Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ
Η συμφορά που μας συνέβη φέτος με τον κορωνοϊό επέβαλε στις ψυχές του λαού μας και σε όλον τον κόσμο τον φόβο του θανάτου.
Ακόμη μεγαλύτερη ψυχική δυσανεξία, όμως, σκόρπισε στους πιστούς Ορθόδοξους Χριστιανούς η επιβληθείσα από την πολιτεία και, υποχρεωτικά ή συμβιβαστικά -ουδείς γνωρίζει- αποδεχθείσα από τη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος απαγόρευση της προσεγγίσεώς τους στους Ορθόδοξους Ναούς, ιδιαίτερα, μάλιστα, κατά τη Μ. Εβδομάδα.
Με αυτήν την απαγόρευση, τα πιστά μέλη της Εκκλησίας στερήθηκαν τη Θ. Κοινωνία του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού, την προσκύνηση του Εσταυρωμένου, του Επιταφίου, την κοινή ψαλμωδία των Εγκωμίων και του «Χριστός Ανέστη».
Έτσι, ενώ κάθε χρόνο όλα μύριζαν Άνοιξη και Ανάσταση, φέτος, όλα τά σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Η Πολιτεία υπέβαλε και επέβαλε, σε όλους ανεξαιρέτως, τον φόβο και τη θανατίλα του Κορωνοϊού, ενώ αρνήθηκε κάθε πρόταση, που θα πρόσφερε, μέσω της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας, την Αναστάσιμη αφοβία.
Οι Ορθόδοξοι Έλληνες, μάταια έψαχναν και απεγνωσμένα ζητούσαν κάποια χαραμάδα Θεϊκής ελπίδας και παρέμβασης, κάποιο περιθώριο να τραφεί και να ενθαρρυνθεί η ψυχή τους πνευματικά.
Η επίσκεψη του Κορωνοϊού βρήκε τη χώρα - γεώργιον του Απ. Παύλου άοπλη πνευματικά.
Το ενδιαφέρον της πολιτείας περιορίστηκε μονομερώς στην προστασία του σώματος του ανθρώπου, περιφρονώντας παντελώς το άλλο μέρος του, τις πνευματικές του πτυχές και δομές.
Ο φόβος του σωματικού θανάτου περνούσε μέσα στον ψυχισμό των πολιτών, μεθοδευμένα, τόσο με τον εγκλεισμό τους εντός των σπιτιών τους, όσο και με τον ολοήμερο βομβαρδισμό τους από τα ΜΜΕ με την απειλή, την αγωνία και το φόβο ότι, από στιγμή σε στιγμή, μπορεί να έλθει και η δική τους σειρά και να μπουν στον κατάλογο των μελλοθάνατων.
Αυτή η συμφορά λειτούργησε, ως πνευματικό τεστ για πολλούς, κληρικούς και λαϊκούς, πολιτικούς ή απλούς πολίτες, διότι, ίσως, για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας, η αντιμετώπιση ενός λοιμού γίνεται, με τέτοια πνευματική μιζέρια και φτώχεια, χωρίς την αναφορά του ευσεβούς, σε γενικές γραμμές, ελληνικού λαού στον Θεό και χωρίς την καταφυγή του στο κοινό σπίτι όλων, την Εκκλησία.
Πανδημίες έχουν συμβεί πολλές φορές, διαχρονικά, στην Ελλάδα.
Το χαρακτηριστικό της φετινής πανδημίας είναι ότι, όχι μόνον είναι περίεργος ο τρόπος προέλευσης και διασποράς της, αλλά, εξίσου περίεργος και ύποπτος είναι και ο μονομερής τρόπος αντιμετώπισής της.
Και τούτο, διότι δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα ανθρωπίνως δυνατά προληπτικά και θεραπευτικά μέσα (εμβόλιο, φάρμακο), ενώ απαγορεύεται η χρήση των γνωστών πνευματικών μέσων, που πάντοτε, σε παρόμοιες κρίσεις, χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί ο Ορθόδοξος Ελληνικός λαός.
Ενώ, μάλιστα, απέχει πολύ η επιστήμη, από το να εφεύρει και να χρησιμοποιήσει το αποτελεσματικό προληπτικό εμβόλιο ή το θεραπευτικό φάρμακο, παρατηρήθηκε, καθ’ όλη αυτήν την αγιοπνευματική περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, η απόλυτη απαγόρευση των πιστών να προσεγγίσουν την Εκκλησία τους, έστω και για μια σύντομη προσευχή ή για να ανάψουν ένα κερί ή για τη συμμετοχή τους στη Θ. Κοινωνία, λαμβανομένων όλων των μέτρων ασφαλείας, ως προς τη δημόσια υγεία.
Ωστόσο, σε παλαιότερες κρίσεις υγείας, οι εκκλησιαστικές συνάξεις, όπως Λιτανείες, Παρακλήσεις, Ολονυκτίες, Ευχέλαια, Λειτουργίες, αποτελούσαν ισχυρά πνευματικά αντισώματα, που ενδυνάμωναν, θεράπευαν και παρηγορούσαν τους πιστούς, ενώ σε πολλές ορθόδοξες χώρες, που πάσχουν και αυτές από τον ίδιο ιό, διατηρείται η ελεύθερη, αλλά πάντα υπεύθυνη είσοδος στους ναούς.
Στη σύγχρονη πανδημία, ο λαός μας δεν είχε μόνον να αντιμετωπίσει την απειλή και τον φόβο του Κορωνοϊού αλλά και την απειλή της τιμωρίας, εάν τολμούσε να πλησιάσει στους Ναούς, για οποιαδήποτε πνευματική του ανάγκη.
Οι Έλληνες Ορθόδοξοι, συνεπώς, λίγο πριν τον Μεγάλο Εορτασμό της διά της Αναστάσεως του Χριστού νίκης κατά του θανάτου, που γεμίζει με ελπίδα τον άνθρωπο, υποτάχτηκαν στον φόβο της θανατίλας του Κορωνοϊού.
Οι επισημάνσεις που γίνονται, ως προς τη στάση της Πολιτείας και της Διοίκησης της Εκκλησίας μας, μπροστά σε έναν τόσο ύπουλο εχθρό, όπως είναι ο Κορωνοϊός, δεν έχουν χαρακτήρα καταγγελτικό, αλλά αποτελεί μια λυπηρή συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι ιθύνοντες λειτούργησαν με πτωτική υλοφροσύνη, με έναν τρόπο δηλαδή φοβικό και ανελεύθερο, που δεν συνάδει με τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του Ελληνικού λαού και του πολιτισμού του.
Ένας ύμνος του Πεντηκοσταρίου, που ψάλλεται την Πέμπτη, μετά από την Κυριακή του Θωμά, αναφέρεται σε ένα μεγάλο δώρο που πρόσφερε ο Αναστάς Κύριος στους μαθητές του: «Των θυρών κεκλεισμένων, επιστὰς ο Ιησούς τοις Μαθηταίς, αφοβίαν και ειρήνην εδίδου». (Ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, ήλθε ο Αναστάς Χριστός και δώρησε αφοβία και ειρήνη στους μαθητές του).
Ως εχέγγυο για την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, ο Αναστάς Κύριος της ζωής χορηγεί σε όλους τους παλαιούς και νέους μαθητές του αναστάσιμη αφοβία και ειρήνη. Ο μαθητές του, ως γνωστό, έως ότου πληροφορήθηκαν ότι ο Χριστός Ανέστη, είχαν κρυφτεί, από τον φόβο και την απειλή των Ιουδαίων.
Ο Άγγελος, που είπε στις γυναίκες οι οποίες είχαν μεταβεί στον Τάφο του Χριστού ότι ο Χριστός Ανέστη, παρήγγειλε, επίσης, μέσω αυτών στους μαθητές, να μεταβούν στη Γαλιλαία για να συναντήσουν τον Κύριο, ενώ τους παρότρυνε να μην φοβούνται: «Μη φοβείσθε» (Ματθ. 28:10).
Με τη δύναμη που παρέχει αυτή η αφοβία, οι μαθητές κατέστησαν ήρωες της πίστεως και κήρυξαν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, χωρίς να λειτουργήσει κατασταλτικά μέσα τους, ούτε στιγμή, ο φόβος της βέβαιης θανατώσεώς τους ή των μαρτυρίων και των άλλων δεινών που ήξεραν ότι θα υποστούν.
Όπως προτρέπει, μάλιστα, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στον Κατηχητικό του Λόγο που αναγιγνώσκεται στο τέλος της Αναστάσιμης Λειτουργίας της Λαμπρής: «Μηδείς φοβείσθω τον θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς, ο του Σωτήρος θάνατος».
Η πίστη στην Ανάσταση συνδέθηκε με τον φόβο (σεβασμό) του Θεού και την αφοβία του θανάτου, χαλυβδώνοντας τη θέλησή των μαθητών του για θυσίες.
Η μετοχή στην Ανάσταση του Χριστού αφοπλίζει τη δύναμη και τον φόβο του θανάτου και είναι εκείνη που μπορεί, σε κάθε εποχή, να οπλίζει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της οικουμένης με αφοβία.
Ο φόβος του Θεού και η ακράδαντη πίστη σ΄ Αυτόν γεννά τη δύναμη της αφοβίας. Διότι εκείνος που φοβάται τον Θεό δεν φοβάται τίποτε.
Με την πίστη, όλοι οι μαθητές/τριες του Χριστού, σύμφωνα με όσα τους είπε ο ίδιος, μετά από την Ανάσταση και λίγο πριν από την Ανάληψή του στους Ουρανούς, μπορούν να κάνουν πάρα πολλά θαυμαστά έργα:
«Και είπεν αυτοῖς: Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει. Ο πιστεύσας και βαπτισθεὶς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς· όφεις αρούσι· καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτοὺς βλάψει· επὶ αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν». (Και τους είπεν: Πηγαίνετε σε όλον τον κόσμο και κηρύξετε το Ευαγγέλιο, το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας, σε όλη την ανθρωπότητα. Εκείνος που θα πιστέψει και θα βαπτισθεί, θα σωθεί, ενώ εκείνος που θα απιστήσει στο κήρυγμά σας, θα καταδικαστεί. Υπερφυσικά δε σημεία στους πιστεύοντας, που θα μαρτυρούν την αλήθεια της πίστεώς του, θα ακολουθήσουν τα εξής· Με την πίστη και την επίκληση του ονόματός μου θα διώξουν δαιμόνια· θα ομιλήσουν ξένες γλώσσες, νέες και άγνωστες σε αυτούς. Θα σηκώσουν, με τα χέρια τους, φίδια φαρμακερά, χωρίς να πάθουν τίποτε από το δάγκωμά τους· και εάν ακόμη πιουν κανένα θανατηφόρο δηλητήριο, δεν θα τους βλάψει· θα βάζουν τα χέρια τους επάνω στους αρρώστους και εκείνοι, θα γίνονται καλά) (Μάρκ. 16, 14-18).
Όσοι φοβούνται ακόμη, μήπως μολυνθούν από τη συμμετοχή τους στη Θ. Κοινωνία, ας διαβάσουν την τελευταία αυτή καθοδηγητική παραγγελία – υπόσχεση που έδωσε ο Αναστάς Κύριος στον κάθε άνθρωπο που πιστεύει και βαπτίζεται στο όνομά Του.
Πηγή: Εδώ.