Ω, της υποκρισίας! Η Εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

Λέτε: "Τὸ πρῶ­το λοι­πὸν καὶ κύ­ρι­ο ἔρ­γο τῆς Συ­νό­δου ἦ­ταν ἡ κα­τα­δί­κη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν πλα­νῶν καὶ κα­κο­δο­ξι­ῶν τοῦ Ἀ­ρεί­ου καὶ τῶν ὀ­πα­δῶν του, κα­θὼς καὶ ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς «πί­στε­ως» ἢ τοῦ «συμ­βό­λου» τῆς Νι­καί­ας".

Ρωτάμε: Εσείς και ως σύνοδος της Ελλάδος και στην ψευτοσύνοδο στο Κολυμπάρι, ποιά αίρεση καταδικάσατε; Κατά τους Αγίους μία είναι η σύγχρονη, η χειρότερη αίρεση όλων των Εποχών, ο Οικουμενισμός! Εσείς αντί να τον καταδικάσετε τον προωθήσατε και τον προωθείτε!, διώκοντας παράλληλα τους Ορθόδοξους, επειδή ορθοτομούν!

Λέτε: "Στὶς δογ­μα­τι­κὲς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων ἀ­πο­δί­δει εὐ­λό­γως ἡ ᾽Ορ­θό­δο­ξος Κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α αἰ­ώ­νι­ο κύ­ρος, ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ξί­α καὶ αὐ­θεν­τί­α καὶ κα­θο­λι­κὸ καὶ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, θε­ω­ροῦ­σα αὐ­τὲς ὡς τὰ κυ­ρι­ώ­τε­ρα γρα­πτὰ μνη­μεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως καὶ ὡς κα­νο­νι­κοὺς καὶ αὐ­θεν­τι­κοὺς καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τους γνώ­μο­νες τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως."

Ρωτάμε: Τότε γιατί συμπροσεύχεσθε με τους κάθε είδους αιρετικούς και τους αναγνωρίζετε ως Εκκλησία με έγκυρο βάπτισμα και ιερωσύνη, όταν αυτό το απαγορεύουν οι δογματικές αποφάσεις των Συνόδων;

Λέτε: "Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας ποὺ ἔ­χει τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως στὴν ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, ἔ­κρι­νε ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ὰ τὴν συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν στὰ Μυ­στή­ρι­α τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βα­πτί­σμα­τος καὶ τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τὴν ὁ­μο­λο­γί­α στὴν πί­στη τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου."

Ρωτάμε: Τότε εσείς γιατί γίνατε αδελφοί με τους Παπικούς που κατάργησαν το Σύμβολο της Πίστεως εισάγοντας το Φιλιόκβε; Γιατί ομολογείτε έν βάπτισμα και παράλληλα αναγνωρίζετε πολλά ακόμα κι αυτό των Πεντηκοστιανών; Γιατί ομολογείτε μία Αγία και Καθολική Εκκλησία και παράλληλα μιλάτε για πολλές Εκκλησίες συμμετέχοντας και στο Π.Σ.Ε;

Συμπέρασμα: Δεν φοβάσθε ούτε Θεό ούτε ανθρώπους, αλλά ως στυγνοί επαγγελματίες λέτε υποκριτικά αυτά που πρέπει να ακουστούν μη πιστεύοντάς τα. Πετάξτε την δορά του προβάτου. Δεν σας χρειάζεται πια. Όλοι πια βλέπουν το τρίχωμα του λύκου.

Α.Τ.

 Η Εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου


ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 1700 ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ Α´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΗΝ ΝΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΒΙΘΥΝΙΑΣ

Τὴν ἑ­βδό­μη Κυ­ρι­α­κὴ ἀ­πὸ τὸ Πά­σχα ἑ­ορ­τά­ζου­με καὶ τι­μᾶ­με τοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Κα­τὰ τὸ δι­α­νυ­ό­με­νο ἔ­τος 2025 συμ­πλη­ρώ­νον­ται 1.700 ἔ­τη ἀ­πὸ τὸ ἔ­τος 325 μ.Χ., ποὺ συ­νε­κλή­θη ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος στὴν Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας. Μ’ αὐ­τὴ τὴν εὐ­και­ρί­α ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὶς ἀ­πο­φά­σεις της καὶ ἂς ἐμ­βα­θύ­νου­με στὴν ση­μα­σί­α ποὺ ἔ­χει γι­ὰ τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

α΄. Ἡ θεί­α βού­λη­ση ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σῳ τῶν Συ­νό­δων.

Ἡ ἀρ­χὴ τῶν Συ­νό­δων ἀ­νά­γε­ται ἀρ­χι­κὰ στὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δο ποὺ συγ­κρο­τή­θη­κε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα τὸ ἔ­τος 48 μ.Χ. (Πρά­ξε­ων 15, 6 καὶ ἑ­ξῆς).

Ἀ­πὸ τὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δο οἱ Σύ­νο­δοι ἀ­πο­τε­λοῦν θε­σμὸ ἀ­πο­στο­λι­κό, μὲ θεῖ­ο κύ­ρος καὶ ἀ­πο­φαί­νον­ται πε­ρὶ πί­στε­ως ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­φρα­ζαν οἱ Πα­τέ­ρες ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν, ὅ­πως δη­λώ­νε­ται μὲ τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό «ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καὶ ἡ­μῖν». Καὶ κα­τὰ τὸν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο (PG 20, 1080) «Πᾶν γὰρ ὅ,τι δ᾽ ἂν ἐν τοῖς ἁ­γί­οις τῶν ἐ­πι­σκό­πων συ­νε­δρί­οις πράτ­τη­ται, τοῦ­το πρὸς τὴν θεί­αν βού­λη­σιν ἔ­χει τὴν ἀ­να­φο­ράν». Δη­λα­δή, κά­θε τι ποὺ πράτ­τε­ται στὶς ἅ­γι­ες Συ­νό­δους τῶν ἐ­πι­σκό­πων, αὐ­τὸ ἔ­χει τὴν ἀ­να­φο­ρὰ πρὸς τὴν θεί­α βού­λη­ση.

β΄. Τὸ ἀ­λά­θη­τον τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῶν Συ­νό­δων.

Τὸ πλή­ρω­μα ἢ τὸ ὅ­λον ἢ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ τὸ συ­να­πο­τε­λοῦν ὅ­λοι οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ λα­ϊ­κοὶ ποὺ πι­στεύ­ουν ὀρ­θό­δο­ξα, λο­γί­ζε­ται στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς φο­ρέ­ας τοῦ ἀ­λά­θη­του τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ ὡς φω­νὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ὄρ­γα­νο ἐκ­φρά­σε­ως τοῦ ἀ­λά­θη­του αὐ­τῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­νώ­τα­τη δι­οι­κη­τι­κὴ ἀρ­χή της, δη­λα­δὴ ἡ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος, στὴν ὁ­ποί­α ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ε­ται τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τοὺς ἐ­πι­σκό­πους του, ποὺ δογ­μα­τί­ζουν μὲ τὴν ἐ­πε­νέρ­γει­α καὶ ἔμ­πνευ­ση καὶ ἐ­πι­στα­σί­α τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Δὲν μπο­ρεῖ λοι­πὸν τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ πλή­ρω­μα ἤ τὰ δύ­ο με­γά­λα τμή­μα­τα αὐ­τοῦ, τῶν κλη­ρι­κῶν ἢ τῶν λα­ϊ­κῶν ξε­χω­ρι­στά, ἢ πο­λὺ λι­γώ­τε­ρο κά­ποι­ο ἄ­το­μο ἢ κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἢ πα­τρι­άρ­χης ἢ πά­πας νὰ δογ­μα­τί­ζει ἔγ­κυ­ρα καὶ αὐ­θεν­τι­κά, δι­ό­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὸ δι­καί­ω­μα καὶ ἔρ­γο μό­νον τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καὶ τῶν ἐ­πι­σκό­πων ποὺ με­τέ­χουν σ᾽ αὐ­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἐκ­φρά­ζουν τὴν πί­στη του.

γ΄. Ἡ ὁ­μο­φω­νί­α στίς ἀ­πο­φά­σεις.

Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο οἱ Οἰ­κου­με­νι­κὲς Σύ­νο­δοι δι­α­τυ­πώ­νουν σὲ δογ­μα­τι­κοὺς ὅ­ρους τὴν ἀρ­χαι­ο­πα­ρά­δο­τη ὀρ­θό­δο­ξο πί­στη τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­δε­χό­με­νο τὰ δε­δογ­μέ­να, ὡς σύμ­φω­να πρὸς τὴν κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση καὶ πί­στη του, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα αὐ­τῶν, ἡ ὁ­ποί­α ἔτ­σι ἐξαρ­τᾶ­ται καὶ ἀ­πὸ τὴν συμ­φω­νί­α, καὶ τήν – μὲ ὁ­μο­φω­νί­α καὶ ἀγά­πη – ἑ­νό­τη­τα τοῦ ὅ­λου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ ἐκ τῆς «con­s­e­n­s­us E­c­c­l­e­s­i­ae» ὅ­λων τῶν χρό­νων, δη­λα­δή τήν συμ­φω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐν­νο­εῖ­ται, ὅ­μως, ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἐκ μέ­ρους τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος πρέ­πει νὰ νο­εῖ­ται μό­νον ὡς ἁ­πλὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ γνώ­ρι­σμα καὶ τε­κμή­ρι­ο καὶ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ ἀλά­θη­του τῶν δογ­μά­των ποὺ ἀ­πο­φα­σί­σθη­καν στὶς Συ­νό­δους καὶ τῆς οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τας αὐ­τῶν, ἐ­νῶ οἱ με­τέ­χον­τες σὲ αὐ­τὲς ἐπί­σκο­ποι δι­α­τυ­πώ­νουν ἀ­λά­θη­τα τὰ δόγ­μα­τα ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ θεί­α δι­και­ο­σύ­νη ὑ­πὸ τὴν ἔμ­πνευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

δ΄. Ἡ συμ­με­το­χή.

Στὶς Οἰ­κου­με­νι­κὲς Συ­νό­δους με­τεῖ­χαν μὲ πλή­ρη δι­και­ώ­μα­τα λό­γου καί ψή­φου μό­νον οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, ἤ­τοι πα­τρι­άρ­χες, ἔξαρ­χοι, μη­τρο­πο­λί­τες, ἁ­πλοὶ ἐ­πί­σκο­ποι, πα­λαι­ό­τε­ρα δὲ καὶ χω­ρε­πί­σκο­ποι. Μα­ζὶ μὲ αὐ­τοὺς μπο­ροῦ­σαν νὰ με­τέ­χουν μὲ δι­καί­ω­μα ψή­φου καὶ πρε­σβύ­τε­ροι καὶ δι­ά­κο­νοι, ἀλ­λὰ μό­νον ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν ἐ­πι­σκό­πων ποὺ κω­λύ­ον­ταν νὰ πα­ρα­στοῦν αὐ­το­προ­σώ­πως καὶ νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σουν τὴν πε­ρι­ο­χή τους. Ἐ­πί­σης αὐ­τοί συμ­με­τεῖ­χαν, χω­ρὶς δι­καί­ω­μα ψή­φου, ὡς γραμ­μα­τεῖς ἢ νο­τά­ρι­οι ἢ καὶ σὲ ἄλ­λες βο­η­θη­τι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες τῶν Συ­νό­δων καὶ τῶν ἐ­πι­σκό­πων, τοὺς ὁ­ποί­ους συ­νό­δευ­αν καὶ ὑ­πο­βο­η­θοῦ­σαν με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ στὶς συ­νο­δι­κὲς συ­ζη­τή­σεις ἢ τέ­λος, μὲ ἐν­το­λὴ τῶν Συ­νό­δων, συμ­με­τεῖ­χαν καὶ αὐ­τοὶ στὴν συ­ζή­τη­ση μὲ τοὺς ἑ­τε­ρό­δο­ξους καὶ ἀ­να­σκεύ­α­ζαν τὶς δο­ξα­σί­ες τους. Τέ­λος, καὶ μο­να­χοὶ καὶ λα­ϊ­κοί, ἰ­δί­ως θε­ο­λό­γοι καὶ φι­λό­σο­φοι, συμ­με­τεῖ­χαν στὶς Συ­νό­δους ὡς σύμ­βου­λοι καὶ ἑρ­μη­νευ­τές, βο­η­θών­τας τους μὲ ποι­κί­λους τρό­πους στὸ ἔρ­γο τους.

ε΄. Τό κύ­ρος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων.

Με­τὰ ἀ­πὸ ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νες συ­ζη­τή­σεις οἱ Οἰ­κου­με­νι­κὲς Σύ­νο­δοι ἐ­ξέ­δι­δαν πρῶ­τον μὲν σύμ­βο­λα ἢ ὅ­ρους ἢ τό­μους ἢ ὁ­μο­λο­γί­ες καὶ ἐκ­θέ­σεις, ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴν δογ­μα­τι­κὴ πί­στη, δεύ­τε­ρον δὲ κα­νό­νες, ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴν δι­οί­κη­ση, τὴν εὐ­τα­ξί­α, τὸ πο­λί­τευ­μα καὶ σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν βί­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ ἔ­παιρ­ναν θέ­ση ὑ­πο­χρε­ω­τι­κῶν νό­μων γι­ὰ τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γι­ὰ τὸ Κρά­τος.

Οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων ἀ­πο­τε­λοῦν ὅ­ρο σω­τη­ρί­ας γι­ά τούς πι­στούς, κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς.

Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ου­στι­νι­α­νὸς ὁ Α´, πε­ρι­βάλ­λον­τας μὲ τὸ κύ­ρος τοῦ νό­μου τὶς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὥρι­σε: «θε­σπί­ζο­μεν τά­ξιν νό­μων ἐ­πέ­χειν τοὺς ἁ­γί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς κα­νό­νας, τοὺς ὑ­πὸ τῶν ἁ­γί­ων ἑ­πτὰ Συ­νό­δων ἐ­κτε­θέν­τας ἢ βε­βαι­ω­θέν­τας, τῶν γὰρ Συ­νό­δων τὰ δόγ­μα­τα κα­θά­περ τὰς θεί­ας Γρα­φὰς δε­χό­με­θα, καὶ τοὺς κα­νό­νας ὡς νό­μους φυ­λάτ­το­μεν».[1] Βε­βαί­ως, ἔ­κτο­τε ἡ τή­ρη­ση τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῶν Συ­νό­δων ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τὴν ἔν­τα­ξη στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ πάν­τες ὀ­φεί­λουν νὰ τη­ροῦν τὶς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων.

στ΄. Ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος.

Ἡ Α´ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος συγ­κλή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, στὴν Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ αἱ­ρε­σι­άρ­χου Ἀ­ρεί­ου, ἀ­πὸ τὶς 20 Μα­ΐ­ου προ­κα­ταρ­κτι­κὰ καὶ ἀ­πὸ τὶς 14 Ἰ­ου­νί­ου ἐ­πί­ση­μα, μὲ πα­ρου­σί­α τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, μέ­χρι τὶς 25 Αὐ­γού­στου τοῦ ἔ­τους 325. Ἡ Σύ­νο­δος ἀ­πο­τε­λέ­σθη­κε κα­τὰ μὲν τὴν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα πα­ρά­δο­ση ἀ­πὸ 318 Πα­τέ­ρες, κα­τὰ ἄλ­λες δὲ ἱ­στο­ρι­κὲς μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­πό «ἐγ­γὺς τρι­α­κο­σί­ων», ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δέ, 5 μό­νον ἀ­πὸ τὴν Δύ­ση. Κύ­ρι­ος δὲ σκο­πὸς αὐ­τῆς ἦ­ταν ἡ κα­τα­δί­κη τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ καὶ ἡ θε­τι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας γι­ὰ τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, δι­ό­τι τὴν θε­ό­τη­τα Αὐ­τοῦ εἶ­χε ἀρ­νη­θεῖ ἀ­πὸ τοῦ ἔ­τους 318 μ.Χ. ὁ ἐν Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ᾳ πρε­σβύ­τε­ρος Ἄ­ρει­ος.

Τὸ πρῶ­το λοι­πὸν καὶ κύ­ρι­ο ἔρ­γο τῆς Συ­νό­δου ἦ­ταν ἡ κα­τα­δί­κη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν πλα­νῶν καὶ κα­κο­δο­ξι­ῶν τοῦ Ἀ­ρεί­ου καὶ τῶν ὀ­πα­δῶν του, κα­θὼς καὶ ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς «πί­στε­ως» ἢ τοῦ «συμ­βό­λου» τῆς Νι­καί­ας. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, ἡ μὲν Σύ­νο­δος κα­τα­δί­κα­σε καὶ ἀ­να­θε­μά­τι­σε, ὁ δὲ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος ἐ­ξό­ρι­σε τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς Ἄ­ρει­ο, Σε­κοῦν­δο Πτο­λε­μα­ΐ­δος καὶ Θε­ω­νᾶ Μαρ­μα­ρι­κῆς στὴν Ἰλ­λυ­ρί­α, ἀρ­γό­τε­ρα δὲ ἐ­ξο­ρί­σθη­καν στὴν Γαλ­λί­α καὶ ὁ Νι­κο­μη­δεί­ας Εὐ­σέ­βι­ος καὶ ὁ Νι­καί­ας Θέ­ο­γνις, ἐπει­δὴ ἀρ­νή­θη­καν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σουν τὴν κα­τα­δί­κη τοῦ Ἀ­ρεί­ου καὶ δέ­χον­ταν τοὺς Ἀ­ρει­α­νούς, ἂν καὶ εἶ­χαν ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸ σύμ­βο­λο τῆς Νι­καί­ας. Στὴν συ­νέ­χει­α, ἡ Σύ­νο­δος δι­ευ­θέ­τη­σε καὶ ἄλ­λα τρί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ σχί­σμα­τα, δη­λα­δή, τὸ Νο­βα­τι­α­νό, τὸ Σα­μο­σα­τι­α­νὸ καὶ τὸ Με­λι­τι­α­νό, κα­θὼς ἐ­πί­σης τερ­μά­τι­σε καὶ τὶς ἔ­ρι­δες γι­ὰ τὸν χρό­νο τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τοῦ Πά­σχα καὶ ὅ­ρι­σε ὅ­πως αὐ­τὸ ἑ­ορ­τά­ζε­ται τὴν πρώ­τη Κυ­ρι­α­κὴ με­τὰ τὴν πρώ­τη παν­σέ­λη­νο τῆς ἐ­α­ρι­νῆς ἰ­ση­με­ρί­ας. Ἐ­πὶ πλέ­ον δέ, ἀ­πέ­κρου­σε τὴν ἀ­γα­μί­α τῶν κλη­ρι­κῶν καὶ μά­λι­στα τῶν ἐ­πι­σκό­πων καὶ στὸ τέ­λος ἐ­ξέ­δω­σε καὶ εἴ­κο­σι ἱ­ε­ροὺς κα­νό­νες.

Στὶς δογ­μα­τι­κὲς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων ἀ­πο­δί­δει εὐ­λό­γως ἡ ᾽Ορ­θό­δο­ξος Κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α αἰ­ώ­νι­ο κύ­ρος, ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ξί­α καὶ αὐ­θεν­τί­α καὶ κα­θο­λι­κὸ καὶ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, θε­ω­ροῦ­σα αὐ­τὲς ὡς τὰ κυ­ρι­ώ­τε­ρα γρα­πτὰ μνη­μεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως καὶ ὡς κα­νο­νι­κοὺς καὶ αὐ­θεν­τι­κοὺς καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τους γνώ­μο­νες τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Ὡς ἐκ τού­του, χρη­σι­μο­ποι­εῖ μό­νον αὐ­τοὺς τοὺς οἰ­κου­με­νι­κοὺς δογ­μα­τι­κοὺς ὅ­ρους ὡς κύ­ρι­α καὶ πρω­τεύ­ου­σα πη­γὴ τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας της, ἰ­σό­κυ­ρη καὶ ἰ­σό­τι­µ­η πρὸς τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α πε­ρι­έ­χει τὴν γνή­σι­α Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση, ἡ ὁ­ποί­α μα­ζὶ μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­πο­τε­λοῦν τὶς δύ­ο ἰ­σό­κυ­ρες καὶ ἰ­σο­δύ­να­µ­ες καὶ ἰ­σο­στά­σι­ες πη­γὲς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως.

ζ΄. Οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου.

Ἡ Σύ­νο­δος εἰ­δι­κώ­τε­ρα:

1. Ἑρ­μη­νεύ­ου­σα αὐ­θεν­τι­κῶς τὴν γρα­πτὴ Πα­ρά­δο­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν Μο­νο­θε­ΐ­α, ἔτσι ὅ­πως ὁ­μο­λο­γεῖ στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­τι οἱ πι­στοὶ πι­στεύ­ουν «εἰς ἕ­να Θε­όν».

2. Δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν Τρι­α­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ, ἤ­τοι ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ προ­σκυ­νοῦ­με Πα­τέ­ρα, Υἱ­ὸ καὶ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, Τρι­ά­δα ὁ­μο­ού­σι­ον καὶ ἀ­χώ­ρι­στον.

3. Κή­ρυ­ξε ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι Πα­τέ­ρας τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως δί­δα­ξε ὁ Ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος, δι­δά­σκον­τάς μας νὰ ἀ­πευ­θυ­νό­μα­στε πρὸς τὸν Θε­ὸν, ἀ­πο­κα­λών­τας Τον «Πά­τερ ἡ­μῶν» (Κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον στ΄, 9-13) καὶ με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του πρὸς τοὺς Μα­θη­τές Του «ἀ­να­βα­ί­νω πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου καὶ πα­τέ­ρα ὑ­μῶν, καὶ Θε­όν μου καὶ Θε­ὸν ὑ­μῶν» (Ἰ­ω­άν­νου κ΄, 17).

4. Ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός, προ­νο­η­τὴς καὶ κυ­βερ­νή­της τοῦ κό­σμου.

5. Κή­ρυ­ξε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς πάν­των «ὁ­ρα­τῶν τε καὶ ἀ­ο­ρά­των».

6. Εἰ­σή­γα­γε τὸν ὅ­ρο «ὁ­μο­ού­σι­ος» γι­ὰ τὸ β΄ πρό­σω­πο τῆς Ἁγί­ας Τρι­ά­δος, τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα ἑρ­μη­νεύ­ον­τας αὐ­θεν­τι­κῶς τοὺς λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δι­ε­κή­ρυ­ξε ὅ­τι: «Ἐ­γὼ καὶ ὁ πα­τὴρ ἕν ἐ­σμεν» (Ἰ­ω­άν­νου ι΄, 30).

7. Δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν προ­αι­ώ­νι­α ὕ­παρ­ξη τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος, καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ Θε­ὸς ἦν ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω­άν­νου α΄, 1).

8. Συ­νό­ψι­σε τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γι­ὰ τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ προ­σώ­που τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ στὰ ἑ­πτὰ πρῶ­τα ἄρ­θρα τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως.

9. Δή­λω­σε τὸ ἀ­ναλ­λοί­ω­το τοῦ προ­σώ­που τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κα­τὰ τὸν λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου «Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς χθὲς καὶ σή­με­ρον ὁ αὐ­τὸς εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας» (Πρὸς Ἑ­βραί­ους ιγ΄, 8).

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας ποὺ ἔ­χει τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως στὴν ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, ἔ­κρι­νε ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ὰ τὴν συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν στὰ Μυ­στή­ρι­α τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βα­πτί­σμα­τος καὶ τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τὴν ὁ­μο­λο­γί­α στὴν πί­στη τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.

Πα­ραλ­λή­λως, ἐ­νέ­τα­ξε τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως στὶς Ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες ποὺ τε­λοῦν­ται στὴν θεί­α λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

[1] Νεαρὰ ρλα´, κεφ. α´, πρβλ. Βασιλικῶν βιβλ. ε´, τίτλ. Γ´, β´.

Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν καὶ ἀγάπης ἐν Κυρίῳ,

† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος

† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

† Ὁ Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ Ἰγνάτιος

† Ὁ Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ Δανιὴλ

† Ὁ Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης Ἐφραὶμ

† Ὁ Πειραιῶς Σεραφεὶμ

† Ὁ Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου καὶ Μυκόνου Δωρόθεος

† Ὁ Γρεβενῶν Δαβὶδ

† Ὁ Νέας Κρήνης καὶ Καλαμαριᾶς Ἰουστῖνος

† Ὁ Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου Στέφανος

† Ὁ Σισανίου καὶ Σιατίστης Ἀθανάσιος

† Ὁ Λήμνου καὶ Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος

† Ὁ Θεσσαλονίκης Φιλόθεος

Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς

Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης

Πηγή