Παρουσιάζουμε τις δύο επιστολές του μακαριστού κ. Φώτη Κόντογλου προς τον πατρ. Αθηναγόρα μετά τις οικουμενιστικές ενέργειες του δευτέρου. Οι επιστολές αυτές αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση ορθοδόξου ομολογίας. Η πρώτη είναι σε ύφος μειλίχια καυτηριάζοντας όμως ξεκάθαρα την φιλοπαπική στάση του Αθηναγόρα και φέρει την ελπίδα ότι ο πατριάρχης ίσως αλλάξει (τέτοιες επιστολές γράφτηκαν πολλές πριν το Κολυμπάρι). Η δεύτερη όμως, η οποία γράφτηκε, αφού αποδείχθηκε ότι ο πατριάρχης δεν πρόκειται να αλλάξει την αιρετική προδοτική του στάση, είναι κόλαφος και καυτηριάζει και καταδικάζει, όχι μόνο τον πατριάρχη, αλλά και όσους αρχιερείς και ιερείς τον ακολουθούν. Θα τολμήσει κανείς από τους σημερινούς «διακριτικούς» να τον καταδικάσει για αυτή του την γενίκευση;
Μην ξεχνάμε ότι οι επιστολές αυτές γράφτηκαν σε καιρούς που ο Οικουμενισμός δεν είχε ακόμα τόσο προχωρήσει όσο σήμερα. Και παρόλα αυτά τότε το Άγιον Όρος είχε σύσσωμο (τι διαφορά αλήθεια με σήμερα!) μαζί με τους τρεις επισκόπους διακόψει το μνημόσυνο του Αθηναγόρα και οι διαμαρτυρίες εκφράζονταν ακόμα και με την εμφάνιση μίας φωτογραφίας ή ενός δημοσιεύματος (βλ. Την πρώτη επιστολή αλλά και την επιστολή του μητρ. Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου εδώ). Πόση διαφορά αλήθεια με σήμερα που όλα αντιμετωπίζονται με μία αναισθησία ή με κοινωνία, με φιλοφρονήσεις και εκδηλώσεις αγάπης προς τους πρόδότες της Πίστεως, λες και εμείς είμαστε καλύτεροι Χριστιανοί από τους τότε. Στις επιστολές αυτές ο κυρ Φώτης επιλέγει την ομολογία και το μαρτύριο από την συμπόρευση με την αίρεση και την απραξία και χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο που και σήμερα χρησιμοποιούν όσοι κατηγορούνται ως ζηλωτές και φανατικοί. Ας τις διαβάσουμε και ας αναλογισθούμε.
Α.Τ.
Α΄ Επιστολή
Παναγιώτατε,
Ἡ εὐμένεια καὶ ἡ συγκατάβασις μεθ’ ἢς συμπεριεφέρθητε εἰς ἐμέ, τὸν
ἀσήμαντον, κατὰ τὴν κατ’ ἐπιθυμίαν Ὑμῶν συνάντησίν μας ἐν Ἀθήναις, μοὶ δίδει τὸ θάρρος ὅπως σᾶς ὑποβάλω τὰς κάτωθι σκέψεις καὶ ὑπομνήσεις σχετικῶς μὲ τὸ μέγιστον καὶ φοβερὸν θέμα τῶν σχέσεων μεταξύ της Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης, ἄλλως τέ, μὲ παρώτρυνε πρὸς τοῦτο.
Ἔφριξαν, Παναγιώτατε, ὅσοι ἐξ ἠμῶν εἶδον, ἐμβρόντητοι, εἰς μέγα σχῆμα τὴν φωτογραφίαν τοῦ Ποντίφηκος δημοσιευομένην εἰς τὴν πατριαρχικὴν ἐφημερίδα «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ» κατὰ τὸ εὐαγγελικόν: «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, τὸ ρηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ Προφήτου, ἐστὸς ἐν τόπω ἁγίω». Ώ, τῆς συμφορᾶς! Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἀλαζόνος Πάπα, γεγραμμένη μὲ τὴν γνωστὴν ἀπ’ αἰώνων ἰταμότητα καὶ ἔπαρσιν, ἐπλαισίωνε τὴν στυγνὴν μορφήν του. Καὶ τὴν προδοτικὴν φιλοφροσύνην ἀποδίδουσα ἡ παπικὴ ἐφημερὶς «ΚΑΘΟΛΙΚΗ» ἐδημοσίευσε τὴν φωτογραφίαν τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἀλλὰ εἰς μικρὸν σχῆμα, μὲ κείμενον ὑπὸ τὸν τίτλον «Ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ’ πρὸς τὸν Πατριάρχην τῆς Κῶν/πόλεως Ἀθηναγόραν Α’».
Οἱ ἐναγκαλισμοὶ οὗτοι κατέπληξαν ἠμᾶς, καὶ εἶναι βέβαιον ὅτι, ἐὰν ὅλος ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Ἑλλάδος ἐλάμβανε γνῶσιν αὐτῶν, ἡ χώρα μας θὰ ἐσείετο ἐκ θεμελίων.
Η Τ. Θ. Παναγιότης γνωρίζει καλῶς ὁποῖαι ἔχιδναι κρύπτονται εἰς τὰς σκοτεινᾶς στοᾶς τοῦ Βατικανοῦ, καὶ πόσα δεινὰ ἔχει ὑποστὴ ἡ Ὀρθοδοξία μας ἀπὸ τοὺς σκληροὺς ψευδαδέλφους τῆς Ρώμης. Ἐν τούτοις, καλὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ ἐκ μέρους ἠμῶν ὑπόμνησις ὀλίγων ἐκ τῶν πολλῶν τὰ ὁποία ἔγραψεν ἐναντίον τῶν παπικῶν ὁ σοφὸς καὶ θερμὸς πατριώτης Ἀδαμάντιος Κοραής.
Δὲν ὑπενθυμίζομεν εἰς τὸν Παναγιώτατον τὰς περὶ τῶν παπικῶν γνώμας θρησκολήπτου τινὸς καὶ μισαλλοδόξου, ἀλλὰ τὰς ἐπ’ αὐτῶν σκέψεις ἀνδρός, ὅστις ἐξ ἰδιοσυγκρασίας ὑπῆρξεν ὀρθολογιστὴς καὶ μεμετρημένος καὶ ὡς ἐπιστήμων ἰατρὸς ἐστάθη μακρὰν παντὸς φανατισμοῦ καὶ μισαλλοδοξίας. Ὁ ἴδιος γράφει εἰς τὰ «ΑΤΑΚΤΑ» του: « Ἀπὸ τὴν πάτριόν μου θρησκείαν δὲν ἐξέκλινα ποτέ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ὑπὲρ αὐτῆς πάλιν τόσος ζῆλος, ὥστε νὰ μὲ κάμη διώκτην τῶν ἀλλοτρίων θρησκειῶν, μ’ ἐφάνη πάντοτε ἢ ἐνθουσιαστοῦ μανιώδης ζῆλος, ἐναντίος εἰς τὰ παραγγέλματα τῆς θρησκείας, ἢ σχηματισμὸς ὑποκριτού».
Ἐν τούτοις, ὁ φιλελεύθερος οὗτος ἀνήρ, ὁ τραφεῖς μὲ τὰς ἀρχὰς τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς τὰ «ΑΣΑΚΣΑ» τοῦ ἐστηλίτευσε καὶ διεπόμπευσε μετὰ μεγάλης δριμύτητος τοὺς παπικούς, «τὴν ζύμην τῶν Υαρισαίων», ὅπως λέγει.
Κατωτέρω παραθέτομεν ὀλίγους ἐκ τῶν πολλῶν μύδρων, τοὺς ὁποίους ἐξεσφενδόνισεν ἡ σοφὴ καὶ σώφρων γραφὶς ἑνὸς ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, αἰσθανόμενος νὰ κοχλάζη ἐντός του ἡ ἱερὰ ἀγανάκτησις ἑνὸς πολυπαθοῦς Ὀρθοδόξου διὰ τὰ δεινὰ τὰ ὁποῖα ὑπέστη ἐπὶ αἰώνας ἡ θρησκεία του καὶ τὸ ἔθνος τοῦ ἐκ μέρους «τῆς Δυτικῆς ὀφρύος», ὅπως τὴν ἀπεκάλεσεν ὁ Μέγας Βασίλειος, πεντακόσια ἤδη ἔτη πρὸ τοῦ σχίσματος.
Ἰδοὺ λοιπὸν ὀλίγα σχετικὰ σταχυολογήματα ἀπὸ τὰ «ΑΤΑΚΤΑ» τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ:
Ἀφοῦ περιγράφει μὲ ἐνάργειαν τὴν κατάπτωσιν τοῦ κλήρου εἰς τὸ Βυζάντιον, γράφει κατόπιν «Σὸ δίκαιον ἀπαιτεῖ νὰ ὁμολογήσωμεν τὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἑτεροδόξους ὠμολογημένον, ὅτι καὶ μοναχοὶ καὶ ἱερωμένοι τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, παραβαλλόμενοι μὲ τοὺς τότε καὶ τοὺς μετέπειτα Πάπας, ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς καὶ μοναχούς της Δυτικῆς, πρέπει νὰ λογίζωνται ἅγιοι». Οἱ Βενετικοὶ καὶ Γενουήναιοι ἔμποροι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνοδευόμενοι μὲ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ ἀποστόλους, καὶ ἐκκλησιαζόμενοι κατ' ἰδίαν, ἐσπούδαζαν, κατὰ τὴν μανιώδη τῶν συνήθειαν, νὰ κάμνωσι τοὺς Γραικοὺς προσηλύτους της παπικῆς κυριαρχίας». «Ἡ ὑπὸ τῶν σταυροφόρων ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα ἔτη (1204 - 1261) κατοχὴ τῆς Γραικορωμαϊκῆς Βασιλείας, αὐξάνουσα τὴν μὲ τοὺς Λατίνους ἐπιμιξίαν τῶν Γραικῶν, φυσικὰ ἔπρεπε ν’ αὐξήση καὶ τὴν ἀμαθίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους καὶ τὴν ἀχώριστον αὐτῆς δεισιδαιμονίαν. Διὰ τὴ δεισιδαιμονίαν ταύτην μάλιστα μᾶς ὀνειδίζουν καὶ εἰς αὐτὴν ἀποδίδουν τὸ πεῖσμα τοῦ κοινοῦ λαοῦ νὰ μὴν ἑνωθῆ μὲ τοὺς παπιστᾶς, καὶ τὴν σταθερὰν αὐτοῦ ἀντίστασιν εἰς τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ τὸν ἐνώσωσιν αὐτοκράτορας. Εἰς τὴν δεισιδαιμονίαν ὅμως ταύτην (ἂν ἐγέννησε ποτὲ τί καλὸν ἡ δεισιδαιμονία) χρεωστοῦμεν οἱ σημερινοὶ Γραικοὶ τὴν ὕπαρξίν μας. Φωρὶς τὸ εὐτυχέστατον τοῦ τὸ πεῖσμα τῶν πρὸ ἠμῶν, καὶ ἡ δεισιδαιμονία ἤθελε αὐξηθῆ ἐπὶ πλέον, καὶ τὰ πολυπληθῆ τάγματα τῶν Δυτικῶν μοναχῶν ἔμελλαν νὰ καταβρωμίσωσι τὸ ἔδαφος τῆς ταλαιπώρου Ἑλλάδος, καὶ τὰ Νερωνικὰ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως κριτήρια νὰ φλογίζωσι τοὺς Ἕλληνας, ὡς κατέφλεξαν πολλᾶς μυριάδας Δυτικῶν, καὶ ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία νὰ ὑποταχθῆ ὡς εἰς κεφαλὴν τὸν Πάπαν».
«...Καὶ θέλετε φίλοι ὁμογενεῖς, ὄχι εἰς μακρὰν στολίσειν τὴν ἐκκλησίαν καὶ τὴν θρησκείαν μὲ ἄνδρας ἀληθῶς ὁσίους, ἱκανοὺς νὰ δείξωσι πόσον σεμνοτέρα καὶ σεβασμιωτέρα εἶναι ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρὰ τὴν παπικὴν αὐλήν». «Ἀπὸ ὅλα της δυτικῆς Ἐκκλησίας τὰ μοναστικὰ τάγματα, εἰς τοὺς Ἰησουίτας μάλιστα πρέπει νὰ κλεισθῶσιν οἱ λιμένες τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἀποκλείονται εἰς τοὺς πειρατᾶς. Προσέχετέ τους, φίλοι ὁμογενεῖς, μὲ πλειοτέραν προσοχὴν ὅσης ὁ Χριστὸς παρήγγειλε τοὺς Ἀποστόλους νὰ προσέχωσι τοὺς Φαρισαίους. Διότι αὐτοὶ ὑπερέβαλαν καὶ τὴν φιλαρχίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν, καὶ αὐτὴν τὴν ὑποκρισίαν τῶν παλαιῶν Φαρισαίων». «0ι Ἰησουΐται σπουδάζουν νὰ στερεώσωσι τὴν ὕπαρξιν τῶν ἐπάνω της ἀπαιδευσίας τῶν λαῶν, καὶ καταφεύγουν ὅπου βλέπουν πλειοτέραν δεισιδαιμονίαν, ὅθεν ἐλπίζουν ν’ ἀποκτήσουν πλειοτέρους προσηλύτους. Τοιαύτην ἔκριναν καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤρχισαν νὰ σπείρωσι τὴν ἀντίχριστον διδασκαλίαν τῶν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα νὰ τὴν ἔχωσι τελευταῖον καταφύγιον, ἂν ἀποκλεισθῶσιν ὁλότελα ἀπὸ τὴν φωτισμένην Εὐρώπην».
Ναί, Παναγιώτατε, αὐτοὶ ἤσαν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι εἰς τοὺς αἰώνας οἱ παπικοί, οἱ ὁποῖοι «ὑπερέβαλαν καὶ τὴν φιλαρχίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν καὶ αὐτὴν τὴν ὑποκρισίαν τῶν παλαιῶν Φαρισαίων», κατὰ τὸν σοφὸν Κοραήν, τοῦ ὁποίου τὸ ἄγαλμα ἔστησε τὸ ἔθνος εἰς τὰ προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου μας ὡς σύμβολον σοφίας, φρονήσεως καὶ φιλοπατρίας.
Μετὰ βαθέος σεβασμοῦ καὶ βαθυτάτης ἅμα ὀδύνης,
ΦΩΤΙΟΣ ΚOΝΤOΓΛOΥ
Β' Επιστολή
«Ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑμ. Παναγιότητος καὶ τῶν σὺν ὑμῖν νὰ ὑποταχθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὸν Πάπαν καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος σπουδή, ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν μας για ἀφάτου θλίψεως καὶ ἀθυμίας. Τὰ ὦτα μας ἀκόμη συρίζουν ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη. Οἱ μὲν σᾶς ἠκολούθησαν εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τὸν ἀπάγοντα εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν πατέρων των, ἀποτροπιαζόμενοι καὶ εἰς μόνην τὴν σκέψιν ὅτι ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη τὸν Πάπαν καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο τῆς ἀσεβείας.
Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἦσαν ἐκ τῶν προτέρων προδικασμένοι νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν, ὄντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, καὶ ξενόδουλοι κόλακες καὶ κολακευόμενοι. (σσ. εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, πῶς ὁ κυρ-Φώτης ἐκφράζει τόσο ξεκάθαρα τὴν ἁγιοπατερικὴ ὁρολογία γιὰ ὅσους συμβαδίζουν μὲ τὴν αἵρεση). Ἔσπευσαν λοιπὸν νὰ συνταχθῶσι μὲ τὸν “κόσμον”,μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, “εἰς τὴν ὧδε μένουσαν πόλιν”, μὴ ἐπιζητοῦντες “τὴν μέλλουσαν”, ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς.
Οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ πιστοί, παρέμειναν ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν χώραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.
Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν”. Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα του εἶπεν ἀκόμη: “Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;
Καὶ σεῖς οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τί εἴδους ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα σᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου τοῦ παρερχομένου, διότι ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα τὴν ὕλην, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς μηχανάς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς θαύματα τοῦ ἀντιχρίστου.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, “τὴν κενὴν ἀπάτην”, τὴν διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπογνώσεως, ὅπου οὐκ ἔστιν οὐδὲ ὀσμὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου “ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμὴν“ (Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν
Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατοῦμεν ὡς τὸν μέγιστον θησαυρόν. Μακαρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας, διότι θὰ διωχθῶμεν καὶ θὰ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας.
Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης. Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς δορυφοροῦν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἀποστείλατέ τα ἐναντίον μας. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐνεφανίσθη τὸ αἱματωμένον καὶ ἀποτρόπαιον φάσγανον τῆς βίας, διὰ νὰ ἐνσπείρη τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν τελείᾳ ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον.
Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται ὡς τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης εἰς τὸν ἁγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ βδελύγματος τῆς βίας εὑρίσκεσθε σεῖς, οἱ “ποιμένες οἱ μισθωτοί“, οἱ τρίδουλοι τῶν ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.
Σπαράξατε τοὺς ἀθώους, τοὺς ἁγίους ὁμολογητάς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες. Σπαράξατε τὴν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς τὸ Κολοσσαῖον εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.
Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ προβάτου, καθ’ ὅσον αὕτη δὲν ἀπατᾶ πλέον κανένα.
«Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!»».
Πηγή: «ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΑ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ», ΑΘΗΝΑ 1993