
Εἰς τὸ ὅνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ τυφλὸς πρὶν τὴν συνάντησή του μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τίποτα. Παντοῦ σκοτάδι· ἔπρεπε νὰ μαντεύει ἐξερευνῶντας μὲ τὴν ἁφὴ τὰ πράγματα, νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν φαντασία του. Δὲν εἶχε καθαρὴ εἰκόνα τῶν πραγμάτων.
Τότε συνάντησε τὸν Χριστό, κι Ἐκεῖνος τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Καὶ ποιὸ ἦταν τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ εἶδε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὴ ματιά Του· τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γεμάτο προσοχή, συμπονετικὴ ἀγάπη, νὰ στέκει ἐπάνω του μόνο, χώρια ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ἦρθε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Ζωντανὸ Θεὸ καὶ ἀντιμετώπισε τὸ θαῦμα ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἐκπλήσσει: Ὅτι ὁ θεὸς μπορεῖ νὰ ἐπικεντρώνει τὴν προσοχή Του στὸν καθένα μας – ὅπως ὁ Καλὸς Ποιμὴν μὲ τὸ χαμένο πρόβατο – καὶ δὲν βλέπει τὸ πλῆθος, ἀλλὰ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο. Ὕστερα, πιθανὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐρεύνησε τὰ πάντα γύρω του, καὶ ὅ,τι γνώριζε μόνο ἀπὸ περιγραφὲς, ἀπὸ ὅ,τι ἄκουγε, ἔγινε πραγματικότητα – «τώρα βλέπω».
Συμβαίνει καὶ τώρα· μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας. Ὅπως ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς, ζοῦμε κι ἐμεῖς τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς μας ἀπὸ ἐλεημοσύνη, καθόμαστε σὰν ζητιάνοι στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἁπλώνοντας τὸ χέρι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ μᾶς προσέξει, ἄν ὄχι ἐμᾶς, τουλάχιστον τὸ χέρι μας, καὶ νὰ μᾶς δώσει κάτι γιὰ νὰ μᾶς κρατήσει ἔστω γιὰ λίγες ὧρες. Μιὰ τέτοια στήριξη παίρνουμε μέσα ἀπὸ ἕνα φιλικὸ βλέμμα ποὺ ἀκουμπᾶ ἐπάνω μας, ἕνα λόγο ποὺ μᾶς ἀπευθύνουν, μιὰ καλωσύνη ποὺ μᾶς γίνεται. Ἀλλὰ, ὅλα αὐτὰ μᾶς ἀφήνουν νὰ παραμένουμε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου∙ συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε τυφλοὶ καὶ ἱκετεύουμε γιὰ βοήθεια.
Ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστὸς, κάποιος ἄλλος τυφλὸς, ὁ Βαρτίμαιος, δὲν περίμενε τὸν Λυτρωτὴ νὰ ἔρθει σ’ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ρωτήσει ἄν ἤθελε νὰ σωθεῖ, ἄν ἤθελε νὰ δεῖ. Μόλις ἔνοιωσε ὅτι κάτι παράξενο γινόταν μέσα στὸ θορυβῶδες πλῆθος, καὶ ὅταν στὴν ἐρωτησή του, ἀπάντησαν ποιὸς περνοῦσε, ἄρχισε νὰ κραυγάζει σὲ βοήθεια. Ἀλήθεια, οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νὰ τὸν σταματήσουν· μιὰ μικρή ἀμφιβολία θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ εἶχε τρυπώσει μέσα του, ἄξιζε τὸν κόπο νὰ φωνάζει καλώντας σὲ βοήθεια, θὰ τὸν ἄκουγε ὁ Κύριος, θὰ ἀνταποκρινόταν σὲ μιὰ ἀσήμαντη ἀνάγκη, ὅπως ἦταν ἡ δική του; Συνέχισε νὰ κραυγάζει σὲ βοήθεια, ἐπειδὴ ὁ πόνος του ἦταν τόσο μεγάλος, ἦταν τόσο ἀπελπισμένα ἀναγκεμένος. Ἦταν ἕτοιμος νὰ σπρώξει τοὺς ἀνθρώπους, νὰ παλέψει γιὰ ν’ ἀνοίξει δρόμο ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, προκειμένου νὰ φθάσει τὸν Θεὸ, νὰ ἀκουστεῖ.
Ἄν μοναχὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο τυφλοὶ εἴμαστε! Ἄν μόνο, μπορούσαμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ γνώση μας γιὰ τὴ ζωή, ὄχι μόνον γιὰ τὴν αἰώνια, θεϊκὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπίγεια, ἐξαρτᾶται ἐντελῶς ἀπὸ διαδόσεις, ὅτι ἡ ζωή ποὺ μᾶς περιβάλλει εἶναι ἀμυδρὴ καὶ στοιχειωμένη καὶ ἐπειδὴ εἴμαστε τυφλοί, ἤ (ὅπως ὁ ἄλλος τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ δὲν θεραπεύτηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸν Χριστό) βλέπουμε πράγματα ὅπως μέσα στὴν ὁμίχλη. Ἄν μόνο, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε, τὶ μᾶς λέει ὁ Λυτρωτὴς γιὰ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν δόξα τῆς ἐπίγειας συνάμα καὶ τῆς ἐπουράνιας ζωῆς, καὶ νὰ μὴν εἴμαστε ἱκανοποιημένοι μὲ τὴν τυφλότητά μας, μὲ πόση θέρμη θὰ προσπαθούσαμε νὰ κρατήσουμε κοντὰ μας τὸν Χριστὸ, ὥστε νὰ μᾶς διαπερνάει τὸ βλέμμα Του, καὶ νὰ μᾶς μιλάει μὲ τὸν κυρίαρχο, θεραπευτικό, ζωηφόρο λόγο Του. Τότε πράγματι, ἴσως νὰ βλέπαμε τὴν ἐκπληκτικὴ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου Του, τὴν ἀπύθμενη ὀμορφιὰ τοῦ θεϊκοῦ βλέμματος ποὺ ἀκουμπᾶ ἐπάνω μας μὲ ἔλεος, συμπόνοια, καὶ τρυφερότητα. Χρησιμοποιοῦμε τὰ μάτια μας τόσο ἁπλά, ἀλλὰ βλέπουμε λίγα καὶ αὐτὰ εἶναι ἐπιφανειακά. Ἄς ἀναζητήσουμε τὸ ὅραμα ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο δικὸ μας, ὅταν οἱ καρδιὲς μας θὰ ἔχουν γίνει φωτεινὲς καὶ ἁγνές. «Εὐλογημένοι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιὰ, ἐπειδὴ αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό»· καὶ μέσα στὴν λαμπρότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἴσως δοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, εἴτε λουσμένοι στὸ φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν λάμψη τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἤ, διαφορετικὰ, πληγωμένοι, σκοτεινοί, περιμένοντας ὄχι ἁπλὰ ἐλεημοσὺνη, ἀλλὰ νὰ παραδόσουμε ὅλη μας τὴ ζωὴ στὴν ἀγάπη, ἔτσι ποὺ νὰ μποροῦσε ἤδη ἀπὸ τὼρα ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὴ γῆ ἡ Οὐράνια Βασιλεία. Ἀμήν.
Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: www.agiazoni.gr