(13 Ὀκτωβρίου)
Ὁ μέγας ἐγκωμιαστής τῶν μαρτύρων, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τιμῶντας τή μνήμη κάποιας ἀρχαίας μάρτυρος τῆς ἐποχῆς του γράφει· «Εὐλογητός ὁ Θεός· καί γυναῖκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, καί κόραι καταγελῶσι τελευτῆς, καί παρθένοι κομιδῇ νέαι καί ἀπειρόγαμοι εἰς αὐτά σκιρτῶσι τοῦ ἅδου τά κέντρα, καί οὐδέν πάσχουσι δεινόν». Γυναῖκες καί μάλιστα κόρες, λέγει ὁ ἱερός Πατήρ, περιφρονοῦν τό θάνατο. Ἡ σπουδαία αὐτή πνευματική κατάσταση δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀλλά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πολλές ἀπό τίς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ εἶχαν δυό πολύτιμα στολίδια. Τό ἕνα ἦταν ἡ παρθενία καί τό ἄλλο τό μαρτύριο. Μέ τά δύο αὐτά στολίδια παρουσιάσθηκαν στό Δεσπότη Χριστό κι ἀπολογήθηκαν γιά τό βίο τους. «Δι' ἐκεῖνο τό πρόβατον αὗται αἱ δαμάλεις ἐσφάγησαν».
Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου εἶχε πολλούς καρπούς. Θυσιάσθηκε γιά τή σωτηρία μας τό πρόβατο Ἰησοῦς Χριστός καί γι' αὐτό ἔχουμε χιλιάδες μάρτυρες, ἄνδρες καί γυναῖκες. Μάρτυρες δέν ἔχουμε μόνο στήν ἀρχαία ἐποχή, ἀλλά καί στά νέα χρόνια. Μετά τήν ἅλωση τῆς πόλεως πάρα πολλοί χριστιανοί βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο, γι' αὐτό καί ὀνομάσθηκαν Νεομάρτυρες. Οἱ Νεομάρτυρες εἶναι ἄνθρωποι τῆς καθημερινῆς ζωῆς, φίλοι καί γνωστοί στούς κατοίκους τῶν πόλεων, ὅπου διέμεναν. Στίς τάξεις τῶν Νέο- μαρτύρων βλέπουμε Πατριάρχες, ἱερεῖς, μοναχούς, μεροκαματιάρηδες, μπακάληδες, ναυτικούς, ναῦτες, κηπουρούς, ἄρχοντες, πλούσιους, μορφωμένους, ἄνδρες καί γυναῖκες. Παραδείγματα γυναικῶν, πού μαρτύρησαν, μποροῦμε νά ἀναφέρουμε μερικά: Ἡ ἁγία Ἀκυλίνα ἀπό τό Ζαγκλιβέρι, ἡ ἁγία Ἀργυρῆ ἀπ' τήν Προύσσα, ἡ ἁγία Εἰρήνη στή Θέρμη τῆς Μυτιλήνης, ἡ ἁγία Κυράννα ἀπό τό χωριό Ἀβυσσώκα Θεσσαλονίκης, ἡ ἁγία Παρθένα ἡ Ἐδεσσαία, ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία κ.ἄ. Ἀνάμεσα στίς νύμφες αὐτές τοῦ Χριστοῦ ἀναμφιβόλως στίς πρῶτες θέσεις εἶναι καί ἡ ἁγία Χρυσῆ, πού μαρτύρησε στό χωριό Χρυσῆ τῆς Ἀλμωπίας.
Τό
σεπτό της μαρτύριο τό κατέγραψε ὁ θεοκίνητος συγγραφέας καί ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας
μας ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στό ὡραιότατο βιβλίο του «ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ».
Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο ἡ ἁγία καταγόταν ἀπό τό χωριό Χρυσῆ τῆς σημερινῆς Ἀλμωπίας.
Τό ἔτος γεννήσεώς της δέν τό γνωρίζουμε ἀκριβῶς, ἀλλ' ἀπό τό ἔτος τοῦ θανάτου
της συμπεραίνουμε πώς γεννήθηκε στίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος. Στήν ἰδιόρρυθμη
τοπική διάλεκτο λεγόταν Σλάτω καί τό χωριό Σλάταινα. Εἶχε πλούσια φυσικά χαρίσματα,
δηλ. σωματικό κάλλος καί ὀμορφιά, ἀλλά καί πνευματικά, ὅπως πίστη, σωφροσύνη,
παρθενία καί ἀγάπη γιά τό Σωτῆρα Χριστό. Ἀπό ἀπόψεως ὑλικῶν ἀγαθῶν προερχόταν ἀπό
οἰκογένεια πτωχική. Ἐπειδή κατά τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἦταν πάγκαλλος, ἕνας ἀπό
τούς Τούρκους τοῦ χωριοῦ, πού ἡ προφορική παράδοση λέει πώς ἦταν ἀγᾶς, τρώθηκε ἀπό
δαιμονικό ἔρωτα γι' αὐτήν καί ἐπιζητοῦσε εὐκαιρία νά ἐκπληρώσει τίς πονηρές του
ἐπιθυμίες. Πράγματι μιά τῶν ἡμερῶν, πού ἡ νεαρή Χρυσῆ μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες τοῦ
χωριοῦ, βγῆκε νά μαζέψει ξύλα, τότε ὁ πονηρός ἐπίβουλος τῆς ἁγίας μέ τή συνδρομή
κι ἄλλων συμπατριωτῶν του ἐπέδραμε στό τόπο τῆς συλλογῆς κι ἅρπαξε τήν ἁγία καί
τήν μετέφερε στό σπίτι του.
Τήν τακτική αὐτή τήν ἐφάρμοζαν πολύ συχνά οἱ Τοῦρκοι. «Ὑπῆρχε σχέδιο τελείας ἐξοντώσεως τῶν Ρωμηῶν. Οἱ ἐξισλαμισμοί ἦταν ὁμαδικοί ἤ μεμονωμένοι. Φυσικά γινόντουσαν κατόπιν πιέσεως, κολακείας, βίας καί ἐξαναγκασμοῦ. Στούς ἀρνησίχριστους πρόσφεραν μεγάλες τιμές καί πλούτη». Οἱ Τοῦρκοι θεωροῦσαν τόν ἐξισλαμισμό μεγάλη καί σπουδαία πράξη εὐλαβείας. Οἱ συνθῆκες ζωῆς ἦταν δύσκολες, οἱ φόροι δυσβάστακτοι, οἱ διωγμοί ἀκατάπαυστοι, ὥστε πολλοί νά ὁδηγηθοῦν στόν ἐξισλαμισμό. Ἄλλοι βέβαια προτίμησαν τό μαρτύριο καί τήν ὁμολογία. «Οἱ ἀφορμές μαρτυρίου τους εἶναι πολλές. Ἄλλοι μαρτύρησαν γιατί φόρεσαν ἕνα φέσι, ἄλλος γιατί μίλησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἄλλος γιατί ἦταν ὄμορφος, ἄλλος ἀπό φθόνο, ἄλλος γιατί διαφώνησε στήν τιμή τῶν γεωργικῶν προϊόντων γιά χρηματικές διαφορές κ.λπ.». Ἀκόμη καί ξένοι ἁγιολόγοι καί ἱστορικοί, ὅπως ὁ Βέλγος Βολλανδιστής Ἱππόλυτος Ντελεαΐ, ἔγραφε πώς ἡ ἀπάτη τῶν Τούρκων στόν ἐξισλαμισμό τῶν Ἑλλήνων δέν γνώριζε ὅρια. Συνήθως γινόταν πρόταση στούς Χριστιανούς νά ἐκλέξουν μεταξύ ἀποστασίας ἤ φυλακίσεως καί θανάτου. Πολλοί ὑπέκυψαν στόν ἐκβιασμό.
Οἱ πιέσεις, πού δέχθηκε ἡ ἁγία νά ἀλλαξοπιστήσει,
ἦταν πολλές. Κατ' ἀρχήν προσπάθησε ὁ Τοῦρκος νά τήν δελεάσει μέ ὑποσχέσεις καί
ταξίματα καί σάν τό πιό μεγάλο ἐπιχείρημα πρόβαλλε τήν ὑπόσχεση πώς θά τήν
παντρευτεῖ, ἐάν τουρκίσει. Ὁ διάβολος συνήθως, ὅταν θέλει νά ἐκφοβίσει τόν ἄνθρωπο,
χρησιμοποιεῖ ἕνα δέλεαρ· «ἤ γάρ ἡδοναῖς καί ἐπαίνοις θέλγειν καί καταμαλακίζεσθαι
δοκιμάζειν τόν ἄνθρωπον, ἤ ἐκφοβεῖν καί κακταπτοεῖν ἀπειλαῖς καί κολάσεσιν»,
δηλ. ἤ μέ τούς ἐπαίνους ἤ μέ τίς φοβέρες προσπαθεῖ νά κάμψει τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Τοῦρκος, ὅταν εἶδε πώς μέ τίς διάφορες κολακεῖες, δέν μετέστρεψε τή γνώμη τῆς
ἁγίας, ἄρχισε νά τήν φοβερίζει πώς θά ὑποστεῖ πολλές τιμωρίες. Καί στήν πρόταση
καί στήν ἀπειλή τοῦ Τούρκου ἡ Χρυσῆ ἔχοντας νοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος,
ὁμολόγησε μέ παρρησία τό ὄνομα τοῦ γλυκυτάτου νυμφίου της Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ τόν
Χριστόν μου πιστεύω, καί προσκυνῶ, καί αὐτόν μόνον γνωρίζω διά νυμφίον μου· τόν
ὁποῖον δέν θέλω ἀρνηθῆ πώποτε, κἄν μυρία μοῦ κάμετε βάσανα, κἄν καί εἰς λεπτά
κομμάτια τό σῶμα μου κατακόψετε». Οἱ μιαρώτατοι δήμιοί της, ὅταν ἄκουσαν τήν ἀπάντηση
τῆς ἁγίας, κατάλαβαν πώς εἶναι ἀδύνατο νά τήν κάνουν νά ἀλλαξοπιστήσει καί γι'
αὐτό πονηρά σκεπτόμενοι ἀπεφάσισαν νά τήν παραδώσουν στίς γυναῖκες τους, ὥστε νά
μεταπεισθεῖ. Πράγματι οἱ μουσουλμανίδες γυναῖκες προσπάθησαν μέ μυρίους τρόπους
νά τῆς ἀποσπάσουν τή συγκατάθεση νά ἀλλαξοπιστήσει. Μέ κολακεῖες, μέ ὑποσχέσεις,
μέ σατανικές μαγγανεῖες κι ἀπειλές ἐπί ἕνα ἑξάμηνο βασάνιζαν τή νεαρή κόρη νά ἀρνηθεῖ
τό Χριστό. Δέν κατόρθωσαν ὅμως τίποτε. Τότε οἱ Ἀγαρηνοί φώναξαν τούς γονεῖς τῆς
ἁγίας καί ἀπειλῶντας τους φοβερά, τούς πίεσαν νά ἀσκήσουν τήν ἐπιρροή τους στήν
κόρη τους νά λυγίσει καί νά προσχωρήσει στήν μουσουλμανική πίστη. Μάλιστα ἀπείλησαν
πώς τήν μέν Χρυσῆ θά τήν θανατώσουν, αὐτούς δέ θά τούς παιδεύσουν καί θά τούς
ζημιώσουν ὑλικά. Οἱ γονεῖς τῆς ἁγίας ἄν καί δέν ἤθελαν νά τό κάνουν αὐτό, ἀλλ' ἀναγκασμένοι
ἀπό τό φόβο, ἦλθαν στή φυλακή τῆς ἁγίας, γιά νά τήν πιέσουν νά ἀρνηθεῖ τό Χριστό.
Μαζί μέ τούς δυό γονεῖς ἦλθαν καί οἱ ἀδελφές της. Ἐδῶ μπορεῖ κάποιος νά παρατηρήσει
τό φρικτό ψυχολογικό μαρτύριο τῆς ἁγίας. Οἱ κατά σάρκα στενοί συγγενεῖς τῆς
Χρυσῆς χρησιμοποιώντας τήν ἐπιρροή τους ἄρχισαν νά παρακαλοῦν, νά κλαῖνε καί νά
ὀδύρονται. Τά λόγια τῶν γονιῶν πολλές φορές λυγίζουν καί τήν πιό σκληρή ἀντίσταση.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος νά πῶς περιγράφει τή σκηνή· «...θύγατερ, λέγοντες, θύγατερ
γλυκυτάτη, σπλαγχνίσου τόν ἑαυτόν σου, καί ἡμᾶς τούς γονεῖς σου, καί ἀδελφάς
σου, ὁπού κινδυνεύομεν ἅπαντες νά ἀφανισθῶμεν, διά τήν αἰτίαν τήν ἐδικήν σου·
καί ἀρνήσου τόν Χριστόν κατά τό φαινόμενον, διά νά γλυτώσης καί ἐσύ καί ἐμεῖς·
καί ὁ Χριστός εἶναι εὔσπλαγχνος, καί συγχωρήσει τήν ἁμαρτίαν ταύτην διά τήν ἀνάγκην
καί βίαν». Καταλαβαίνουμε τί πίεση ἐσωτερική δεχόταν ἡ ἁγία. Ἕνας ποταμός
λογισμῶν ἀντιθέτων ἐνεργοῦσε μέσα της. Ἀπ' τή μιά μεριά ἡ πίστη πρός τό Χριστό ἀπαιτοῦσε
νά ὁμολογήσει τό ὄνομά του μέ παρρησία καί νά παραμείνει Χριστιανή κι ἀπ' τήν ἄλλη
μεριά ἡ ἀγάπη πρός τούς οἰκείους της τήν παρακινοῦσε νά μή φανεῖ ἀνάλγητη καί ἀδιάφορη.
Τό βασανιστήριο αὐτό τό ἀναρρίπιζε καί τό αὔξανε ὁ διάβολος. Τί τέλος ἔκανε ἡ ἁγία
Χρυσῆ; Ἔκανε ἐκεῖνο, πού παρατηροῦμε σ' ὅλες τίς γενναῖες καί ἀρρενόφρονες μάρτυρες
τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔχοντας μέσα της τόν ἀσίγαστο ἔρωτα γιά τό πανάγιο πρόσωπο
τοῦ Κυρίου μας δέν ἀκολούθησε τή συμπάθεια τῆς φύσεώς της, ἀλλά τό πρόσταγμα τῆς
πίστης. Βγῆκε ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς θηλυκῆς φύσεώς της καί βάζοντας στήν ἄκρη τήν
ἀγάπη πρός τούς γονεῖς της κι ἔχοντας συνεχῶς μπροστά της τό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος
Χριστοῦ εἶπε τά ἑξῆς ἀξιοθαύμαστα λόγια· «Ἐσεῖς ὁπού μέ παρακινεῖτε νά ἀρνηθῶ
Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν, δέν εἶσθε πλέον γονεῖς μου, καί ἀδελφαί μου· οὔτε ἐγώ
θέλω νά σᾶς ἠξεύρω ὡς τοιούτους εἰς τό ἑξῆς· ἀλλ' ἀντί διά ἐσᾶς, Πατέρα μέν ἔχω,
τόν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν· μητέρα δέ, καί ἀδελφάς ἔχω τούς Ἁγίους καί τάς Ἁγίας».
Μέ τήν ἀπόκρισή της αὐτή ἔδωσε τέρμα στόν πειρασμό.
Ὁ ἱερός
Χρυσόστομος σχολιάζει τήν κατάσταση αὐτή τῶν μαρτύρων καί λέγει· «Πόλεμος ἀνεῤῥιπίσθη
ποτέ κατά τῆς Ἐκκλησίας χαλεπός, πόλεμος ἁπάντων βαρύτατος· διπλοῦς γάρ οὗτος ὁ
πόλεμος ἦν· ὁ μέν ἔσωθεν, ὁ δέ ἔξωθεν· ὁ μέν παρά τῶν οἰκείων, ὁ δέ παρά τῶν
πολεμίων· ὁ μέν παρά τῶν ἀλλοτρίων, ὁ δέ παρά τῶν γνωρίμων». Ἡ ἁγία Χρυσῆ εἶχε
τό διπλό αὐτό πόλεμο. Τήν πολεμοῦσαν καί οἱ ἐχθροί, δηλ. οἱ Τοῦρκοι μέ τίς ἀπειλές,
ἀλλά καί οἱ οἰκεῖοι της μέ τίς ἀντίχριστες παρακλήσεις της. Ὁ πόλεμος ἀπό τούς
δικούς της ἦταν χαλεπώτερος. Πολεμοῦσε μέ τό ἴδιο της τό αἷμα. «Ἐκράτει γάρ ὁ
διάβολος μετά πολλῆς τῆς ὑπερβολῆς». Ἡ ἁγία Χρυσῆ μπροστά σ' αὐτήν τήν κατάσταση
ἔδειξε πώς εἶχε ἀνδρικό φρόνημα μέσα σέ γυναικεῖο σῶμα. Τά περιφρόνησε ὅλα γιά
νά κρατήσει τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού δέν φθείρεται ποτέ, τό Χριστό. Εἶχε μιά
μανική ἀγάπη γιά τό πρόσωπό Του. Σ' αὐτήν ἐφαρμόσθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «καί
πᾶς ὅστις ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς
ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει»
(Ματθ. 19,29). Ἡ Χρυσῆ ἀκολούθησε τή Δεσποτική ἐπιταγή καί τά περιφρόνησε ὅλα
γιά τήν ἀληθινή πίστη. Ὁ βιογράφος της τήν ἐπαινεῖ ἐνθουσιαστικά· «Εὖγε τῆς
μεγαλοψύχου ἀνδρείας! εὖγε τῆς πρός τόν Θεόν ἀληθινῆς ἀγάπης! εὖγε τῆς σοφῆς
διανοίας, τῆς οὔσης οὐρανίων ἐπαίνων ἀξίας! Κατά τήν ἀλήθειαν ἀδελφοί ἐπληρώθη
εἰς τήν Ἁγίαν ταύτην ἐκεῖνο ὁπού εἶπεν ὁ θεῖοςΔαβίδ· "ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ
μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με" (Ψαλμ. 26,10). Καί ἐκεῖνο ὁπού
εἶπεν ὁ Κύριος "μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν· ἦλθον
γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ Πατρός αὐτοῦ, καί θυγατέρα κατά τῆς Μητρός αὐτῆς.
Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου, οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ" (Ματθ. 1,34)».
Μετά ἀπ' αὐτά ἄρχισαν τά σωματικά μαρτύρια τῆς ἁγίας. Ἄφησαν τίς κολακεῖες κατά μέρος καί σοφίσθηκαν τά πιό ὀδυνηρά βασανιστήρια. Ἐπί τρεῖς μῆνες τήν ράβδιζαν κάθε μέρα. Ἔπειτα τῆς ἔβγαζαν ἀπό τό δέρμα της λωρίδες, τίς ὁποῖες ἔβαζαν μπροστά της γιά νά τίς βλέπει καί νά δειλιάσει. Κοκκίνισε τό χῶμα ἀπό τό αἷμα, πού ἔτρεχε σάν ποτάμι ἀπό τίς πληγές τῆς ἁγίας. Μετά πῆραν μιά μεγάλη περόνη, δηλ. μιά σούβλα καί ἀφοῦ τήν πύρωσαν, «διαπερῶσι ταύτην, πέρα καί πέρα ἀπό τά αὐτία τῆς Μάρτυρος, ὥστε ὁπού ὁ καπνός ἐξήρχετο ἀπό τήν μύτην, καί τό στόμα της». Ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινε ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ μάρτυς, ἐπειδή ἔπαιρνε δύναμη ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τόν ἐγκάρδιο ἔρωτα, πού ἔτρεφε γιά τό πρόσωπό Του. Οἱ μάρτυρες ἄθλησαν μέ διάθεση χαρούμενη· «τόν γάρ τῶν ἀγγέλων Δεσπότην εἶχαν ἐν ταῖς αὐτῶν οἰκοῦντα ψυχαῖς». Ἡ καλλιπάρθενος καί μάρτυς ἁγία Χρυσῆ, ὅταν πληροφορήθηκε πώς ὁ Πνευματικός της πατέρας, πού ἦταν ὁ προηγούμενος τῆς Ἁγιορείτικης Μονῆς τοῦ Σταυρονικήτα παπᾶ Τιμόθεος, εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά, τοῦ διαμήνυσε μέ κάποιο χριστιανό νά προσευχηθεῖ στό Θεό νά τήν ἀξιώσει νά τελειώσει θεαρέστως τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου καί νά μή δειλιάσει. Οἱ θηριώδεις ἐκεῖνοι δήμιοί της, πού ἦταν πιό ὠμοί καί ἀπό τά ἄλογα ζῶα, ὅταν εἶδαν πώς μετά ἀπό τόσα βασανιστήρια ἡ Χρυσῆ παρέμεινε ἀμετάπειστη στά φρονήματά της καί ζωντανή στό σῶμα της, τήν κρέμασαν σέ μιά ἀγριαπιδιά καί ἀφοῦ ὅρμησαν ὅλοι μαζί μέ τά μαχαίρια τους, τῆς ἔκοψαν ὅλα τά μέλη κι ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα της στό Θεό· «κατέκοψαν μεληδόν ὅλον τό ἱερόν σῶμα τῆς παρθένου· καί οὕτως ἡ καλή Χρυσῆ, δοκιμασθεῖσα καί λαμπρυνθεῖσα ὡς Χρυσός ἐν τῷ χωνευτηρίῳ τοσούτων βασάνων, παρέδωκε τήν ἁγίαν αὐτῆς ψυχή εἰς χεῖρας τοῦ ἀθανάτου νυμφίου της, διπλοῦν λαβοῦσα τόν Στέφανον, τῆς παρθενίας καί τῆς ἀθλήσεως».
Ἡ ἁγία μάρτυς Χρυσῆ γιά ἐντάφιο στολίδι της εἶχε τό μαρτύριό της γιά τό Χριστό. Ἡ στολή αὐτή τοῦ μαρτυρίου εἶναι λαμπρότερη ἀπό κάθε ἄλλο κόσμημα, λέγουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας· «Ἔκειτο τοίνυν μέγα ἐντάφιον ἔχουσα τό μαρτύριον, τῷ κόσμῳ τῆς ὁμολογίας καλλωπιζομένη, πάσης βασιλικῆς ἁλουργίδος, πάσης πορφύρας τιμίας τιμιωτέραν περιβεβλημένην στολήν· καί διπλῆν ταύτην, τήν τῆς παρθενίας, καί τήν τοῦ μαρτυρίου· μετά τούτων τῶν ἐνταφίων παραστήσεται τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ». Μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ θά παρουσιασθεῖ μέ τά ἀτίμητα στολίδια τοῦ μαρτυρίου καί τῆς παρθενίας της. Αὐτή, πού ὅσο ἦταν στή γή, διέπρεπε στήν ὡραιότητα τοῦ σωματικοῦ κάλλους καί ἔλαμπε μέ τή σεμνότητα τοῦ βίου, τώρα στόν οὐραό θά εἶναι συνεχῶς μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ καί θά κατατρυφᾶ τήν αἰώνια δόξα. Ἐπειδή ὑπέμεινε «τάς βασάνους οὐ τῆς θηλυκῆς ἀσθενείας καί ἀνανδρίας μόνον, ἀλλά καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔξω γεγονυῖα», γι' αὐτό καί ὁ Θεός τήν ὑπερύψωσε πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα καί τῆς χάρισε τήν κατοίκηση στούς οὐρανούς γιά νά ζεῖ τίς ὑπερφυσικές καταστάσεις τῆς χάριτος. Φυσικά κανένα βασανιστήριο δέν θά ὑπέμεινε, ἐάν δέν τήν ἐνίσχυε ὁ ἐπουράνιος νυμφίος της. Χάρισε στό Χριστό τή ζωή της κι Αὐτός τῆς χάρισε τό προνόμιο νά πρεσβεύει γιά τούς πιστούς, πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά της καί τιμοῦν τή μνήμη της. Ἡ ἁγία Χρυσῆ εἶναι ἕνα συνεχές παράδειγμα γιά ὅλους μας, ἀλλά προπαντός γιά τά νέα παιδιά, πού περικυκλώνονται ἀπό μύριους πειρασμούς, πού τούς σπρώχνουν μακρυά ἀπό τόν Χριστό.
Πηγή.