Όταν κάποτε ρώτησε κάποιος τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη (συγγραφέα τῆς “Κλίμακος”) ποια αμαρτία είναι βαρύτερη, ο φόνος ή η άρνηση της πίστης, εκείνος απάντησε η άρνηση της πίστης.
Τότε εκείνος ξαναρώτησε: Γιατί τότε η Εκκλησία τους αιρετικούς, όταν αποκηρύξουν την αίρεση, τους αποδέχεται αμέσως σε μυστηριακή κοινωνία, ενώ τον πόρνο, όταν εξομολογηθεί και παύσει την αμαρτία, τον αποκόπτει επί αρκετά χρόνια από την κοινωνία των αχράντων μυστηρίων σύμφωνα με τους αποστολικούς κανόνες;
Και ο όσιος Ιωάννης καταλήγει ότι και ο ίδιος απορεί».
Ο νηπτικός Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει «Ἐξήγηση στὸν Ἰωάννη τῆς “Κλίμακος”») ερμηνεύοντας το παραπάνω χωρίο επισημαίνει:
«Ο αιρετικός ασεβεί μόνο με τον λόγο, γι’ αυτό δέχεται τη θεραπεία με τον λόγο. Ο πόρνος όμως επειδή αμαρτάνει με την ψυχή και με το σώμα, χρειάζεται αρκετό χρόνο και επίπονη άσκηση, για να καθαριστεί από την ασθένεια της αμαρτίας. Ο αιρετικός θεώρησε καλή την αίρεση, γι’ αυτό και τη διάλεξε. Ενώ ο πόρνος, ενώ γνώριζε ότι η πράξη του ήταν κακή, ολίσθησε σ’ αυτήν εξαιτίας της φιληδονίας του. Γι’ αυτό ως «εἰδώς μαστίζεται πολλά», ενώ ο αιρετικός «οὐδέ ὀλίγα».
ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ, «ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ».