Γιά μιά ἀνήσυχη ἡσυχία

 

Ἄν θά μποροῦσε κανείς νά διεισδύσει πραγματικά στόν πυρῆνα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας τοῦ ἀνθρώπου, πού γεννᾷται ἀπό τόν πόθο γιά ἑνότητα, θά ἀνακάλυπτε ἀκριβῶς ὅτι ὁ πόθος αὐτός προδίδει τήν ψυχική δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά ἡσυχία. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ διασπασμένος καί διχασμένος ἐσωτερικά ἄνθρωπος, ἐκεῖνος τοὐλάχιστον πού βιώνει τήν ἀνάγκη γιά ἑνότητα σάν μιά βασική ἐπιδίωξη τῆς ζωῆς, στό βάθος τῆς ἐσώτερης ψυχικῆς ὑποστάσεώς του λαχταρᾷ τήν ἡσυχία. Ἐξάλλου, ἐάν ἕνας διαταραγμένος ἀπό ἐσωτερικές συγκρούσεις καί διασπάσεις ἄνθρωπος κατέληγε στήν ψυχική του συγκρότηση καί ἑνοποίηση, τό πρῶτο ἀγαθό πού θά γευόταν θάταν ἀσφαλῶς ἡ πνευματική ἡσυχία, σάν ἔκφραση τῆς ἁρμονίας τῶν ψυχικῶν του καταστάσεων καί περιεχομένων. Γι’ αὐτό τό λόγο τό ἀσκητικό βίωμα, ἡ νηπτική πατερική ἔρημος, θά πρότεινε, σ’ αὐτόν πού διψᾷ τήν ἑνότητα καί τόν πόθο τοῦ ἀπολύτου, νά βιώσει στό ψυχικό χῶρο τῆς μοναξιᾶς τήν ἀσκητική ἡσυχία καί τήν «ἀναχώρηση» ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου. Κι’ ἐδῶ βέβαια θά ἀντιμετώπιζε κανείς μιά «παράλογη» ἴσως πραγματικότητα, μιά ἰδιάζουσα κατάσταση ἡσυχίας καί ψυχικῆς μοναξιᾶς.

Στήν κοινή ἀντίληψη τοῦ κόσμου, ἀλλά καί μέσα στό πνεῦμα πολλῶν πού ἀποφασίζουν νά ἐνταχθοῦν στήν ἀσκητική πολιτεία, ἡ ἡσυχία τῆς μοναχικῆς ζωῆς κατανοεῖται σάν ἐγκατάλειψη μιᾶς πραγματικότητος καί σάν παραίτηση ἀπό τήν κοινωνική λειτουργία τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ μοναχική πολιτεία ἐπιλέγεται πολλές φόρες σάν τρόπος ζωῆς κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς ψυχικῆς ἀνάγκης γιά φυγή, γιά «ἐγκατάλειψη», γιά ἀναζήτηση μιᾶς σωματικῆς καί πνευματικῆς ἠρεμίας μέσα στήν ἀπουσία τῶν κοσμικῶν φροντίδων καί θορύβων. Στήν περίπτωση αὐτή, κουρασμένος κανείς ἀπό τή ζωή, ἀπογοητευμένος ἀπό τίς αὐταπάτες πού προσφέρει, ἀηδιασμένος ἀπό τίς ἐπίπλαστες διανθρώπινες σχέσεις ζητεῖ νά προστατευθεῖ καί νά ἡσυχάσει, νά ἀναπαυθεῖ στήν ἀγκαλιά τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλά ἐδῶ ἀκριβῶς εὑρίσκεται ἡ συγκλονιστική παρεξήγηση, τήν ὁποία ἐξαρθρώνει ὁ Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μέ τίς δυνατές του περιγραφές καί τίς διακριτικές του ἀπεικονίσεις.

Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο, ἡ μοναχική ἤ ἀσκητική ἡσυχία δέν εἶναι μιά ψυχική ἠρεμία πού ἐξασφαλίζει μιά εὐχάριστη, νωχελῆ χαλάρωση τοῦ νευρικοῦ συστήματος καί γενικά τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μιά ἀμεριμνησία μέσα στά ἡδονικά πλαίσια μιᾶς ἀνατολίτικης ραθυμίας. Εἶναι μιά δυναμική πνευματική διαδικασία πού βιώνεται, τοὐλάχιστον στήν πρώτη φάση της, μέσα στόν ἐξουθενωτικό καί ἐξαντλητικό χῶρο τῆς δοκιμασίας καί τῆς θλίψεως. Μέσα στό πυρακτωμένο καμίνι μιᾶς κυκλικῆς ἐσωτερικότητας, πού ἐξαναλώνει κάθε ἀρνητικά ψυχικό στοιχεῖο καί προετοιμάζει τή λαμπικαρισμένη αὐτοθεώρηση. Στήν περίπτωση αὐτή συναντᾷ κανείς τό «παράλογο» στό βαθύτερο νόημα τῆς μοναχικῆς καί ἀσκητικῆς ἡσυχίας. Δέν εἶναι ἡ ἡσυχία αὐτή μιά ἐγκατάλειψη τῶν ἐγκοσμίων, πού ξεκινᾷ ἀπό τήν ἀσυνείδητη ἐπιθυμία μιᾶς «λιποταξίας», ἀλλά ἡ πιό δυναμική μορφή τῆς ζωῆς τῆς ἀσκήσεως καί τῆς δοκιμασίας. Εἶναι μιά ἀνήσυχη ἡσυχία.

Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ· «ἡ ἡσυχία τάς αἰσθήσεις τάς ἔξω νεκροί καί τάς ἔσω κινήσεις ἐγείρει. Ἡ δέ ἔξω ἀναστροφή τά ἐναντία τούτων πράττει, ἤγουν τάς ἔξω αἰσθήσεις ἐγείρει καί τάς ἔσω κινήσεις νεκροῖ». Ἡ ἡσυχία δραστηριοποιεῖ τήν ἐσωτερικότητα τῆς προσωπικότητος καί τήν εἰσάγει σ’ ἕνα ἐξαιρετικά δύσκολο καί αἰμάτινο ἀγῶνα. Γι’ αὐτό μόνο ὅποιος συλλάβει πραγματικά τό νόημα τῆς ἡσυχίας, γνωρίζει σέ τί ἔργο πρόκειται νά ἐπιδοθεῖ καί ἡ γνώση αὐτή τόν συντροφεύει σ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἀδιάλειπτου ἀγῶνα, πού καταβάλλει γιά νά βιώσει μέ συνέπεια τίς ἀσκητικές ἀνησυχίες τῆς «ἡσυχίας». Ὅπως ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου προσέχει καί παρατηρεῖ τά ἄστρα γιά νά κρατᾷ τή σωστή πορεία στό σκάφος του «οὕτω προσέχει καί ὁ μοναστής ἐν τῇ ἐσωτέρᾳ θεωρία εἰς ἅπαντα τόν δρόμον τῆς ἑαυτοῦ πορείας ἐν τῷ σκοπῷ, ᾧ ἔλαβεν ἐν τῇ ἑαυτοῦ διανοία· ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πρώτη, ἐν ᾗ ἐξέδωκεν ἑαυτόν πορεύεσθαι ἐν τῇ σκληρά θαλάσση τῆς ἡσυχίας, ἕως ἄν εὕρη τόν μαργαρίτην, δι’ ὅν ἑαυτόν ἐξέπεμψεν εἰς τόν πυθμένα τόν ἀψηλάφητον τῆς θαλάσσης τῆς ἡσυχίας».

Ἡ βίωση τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας εἶναι, θά ἔλεγε κανείς, μιά ἐπικίνδυνη προσπάθεια ἐπανειλημμένων καί συνεχῶν καταδύσεων στόν «πυθμένα τόν ἀψηλάφητον» τῆς ἐσωτερικότητας. Εἶναι μιά ἐπίμοχθη προσπάθεια, κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς ἐσωτερικῆς θαλάσσης, πρός ἀνακάλυψη τοῦ μαργαρίτη τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς λαμπικαρισμένης αὐτοθεωρίας.

Ἀλλά τό μέγεθος καί ἡ ἔκταση αὐτῆς τῆς ἐνδοψυχικῆς προσπάθειας ὑπογραμμίζει ζωηρά, ὅτι ἡ «εἴσοδος» στήν ἡσυχία πρέπει νά θεωρεῖται σάν οὐράνια κλήση. «Τό ἀφιερῶσαι τινά ἑαυτόν τῷ Θεῷ χάρισμα ἐστί», γιά τοῦτο «ἡ εἴσοδός σου ἡ ἐν τῇ ἡσυχίᾳ ἐν διακρίσει ἔστω. Ἐξέτασον περί τῆς ἐργασίας αὐτῆς καί μή δράμῃς ἐξ ὀνόματος». Ὁ πόθος καί ἡ λαχτάρα τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας πρέπει νά κατανοεῖται σάν μιά κλήση κι’ ἕνα οὐράνιο χάρισμα, σάν μιά μυστηριακή πνευματική πορεία πού εἶναι ἤδη χαραγμένη μπροστά στά πόδια τοῦ ἀληθινοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ, πρίν ξεκινήσει γιά τό δρόμο του. Αὐτός πού εἶναι καλεσμένος «εἰς τήν ἀόρατον μαρτυρίαν τοῦ δέξασθαι τούς στεφάνους τοῦ ἁγιασμοῦ» μέσα στό ἀπερίγραπτο ψυχικό μόχθο τῆς ἔρημου, εἶναι καλεσμένος σ’ ἕνα ἀσταμάτητο ἀγῶνα αὐτογνωσίας καί ψυχικοῦ καθαρμοῦ. Δέν εἶναι λοιπόν προορισμένος νά ἡσυχάσει, ἀλλά νά ἀγωνισθεῖ! Ὅμως, ἐφ’ ὅσον ἀγωνισθεῖ, θά ἡσυχάσει .

Τό βαθύτερο νόημα τῆς ἐπιδιώξεως τῆς ἡσυχίας εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἀκώλυτη συνάντηση καί κοινωνία μέ τό Θεό. Ὁ «ἡσυχάζων» δέν ἀναπαύεται γιά νά ἱκανοποιήσει τό ἀνθρώπινο αἴτημα τῆς ψυχικῆς ἠρεμίας. Ἡσυχάζει δυναμικά καί δραστήρια γιά νά βαδίσει ἕνα ἰδιότυπο καί ξεχωριστό πνευματικό δρόμο πού θά τόν φέρει κοντά στό Θεό, θά τόν ἑνώσει μέ τόν «νυμφίον Χριστόν». Ὁ ἀσκητής καί ὁ μοναχός, πού ἐπιδίδονται στήν κάθαρση καί τήν κατάκτηση τῆς ἐσωτερικότητας, πορεύονται ἔτσι μιά νόμιμη ὁδό διαλόγου καί ἑνώσεως μέ τό Θεό.

Ὁπωσδήποτε ὅμως ξενίζει τόν ἀνίδεο πνευματικά ἄνθρωπο ἡ αἰμάτινη ὑπογράμμιση τῆς κατακτήσεως τῆς ἐσωτερικότητας, σάν προϋποθέσεως τῆς ἑνώσεως μέ τό Θεό. Ὁ νηπτικός ἀγωνιστής ἔχει διαλέξει ἕνα ἰδιαίτερο ἀλλά καί δύσκολο μονοπάτι γιά νά «πατήσει» τόν οὐρανό! Καί ὁ κοσμικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ἴσως εὔκολα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό μιά κριτική διάθεση, ὅταν θεωρεῖ τό βάθος καί τήν ἔνταση τῆς ἐσωτερικότητας μέσα στήν ὁποία ὁ ἀσκητής ἀναζητεῖ τόν μαργαρίτην, τήν βίωση τοῦ μυστικοῦ θείου ἔρωτος.

Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ ἀσκητική ἐμπειρία τῆς ἐσωτερικότητας, μέσα στόν πνευματικό χῶρο τῆς ἡσυχίας, εἶναι καταπληκτική καί συγκλονιστική γιά τό φθαρμένο ἀπ’ τήν κοσμικότητα πνεῦμα μας. Ἔτσι ὅταν βρισκόμαστε μπροστά στίς ψυχικές καί πνευματικές «εἰκόνες» τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας ἀπολαμβάνουμε ἕνα μυστηριακό θέαμα, χωρίς νά μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε. «Τό τίμιον ἔργον τῆς ἡσυχίας λιμήν τῶν μυστηρίων ἔστι». Καί σ’ αὐτόν τόν λιμένα τῶν μυστηρίων, στή μυστηριακή ἐμπειρία τῆς ἡσυχίας, θαυμάζουμε τό μεγαλεῖο τῆς ἀσκητικῆς ἐσωτερικότητας μέσα στό ὁποῖο κλείνεται πραγματικά ὁ οὐρανός!

Ἄς ἀφουγκραστοῦμε, ἀλήθεια, μέ κατάνυξη τήν ἀσκητική φωνῇ:

«Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τό ταμεῖον τό ἔνδοθέν σου καί ὄψει τό ταμεῖον τό οὐράνιον ἐν γάρ ἔστι τοῦτο κακεῖνο. Καί ἐν μιᾷ εἰσόδῳ θεωρεῖς ἀμφότερα. Ἡ κλῖμαξ τῆς βασιλείας ἐκείνης ἔνδοθέν σου ἔστι, κεκρυμμένη ἐν τῇ ψυχῇ σου. Βάπτισον σεαυτόν ἐν ἔαυτῷ ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί εὑρήσεις ἐκεῖ ἀναβάσεις, ἐν αἷς ἀναβαίνειν δυνήση».

Ἡ πνευματική αὐτή εἰκόνα τῆς ἐσωτερικεύσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά προχωρημένη ἐμπειρία τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας. Εἶναι μιά ἔξαρση τῆς πνευματικῆς ἀξίας τῆς αὐτογνωσίας καί αὐτοθεωρήσεως πού ἀποκτήθηκε μέ ἀπερίγραπτο ψυχικό μόχθο καί ἀσκητικές δοκιμασίες. Εἶναι μιά ἀτομίκευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέ τή δύναμη τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀσκήσεως.

Ἐξάλλου ἡ αὐτοθεώρηση, ἡ εἴσοδος στό ταμεῖο τῆς ἐσωτερικότητας, εἶναι ἀκριβῶς μιά «ἐπίσκεψις» τοῦ ἀγωνιζομένου μέσα στήν ἡσυχία, στό ναό πού κατοικεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, δηλ. στό ἐσώτατο βάθος τῆς προσ-ὠπικότητάς του. «Ὁ ἐπισκεπτόμενος τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἐν πάσῃ ὥρα εὐφραίνεται ἐν ταῖς ἀποκαλύψεσιν ἡ καρδία αὐτοῦ. Καί ὁ συνάγων τήν θεωρίαν τοῦ νοός αὐτοῦ ἔσωθεν αὐτοῦ ἐν αὐτῶ, θεωρεῖ τήν αὐγήν τοῦ πνεύματος. Ὅστις ἐβδελύξατο πάντα μετεωρισμόν, θεωρεῖ τόν δεσπότην αὐτοῦ ἔσωθεν της καρδίας αὐτοῦ. Ἰδού ὁ οὐρανός ἔσωθέν σου, εἰ καθαρός ἔσῃ, καί ἐν σεαυτῷ ὄψει τούς Ἀγγέλους σύν τῷ φωτί αὐτῷν».

Ἡ βίωση αὐτή τῆς καταπληκτικῆς ἐσωτερικότητας εἶναι μιά αὐτοθεώρηση ἀπολύτου ψυχικῆς ἑνότητος καί εἶναι συγχρόνως ἱκανοποίηση τοῦ πόθου τοῦ ἀπολύτου. Εἶναι λοιπόν ἡ βίωση αὐτή μιά συγκλονιστική ἀντίθεση στήν πνευματική ἐρημιά τοῦ Καμύ καί μιά ἀπάντηση στό σύγχρονο ἄνθρωπο πού ἀναζητεῖ νά συνάξει τήν ψυχή του ἀπ’ τούς πέντε ἀνέμους!

Ὅποιος φεύγει μακριά ἀπό τόν ἑαυτό του, πληθαίνει τίς ἐσωτερικές του διασπάσεις καί παραδίδεται ἀνελέητα σ’ ἕνα ἐξουθενωτικό ἀδιέξοδο. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού δέχεται νά εἰσέλθει στό «ταμεῖον» του, νά ἐπιστρέψει στόν ἑαυτό του, ἀνακαλύπτει τό μυστικό μονοπάτι τῆς ἑνότητας καί τῆς ψυχικῆς καί πνευματικῆς ἁρμονίας. Πέραν δέ αὐτοῦ, θεωρεῖ μυστήρια ἀνεξιχνίαστα καί ἀπερίγραπτα, γιατί «τῷ γνόντι ἑαυτόν, ἡ γνῶσις τῶν πάντων δίδοται αὐτῷ. Τό γάρ γινώσκειν ἑαυτόν, πλήρωμα τῆς γνώσεως τῶν ἁπάντων ἔστι». Γι’ αὐτό μάλιστα «ὁ ἀξιωθείς ἰδεῖν ἑαυτόν, αὐτός κρείττων ἔστι του ἀξιωθέντος ἰδεῖν τούς Ἀγγέλους». Ἔτσι ἡ γνώση καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου βιώνεται στόν πυρῆνα τῆς προσωπικότητας καί ἀφοῦ μέσα στήν πνευματική διαδικασία ἔχει πραγματώσει κανείς τήν ἑνότητα τοῦ ἐαυτοῦ του. Στό ἀσκητικό αὐτό νόημα τῆς ἡσυχίας εὑρίσκει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τήν λύσῃ τοῦ αἰνίγματος τοῦ Καμύ.

Αὐτό πού συγκλονίζει τόν Καμύ, πού τόν κάνει νά βιώνει ἕνα ἐξουθενωτικό κενό, εἶναι «ἡ σιωπή τοῦ κόσμου». Ὁ κόσμος δέν τοῦ ὁμιλεῖ. Ἤ γιατί δέν ἔχει τίποτα νά τοῦ πεῖ ἤ γιατί δέν μπορεῖ νά μιλήσει «ἀφ’ ἑαυτοῦ». Λοιπόν, ἡ σιωπή τοῦ κόσμου ἐντείνει τίς ἐσωτερικές διασπάσεις τῆς προσωπικότητας, τήν κάνει νά ἐξανεμίζεται στούς πέντε ἀνέμους, γιατί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἑνότητας ἀλλά καί τοῦ νοήματος τοῦ κόσμου διασκορπίζει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σ’ ἕνα ἀσταμάτητο ἀγῶνα, στόν ἀγῶνα τοῦ Σίσυφου. Γι’ αὐτό στό μῦθο τοῦ Σίσυφου βλέπει ὁ Καμύ ὅλο τό μυστικό νόημα τοῦ παραλόγου πού «γεννιέται ἀπό τήν ἀντίφαση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παράλογη σιωπή τοῦ κόσμου».

Μιά προσεκτική παρατήρηση τοῦ τεχνολογικοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἀνικανοποίητου πόθου του γιά «πρόοδο» καί «τεχνική ἀνάπτυξη» δείχνει ὅτι ἐνσαρκώνει σήμερα τόν πολύπαθο Σίσυφο. Δουλεύει «ψυχαναγκαστικά» στήν προοδευτική διάσπαση τοῦ ἐαυτοῦ του πού τόν παγιδεύει στό παράλογο. Ἡ ἡσυχία ἀποτελεῖ μιά μακρινή ἐμπειρία, μιά νοσταλγία, στά φωτεινά διαλείμματα τῆς «μηχανικῆς» του αὐτοκριτικῆς. Πῶς θά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά ἀνακόψει γιά λίγο τό σισυφικό του τρεχαλητό γιά νά ἀφουγκραστεῖ τό μυστικό μήνυμα τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας;

Νά ἕνας προβληματισμός συγκλονιστικά «ἀνησυχητικός».