Ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος ἐναντίον ὅλων, φίλων καὶ ἐχθρῶν, μὲ σκοπό...;



"Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές" ὅσ. Μελέτιος Γαλησιώτης.

Δημοσιεύθηκε στὸ ἱστολόγιο "Ὁμολογία" (ἐδῶ) ἀπάντηση τοῦ π. Ἀναστασίου Γκοτσόπουλου σὲ ἄρθρο τοῦ π. Δημητρίου Ἀθανασίου (στὴν ἴδια ἡλεκτρονικὴ διεύθυνση) ἐνάντια σὲ ὅσα τραγικὰ ὑποστηρίζει ὁ π. Ἀναστάσιος. Στὴν ἀπάντησή του αὐτὴ ὁ π. Ἀναστάσιος συνεχίζει νὰ ἐπιχειρηματολογεῖ λέγοντας ὅτι "Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ ΣΥΝΟΔΙΚΑ ότι οι ετερόδοξες εκκλησιαστικές Κοινότητες είναι «Εκκλησίες... Δεν προκύπτει και συνεπώς είναι εντελώς λανθασμένο το συμπέρασμα της «Ομολογίας» ότι «Με βάση τα εκτεθέντα προηγουμένως, η Σύνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας και για τη Σύνοδο της Κρήτης… πήρε ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ και ως εκ τούτου καθίσταται ΑΙΡΕΤΙΚΗ»» εν τη δογματική εννοία του όρου, γι΄αυτό και δεν ενέκρινε το 6ο κείμενο της Συνόδου της Κρήτης, που αφορά στις σχέσεις με τους ετεροδόξους" Μὲ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα ὁ π. Ἀναστάσιος νομίζει ὅτι ἀποδεικνύει τὴν ἀποτείχιση τοῦ π. Παύλου ἀλλὰ καὶ ὅλως τῶν ἀποτειχισμένων ὡς παράνομη, τὴν στάση τοῦ Κυθήρων (καὶ κάποιων ἄλλων;) ὡς ὀρθή καὶ φυσικὰ τὴν δική του ἀνακολουθία ὡς ὑπακοή στὴν Ἐκκλησία.
Φυσικὰ γιὰ τὰ ὅσα ἀντίθετα μὲ τώρα ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅπως ἀποδείχθηκε σὲ προηγούμενο ἄρθρο (ἐδῶ), ὁ π. Ἀναστάσιος δὲν ἀπαντάει. Ὅπως θὰ δοῦμε ὅμως παρακάτω ὁ π. Ἀναστάσιος μὲ τὴν ἐπιχειρηματολογία του καταφέρνει μόνο ἕνα: Νὰ θέτει ἐαυτόν ἐναντίον ὅλων, φίλων καὶ ἐχθρῶν, χωρὶς νὰ ἐξηγεῖ σὲ τί ἀποσκοπεῖ; Ἕνα μόνο εἶναι σίγουρο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ σχισμάτων δὲν τὴν ἐκφράζει, ὅπως θὰ μᾶς δείξουν οἹ παρακάτω ἀναιρέσεις ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, φίλους καὶ ἐχθρούς: 
Τὴν μεγαλύτερη ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνακολουθία τοῦ π. Ἀναστασίου προσφέρουν πρωτίστως οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές (ἐδῶ):  
Αναγνωρίζει, άραγε, ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, ως κληρικός της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εκκλησίας που έλαβε μέρος στη Σύνοδο, «την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας»; Τι διδάσκει σχετικά το ποίμνιό του; Διακρίνει ανάμεσα στις προσωπικές του «επιστημονικές» απόψεις και στην ευθύνη του ως ποιμένα λογοδοτούντος στον τοπικό του επίσκοπο; Η Σύνοδος αυτή κακοδόξησε ή ορθοδόξησε; Αν συνέβη το δεύτερο, γιατί διαμαρτύρεται; Αν διέδωσε αιρέσεις, πώς αποδέχεται – με δεδομένες τις απόψεις του για την ευθύνη των ποιμένων – να παραμένει μέλος μιας Εκκλησίας που έλαβε μέρος στις εργασίες της και που με Εγκύκλιό της υποστήριξε τη συμμετοχή της και την προσφορά της Συνόδου; Γιατί μνημονεύει στις Λειτουργίες του το όνομα επισκόπου που είναι μέλος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας αυτής;»
Τί ὁμολογοῦν λοιπὸν οἱ οἰκουμενιστὲς κατήγοροι τοῦ ἴδιου τοῦ π. Ἀναστασίου; Ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀποδέχθηκε καὶ συνέβαλε τὰ μάλα στὴν διεκπεραίωση, ὁλοκλήρωση καὶ ἑδραίωση τῆς ψευτοσυνόδου του Κολυμπαρίου! Καὶ ὡς ἐκ τούτου σύμφωνα μὲ τὴν λογική, τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία καὶ τώρα τὸ μέγα παράδοξο: ἀντίθετα μὲ αὐτὰ ποὺ ὑποστηρίζει τώρα ὁ π. Ἀναστάσιος καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει παλαιότερα συγγράψει (καὶ φυσικὰ ὁ Κυθήρων καὶ ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι), θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀποτειχιστεῖ. Τὸν ρωτοῦν λοιπόν, εὐλόγως οἱ Οἰκουμενιστές: Γιατὶ δὲν ἀποτειχίζεσαι, π. Ἀναστάσιε, (καὶ συνεχίζουμε ἐμεῖς) ἀλλὰ κατηγορεῖς τὸν π. Παῦλο ποὺ τὸ ἔπραξε; 
Μάλιστα σ’ ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τῆς Α.Θ.Π., τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμο (18.11.2016, ἀρ. πρωτ. 1153 – τὸ ὅλο κείμενο  (ἐδῶ) διαβάζουμε: 
«Περιέρχονται καθ’ ημέραν εις το καθ’ ημάς Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εις την ημετέραν Μετριότητα προσωπικώς εκ διαφόρων πηγών πληροφορίαι ότι ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Θεόδωρος Ζήσης και οι συν αυτώ ομόφρονες κληρικοί και λαϊκοί, δια του διαδικτύου και των διαφόρων μέσων γενικής ενημερώσεως, περιερχόμενοι δε και διαφόρους αδελφάς Ορθοδόξους Εκκλησίας, προσκαλούσι τους αδελφούς Προκαθημένους και τους ποιμένας, αλλ’ ιδιαιτέρως τον ευσεβή Ορθόδοξον Λαόν, εις ανταρσίαν και αμφισβήτησιν των αποφάσεων της εν Κρήτη εν ευλογίαις και εν επιτυχίαις συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, η εις τας εργασίας της οποίας συμβολή της Υμετέρας προσφιλούς Μακαριότητος και της Αντιπροσωπείας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξεν οικοδομητική και συντελεστική της σημειωθείσης επιτυχίας».
Ἐδῶ ὁ πατριάρχης καλεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ διώξει τὸν π. Θεόδωρο Ζήση καὶ τοὺς ὁμόφρονές του κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, σημειώνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνέβαλε συντελεστικὰ στὴν ἐπιτυχία τῆς ψευτοσυνόδου καὶ τὼν αἱρετικῶν της ἀρθρῶν. Πῶς ὑποστηρίζει λοιπόν, ὁ π. Ἀναστάσιος τὰ ἀντίθετα; 
Ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος μὲ τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τὶς θέσεις ποὺ προβάλλει, ἀναιρεῖ τὸν ἕως τώρα συνοδοιπόρο του καὶ πολλάκις θεολογικὴ πηγὴ τῶν θέσεων του π. Θεόδωρο Ζήση. Ὁ π. Θεόδωρος σὲ ἄρθρο του κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχε μεταξὺ ἄλλων γράψει (ἐδῶ): 
«1. Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας
Οἱ δογματικές καί ἱεροκανονικές ἐκτροπές τῆς Διοικούσας Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα ἦσαν σπάνιες κατά τούς 19ο καί 20ό αἰῶνες, αὐξήθηκαν ὅμως καί τείνουν νά γίνουν καθεστώς κατά τόν τρέχοντα 21ο αἰώνα. Ἡ ἀρχή τοῦ κακοῦ ἔγινε μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Ἀθήνα τόν Μάϊο τοῦ 2001 καί συνεχίσθηκε μέ τήν ὑπογραφή ἀντορθοδόξων κειμένων στό Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Προτεστάντες στό Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) καί στό Πουσάν τῆς Ν. Κορέας (2013). Κορυφώθηκε στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, στήν ὁποία μία κολοβή καί ἀντικανονική σύναξη τῆς μειοψηφίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀνέτρεψε ὅλη τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία Συνόδων καί Πατέρων καί ἀναγνώρισε τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ἐνισχύοντας τήν θέση αὐτή μέ τήν ἔγκριση τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας στό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, δηλαδή αἱρέσεων, καί μέ τήν ἐπαινετική ἀποδοχή τῶν αἱρετιζόντων κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.
Ἐλπίζαμε ὅτι ἡ ἱεροκανονική διακοπή μνημόνευσης ἐπισκόπων, πού συμμετεῖχαν στήν ψευδοσύνοδο ἤ ὑποστήριξαν τίς ἀποφάσεις της ἐκ μέρους κάποιων κληρικῶν, θά ἀναχαίτιζε αὐτήν τήν ἀντορθόδοξη καί δαιμονοκίνητη πορεία, ἀλλά πρός τό παρόν αὐτό δέν συνέβη. Ἐπειδή δέν ὑπῆρξε ἰσχυρή ἀντίδραση κυρίως ἐκ μέρους τῶν ἐπισκόπων, τό ὀρθόδοξο μέτωπο ἐμφανίσθηκε ἀσθενές...
2. Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή.
Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μέ πολλή συντομία ἀναφερθήκαμε συνετέλεσαν στήν ἀφύπνιση τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο παραπονούμενο δικαιολογημένα γιά τήν ἀδράνεια καί ἀδιαφορία τῆς πλειονότητας τῶν ἐπισκόπων ἀμφιβάλλει καί δυσπιστεῖ γιά τήν ποιμαντική τους μέριμνα καί ἐπιστασία καί προβληματίζεται πλέον γιά τό ἄν πρέπει νά ὑπακούει στίς συστάσεις καί νουθεσίες τους ἤ νά τούς θεωρήσει ὡς λυκοποιμένες καί ὁδηγούς στήν ἀπώλεια καί ὄχι στήν σωτηρία…».
Βλέπουμε ὅτι σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν π. Ἀναστάσιο ὁ π. Θεόδωρος ὀρθότατα καὶ σαφέστατα κατηγορεῖ ὄχι μόνο ὅσους Ἐπισκόπους συμπορεύθηκαν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἀδράνησαν σιώπησαν ἢ ἀντέδρασαν χλιαρὰ στὶς ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου καὶ στὴν ἐφαρμογή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τοὺς θεωρεῖ συνυπεύθυνους μὲ τοὺς ξεκάθαρα αἰρετίζοντες συναδέλφους τους. Δηλαδὴ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποστηρίζει ὁ π. Ἀναστάσιος. Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ πλήρης ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας του π. Ἀναστασίου ἀπὸ τὸν π. Θεόδωρο: 
Ὁ Οἰκουμενισμός πρίν ἀπό τήν ψευδοσύνοδο ὑποστηριζόταν ἀπό μεμονωμένα πρόσωπα, ἦταν πλάνη καί αἵρεση κάποιων προσώπων, τήν ὁποία ἀπέρριπταν καί καταδίκαζαν ἡ πλειονότητα τῶν κληρικῶν, τῶν θεολόγων καί τῶν πιστῶν. Τώρα ὅμως γαυριᾶ καί ὑψώνει κεφάλι, διότι διαθέτει συνοδική ἀποδοχή, τήν ὁποία προσπαθεῖ νά ἐπιβάλει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἔλαβαν μέρος στήν ψευδοσύνοδο ἤ ὑποστήριξαν τίς ἀποφάσεις κατέστησαν συνένοχοι καί συνυπεύθυνοι, ὑποκείμενοι γι᾽ αὐτό εἰς ὅσα προβλέπουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς αἱρετικούς καί αἱρετίζοντες. Αὐτός ἦταν καί ὁ λόγος τῆς ἐκ μέρους ἀρκετῶν κληρικῶν καί μοναχῶν διακοπῆς τῆς μνημόνευσης τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων. Οἱ Οἰκουμενιστές ἀντέδρασαν, ἐκήρυξαν διωγμούς, ἐχάλκευσαν συκοφαντίες καί ἔστησαν δικαστήρια. Ἀπό ὅσους ἐδειλίασαν νά ὁμολογήσουν, ἄλλοι ἐσιώπησαν αἰδημόνως ἀναγνωρίζοντας σιωπηλά ἤ καί ἐπαινώντας τούς τολμηρούς, ἄλλοι ὅμως βρῆκαν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί μάλιστα θεολογικές, γιά νά δικαιολογήσουν τήν δειλία τους καί τήν ἔλλειψη παρρησίας καί ἑτοιμότητας νά ὑποστοῦν τήν κοσμική ἀπομόνωση, τό ξεβόλεμα, τήν κακοπάθεια. Ὑποστήριξαν ὅτι ἡ διακοπή μνημόνευσης τῶν ἐπισκόπων, δηλαδή ἡ ἀποτείχιση, προκαλεῖ σχίσμα, σέ θέτει ἐκτός Ἐκκλησίας, ὡσάν νά εἶναι τόσο ἀμαθεῖς καί ἀθεολόγητοι, ὥστε νά μή σκεφθοῦν ὅτι τόσοι Ἅγιοι καί σύγχρονοι Ἐπίσκοποι καί Γέροντες πού διέκοψαν τήν μνημόνευση αἱρετικῶν καί αἱρετιζόντων δέν ἦσαν ἀσφαλῶς σχισματικοί, οὔτε βρέθηκαν ἐκτός ἐκκλησίας».
Ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ ἀδαὴς καταλαβαίνει, ὅτι σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ π. Θεοδώρου, ἡ προδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος "ἦταν καί ὁ λόγος τῆς ἐκ μέρους ἀρκετῶν κληρικῶν καί μοναχῶν διακοπῆς τῆς μνημόνευσης τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων" καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Κυθήρων καὶ ὁ π. Ἀναστάσιος κατηγορῶντας τον π. Παῦλο γιὰ σχίσμα, ἐπειδὴ δὲν μνημονεύει ἕναν Ἐπίσκοπο (τὸν Κυθήρων) ποὺ δείλιασε, συμβιβάστηκε καὶ οὔτε κἂν τὴν διακοπὴ μνημοσύνου ξεκάθαρα αἰρετιζόντων Ἐπισκόπων (μὲ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος συλλειτουργεῖ) δὲν ἐπαίνεσε ἢ θεώρησε ἱεροκανονικῶς σωστή, συμπεριλαμβάνει ἑαυτὸν στὴν ἀκόλουθη κατηγορία:  Ἀπό ὅσους ἐδειλίασαν νά ὁμολογήσουν, ἄλλοι ἐσιώπησαν αἰδημόνως ἀναγνωρίζοντας σιωπηλά ἤ καί ἐπαινώντας τούς τολμηρούς, ἄλλοι ὅμως βρῆκαν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί μάλιστα θεολογικές, γιά νά δικαιολογήσουν τήν δειλία τους καί τήν ἔλλειψη παρρησίας καί ἑτοιμότητας νά ὑποστοῦν τήν κοσμική ἀπομόνωση, τό ξεβόλεμα, τήν κακοπάθεια. Ὑποστήριξαν ὅτι ἡ διακοπή μνημόνευσης τῶν ἐπισκόπων, δηλαδή ἡ ἀποτείχιση, προκαλεῖ σχίσμα, σέ θέτει ἐκτός Ἐκκλησίας, ὡσάν νά εἶναι τόσο ἀμαθεῖς καί ἀθεολόγητοι, ὥστε νά μή σκεφθοῦν ὅτι τόσοι Ἅγιοι καί σύγχρονοι Ἐπίσκοποι καί Γέροντες πού διέκοψαν τήν μνημόνευση αἱρετικῶν καί αἱρετιζόντων δέν ἦσαν ἀσφαλῶς σχισματικοί, οὔτε βρέθηκαν ἐκτός ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ καὶ ὁ μακαριστὸς π. Νικόλαος Μανώλης παραδέχεται ξεκάθαρα σὲ ἄρθρο του τὴν ἀποστασία και τὰ ψέματα τῆς ψευτοσυνόδου καὶ τῆς ἐγκυκλίου «πρὸς τὸν λαό» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἀρνεῖται ὁ π. Ἀναστάσιος (ἐδῶ): 
«Η Αλήθεια: Η Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας, προσχωρήσασα συνοδικώς στην αίρεση του Οικουμενισμούεφαρμόζει την αστυνομική και τρομοκρατική παράγραφο του αρ. 22 του Συνοδικού κειμένου “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”, που απαγορεύει τον θεολογικό διάλογο στο σώμα του πληρώματος της Εκκλησίας, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας, γιατί δήθεν οι σύνοδοι αποτελούν “την ανώτατην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων».
Ἄρα μὲ τὰ ἐπιχειρήματά του περὶ μὴ συμπόρευσης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν αἵρεση ὁ π. Ἀναστάσιος ἐναντιώνεται καὶ στὸ ἔως την κοίμησή του συνοδοιπόρο του μακαριστὸ π. Νικόλαο, ἀφοῦ κατὰ τὸν δεύτερο Η Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας, προσχωρήσασα συνοδικώς στην αίρεση του Οικουμενισμούεφαρμόζει την αστυνομική και τρομοκρατική παράγραφο του αρ. 22 του Συνοδικού κειμένου “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”.
Ὁ π. Ἀναστάσιος δὲν ἐναντιώνεται ὅμως μόνο στοὺς παραπάνω δύο.
Ὁ καθηγητὴς Θεολογίας καὶ ἕως τώρα ἐπίσης συνοδοιπόρος τοῦ π. Ἀναστασίου κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἐπισημαίνει μεταξὺ ἄλλων  σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος, ποὺ κατὰ τὸν π. Ἀναστάσιο δὲν ἐπικύρωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου (ἐδῶ): 
«Με­τά τή «Σύ­νο­δο» τῆς Κρή­της ἐκ­δό­θη­κε ἡ «Ἐγ­κύ­κλιος τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας» (Κρή­τη, 2016), ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σιά­ζει θε­ο­λο­γι­κές ἀν­τι­φά­σεις. Γι’ αὐ­τό καί θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά σ’ αὐ­τές. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στήν δεύ­τε­ρη πα­ρά­γρα­φο ση­μει­ώ­νε­ται τό ἑ­ξῆς: «Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­θεν­τι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τῆς πί­στε­ως εἰς τόν θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν.­.­.­». Ἐ­δῶ,γεν­νᾶ­ται εὔ­λο­γα τό λο­γι­κό καί θε­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: Πῶς «ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­θεν­τι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τῆς πί­στε­ως εἰς τόν θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν», ὅ­ταν αὐ­τή ἀ­να­γνω­ρί­ζει τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες, τούς Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους καί τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­νό­σῳ αὐ­τοί ἔ­χουν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους Χρι­στο­λο­γί­α;
Στήν τρί­τη πα­ρά­γρα­φο μνη­μο­νεύ­ον­ται Σύ­νο­δοι κα­θο­λι­κοῦ «κύ­ρους», ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ἐ­πί Με­γά­λου Φω­τί­ου καί ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ καί ἡ Σύ­νο­δος τοῦ 1484, μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κη­ρύσ­σε­ται ἡ ψευ­δο­σύ­νο­δος τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Ἀ­κό­μη καί οἱ Σύ­νο­δοι, πού ἀ­πο­κη­ρύσ­σουν τίς Προ­τε­σταν­τι­κές δο­ξα­σί­ες. Πῶς συμ­βι­βά­ζον­ται, ὅ­μως, ὅ­λα αὐ­τά μέ τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καί τῶν Προ­τε­σταν­τῶν ὡς Ἐκ­κλη­σι­ῶν;
Στήν πα­ρά­γρα­φο 20 ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξῆς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οἱ δι­α­χρι­στι­α­νι­κοί δι­ά­λο­γοι ἐ­λει­τούρ­γη­σαν ὡς εὐ­και­ρί­α διά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­αν, διά νά ἀ­να­δεί­ξῃ τό σέ­βας πρός τήν δι­δα­σκα­λί­αν τῶν Πα­τέ­ρων καί διά νά δώ­σῃ ἀ­ξι­ό­πι­στον μαρ­τυ­ρί­αν τῆς γνη­σί­ας πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Μιᾶς, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ ὑ­πό τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας δι­ε­ξα­γώ­με­νοι δι­ά­λο­γοι οὐ­δέ­πο­τε ἐ­σή­μα­ναν, οὔ­τε ση­μαί­νουν καί δέν πρό­κει­ται νά ση­μά­νουν πο­τέ οἱ­ον­δή­πο­τε συμ­βι­βα­σμόν εἰς ζη­τή­μα­τα πί­στε­ως. Οἱ δι­ά­λο­γοι αὐ­τοί εἶ­ναι μαρ­τυ­ρί­α πε­ρί τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.­.­.­». Ἡ δή­λω­ση αὐ­τή, ὅ­μως, δι­α­ψεύ­δε­ται ἀ­πό τά κοι­νά Κεί­με­να, τά ὁ­ποῖ­α ὑ­πε­γρά­φη­σαν καί ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ὅ­πως εἶ­ναι τοῦ B­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­to A­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας καί τοῦ P­u­s­s­an. Καί ἡ Συ­νο­δι­κή Ἐγ­κύ­κλιος κα­τα­κλεί­ε­ται ὡς ἐ­ξῆς: «Ταῦ­τα ἀ­πευ­θύ­νον­ται ἐνσυ­νό­δῳ πρός τά ἐν τῷ κό­σμῳ τέ­κνα τῆς ἁ­γι­ω­τά­της Ὀρ­θο­δό­ξου ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας καί πρός τήν οἰ­κου­μέ­νην πᾶ­σαν, ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι καί τοῖς συ­νο­δι­κοῖς θε­σπί­σμα­σι πρός δι­α­φύ­λα­ξιν τῆς πα­τρο­πα­ρα­δό­του πί­στε­ως». Ὅ­μως, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι καί τοῖς συ­νο­δι­κοῖς θε­σπί­σμα­σι» δέν ἀ­να­γνώ­ρι­σε πο­τέ στό πα­ρελ­θόν, ὡς Ἐκ­κλη­σί­α, τούς αἱ­ρε­τι­κούς, ὅ­πως ἐ­πι­χεί­ρη­σε νά κά­νει ἡ ἐν λό­γῳ «Συ­νέ­λευ­ση τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων» στήν Κρή­τη…Ἐ­δῶ, ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­με ἐν­δει­κτι­κά καί πά­λι τά Κεί­με­να τοῦ B­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­to A­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας, τοῦ P­u­s­s­an, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν σο­βα­ρές ἐκκλησι­ο­λο­γι­κές αἱ­ρέ­σεις ».
Στὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ κ. Τσελεγγίδη γίνεται ξεκάθαρο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσπάθησε καὶ προσπαθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ρίξει στάχτη στὰ μάτια τῶν πιστῶν ψευδόμενη ὑπὲρ τῶν ἀποφάσεων τῆς ψευτοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου. Ἀποκαλύπτεται ὅτι οἹ Ἕλληνες Ἱεράρχες λένε πράγματα ποὺ εἴτε ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν στέκουν, εἴτε ἐκ τῶν πράξεων τους ἀναιροῦνται. Φυσικὰ δὲν εἶνια ἀδαεῖς οἹ Ἱεράρχες, ὥστε νὰ μὴν γνωρίζουν τί λένε καὶ τί κάνουν. Ἀκολούθως ἐρωτοῦμε καὶ πάλι: Ποιά βάση ἔχει ἡ ἐπιχειρηματολογία του π. Ἀναστασίου, μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴν ἀποτείχιση τοῦ π. Παύλου; Κάθε νοήμων νοῦς ἀπαντάει; Καμία! Ὁ π. Ἀναστάσιος γιὰ λόγους, ποὺ μόνο ὁ ἴδιος γνωρίζει (ἐμεῖς μόνο ἰκασίες μποροῦμε νὰ κάνουμε), ἀλλὰ ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν εἶναι λόγοι εὐσεβείας, προσπαθεῖ νὰ συγκαλύψει τὰ τοῖς πᾶσι γνωστά.
Ἐδῶ πρέπει νὰ γίνει ξεκάθαρη σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ π. Ἀναστασίου ἡ διδάσκαλία τῶν Ἁγίων σχετικὰ μὲ τὸ κύριο καὶ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα ποὺ βασανίζει τοὺς πιστοὺς στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς πλάνης καὶ τῆς Παναιρέσεως, δηλ. τὸ ποιός ἱερέας σήμερα εἶναι τελικὰ εὐσεβής, καθὼς ἡ παναίρεση κατάφερε νὰ ἀλλοιώσει καὶ νὰ διαχωρήσει τὴν πίστη ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, ὡσὰν νὰ εἶναι δυνατόν (μὲ ἁγιοπατερικὰ κριτήρια) νὰ νοεῖται Ὀρθόδοξος ποὺ νὰ ἐργάζεται τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ θεμέλια τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ὀρθὴ Πίστη, ἡ καθημερινὴ Ὁμολογία καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ὅταν καὶ ὅπου αὐτὴ ὑπάρχει. 
Ἡ θέση αὐτή (καὶ τοῦ π. Ἀναστασίου) εἶναι ἄκρως ἀντίθετη μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἡ ὁποία ἐκφράζεται ξεκάθαρα καὶ ἄνευ δυνατότητας παρερμηνείας στὰ ἑξῆς: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Λόγια τοῦ Μέγα Βασιλείου ἀπὸ ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133). Ὁ Μ. Βασίλειος δηλαδὴ καὶ ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς λένε τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα περὶ εὐσεβείας τῶν ἱερέων ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λένε οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς» καὶ ὁ π. Ἀναστάσιος, οἱ ὁποῖοι ἂν τουλάχιστον ὁμολογοῦσαν τὴν ἀδυναμία τους, ἀντὶ νὰ τὴν κρύβουν πίσω ἀπὸ τὴν εὐσέβεια, θὰ ἔβρισκαν περισσότερη κατανόηση καὶ σεβασμό.
Ὁ ὅσ. Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης στὴν «Ἀλφαβηταλφάβητό» του στὸ κεφ. ρνγ΄ (153) ἀπὸ τὸν στίχο 34 φωτογραφίζει μὲ ἀκρίβεια τὴν σημερινὴ θλιβερὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση:
"Ὄλα αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ ὑπέφερε τὴν θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές... Ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει (σσ. τότε δὲν εἶναι εὐσεβής), ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ".
Ἀς ἀναιρέσει ὁ π. Ἀναστάσιος τοὺς Ἁγίους στοὺς ὁποίους ὑπακούει ὁ π. Παῦλος καὶ γι' αὐτό συκοφαντεῖται.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου