὸν προσέχουν καὶ τὸν φροντίζουν. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος σκέπτεται τοὺς κόπους, τὴν ἀπόσταση καὶ τὴν ταλαιπωρία τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐφοδιάζουν μὲ ψωμὶ καὶ τοὺς λυπᾶται. Γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει, λοιπόν, ἀπὸ τὰ δρομολόγια, τοὺς ζητάει νὰ τοῦ φέρουν σκαφτικά, γεωργικά, ἐργαλεῖα καὶ λίγο σιτάρι, γιὰ σπορά. Ὅταν τοῦ φέρανε αὐτά, ποὺ ζήτησε, ἐπιδόθηκε στὴν μικροκαλλιέργεια. Ἔσκαψε τὴν γῆ κι᾿ ἔσπειρε τὸ σιτάρι. Ἔπειτα τὸ φρόντιζε. Μόλις εἶδε ὁ Ἅγιος τὴν εὐφορία τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη τῶν ἐπισκεπτῶν του νὰ θέλουν νὰ βάλουν κάτι στὸ στόμα τους, φύτεψε καὶ λαχανικά. Δὲν τὸν ἄφησαν ὅμως τ᾿ ἄγρια ζῶα σὲ ἡσυχία. Κατέβαιναν στὴν πηγή, ἔπιναν νερὸ κι᾿ ἔπειτα ἔμπαιναν στὰ σπαρτά του καὶ στὸ κῆπο καὶ τοῦ τὰ κατέστρεφαν. Ὁ Ἅγιος ἔπιασε μιὰ μέρα ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ζῶα καὶ τοῦ μιλοῦσε, ὅπως μιλᾶνε σὲ λογικοὺς ἀνθρώπους: - Γιατί μὲ ζημιώνετε, τοῦ εἶπε. Ἐγὼ σᾶς ζημιώνω; Πηγαίνετε λοιπὸν στ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ μὴ μὲ ξαναπλησιάσετε. Καὶ τότε ἔγινε τὸ ἑξῆς θαυμαστό. Τὰ ἄγρια ζῶα οὔτε τὸν κῆπο τοῦ χαλάσανε, οὔτε κατεβήκανε ἄλλη φορᾶ στὴν πηγὴ ἐκείνη, γιὰ νὰ πιοὺν νερό!

Ἀνάμεσα στὰ λιοντάρια
Μιὰ νύχτα, ποὺ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀγρυπνοῦσε στὴν προσευχή, ὁ διάβολος μάζεψε ὅλα τα λιοντάρια τῆς ἐρήμου καὶ μὲ αὐτὰ τὸν περικύκλωσε στὸ καλύβι του. Βγῆκε λοιπὸν μὲ θάρρος ἀπὸ τὴν καλύβι του καὶ μέσα στὴν νύχτα φώναξε δυνατὰ στὰ θηρία: -Ἐὰν ἐπήρατε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξουσία ἐναντίον μου, τότε προχωρεῖτε καὶ κατασπαράξτε με! Ἐὰν ὅμως σᾶς ἔφερε ἐδῶ μὲ τὴ βία ὁ σατανᾶς, πάρτε δρόμο, φύγετε, εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ! Τότε τὰ λιοντάρια βουβὰ σκορπίσανε μὲ ὁρμή, σὰ νὰ τὰ κτύπησε ξαφνικὴ καταιγίδα. Ὁ δὲ Ἅγιος συνέχισε τὴν προσευχή του.

Διδάσκει καὶ θαυματουργεῖΤὸ ὄνομά του γίνεται πλέον παντοῦ ξακουστό. Ὅλοι κάτι ἔχουν ἀκούσει, γιὰ τὸν μεγάλο καὶ ἀσύγκριτο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου. Ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσουν κάτι ἀπὸ τὸν φωτισμένο ἄνδρα. Μοναχοὶ ἀπὸ μακρινὰ Μοναστήρια τὸν καλοῦνε γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν παρουσία του. Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ὠφελήσει τὶς ψυχές τους μὲ ταπεινοφροσύνη, περνάει ἀπὸ Μοναστήρι σὲ Μοναστήρι. Τοὺς διδάσκει τὴν ἀγάπη, τὴν καρτερικότητα καὶ τὴν πάλη μὲ τὴ σάρκα. «Φυλάττεσθε, ἔλεγε, ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμοὺς καὶ σαρκικὰς ἡδονάς. Μὴ ἀπατᾶσθε χορτασίᾳ κοιλίας, φεύγετε τὴν κενοδοξίαν καὶ συνεχῶς προσεύχεσθε». Τὰ λόγια του θερμαίνουν τὶς καρδιές. Δυναμώνουν τὴν πίστη, δίνουν ζωὴ καὶ ὄρεξι, γιὰ θεία ἄσκηση, γιὰ ἀγῶνες ἀρετῆς καὶ ἁγιοσύνης. Σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ γυναικεῖα Μοναστήρια συνάντησε καὶ τὴν ἀδελφή του, ἡ ὁποία, γριὰ πλέον, εἶχε γίνει Καθηγουμένη τοῦ Μοναστηρίου. Μεγάλη χαρὰ πῆρε ἀπὸ τὴν συνάντηση ἐκείνη ὁ Ἀντώνιος.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ὅπως εἴπαμε, ἤτανε πλέον γνωστό, ὄχι μόνο στοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἐθνικούς, τοὺς εἰδωλολάτρες, στοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλιάδες. Μιὰ ἡμέρα ἐπισκέφτηκε τὸν Ἀντώνιο ἕνας ἄρχοντας ἀπὸ τὸ παλάτι τοῦ βασιλέως. Ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος λεγόταν Φρόντων. Ἔπασχε δὲ ἀπὸ μιὰ φοβερὴ ἀρρώστια. Ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του ἐκείνη κινδύνευε νὰ τυφλωθεῖ. Ἔπεσε λοιπὸν στὰ πόδια τοῦ Ὁσίου καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν γιατρέψει. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ τοῦ ἔκαμε μιὰ προσευχὴ τοῦ εἶπε: -Φύγε καὶ στὸν δρόμο θὰ θεραπευτεῖς! Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἔφευγε. Περίμενε πρῶτα νὰ θεραπευτεῖ κι᾿ ἔπειτα ν᾿ ἀναχωρήσει. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ ἐπανέλαβε: -Ὅσο καιρὸ κάθεσαι ἐδῶ, δὲν πρόκειται νὰ γίνει τίποτε. Πήγαινε λοιπὸν καὶ μέχρις ὅτου φτάσεις στὴν Αἴγυπτο θὰ γίνεις καλά! Τότε πίστεψε ὁ ἄρρωστος στὴν ὑπόσχεση τοῦ Ὁσίου, πίστεψε ὅμως καὶ στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ κι᾿ ἔφυγε εὐχαριστημένος.

Πολεμάει τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ
Τὸ 338 μ.Χ. ἐνῶ βρίσκεται σὲ βαθειὰ γεράματα, ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ ζητάει τὴν βοήθειά του. Οἱ Ἀρειανοὶ ταράζουν τὴν γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας καὶ προσπαθοῦν νὰ παραποιήσουν τὴν πίστη. Οἱ παρακλήσεις τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν μοναχῶν νὰ πάρει μέρος σ᾿ αὐτὴ τὴν μάχη κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ τὸν ξεσηκώνουν. Κατεβαίνει τότε ἀπὸ τὸ βουνὸ ὁ Ὅσιος καὶ προχωράει, σὰν θεϊκὸς σίφουνας, πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ πρωταγωνιστεῖ. Πολεμάει μὲ ζωτικότητα τὴν αἵρεση. Ἀποκηρύσσει τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τὴν αἵρεσή τους. Τὴν ὀνομάζει πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου.

Οἱ διψασμένοι μοναχοί
Μιὰ ἡμέρα, λοιπόν, ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριο εἴχανε συγκεντρωθεῖ ἀρκετοὶ ἐπισκέπτες συζητούσανε, ὁ Ὅσιος σταμάτησε τὴν συζήτηση καὶ τοὺς εἶπε: -Πάρτε μιὰ στάμνα, γεμίστε την νερὸ καὶ τρέξτε πίσω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους λόφους. Ἐκεῖ βρίσκονται δύο μοναχοί, ποὺ θέλουν νὰ ἔρθουν ἐδῶ. Τοὺς τελείωσε ὅμως τὸ νερὸ καὶ ὁ ἕνας πέθανε ἀπὸ τὴν δίψα. Τρέξτε λοιπὸν νὰ προλάβετε τὸν ἄλλον, ποὺ κινδυνεύει. Οἱ καλόγεροι ἔτρεξαν στὸ μέρος ποὺ τοὺς ἔδειξε ὁ Ὅσιος. Ἔφτασαν ἐκεῖ ὕστερα ἀπὸ ὧρες ὁλόκληρες πορείας. Εἶδαν δὲ τότε ὅτι συνέβαινε αὐτὸ ἀκριβῶς, ποὺ τοὺς εἶχε προειπεῖ ὁ Ἅγιος. Τὰ χάσανε τότε καὶ δοξάσανε τὸν Θεό. Συνέφεραν ἔπειτα τὸν μοναχό, ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει καὶ γυρίσανε στὸ ἐρημητήριο τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ σκεπτικοί.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ὁ Ἅγιος ΕὐλόγιοςὉ Ἅγιος Εὐλόγιος ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Αὐτὸς βρῆκε κάποτε στὸν δρόμο ἕνα γέροντα λεπρὸ καὶ ἐγκαταλελειμμένο. Δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν φροντίζει. Τὸν λυπήθηκε καὶ σκέφθηκε νὰ τὸν πάρει στὸ σπιτάκι του. Ἐκεῖ νὰ τὸ περιποιεῖται, γιὰ νὰ τὸ βρεῖ ἡ ψυχή του, ὅπερ καὶ ἔπραξε. Ὁ Εὐλόγιος ἐργαζόταν τὴν ἡμέρα ἔξω, διὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐξοικονομεῖ τα πρὸς τὸ ζῆν καὶ τὸ βράδυ φρόντιζε τὸν γέροντα, μὲ κίνδυνο, φυσικά της ζωῆς του, διότι ἡ λέπρα εἶναι μεταδοτική. Κατόπιν ὅμως μπῆκε ὁ δαίμονας μέσα στὸν γέροντα καὶ ἔβγαλε παραξενιές. Ἄρχισε ν᾿ ἀναποδιάζει, νὰ νευριάζει καὶ νὰ φωνάζει. -Μ᾿ ἀφήνεις ἐδῶ μονάχον καὶ σὺ γυρίζεις. Κάνεις τὸν Ἅγιο. Εἶσαι ὑποκριτής. Δὲν μποροῦσε δὲ νὰ τὸν εὐχαριστήσει ὁ Εὐλόγιος μὲ τίποτε καὶ νὰ τὸν καταπραΰνει. Αὐτὴ ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀναποδιὰ τοῦ γέροντα διήρκεσε δέκα ἑπτὰ χρόνια. Τότε ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος σκέφθηκε νὰ τὸν παρατήσει καὶ νὰ τὸν διώξει. Σηκώθηκε καὶ πῆγε σ᾿ ἕνα Μοναστήρι, τὸ ὁποῖον θὰ ἐπισκέφτηκε τότε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήσει. Δὲν τὸν ἐγνώριζε καὶ γιὰ πρώτη φορὰ θὰ τὸν ἔβλεπε. Ἐκεῖ ἤτανε καὶ ἄλλοι πολλοί, ποὺ περιμένανε τὸν Ἀββὰ Ἀντώνιο. Νά ὁ Ἀντώνιος φάνηκε ποὺ ἐρχόταν. Σταμάτησε ὅμως καὶ φώναξε τὸν Εὐλόγιο μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὸν ὅποιον, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶχε δεῖ ποτέ, οὔτε καὶ ὁ Εὐλόγιος τὸν Ἀντώνιο. -Εὐλόγιε, τοῦ εἶπε, τί θέλεις ἐδῶ ἐσύ; Τρέξε γρήγορα στὴν δουλειά σου, γιὰ νὰ μὴν χάσεις τὸν μισθὸ δεκαεφτὰ ἐτῶν. Πράγματι! Ὁ Εὐλόγιος γύρισε ἀμέσως στὸ σπιτάκι του καὶ ξαναπεριποιεῖτο τὸν λεπρὸ γέροντα, ὅπως, καὶ πρίν. Ἀλλὰ σὲ τρεῖς ἡμέρες ὁ γέροντας ἀπέθανε! Καὶ στὶς σαράντα ἡμέρες τοῦ γέροντα ἀπέθανε καὶ ὁ Εὐλόγιος!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀμμούν
Ἄλλη μιὰ φορά, ἐνῶ καθότανε ὁ Ὅσιος στὸ βουνὸ καὶ συζητοῦσε μὲ τοὺς μαθητές του, εἶδε ξαφνικὰ μιὰ ὁλόλευκη ψυχὴ ν᾿ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς. Τὴν στιγμὴ δὲ ἐκείνη γινότανε μεγάλη χαρά. Πανηγυρίζανε οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι. Σηκώθηκε ἀμίλητος ὁ Ἀντώνιος καὶ κοίταξε ἐκστατικὰ τὸν οὐρανό. Μακάριζε δὲ τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ποὺ βάδιζε, γιὰ τὴν αἰωνία χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Παρακαλοῦσε δὲ μυστικὰ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει σὲ ποιὸν ἀνῆκε ἡ λυτρωμένη ἐκείνη ψυχή. Τότε ἄκουσε μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ τοῦ εἶπε! -Αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀμμοῦν. Ὁ Ἀμμοῦν ἤτανε ἀσκητὴς στὴν ἔρημό της Νιτρίας, ἡ ὁποία βρισκότανε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ὅσιου Ἀντωνίου, μόλις τὸν εἴδανε ἔτσι νὰ χαίρετε καὶ νὰ θαυμάζει, τὸν ρωτήσανε: -Τί συμβαίνει; Βλέπεις τίποτε; Ἀκοῆς τίποτε; Καὶ ὁ θεῖος ἀσκητὴς τοὺς εἶπε: -Τὴν ὥρα αὐτὴ πέθανε ὁ Ἀμμοῦν, ὁ συνασκητὴς καὶ φίλος μου! Οἱ μαθητές του τὰ χάσανε. Σημειώσανε ὅμως τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τὴν ὥρα, ποὺ εἶδε ὁ Ὅσιος ξυπνητὸς τὸ δράμα. Ὕστερα ἀπὸ τριάντα μέρες ἔφτασαν στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου μερικοὶ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Νιτρία καὶ ἀνέφεραν τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ ἀσκητοῦ Ἀμμούν. Κατάλαβαν τότε ὅλοι, ὅτι ὁ Ἀμμοὺν εἶχε πεθάνει τὴν ἡμέρα, ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἔβλεπε τὴν ψυχή του ὁλόλευκη ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Καὶ ὅλοι, ὅσοι μαθαίνανε αὐτὰ χαιρότανε καὶ θαυμάζανε τὸν μεγάλο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου Ἀντώνιο.

Διώχνει τὰ δαιμόνια
Μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων, οἱ δαίμονες ἐξακολουθοῦν νὰ πειράζουνε τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ δὲν ἐλπίζουν πλέον νὰ τὸν νικήσουν. Ἀντίθετα ἀρχίζουν τώρα καὶ τὸν φοβοῦνται. Ἡ προσευχή του εἶναι πανίσχυρη, διότι ἡ πίστη του εἶναι μεγάλη καὶ ἡ ψυχή του ἁγνή. Μιὰ μέρα, ποὺ ὁ Ἀντώνιος περνοῦσε τὸ ποτάμι μ᾿ ἕνα πλοιάριο, διότι ἤθελε νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ Μοναστήρια, τοῦ ἦρθε στὴ μύτη μιὰ βρωμερὴ ὀσμή. -Κάτι βρομάει φοβερά! εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. -Μήπως κανένα ψάρι; τὸν ρωτήσανε. -Ὄχι. Ἄλλη δυσωδία νοιώθω.. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τ᾿ ἀμπάρι τοῦ πλοίου μιὰ φοβερὴ κραυγὴ νέου, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνιο καὶ τὸν βασάνιζε. Τότε ὁ Ἀντώνιος ἔκανε θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ ἀπάλλαξε τὸν νέον ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ διαβόλου. Τὸν ἄφησε ἥσυχο, ἤρεμο, γαλήνιο καὶ ὑγιῆ νὰ συνέχιση τὴν ἐργασία του καὶ τὴν ζωή του, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι τότε κατάλαβαν, ὅτι ἡ βρομιὰ ἐκείνη δὲν ἤτανε τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ βρομερὸς καὶ ἀπαίσιος δαίμονας, ποὺ βασάνιζε τὸν νέο.
Σ᾿ ἕναν ἄλλο πάλι νέο ὁ διάβολος τοῦ ἔκανε φοβερὰ μαρτύρια. Τὸν καταντοῦσε ἔτσι, ὥστε νὰ τρώγει τὶς σάρκες του. Τὸν βασάνιζε πολὺ σκληρά. Οἱ γονεῖς του ἀπελπισμένοι τὸν ἔφεραν στὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος λυπήθηκε τὸν νέο καὶ εἶπε στοὺς γονεῖς του ὅτι θὰ ἀγρυπνήσει καὶ θὰ προσευχηθεῖ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μαζί του πρέπει ν᾿ ἀγρυπνήσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν κι᾿ ἐκεῖνοι. Πράγματι προσευχήθηκαν πολὺ κατανυκτικά. Κατὰ τὰ ξημερώματα ὅμως ἀγρίεψε ὁ ἄρρωστος. Ὅρμησε μὲ ὀργὴ ἐναντίον τοῦ Ἀντωνίου καὶ τὸν ἔριξε κάτω. Πικράθηκαν ἀπὸ τὴν διαγωγὴ τοῦ παιδιοῦ τῶν οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς. Ὁ πολύπαθος ὅμως, ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου ἀσκητής, τοὺς εἶπε: -Μὴν λέτε τίποτε ἐναντίον τοῦ παιδιοῦ. Δὲν φταίει αὐτό, ἀλλὰ ὁ δαίμονας, ποὺ ὀργίστηκε διότι πῆρε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βγεῖ ἀπὸ μέσα του καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημάδι, ὅτι βγῆκε τὸ δαιμόνιο. Δοξάστε τὸν Θεό… Καὶ πράγματι τὸ παιδὶ ἡμερωμένο ἔπειτα, σηκώθηκε καὶ φιλοῦσε εὐτυχισμένο τα χέρια τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τὸ δαιμόνιο ἔφυγε.

Δίνει λύσειςὉ Ἅγιος ἔδινε λύσεις σὲ σοβαρὰ προβλήματα πολλῶν μεγάλων ἀνδρῶν, ὅταν τοῦ ζητοῦσαν τὴν συμβουλή του. Καὶ δὲν ἤτανε λίγοι ἐκεῖνοι, ποὺ τοῦ ἔγραφαν. Τὶς ἀπαντήσεις βέβαια δὲν τὶς ἔγραφε μόνος του, διότι δὲν ἐγνώριζε, ὅπως εἴπαμε, γράμματα. Ἔλεγε ὅμως σὲ κάποιον ἄλλο ἀσκητή, ποὺ ἤξερε νὰ γράφει, λέξη πρὸς λέξη τὴν ἀπάντηση ἢ τὴν συμβουλὴ καὶ ἐκεῖνος τὴν ἔγραφε. Τὰ γράμματά του γράφτηκαν ὅλα στὴν κοπτικὴ γλώσσα. Αὐτὴ τὴ γλώσσα ἤξερε ὁ Ἅγιος. Ἔπειτα δὲ ἔγιναν καὶ μεταφράσεις τους στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.

Ὠφέλιμος συνομιλητήςΠολλὲς φορές, ποὺ τὸν ρωτούσανε, πῶς μπορεῖ νὰ ζεῖ, χωρὶς νὰ διαβάζει βιβλία, τοὺς ἀπαντοῦσε μὲ εὐστροφία: - Τὸ δικό μου βιβλίο εἶναι ἡ φύσις τῶν γεγονότων. Εἶναι ἡ Δημιουργία τοῦ μεγαλοδύναμου Θεοῦ! Ἄλλοτε πάλι θέλοντας νὰ παρηγορήσει ἕνα τυφλὸ μοναχό, Δίδυμο ὀνομαζόμενο, τοῦ ἔλεγε: -Δίδυμε, διόλου νὰ μὴν ταράσσεσαι, διότι ἔχασες τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς σου. Ἀντιθέτως νὰ χαίρεσαι, διότι ἔχεις ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις τὸν Θεὸ καὶ καταλαβαίνεις τὸ φῶς τῶν λόγων Του. Ὅπου περνάει ἀφήνει τὸν πλοῦτο τῆς ψυχικῆς του εὐφορίας ν᾿ ἀκτινοβολήσει. Ποτὲ δὲν ταράζεται. Ποτὲ δὲν σκυθρωπιάζει. Εἶναι πάντα γαλήνιος. Μὰ σὰν πρόκειται νὰ παλέψει γιὰ τὴν πίστη καὶ νὰ πολεμήσει τὶς αἱρέσεις, φουντώνει καὶ θεριεύει. Γίνεται ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Γίνεται δύναμη φοβερὴ καὶ τρομερή, ποὺ γκρεμίζει τὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν.

Ὁ «Ἀντώνιος σᾶς ἀποχαιρετᾶ….»Τώρα ὁ Ὅσιος εἶναι πλέον πολὺ γέροντας. Εἶναι 105 χρονῶν. Μέχρι τώρα τίποτε δὲν ἔνοιωσε στὸ κορμί του. Ποτέ του δὲν αἰσθάνθηκε πόνο ἢ πυρετὸ ἢ δυσθυμία. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ πετοῦσε ἀνάλαφρα. Οἱ μπόρες, τὰ ἄγρια κρύα καὶ οἱ μεγάλες ζέστες δὲν τὸν πειράζανε. Ὡς τὰ βαθιά του γεράματα ἔμεινε ἀκμαῖος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Καὶ ὅταν ἦρθε ὁ χρόνος νὰ ἀποχωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ βασανισμένο κορμί του, τὸ προαισθάνθηκε. Καὶ τὶς τελευταῖες αὐτὲς μέρες τῆς ζωῆς τοῦ θέλησε νὰ τὶς ἐκμεταλλευτῆ, γιὰ τὸ καλό των μαθητῶν του. Παρὰ τὰ γεράματά του ἐπισκέφτηκε πολλὰ μοναστήρια κι᾿ ἔδωσε τὶς τελευταῖες του ὁδηγίες. Τοὺς εἶπε πῶς ν᾿ ἀγωνίζονται κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ ν᾿ ἀποφεύγουν τοὺς αἱρετικούς. Οἱ μοναχοὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ μὴν γυρίσει πίσω στὴν ἔρημο, στὸ ἡσυχαστήριό του, ἀλλὰ νὰ μείνει κοντά τους. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο. Ζήτησε δὲ νὰ μὴν μουμιοποιήσουν τὸ σῶμα του, ὅπως συνήθιζαν οἱ Αἰγύπτιοι, ἀλλὰ νὰ ταφεῖ ἐκεῖ κοντὰ στὴν ἔρημο, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν τὸ ξέρει κανένας, διότι δὲν ἤθελε μεταθανάτιες τιμές.

Λίγο προτοῦ κλείσει τὰ μάτια του, λέγει στοὺς μοναχούς, ποὺ βρίσκονται κοντά του, ὅτι ἀφήνει τὴν μηλωτή, τὸν μανδύα του, γιὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ τὸν εἶχε χαρίσει κάποτε καινούργιο. Κατόπιν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν φοροῦσε πάντοτε ὡς φυλαχτό. Τοὺς προβάτινους χιτῶνες τους, τοὺς ἄφησε στὸ μοναχὸ Σεραπίωνα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς κοίταξε κατάματα τοὺς εἶπε: Ὁ Ἀντώνιος σᾶς ἀποχαιρετᾶ καὶ φεύγει. Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ παρέδωσε τὴν ἀμόλυντη ψυχή του στὸν Θεό. Τὸν ἔθαψαν κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, σὲ ἄγνωστο μέρος. Ὁ τάφος του ἔμεινε, πράγματι, ἄγνωστος. Οὐδεὶς ξέρει, ποῦ ἐτάφη. Ἦταν 17 Ἰανουαρίου 356 μ.Χ. Ἔζησε 105 χρόνια.