«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13,17)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀξιώνει πάλι ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Νικολάου νὰ ἑορτάσω καὶ ἐγὼ καὶ νὰ πανηγυρίσω μαζί σας τὴν ἱερὰ μνήμη του.
Μίλησα ἄλλοτε γιὰ τὴ ζωή, τὴ δρᾶσι καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ ἅγιος Νικόλαος· σήμερα θὰ λάβω θέμα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο, ἀπὸ τὰ θεόπνευστα, ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λόγια του. Ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· Ἀδελφοί, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13,17).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά;
Μίλησα ἄλλοτε γιὰ τὴ ζωή, τὴ δρᾶσι καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ ἅγιος Νικόλαος· σήμερα θὰ λάβω θέμα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο, ἀπὸ τὰ θεόπνευστα, ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λόγια του. Ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· Ἀδελφοί, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13,17).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά;
* * *
Τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, καθορίζουν τὸν κύκλο τῶν καθηκόντων ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τοῦ κλήρου, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ τοῦ λαοῦ. Ὁ κλῆρος ἔχει καθήκοντα, ἀλλὰ καθήκοντα ἔχει καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ποιά εἶνε τὰ καθήκοντα τοῦ κλήρου; ποιό προπαντὸς εἶνε τὸ καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἡγεῖται τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ; Συνοπτικὰ λέμε, ὅτι καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου εἶνε, νὰ μένῃ ἄγρυπνος, ἀνύστακτος στὴ σκοπιά, στὴν ἐπισκοπή του, καὶ ὅλος ὁ κλῆρος στὸ ποίμνιό του. Καὶ ποιά εἶνε τὰ καθήκοντα τοῦ λαοῦ; Μὲ μιὰ λέξι, εἶνε ἡ πειθαρχία – ὑπακοή.
Δὲν τὰ λέμε αὐτὰ ἀπὸ ἕνα πνεῦμα ἱεροκρατίας καὶ δεσποτισμοῦ· τὰ λέμε ἑρμηνεύοντες τὰς Γραφάς. Διότι κλῆρος καὶ λαὸς –ὄχι μόνο κλῆρος ἀλλὰ καὶ λαός–, κλῆρος καὶ λαός, οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες, σχηματίζουν – συναπαρτίζουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ κλῆρος εἶνε ὑπόδειγμα βίου, πρότυπο ζωῆς, ὅταν ὁ κλῆρος ἐκτελῇ τὸ χρέος του, ἀγρυπνῇ ἐπὶ τοῦ ποιμνίου, κι ὅταν ὁ λαὸς εἶνε πειθαρχικὸς καὶ ὑπάκουος στὰ κελεύσματα τῶν ποιμένων του, τότε ὑπάρχει ἁρμονία καὶ εἰρήνη, ἡ ἑνότης ποὺ εὔχεται ἡ Ἐκκλησία· «καὶ (ὑπὲρ) τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…», καὶ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν», καὶ «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως…» (θ. Λειτ.), ποὺ εἶνε τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (βλ. Ἰω. 17,11,21-23).
⃝ Ποιό εἶνε τὸ χρέος τοῦ ποιμένος; Νὰ ἀγρυπνῇ. Αὐτὸ ἐξάγεται ἀπὸ τὰ λόγια ἐκεῖνα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅπου οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται ποιμένες, βοσκοί. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰω. 10,11). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ ἐδῶ, πρὸς τὸ τέλος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, γιὰ «τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν» (Ἑβρ. 13,20), ποὺ εἶνε ὁ Χριστός (βλ. καὶ Ἰω. 21,15-17. Πράξ. 20,28. Α΄Πέτρ. 5,1-2). Τί συνεπάγονται τὰ ῥητὰ αὐτά; Ὅτι ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ εἴμαστε οἱ μικροὶ ποιμένες, ἀλλὰ «ὁ μέγας ποιμήν», τρόπον τινὰ ὁ ἀρχιτσέλιγγας –ἂς ἐπιτραπῇ αὐτὴ ἡ λέξι–, εἶνε ὁ Χριστός. Ὅπως ἕνας ἀρχιτσέλιγγας, ποὺ ἔχει πολλὰ κοπάδια, δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κυβερνήσῃ μόνος του ἀλλὰ παίρνει καὶ ἄλλους βοηθούς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος εἶνε «ὁ ποιμὴν ὁ μέγας τῶν προβάτων»· καὶ ἀπέκτησε τὰ πρόβατά του ὄχι μὲ χρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ ν᾽ ἀγοράσῃ κανεὶς πρόβατα, ἀλλὰ μὲ τὶς σταλαγματιὲς τοῦ τιμίου του αἵματος· «ὁ Κύριος καὶ Θεὸς «περιεποιήσατο (δηλαδὴ ἀπέκτησε) τὴν ἐκκλησίαν διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20,28). Ἀρχιποίμην ὁ Χριστός, καὶ ποιμένες –μικρότεροι ἢ μεγαλύτεροι– ὅλοι οἱ κληρικοὶ ποὺ κυκλώνουμε τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο.
Τί κάνει λοιπὸν ἕνας ποιμένας;
Ξυπνάει νωρίς. Πρωὶ – πρωί, προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος κ᾽ ἐνῷ τ᾽ ἀστέρια λάμπουν ἀκόμη, αὐτὸς βγαίνει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ κι ἀναζητεῖ κατάλληλα μέρη μὲ χορτάρι γιὰ βοσκή. Εἶδα αὐτὲς τὶς μέρες, προτοῦ νὰ βρέξῃ, ἕνα τσοπᾶνο νὰ ἀγωνιᾷ. Ἄχ, λέει, πάτερ μου, πότε θὰ βρέξῃ; τὰ προβατάκια μου δὲν ἔχουν χορτάρι νὰ φᾶνε… Πόση φροντίδα! Ζητάει τροφή, νερό, πηγές, κ᾽ ἐκεῖ τὰ ὁδηγεῖ, νὰ βοσκήσουν καὶ νὰ τραφοῦν, νὰ πιοῦν καὶ νὰ ξεδιψάσουν.
Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνα βόσκουν, αὐτὸς τὰ φυλάει παίζοντας γλυκὰ μὲ τὴ φλογέρα του.
Μένει ἄγρυπνος, ἢ κοιμᾶται λίγο – κλεφτὰ ἐκεῖ κοντὰ στὰ πρόβατά του, ἕτοιμος νὰ διώξῃ τὸ λύκο μὲ σφεντόνες καὶ πέτρες.
Ἔχει τσοπανόσκυλα ποὺ μέρα – νύχτα γαυγίζουν, γιὰ νὰ μὴ πλησιάσουν λύκος ἢ κλέφτες.
Ἀνησυχεῖ ἂν στὸ κοπάδι παρουσιαστῇ ψώρα. Βγάζει τὸ ψωριασμένο πρόβατο ἀπ᾽ τὸ μαντρί, γιατὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μολύνῃ ὅλο τὸ κοπάδι. Τὸν βλέπεις τότε νὰ κατεβαίνῃ στὴν πόλι, νὰ ζητάῃ κτηνίατρο καὶ φάρμακα νὰ τὸ γιατρέψῃ.
Ὅταν ὁ ἥλιος γέρνῃ στὴ δύσι, ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι πίσω στὸ μαντρί, νὰ τὸ ἀσφαλίσῃ.
Κι ὅταν ἐπιστρέψῃ μετράει τὰ πρόβατα, καὶ ἂν δῇ ὅτι κάποιο λείπῃ, δὲν κοιμᾶται· παίρνει τὶς ῥεματιὲς καὶ τὰ λαγκάδια καὶ τὸ ζητᾷ καλώντας το. Καὶ ὅταν τὸ βρῇ, «χαρὰ μεγάλη γίνεται» (Λουκ. 15,7) μεταξὺ ὅλων τῶν ποιμένων.
Νά, σὲ λίγες μέρες θὰ ἑορτάσουμε τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἁγία ἐκείνη νύχτα στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνῷ ἄλλοι κοιμόντουσαν ἢ ἄλλοι γλεντοῦσαν, στοὺς λόφους τῆς Βηθλεὲμ οἱ βοσκοὶ ἀγρυπνοῦσαν «φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκ. 2,8).
Ἐὰν λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὁ τσοπᾶνος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ἄλογα πρόβατά του μιὰ φορά, πόσο πρέπει νὰ ἐνδιαφερώμαστε ἐμεῖς, ποὺ φοροῦμε τὸ μαῦρο ῥάσο καὶ δώσαμε ὑπόσχεσι μπροστὰ στὸ Θεὸ τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας μας γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ;
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ τὰ ποιμαίνουμε· νὰ τὰ ὁδηγοῦμε στὰ λιβάδια τῶν θείων Γραφῶν, τῶν πατερικῶν διδαχῶν καὶ τῶν συναξαρίων, καὶ νὰ τὰ δροσίζουμε μὲ τὸ γάργαρο νερὸ τοῦ θείου λόγου, τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου. Γιατὶ ὅταν μιὰ ἐκκλησία στερηθῇ τὴ θεόπνευστη ἀλήθεια καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδαχή, οἱ πιστοὶ ἐξασθενοῦν καὶ γίνονται εὐάλωτοι σὲ λύκους καὶ κλέφτες, εἴτε δηλαδὴ σὲ ψευδοδιδασκάλους καὶ αἱρετικούς, εἴτε σὲ ἀπίστους καὶ ἀθέους, εἴτε σὲ νεωτεριστὰς καινοτόμους καὶ φαυλόβιους. Τότε παρουσιάζονται στὸ ποίμνιο ψυχικὰ τραύματα καὶ πνευματικὲς ἀσθένειες, πάθη καὶ πτώσεις· πλάνες, προδοσίες, διαφθορὰ καὶ ἀκαθαρσία. Ὅπως λοιπὸν ὁ τσοπᾶνος φυλάει τὰ πρόβατα, ἔτσι πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ φρουροῦμε ἐσᾶς ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λύκους. Ἡ ζωηρὴ γλῶσσα καὶ ἡ αὐστηρὴ φωνὴ τῶν κηρύκων εἶνε σὰν τὸ γαύγισμα τῶν ποιμενικῶν σκυλιῶν, ποὺ ἀποτρέπει κάθε ἀπειλὴ καὶ καλεῖ σὲ βοήθεια τοὺς ἄλλους συμποιμένες.
Ἀγρυπνεῖ λοιπὸν ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας, ἕτοιμος ἀκόμη καὶ νὰ συγκρουσθῇ μὲ τοὺς ἀπειλοῦντας τὸ ποίμνιό του, νὰ πέσῃ καὶ νὰ θυσιασθῇ· δὲν ἐγκαταλείπει τὸ ποίμνιό του. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ἕνα γεγονὸς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἀνέδειξε ἡρωικοὺς μαχητὰς ὄχι μόνο στὰ παλαιὰ χρόνια, ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο ποὺ ἑορτάζουμε, τὸν μέγα Βασίλειο, τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ ἄλλους, ἀλλὰ καὶ στὰ νεώτερα χρόνια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱεράρχας αὐτοὺς ἦταν ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἔπεσε ὑπὲρ πατρίδος τὸ 1922. Πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ πρεσβευτὴς τῆς Γαλλίας, τὸν προέτρεπαν τότε νὰ φύγῃ καὶ νὰ διασωθῇ ἀπὸ τὴ μανία τῶν νεοτούρκων τοῦ Κεμάλ, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ὄχι, θὰ μείνω, διότι τὸ Εὐαγγέλιο λέει· «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10,11). Ἔμεινε ἐκεῖ, καὶ σφαγιάσθηκε καὶ τὰ καλντερίμια τῆς Σμύρνης βάφτηκαν μὲ τὸ αἷμα του.
Τέτοιους ἱεράρχες ἀνέδειξε ἡ ἱστορία μας, ἱεράρχες ποὺ ζοῦσαν καὶ ἀνέπνεαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ ἔθνους καὶ τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ.
⃝ Καὶ ποιό εἶνε τὸ χρέος τοῦ λαοῦ; Ἕνα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούσῃ· «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε…», μὲ μιὰ λέξι· ὑπακοή. Ὅπως τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν πατέρα καὶ ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό, ἔτσι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὅσοι εἶνε βαπτισμένοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19 & μυστ. Βαπτ.) καὶ ἀποτελοῦν «τὸ μικρὸν ποίμνιον» (Λουκ. 12,32), ἔχουν χρέος νὰ ὑπακούουν στοὺς ποιμένες των. Καὶ μόνο μιὰ φορὰ δὲν πρέπει νὰ τοὺς ὑπακούουν. Πότε; ὅταν ὁ ποιμὴν πλανηθῇ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, γίνῃ αἱρετικός, καὶ κηρύττῃ λόγια ποὺ δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
Δὲν τὰ λέμε αὐτὰ ἀπὸ ἕνα πνεῦμα ἱεροκρατίας καὶ δεσποτισμοῦ· τὰ λέμε ἑρμηνεύοντες τὰς Γραφάς. Διότι κλῆρος καὶ λαὸς –ὄχι μόνο κλῆρος ἀλλὰ καὶ λαός–, κλῆρος καὶ λαός, οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες, σχηματίζουν – συναπαρτίζουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ κλῆρος εἶνε ὑπόδειγμα βίου, πρότυπο ζωῆς, ὅταν ὁ κλῆρος ἐκτελῇ τὸ χρέος του, ἀγρυπνῇ ἐπὶ τοῦ ποιμνίου, κι ὅταν ὁ λαὸς εἶνε πειθαρχικὸς καὶ ὑπάκουος στὰ κελεύσματα τῶν ποιμένων του, τότε ὑπάρχει ἁρμονία καὶ εἰρήνη, ἡ ἑνότης ποὺ εὔχεται ἡ Ἐκκλησία· «καὶ (ὑπὲρ) τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…», καὶ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν», καὶ «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως…» (θ. Λειτ.), ποὺ εἶνε τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (βλ. Ἰω. 17,11,21-23).
⃝ Ποιό εἶνε τὸ χρέος τοῦ ποιμένος; Νὰ ἀγρυπνῇ. Αὐτὸ ἐξάγεται ἀπὸ τὰ λόγια ἐκεῖνα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅπου οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται ποιμένες, βοσκοί. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰω. 10,11). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ ἐδῶ, πρὸς τὸ τέλος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, γιὰ «τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν» (Ἑβρ. 13,20), ποὺ εἶνε ὁ Χριστός (βλ. καὶ Ἰω. 21,15-17. Πράξ. 20,28. Α΄Πέτρ. 5,1-2). Τί συνεπάγονται τὰ ῥητὰ αὐτά; Ὅτι ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ εἴμαστε οἱ μικροὶ ποιμένες, ἀλλὰ «ὁ μέγας ποιμήν», τρόπον τινὰ ὁ ἀρχιτσέλιγγας –ἂς ἐπιτραπῇ αὐτὴ ἡ λέξι–, εἶνε ὁ Χριστός. Ὅπως ἕνας ἀρχιτσέλιγγας, ποὺ ἔχει πολλὰ κοπάδια, δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κυβερνήσῃ μόνος του ἀλλὰ παίρνει καὶ ἄλλους βοηθούς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος εἶνε «ὁ ποιμὴν ὁ μέγας τῶν προβάτων»· καὶ ἀπέκτησε τὰ πρόβατά του ὄχι μὲ χρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ ν᾽ ἀγοράσῃ κανεὶς πρόβατα, ἀλλὰ μὲ τὶς σταλαγματιὲς τοῦ τιμίου του αἵματος· «ὁ Κύριος καὶ Θεὸς «περιεποιήσατο (δηλαδὴ ἀπέκτησε) τὴν ἐκκλησίαν διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20,28). Ἀρχιποίμην ὁ Χριστός, καὶ ποιμένες –μικρότεροι ἢ μεγαλύτεροι– ὅλοι οἱ κληρικοὶ ποὺ κυκλώνουμε τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο.
Τί κάνει λοιπὸν ἕνας ποιμένας;
Ξυπνάει νωρίς. Πρωὶ – πρωί, προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος κ᾽ ἐνῷ τ᾽ ἀστέρια λάμπουν ἀκόμη, αὐτὸς βγαίνει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ κι ἀναζητεῖ κατάλληλα μέρη μὲ χορτάρι γιὰ βοσκή. Εἶδα αὐτὲς τὶς μέρες, προτοῦ νὰ βρέξῃ, ἕνα τσοπᾶνο νὰ ἀγωνιᾷ. Ἄχ, λέει, πάτερ μου, πότε θὰ βρέξῃ; τὰ προβατάκια μου δὲν ἔχουν χορτάρι νὰ φᾶνε… Πόση φροντίδα! Ζητάει τροφή, νερό, πηγές, κ᾽ ἐκεῖ τὰ ὁδηγεῖ, νὰ βοσκήσουν καὶ νὰ τραφοῦν, νὰ πιοῦν καὶ νὰ ξεδιψάσουν.
Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνα βόσκουν, αὐτὸς τὰ φυλάει παίζοντας γλυκὰ μὲ τὴ φλογέρα του.
Μένει ἄγρυπνος, ἢ κοιμᾶται λίγο – κλεφτὰ ἐκεῖ κοντὰ στὰ πρόβατά του, ἕτοιμος νὰ διώξῃ τὸ λύκο μὲ σφεντόνες καὶ πέτρες.
Ἔχει τσοπανόσκυλα ποὺ μέρα – νύχτα γαυγίζουν, γιὰ νὰ μὴ πλησιάσουν λύκος ἢ κλέφτες.
Ἀνησυχεῖ ἂν στὸ κοπάδι παρουσιαστῇ ψώρα. Βγάζει τὸ ψωριασμένο πρόβατο ἀπ᾽ τὸ μαντρί, γιατὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μολύνῃ ὅλο τὸ κοπάδι. Τὸν βλέπεις τότε νὰ κατεβαίνῃ στὴν πόλι, νὰ ζητάῃ κτηνίατρο καὶ φάρμακα νὰ τὸ γιατρέψῃ.
Ὅταν ὁ ἥλιος γέρνῃ στὴ δύσι, ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι πίσω στὸ μαντρί, νὰ τὸ ἀσφαλίσῃ.
Κι ὅταν ἐπιστρέψῃ μετράει τὰ πρόβατα, καὶ ἂν δῇ ὅτι κάποιο λείπῃ, δὲν κοιμᾶται· παίρνει τὶς ῥεματιὲς καὶ τὰ λαγκάδια καὶ τὸ ζητᾷ καλώντας το. Καὶ ὅταν τὸ βρῇ, «χαρὰ μεγάλη γίνεται» (Λουκ. 15,7) μεταξὺ ὅλων τῶν ποιμένων.
Νά, σὲ λίγες μέρες θὰ ἑορτάσουμε τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἁγία ἐκείνη νύχτα στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνῷ ἄλλοι κοιμόντουσαν ἢ ἄλλοι γλεντοῦσαν, στοὺς λόφους τῆς Βηθλεὲμ οἱ βοσκοὶ ἀγρυπνοῦσαν «φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκ. 2,8).
Ἐὰν λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὁ τσοπᾶνος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ἄλογα πρόβατά του μιὰ φορά, πόσο πρέπει νὰ ἐνδιαφερώμαστε ἐμεῖς, ποὺ φοροῦμε τὸ μαῦρο ῥάσο καὶ δώσαμε ὑπόσχεσι μπροστὰ στὸ Θεὸ τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας μας γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ;
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ τὰ ποιμαίνουμε· νὰ τὰ ὁδηγοῦμε στὰ λιβάδια τῶν θείων Γραφῶν, τῶν πατερικῶν διδαχῶν καὶ τῶν συναξαρίων, καὶ νὰ τὰ δροσίζουμε μὲ τὸ γάργαρο νερὸ τοῦ θείου λόγου, τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου. Γιατὶ ὅταν μιὰ ἐκκλησία στερηθῇ τὴ θεόπνευστη ἀλήθεια καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδαχή, οἱ πιστοὶ ἐξασθενοῦν καὶ γίνονται εὐάλωτοι σὲ λύκους καὶ κλέφτες, εἴτε δηλαδὴ σὲ ψευδοδιδασκάλους καὶ αἱρετικούς, εἴτε σὲ ἀπίστους καὶ ἀθέους, εἴτε σὲ νεωτεριστὰς καινοτόμους καὶ φαυλόβιους. Τότε παρουσιάζονται στὸ ποίμνιο ψυχικὰ τραύματα καὶ πνευματικὲς ἀσθένειες, πάθη καὶ πτώσεις· πλάνες, προδοσίες, διαφθορὰ καὶ ἀκαθαρσία. Ὅπως λοιπὸν ὁ τσοπᾶνος φυλάει τὰ πρόβατα, ἔτσι πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ φρουροῦμε ἐσᾶς ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λύκους. Ἡ ζωηρὴ γλῶσσα καὶ ἡ αὐστηρὴ φωνὴ τῶν κηρύκων εἶνε σὰν τὸ γαύγισμα τῶν ποιμενικῶν σκυλιῶν, ποὺ ἀποτρέπει κάθε ἀπειλὴ καὶ καλεῖ σὲ βοήθεια τοὺς ἄλλους συμποιμένες.
Ἀγρυπνεῖ λοιπὸν ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας, ἕτοιμος ἀκόμη καὶ νὰ συγκρουσθῇ μὲ τοὺς ἀπειλοῦντας τὸ ποίμνιό του, νὰ πέσῃ καὶ νὰ θυσιασθῇ· δὲν ἐγκαταλείπει τὸ ποίμνιό του. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ἕνα γεγονὸς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἀνέδειξε ἡρωικοὺς μαχητὰς ὄχι μόνο στὰ παλαιὰ χρόνια, ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο ποὺ ἑορτάζουμε, τὸν μέγα Βασίλειο, τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ ἄλλους, ἀλλὰ καὶ στὰ νεώτερα χρόνια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱεράρχας αὐτοὺς ἦταν ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἔπεσε ὑπὲρ πατρίδος τὸ 1922. Πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ πρεσβευτὴς τῆς Γαλλίας, τὸν προέτρεπαν τότε νὰ φύγῃ καὶ νὰ διασωθῇ ἀπὸ τὴ μανία τῶν νεοτούρκων τοῦ Κεμάλ, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπήντησε· Ὄχι, θὰ μείνω, διότι τὸ Εὐαγγέλιο λέει· «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10,11). Ἔμεινε ἐκεῖ, καὶ σφαγιάσθηκε καὶ τὰ καλντερίμια τῆς Σμύρνης βάφτηκαν μὲ τὸ αἷμα του.
Τέτοιους ἱεράρχες ἀνέδειξε ἡ ἱστορία μας, ἱεράρχες ποὺ ζοῦσαν καὶ ἀνέπνεαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ ἔθνους καὶ τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ.
⃝ Καὶ ποιό εἶνε τὸ χρέος τοῦ λαοῦ; Ἕνα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούσῃ· «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε…», μὲ μιὰ λέξι· ὑπακοή. Ὅπως τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν πατέρα καὶ ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό, ἔτσι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὅσοι εἶνε βαπτισμένοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19 & μυστ. Βαπτ.) καὶ ἀποτελοῦν «τὸ μικρὸν ποίμνιον» (Λουκ. 12,32), ἔχουν χρέος νὰ ὑπακούουν στοὺς ποιμένες των. Καὶ μόνο μιὰ φορὰ δὲν πρέπει νὰ τοὺς ὑπακούουν. Πότε; ὅταν ὁ ποιμὴν πλανηθῇ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, γίνῃ αἱρετικός, καὶ κηρύττῃ λόγια ποὺ δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
* * *
Τελείωσα, ἀγαπητοί μου, καὶ συνοψίζω· χρέος τοῦ ποιμένος εἶνε νὰ ἀγρυπνῇ, καὶ χρέος τοῦ λαοῦ εἶνε ἡ ὑπακοὴ καὶ πειθαρχία.
Δοξάζω τὸ Θεὸ γιατὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου πειθαρχεῖ στὸν ποιμένα. ᾽Αλλὰ δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἀπείθαρχοι. Ἀναστενάζω καὶ δακρύζω γι᾽ αὐτούς· ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιατὶ ὁ δρόμος ποὺ βαδίζουν δὲν εἶνε καλός, καὶ πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ μαντρὶ τὸ τρώγει ὁ λύκος· ὃ μὴ γένοιτο.
Δοξάζω τὸ Θεὸ γιατὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου πειθαρχεῖ στὸν ποιμένα. ᾽Αλλὰ δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἀπείθαρχοι. Ἀναστενάζω καὶ δακρύζω γι᾽ αὐτούς· ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιατὶ ὁ δρόμος ποὺ βαδίζουν δὲν εἶνε καλός, καὶ πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ μαντρὶ τὸ τρώγει ὁ λύκος· ὃ μὴ γένοιτο.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου πόλεως Φλωρίνης τὴν 6-12-1969 Σάββατο πρωὶ μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-11-2019.