Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει θρόνο τὸν οὐρανὸ καὶ ὑποπόδιο τὴ γῆ, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Λόγος του ὁ συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε καὶ ἦρθε στὴ Βηθανία ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι. Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ».
Οἱ πολέμαρχοι τοῦ κόσμου, σὰν τελειώνανε τὸν πόλεμο καὶ βάζανε κάτω τοὺς ὀχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι καὶ καθίζανε ἀπάνω σὲ χρυσὰ ἁμάξια γιὰ νὰ μποῦνε στὴν πολιτεία τους. Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοὶ καὶ πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι μὲ σίδερα ἄγρια καὶ βαστώντας φονικὰ ἅρματα γύρω σ’ ἕνα ἁμάξι φορτωμένο μὲ λογῆς λογῆς ἁρματωσιὲς καὶ σπαθιὰ καὶ κοντάρια παρμένα ἀπὸ τὸ νικημένο ἔθνος.
Ὅλοι οἱ πολεμιστὲς ἤτανε σὰν ἄγρια θηρία σιδεροντυμένα, τὰ κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σὲ φοβερὲς περικεφαλαῖες, τὰ χοντρὰ καὶ μαλλιαρὰ χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπὸ τὸν πόλεμο, τὰ γερὰ ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καὶ τεντωμένα, σὰν τοῦ λιονταριοῦ ποὺ ξεσκίσε μὲ τὰ νύχια του τὸ ζαρκάδι καὶ τανύζεται μὲ μουγκρητὰ καὶ φοβερίζει τὸν κόσμο. Ὕστερα ἐρχότανε τὸ χρυσὸ τ’ ἁμάξι τοῦ πολεμάρχου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα θρονὶ πλουμισμένο μ’ ἀκριβὰ πετράδια, περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀντικρύσει μάτι δίχως νὰ χαμηλώσει καὶ βαστοῦσε τὸ τρομερὸ σκῆπτρο του, ποὺ κάθε σάλεμά του ἤτανε προσταγή, δίχως ν’ ἀνοίξει τὰ στόμα του αὐτὸς ποὺ τὸ κρατοῦσε.
Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ’ αὐτὰ τ’ ἁμάξι, μὲ λουριὰ χρυσοκεντημένα μὲ γαϊτάνια καὶ περπατούσανε κι αὐτὰ καμαρωτὰ καὶ περήφανα σὰν τοὺς ἀνθρώπους. Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσὸ στεφάνι ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ρίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικὰ σὲ κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μὲ μανουάλια.
Ἀπὸ πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καὶ γυναῖκες κι ὅποιοι ἤτανε ἄρρωστοι καὶ λαβωμένοι, τοὺς σέρνανε καὶ τοὺς χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοὶ ποὺ πηγαίνανε μπροστά, ἄλλη τόση καταφρόνεση καὶ δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπὸ πίσω. Αὐτοὶ ἤτανε δεμένοι μὲ σκοινιὰ καὶ μ’ ἁλυσίδες, πολλοὶ πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σὰν πεθαμένοι ἀπὸ τὰ μαρτύρια κι ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια. Πολλοὶ ἤτανε μισόγυμνοι κ’ οἱ πλάτες τους ἤτανε μελανιασμένες ἀπὸ τὸ βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μὲ ἀθώα μωρὰ στὴν ἀγκαλιά τους, γρηὲς ποὺ βαστούσανε τὰ ἐγγόνια τους ἀπὸ τὸ χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σὰν τὰ ἀρνιὰ ποὺ τὰ πάνε στὸν μακελάρη. Γύρω ὁ κόσμος ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ φώναζε καὶ δόξαζε τὸν νικητὴ κι ἀπὸ πολλὰ στόματα τρέχανε ἀφροί. Ἀλαλαγμὸς ἔβγαινε σὰν καπνὸς ἀπ’ ὅλη τὴν πολιτεία. Αὐτὴ τὴν παράταξη τὴ λέγανε «θρίαμβο».
Ἕναν τέτοιον θρίαμβο ἔκανε κι ὁ Χριστὸς σήμερα, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Μά, ὅπως τὰ ἄλλαξε ὅλα καὶ τὰ ἔκανε ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζανε οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ὁ θρίαμβος ποὺ ἔκανε, ἤτανε θρίαμβος τῆς φτώχειας καὶ τῆς ταπείνωσης. Ὁ Ρωμαῖος ὕπατος ἤτανε καθισμένος ἀπάνω σὲ θρόνο καὶ σὲ χρυσὸ ἁμάξι, μὰ ὁ Χριστὸς ἤτανε καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι, σ’ ἕνα γαϊδουρόπουλο, ποῦνε τὸ πιὸ ταπεινὸ καὶ καταφρονεμένο ἀνάμεσα στὰ ζῶα.
Κι\’ ὁ ἴδιος ἤτανε ταπεινός, πράος, ἥσυχος, φτωχοντυμένος, κατὰ τὴν προφητεία ποὺ ἔλεγε: «Εἴπατε τὴ θυγατρὶ Σιών· Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πρᾶος καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον, υἱὸν ὑποζυγίου». Τὸ χέρι του δὲν βαστοῦσε σκῆπτρο, ἀλλὰ βλογοῦσε τὸν κόσμο. Ἀπὸ πόλεμο ἐρχότανε καὶ κεῖνος, μὰ ἕναν πόλεμο πολὺ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στὴν κακία καὶ στὴν ψευτιὰ καὶ στὴν ὑποκρισία καὶ στὴ φιλαργυρία. Καὶ δὲν πήγαινε νὰ ξεκουραστεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἀλλὰ πήγαινε ν’ ἀρχίσει ἄλλον, πιὸ σκληρόν, καὶ νὰ στεφανωθεῖ μ\’ ἀγκαθένιο στεφάνι καὶ νὰ δαρθεῖ καὶ νὰ περιπαιχθεῖ καὶ στὸ τέλος νὰ καρφωθεῖ ἀπάνω σ’ ἕνα ξύλο σὰν κακοῦργος.
Δὲν ἤτανε τριγυρισμένος ἀπὸ ἀγριεμένους ὑποταχτικούς, ἀλλὰ ἀπὸ ἄκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σὰν καὶ κεῖνον. Κι οὔτε ἔσερνε ἀπὸ πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου καὶ πεθαμένους ποὺ ἀναστηθήκανε ἀπὸ τὴ φωνή του. Σάλπιγγες καὶ τούμπανα δὲν φωνάζανε γιὰ νὰ τὸν δοξάσουνε, ἀλλὰ παιδιὰ ἀθῶα ποὺ συμβολίζανε τὴν ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ ποὺ φωνάζανε «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» καὶ κρατούσανε ἀντὶ γιὰ σημαῖες καὶ γιὰ μπαϊράκια κλαδιὰ πράσινα τῶν δέντρων. Κλαδιὰ χλωρὰ καὶ ροῦχα στρώνανε χάμω γιὰ νὰ πατήσει τὸ γαϊδούρι καὶ νὰ περάσει. Κι αὐτὸ τὸ βλογημένο πήγαινε μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, ταπεινό, ἀνήξερο, σηκώνοντας τὸν Χριστὸ ποὺ καθότανε πρωτύτερα ἀπάνω στὰ τρομερὰ ἑξαφτέρουγα σεραφεὶμ ποὺ εἶναι ἀπὸ φωτιά. Δὲν ἀξιώθηκε νὰ τὸν σηκώσει κανένα χρυσὸ ἁμάξι, μήτε ἄλογο ἀκριβοσελωμένο, μήτε καμμιὰ κούνια ποὺ νὰ τὴ βαστᾶνε ἀντρειωμένοι βαστάζοι, ἀλλὰ τὸν σήκωνε τὸ γαϊδούρι. Ποιὸ μάτι δὲν δακρύζει ἅμα συλλογιστεῖ αὐτὸ τὸ μυστήριο!
Ὁ Χριστὸς ἀναποδογύρισε ὅσα εἶχε γιὰ σωστὰ καὶ γιὰ ἀληθινὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος. Ποιὸς ὅμως εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἔφερε καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ πουλάρι μὲ τὸ σκοινένιο καπίστρι κι ὄχι τ’ ἀφρισμένα τἄλογα ποὺ χλιμιντρᾶνε καμαρωτὰ καὶ νὰ μὴ μπεῖ στὴ Ρώμη μὲ τὰ πολλὰ τὰ εἴδωλα, παρὰ νὰ μπεῖ μαζὶ μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς εἰρήνης στὴν Ἀπάνω Ἱερουσαλήμ;
Πολλοί, ποὺ εἶναι σοβαροὶ ἄνθρωποι, θὰ ποῦνε πὼς δὲν τὰ καταλαβαίνουνε αὐτὰ καὶ πὼς τὰ παιδιὰ παιδιακίζουνε κ’ οἱ ἄντρες ἀντρειεύουνται. Τὰ ἴδια λέγανε κ’ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ σπουδασμένοι. «Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τὰ θαύματα ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παίδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας: Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ, ἠγανάκτησαν καὶ εἶπον αὐτῷ: Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς: Ναι· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;» Καὶ καταλιπῶν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω της πόλεως». Οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ γραμματεῖς διαβάσανε τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυὶδ ποὺ ἔλεγε πὼς θὰ προϋπαντήσουνε τὸν Χριστὸ τὰ νήπια καὶ δὲν πιστέψανε ὡστόσο σ’ αὐτὸν ποὺ ὑμνολογούσανε. Ἀμὴ ἐμεῖς ποὺ διαβάσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν ψαλμὸ κι αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἑβραίους, δὲν θὰ κριθοῦμε πιὸ αὐστηρὰ ἂν δὲν τὸν πιστέψουμε; Ἡ ματαιότητα κ’ ἡ περηφάνεια μᾶς κάνουνε νὰ μὴν καταδεχόμαστε νὰ πᾶμε μαζὶ μὲ τὴ φτωχὴ συνοδεία του, ντρεπόμαστε νὰ ἀκολουθήσουμε ἕνα ἀρχηγὸ ποὺ πάει καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα γαϊδούρι. Τὰ ταπεινά, τὰ φτωχικά, δὲν τὰ θέλουμε. Μὰ μπορεῖ νὰ γίνει χριστιανὸς ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ αὐτὰ ποὺ ἀγάπησε ὁ Χριστός;
Χθές, Σάββατο, ἀνάστησε ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο, τὸν Λάζαρο. Ποιὸς ἤτανε αὐτὸς ὁ Λάζαρος; Κανένας ἐπίσημος ἄνθρωπος, κανένας τρανός; Ὁ Λάζαρος ἤτανε φτωχός, χωριάτης, κι ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἤτανε φίλος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε φίλους ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἕναν φίλο σημειώνει τὸ Εὐαγγέλιο πὼς εἶχε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, κι αὐτὸς ἤτανε φτωχὸς κι ἀγράμματος. Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχια τοῦ Χριστοῦ; Ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ἡ φτώχια ἡ ἀληθινή, ὅπως ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστὸς λείπει κ’ ἡ ζωὴ ἡ ἀληθινὴ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβεις καλώτατα ἂν γυρίσεις καὶ δεῖς γύρω σου κι ἀκουμπήσεις τὸ κεφάλι σου καὶ συλλογιστεῖς. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι κ’ οἱ παντοδύναμοι ἀφέντες ποὺ κάνανε τοὺς θριάμβους ὁπού ἱστορήσαμε πρωτύτερα; Τί γινήκανε κι αὐτοὶ κι οἱ μυριάδες ποὺ τοὺς προσκυνούσανε καὶ ποὺ γονατίζανε μπροστά τους σὰν τὰ καλάμια ποὺ τὰ γέρνει ὁ βοριάς; Ποιὸς τοὺς φέρνει στὸν νοῦ του ἐξὸν κάποιοι ποὺ γράφουνε τὰ ἱστορικὰ ἐκείνου τοῦ καιροῦ; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, ἄλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, ὅλα πέσανε σ’ ἕναν λάκκο καὶ χαθήκανε καὶ σβύσανε σὰν νὰ μὴ γινήκανε ποτές. Καὶ τί ἀπόμεινε ἀπὸ ὅλα τοῦτα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Τίποτα κι ἀκόμα πιὸ λίγο ἀπὸ τίποτα.
Πλὴν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπιστος ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ σ\’ αὐτὰ ποὺ πιάνει μὲ τὰ χέρια του καὶ τραβᾶ τὸν δρόμο ποὺ τραβήξανε καὶ κεῖνοι καὶ σέρνει μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἅρμα τοῦ Νέρωνα, γιατί εἶναι «νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός του». Τ’ αὐτιὰ του εἶναι σφαλιχτὰ σὲ Κεῖνον ποὺ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ Θεὸς πρῶτος καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγὼ εἰμί. Ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά». Ἐκεῖνος ποὺ καθότανε ἀπάνω στὸ γαϊδούρι, ἐκεῖνος εἶναι ζωντανὸς μέσα στὶς ἁπλὲς ψυχὲς στὸν αἰώνα κ’ εἶναι γιὰ δαῦτες θροφή, πηγὴ ἀθανασίας, χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, κατὰ τὸν λόγο ποὺ λέγει: «Εὐφρανθήσεται καρδία ζητούντων τὸν Κύριον». Ναί, ὅποιος ἔνοιωσε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σὰν τὸν πεθαμένο ποὺ ἀναστήθηκε. Στὸν κόσμο ὑπάρχουνε πονεμένοι λογῆς λογῆς. Ὅσοι πονᾶνε στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχὴ κι ὁ πόνος τους καθαρίζει καὶ τοὺς πηγαίνει στὸν Θεό, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ καὶ περπατᾶνε στὴ στράτα του μὲ τὸ φῶς του τὸ παρηγορητικό. Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουνε ἄγονα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς Κορινθίους: «Νῦν χαίρω, οὒχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουνε στὸν Θεό, δὲν μετάλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἄγονον ἵδρωτά τους σὲ ἱδρώτα σωτηρίας, «ἱδρώτα ἱδρῶτι», ἀλλὰ θρηνοῦνε καὶ πονᾶνε παντοτινὰ σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες, σφαζόμενοι μὲ τὰ μαχαίρι τῆς μοίρας. Γι’ αὐτοὺς δὲν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἱδρώτα τῆς ἀγωνίας τους σὲ ἱδρώτα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλπίδας. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι πεθαμένος, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του. Γιατί ζωὴ δὲν θὰ πεῖ νὰ ἀνασαίνεις καὶ νὰ περπατᾶς καὶ νὰ τρῶς καὶ νὰ πίνεις, ἀλλὰ νὰ νοιώθεις τὴ χάρη τῆς ἀθανασίας. Τότε θὰ μπορεῖς νὰ ψάλεις μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδὸ τοῦτο τὸ ἐξαίσιο ἀπολυτίκιο:
«Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἠμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15