ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

«Καὶ παρʼ αὐτῶ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην˙ ὥρα ἧν ὡς δεκάτη» (Ίωάν. 1, 40)



                    


Μητροπ. Φλωρίνης Αυγουστίνου

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου. Διαβάστηκε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μιλάει γιὰ τὴν πρώτη γνωριμία τοῦ ἀποστόλου μὲ τὸν Χριστό.
Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδά. Ἀνῆκε σὲ φτωχὴ οἰκογένεια ψαράδων. Ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας ὁ Ἰωνάς. Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ ἀδελφός του Σίμων μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους εἶχαν μιὰ ψαρόβαρκα καὶ ψάρευαν στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας. Ζοῦσαν ταπεινή, ἥσυχη ζωή. Στὸν πολὺ κόσμο ἦταν ἄγνωστοι.Τὰ δυὸ ἀδέλφια. Ἀνδρέας καὶ Πέτρος – ἔτσι ὠνομάστηκε ἀργότερα ὁ Σίμων – ἦταν εὐγενεῖς ὑπάρξεις. Τὰ ἐνδιαφέροντά τους δὲν περιωρίζονταν στὸ ἐπάγγελμά τους. Δὲν κοίταζαν μόνο πῶς θὰ ψαρέψουν, τί θὰ φᾶνε, πῶς θὰ ζήσουν. Εἶχαν καὶ ὑψηλότερα ἐνδιαφέροντα. Σὰν ἰουδαῖοι στὸ θρήσκευμα ποὺ ἦταν πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Πίστευαν σὲ ὅσα δίδασκε ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες. Πήγαιναν τακτικὰ στὴ συναγωγὴ καί, ἀπὸ ὅσα ἄκουγαν ἤ διάβαζαν, μέσʼ στὴν καρδιά τους εἶχε ἀναπτυχθῆ μιὰ ζωηρὴ ἐλπίδα, ὅτι πλησιάζει νὰ ἔλθη ὁ Μεσσίας Χριστός, ποὺ θὰ σώση τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν κόσμο ὅλο. Μʼ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα ζοῦσαν οἱ φτωχοὶ αὐτοὶ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.
Γιʼ αὐτὸ, ὅταν ἄκουσαν ὅτι στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης ὁ προφήτης, ποὺ προφήτευε ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας καὶ καλοῦσε τὸν κόσμο σὲ μετάνοια, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος ἔτρεξαν καὶ πῆγαν στὸν Ἰορδάνη καὶ ἔγιναν μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Πόσο εὐχαριστοῦνταν νὰ τὸν ἀκοῦνε καὶ νὰ τὸν βλέπουν!
Ἀλλʼ ὅταν μιὰ μέρα ὁ Χριστὸς σὰν ἕνας ἄγνωστος περπατοῦσε κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιά, ὁ Ἰωάννης, ποὺ τὸν γνώριζε, γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι τὸν δείχνει στὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ καὶ λέει˙ «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!» (Ἰωάν. 1, 36). Ἤ, ὅπως σὲ ἄλλη περίστασι ἔλεγε, «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1, 29).
Σʼ αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις περικλείεται τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἄς προσέξουμε. Καθὼς παρατηρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ὁ Χριστὸς δὲν λέγεται ἁπλῶς «ἀμνός», ἀλλὰ «ὁ ἀμνός». Α;’υτὸ τὸ ἄρθρο «ὁ» σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀμνοὺς ποὺ ἔσφαζαν κὰθε χρόνο οἱ Ἑβραῖοι τὸ πάσχα, ἀλλὰ εἶνε ὁ μοναδικὸς Ἀμνός. Ἀμνὸς τοῦ ὁποίου εἰκόνες καὶ σκιὰ ἁπλῶς ἦταν οἱ ἀμνοὶ τῶν Ἑβραίων. Αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἀκόμη ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὴ λέξι «αἴρων», παρατηρεῖ ὅτι ἡ θυσία του στὸ Γολγοθᾶ ὑπῆρξε μοναδική. Διὰ μέσου δὲ τῆς μοναδικῆς αὐτῆς θυσίας συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Πάντοτε ὁ Χριστὸς αἴρει, σηκώνει, καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, διὰ μέσου τῆς πίστεως καὶ τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας.
Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ συνιστοῦσε τὸ Χριστὸ ὡς Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, ἀποφάσισαν νὰ πλησιάσουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν γνωρίσουν ἀπὸ κοντά. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος δὲν θὰ λυπόταν διότι θὰ ἔφευγαν ἀπὸ κοντά του καὶ θὰ πήγαιναν στὸ Χριστό. Θὰ χαιρόταν. Διότι θὰ γνώριζαν Ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου ὁ Πρόδρομος, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε, δὲν ἦταν ἄξιος νὰ λύση οὔτε τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Ἔτσι οἱ μαθηταὶ θὰ προβιβάζονταν σὲ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη γνῶσι καὶ μάθησι. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος.
Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης πλησιάζουν τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς τοὺς βλέπει νʼ ἀκολουθοῦν, στρέφεται καὶ τοὺς ρωτάει˙ «Ποιόν θέλετε;». Αὐτοὶ ἀπαντοῦν˙ «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;». Κι ὁ Χριστὸς λέει˙ «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» (Ἰωάν. 1, 39). Οἱ μαθηταὶ ἔρχονται ἐκεῖ ποὺ ἔμενε ὁ Χριστός. Εἶχε δικό του σπίτι; Ὄχι. Στὸ σπίτι κάποιου ξένου ἔμενε προσωρινά.
Στὸ φτωχικὸ ἐκεῖνο σπίτι ὁ Χριστὸς δέχτηκε τὸν Ἀνδρέα καὶ ἄνοιξε μαζί τους συζήτησι, ποὺ κράτησε ὧρες ὁλόκληρες. Πόσο θὰ θέλαμε νὰ μάθουμε τί συζητοῦσαν! Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν μᾶς λέει τί ἔλεγαν. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι τὸ περιεχόμενο τῆς συζητήσεως θὰ ἦταν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία ἐρχόταν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ δὲ θὰ ἐκαλοῦντο σὰν πρῶτοι κήρυκες καὶ διδάσκαλοι τῆς βασιλείας αὐτῆς. Μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν ἕνας νέος κόσμος ἀνοίχθηκε. Γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουγαν πράγματα ποὺ φώτιζαν τὴ διάνοια, θέρμαιναν τὴν καρδιὰ καὶ παρώτρυναν τὸν ἄνθρωπο σὲ δρᾶσι.
Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη γνωριμία τῶν δύο μαθητῶν μὲ τὸ Χριστό. Τόση ἐντύπωσι ἔκανε στὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη ἡ γνωριμία αὐτή, ὥστε ὁ ἕνας ἀπʼ αὐτούς, ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔγραψε κατόπιν τὸ Εὐαγγέλιο, σημείωσε καὶ τὴν ὥρα τῆς συναντήσεως, ὅτι ἦταν «ὡς δεκάτη» (Ἰωάν. 1, 40). Ἡ δεκάτη κατὰ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν τετάρτη ἀπογευματινὴ κατὰ τὸ δικό μας. Ὅτι δὲ ἡ ἐντύπωσι ποὺ προξένησε ἡ γνωριμία αὐτὴ ἦταν τεράστια, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγονός, ὅτι ὁ Ἀνδρέας γεμᾶτος ἐνθουσιασμὸ ἔτρεξε ἀμέσως καὶ βρῆκε τὸν ἀδελφό του Πέτρο καὶ τοῦ λέει˙ «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (Ἰωάν. 1, 46). Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ κρυστάλλινη πηγή, τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ἰωάν. 4, 10), τὸ δένδρο τὸ ἀθάνατο, «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 6, 35), τὸ φῶς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ, ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. Ὁποιαδήποτε εἰκόνα καὶ ἄν ποῦμε, εἶνε κατώτερη τῆς πραγματικότητος. Αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.


* * *

Γιὰ τὸν Ἀνδρέα ἡ πιὸ σπουδαία ὥρα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ ὥρα ποὺ γνώρισε τὸ Χριστό. Ἐντυπώθηκε τόσο ζωηρὰ μέσα στὴν ψυχή του, ὥστε θὰ τὴ θυμόταν μέχρι τὴν ἄλλη ἐκείνη ὥρα, τὴν τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ποὺ σταυρωμένος καὶ αὐτός, ἀνάποδα, πάνω στὸ σταυρὸ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του.
Ἡ σπουδαιότερη ὥρα. Καὶ τώρα ρωτοῦμε˙ Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς ζωῆς σας; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἀνάλογα μὲ τὴ σημασία ποὺ δίνουν σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα, θὰ μᾶς ἀπαντοῦσαν. Γιʼ αὐτὸν ποὺ χρωστάει τεράστια ποσὰ σπουδαιότερη ὥρα εἶνε ἡ ὥρα ποὺ τὸ χρέος του σβήνεται. Γιὰ τὸ φυλακισμένο σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἀνοίγει ἡ φυλακὴ καὶ βγαίνει ἔξω. Γιὰ τὸν αἰχμάλωτο ἡ ὥρα τῆς ἀπελευθερώσεως. Γιὰ τὸν ἄρρωστο ποὺ κινδύνεψε νὰ πεθάνη σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἡ ὑγεία του ἀποκαθίσταται καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Γιὰ τὸν φοιτητὴ ἡ ὥρα ποὺ παίρνει τὸ πτυχίο του. Γιὰ ἄλλον ἡ ὥρα ποὺ τελεῖ τὸν γάμο του. Γιὰ ἄλλον ἡ ὥρα ποὺ ἀποκτᾶ παιδί. Καὶ γιὰ ἄλλον ἡ ὥρα ποὺ τὸ λαχεῖο του κέρδισε ἑκατομμύρια…
Ἀλλὰ ἀπʼ ὅλες τὶς ὧρες αὐτὲς ἀσυγκρίτως σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀντικρύζει τὸ γλυκὸ φῶς τῆς πίστεως στὸ Χριστό, ὄχι τυπικῶς ἀλλὰ πνευματικῶς, καὶ τὸν αἰσθάνεται σὰν προσωπικό του Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή! Ἡ ὥρα αὐτὴ εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα. Διότι πουθενὰ ἀλλοῦ, ναὶ πουθενὰ ἀλλοῦ, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη, τὴ λύτρωσι καὶ τὴ σωτηρία.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἐπιτρέψτε μου νὰ ρωτήσω τὸν καθένα σας˙
Ὑπάρχει στὴ ζωή σας μιὰ τέτοια ὥρα;
Ἀπαντήστε μόνοι σας.